Τη ρευστότητα που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μας, μετά τις αναταράξεις που προκάλεσαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της Κυριακής που μας πέρασε, περιγράφει ο κ.Σταύρος Λυγερός στο άρθρο του, που αναδημοσιεύω πιο κάτω από τα χθεσινά ΕΠΙΚΑΙΡΑ.
Είναι φανερό ότι δεν προκλήθηκε η ανατροπή που πολλοί περίμεναν και προσωπική μου γνώμη είναι ότι τέτοια ανατροπή δεν θα προκληθεί ούτε στο ορατό μέλλον, όσο η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τόσο αποτελεσματικά τα όπλα που διαθέτει (μιντιακό κατεστημένο, κρατικός μηχανισμός, υποσχεσιολογία, στήριξη από ξένες ισχυρές δυνάμεις κ.ά.), ενώ από την άλλη πλευρά η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μάλλον ερασιτεχνική και βρίσκεται μόνιμα σε αμυντική στάση απέναντι στην κυβερνητική επιθετικότητα.
Ας συνεχίσουμε όμως με την ανάλυση της παρούσας πολιτικής κατάστασης από τον τακτικό φιλοξενούμενό μας.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΦΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΥ
Η ευστάθεια της κυβέρνησης Σαμαρά και ευρύτερα η δυναμική των πολιτικών εξελίξεων ήταν συνάρτηση δύο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ· ο δεύτερος ήταν το ποσοστό της Ελιάς. Εάν η διαφορά ήταν μικρότερη των τριών μονάδων, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε καταγάγει εκλογική νίκη, αλλά θα είχε υποστεί πολιτική ήττα. Γιατί αυτό; Επειδή η χαλαρότητα της ευρωψήφου ευνοεί την εκλογική έκφραση της κοινωνικής οργής. Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, πως στις εθνικές εκλογές οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, το μιντιακό σύστημα και βεβαίως το ευρωιερατείο θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να εκβιάσουν τους ψηφοφόρους ώστε να αποτρέψουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τελικώς, η διαφορά είναι σχεδόν τέσσερις μονάδες. Πρόκειται για μια καθαρή εκλογική νίκη, που, ωστόσο, δεν επαρκεί για να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και να οδηγήσει άμεσα σε εθνικές εκλογές. Δεν διαμορφώνει το σαρωτικό πλειοψηφικό ρεύμα που θα έκαμπτε τις πολλές και μεγάλες επιφυλάξεις και των κεντροαριστερών ψηφοφόρων για την ικανότητα της Κουμουνδούρου να απεγκλωβίσει την κοινωνία από τα δεσμά του Μνημονίου και να ανατάξει την οικονομία. Με άλλα λόγια, ενώ εξασφαλίζει στο κόμμα τού Τσίπρα το πολιτικό πλεονέκτημα, δεν προκαθορίζει και την έκβαση της μάχης για την εξουσία.
Όπως προαναφέραμε, η ευστάθεια της κυβέρνησης ήταν συνάρτηση και του ποσοστού της Ελιάς. Σε σύγκριση με το 2012, το ΠΑΣΟΚ έχασε έναν στους τρεις ψηφοφόρους του. Παρ’ όλα αυτά, ο Βενιζέλος θριαμβολογεί! Ο λόγος είναι ότι συγκρίνει το ποσοστό του με αυτά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις και όχι με το ποσοστό του 2012. Το ενδιαφέρον είναι ότι με τον ίδιο παράδοξο τρόπο αξιολογεί το αποτέλεσμα και το μιντιακό σύστημα.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελιά υπέστη βαρύτατη ήττα, αλλά όχι την πανωλεθρία που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Το αποτέλεσμα, πάντως, απέτρεψε προς το παρόν τη διολίσθηση του ΠΑΣΟΚ σε υπαρξιακή κρίση, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτούσε διαλυτικές τάσεις. Προφανώς, το εκβιαστικό δίλημμα που προεκλογικά είχε θέσει ο Βενιζέλος εμπόδισε διαρροές κυρίως προς τη ΝΔ και δευτερευόντως προς το Ποτάμι. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ούτε από αυτό το λόγο θα αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση Σαμαρά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφει με καθαρότητα τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος να τερματίσει τις πολιτικές του Μνημονίου. Από την άλλη πλευρά όμως οι ψηφοφόροι δεν έδωσαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την εκλογική δύναμη που θα του επέτρεπε να θέσει την Ελλάδα σε άλλη τροχιά. Έχει κρίσιμη σημασία να υπογραμμιστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απέναντι του μόνο τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ· απέναντι του έχει το ευρωιερατείο και, βεβαίως, τις εγχώριες άρχουσες ελίτ που ελέγχουν το μιντιακό σύστημα. Με άλλα λόγια, έχει απέναντι του στο εσωτερικό σύσσωμο το κατεστημένο και στο εξωτερικό τα αφεντικά της Ευρωζώνης, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Για να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά σε αυτό το πανίσχυρο μπλοκ δυνάμεων, μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει τουλάχιστον να στηρίζεται σε ευρύτατη λαϊκή πλειοψηφία. Στον κορμό αυτών που συνειδητοποιούν ότι το Μνημόνιο καταστρέφει την οικονομία και την κοινωνία. Αυτή η κατηγορία των ψηφοφόρων όμως εκφράζεται κομματικά κατά τρόπο που απαγορεύει την πολιτική άθροιση. Το 9,3% της Χρυσής Αυγής και το 6% του ΚΚΕ έχει την ίδια αρνητική θέση έναντι του Μνημονίου, αλλά για τους γνωστούς λόγους δεν μπορεί να αθροιστεί πολιτικά με το 26,6% του ΣΥΡΙΖΑ. Προβληματική εμφανίζεται και η άθροιση με το 3,5% των ΑΝΕΛ. Αντιθέτως, το 22,7% της ΝΔ ήδη αθροίζεται κυβερνητικά με το 8% της Ελιάς, ενώ ως εφεδρεία μπορεί να λειτουργήσει και το Ποτάμι με το 6,6%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα εισέρχεται σε μια φάση πολιτικού μετεωρισμού. Η «παράταξη του Μνημονίου» μπορεί να έχασε σημαντικό εκλογικό έδαφος και να είναι καθαρή μειοψηφία στο εκλογικό σώμα, αλλά δεν έχει απέναντι της ένα πλειοψηφικό αντιπολιτευτικό μέτωπο. Αυτό της επιτρέπει όχι μόνο να επιβιώσει ως κυβέρνηση τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο, αλλά και να ελιχθεί ενόψει της μάχης για την εξουσία. Είναι δεδομένο, άλλωστε, ότι θα ενεργοποιήσει όλα τα μη θεσμικά αλλά ισχυρότατα ερείσματά της και θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να καλλιεργήσει το φόβο στην κοινωνία με σκοπό να κάμψει τις αντιστάσεις της. Το μόνο σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι εισερχόμαστε σε περίοδο έντονων πολιτικών αναταράξεων.
Είναι φανερό ότι δεν προκλήθηκε η ανατροπή που πολλοί περίμεναν και προσωπική μου γνώμη είναι ότι τέτοια ανατροπή δεν θα προκληθεί ούτε στο ορατό μέλλον, όσο η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τόσο αποτελεσματικά τα όπλα που διαθέτει (μιντιακό κατεστημένο, κρατικός μηχανισμός, υποσχεσιολογία, στήριξη από ξένες ισχυρές δυνάμεις κ.ά.), ενώ από την άλλη πλευρά η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μάλλον ερασιτεχνική και βρίσκεται μόνιμα σε αμυντική στάση απέναντι στην κυβερνητική επιθετικότητα.
Ας συνεχίσουμε όμως με την ανάλυση της παρούσας πολιτικής κατάστασης από τον τακτικό φιλοξενούμενό μας.
Η ευστάθεια της κυβέρνησης Σαμαρά και ευρύτερα η δυναμική των πολιτικών εξελίξεων ήταν συνάρτηση δύο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ· ο δεύτερος ήταν το ποσοστό της Ελιάς. Εάν η διαφορά ήταν μικρότερη των τριών μονάδων, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε καταγάγει εκλογική νίκη, αλλά θα είχε υποστεί πολιτική ήττα. Γιατί αυτό; Επειδή η χαλαρότητα της ευρωψήφου ευνοεί την εκλογική έκφραση της κοινωνικής οργής. Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, πως στις εθνικές εκλογές οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, το μιντιακό σύστημα και βεβαίως το ευρωιερατείο θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να εκβιάσουν τους ψηφοφόρους ώστε να αποτρέψουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τελικώς, η διαφορά είναι σχεδόν τέσσερις μονάδες. Πρόκειται για μια καθαρή εκλογική νίκη, που, ωστόσο, δεν επαρκεί για να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και να οδηγήσει άμεσα σε εθνικές εκλογές. Δεν διαμορφώνει το σαρωτικό πλειοψηφικό ρεύμα που θα έκαμπτε τις πολλές και μεγάλες επιφυλάξεις και των κεντροαριστερών ψηφοφόρων για την ικανότητα της Κουμουνδούρου να απεγκλωβίσει την κοινωνία από τα δεσμά του Μνημονίου και να ανατάξει την οικονομία. Με άλλα λόγια, ενώ εξασφαλίζει στο κόμμα τού Τσίπρα το πολιτικό πλεονέκτημα, δεν προκαθορίζει και την έκβαση της μάχης για την εξουσία.
Όπως προαναφέραμε, η ευστάθεια της κυβέρνησης ήταν συνάρτηση και του ποσοστού της Ελιάς. Σε σύγκριση με το 2012, το ΠΑΣΟΚ έχασε έναν στους τρεις ψηφοφόρους του. Παρ’ όλα αυτά, ο Βενιζέλος θριαμβολογεί! Ο λόγος είναι ότι συγκρίνει το ποσοστό του με αυτά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις και όχι με το ποσοστό του 2012. Το ενδιαφέρον είναι ότι με τον ίδιο παράδοξο τρόπο αξιολογεί το αποτέλεσμα και το μιντιακό σύστημα.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελιά υπέστη βαρύτατη ήττα, αλλά όχι την πανωλεθρία που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Το αποτέλεσμα, πάντως, απέτρεψε προς το παρόν τη διολίσθηση του ΠΑΣΟΚ σε υπαρξιακή κρίση, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτούσε διαλυτικές τάσεις. Προφανώς, το εκβιαστικό δίλημμα που προεκλογικά είχε θέσει ο Βενιζέλος εμπόδισε διαρροές κυρίως προς τη ΝΔ και δευτερευόντως προς το Ποτάμι. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ούτε από αυτό το λόγο θα αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση Σαμαρά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφει με καθαρότητα τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος να τερματίσει τις πολιτικές του Μνημονίου. Από την άλλη πλευρά όμως οι ψηφοφόροι δεν έδωσαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την εκλογική δύναμη που θα του επέτρεπε να θέσει την Ελλάδα σε άλλη τροχιά. Έχει κρίσιμη σημασία να υπογραμμιστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απέναντι του μόνο τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ· απέναντι του έχει το ευρωιερατείο και, βεβαίως, τις εγχώριες άρχουσες ελίτ που ελέγχουν το μιντιακό σύστημα. Με άλλα λόγια, έχει απέναντι του στο εσωτερικό σύσσωμο το κατεστημένο και στο εξωτερικό τα αφεντικά της Ευρωζώνης, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Για να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά σε αυτό το πανίσχυρο μπλοκ δυνάμεων, μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει τουλάχιστον να στηρίζεται σε ευρύτατη λαϊκή πλειοψηφία. Στον κορμό αυτών που συνειδητοποιούν ότι το Μνημόνιο καταστρέφει την οικονομία και την κοινωνία. Αυτή η κατηγορία των ψηφοφόρων όμως εκφράζεται κομματικά κατά τρόπο που απαγορεύει την πολιτική άθροιση. Το 9,3% της Χρυσής Αυγής και το 6% του ΚΚΕ έχει την ίδια αρνητική θέση έναντι του Μνημονίου, αλλά για τους γνωστούς λόγους δεν μπορεί να αθροιστεί πολιτικά με το 26,6% του ΣΥΡΙΖΑ. Προβληματική εμφανίζεται και η άθροιση με το 3,5% των ΑΝΕΛ. Αντιθέτως, το 22,7% της ΝΔ ήδη αθροίζεται κυβερνητικά με το 8% της Ελιάς, ενώ ως εφεδρεία μπορεί να λειτουργήσει και το Ποτάμι με το 6,6%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα εισέρχεται σε μια φάση πολιτικού μετεωρισμού. Η «παράταξη του Μνημονίου» μπορεί να έχασε σημαντικό εκλογικό έδαφος και να είναι καθαρή μειοψηφία στο εκλογικό σώμα, αλλά δεν έχει απέναντι της ένα πλειοψηφικό αντιπολιτευτικό μέτωπο. Αυτό της επιτρέπει όχι μόνο να επιβιώσει ως κυβέρνηση τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο, αλλά και να ελιχθεί ενόψει της μάχης για την εξουσία. Είναι δεδομένο, άλλωστε, ότι θα ενεργοποιήσει όλα τα μη θεσμικά αλλά ισχυρότατα ερείσματά της και θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να καλλιεργήσει το φόβο στην κοινωνία με σκοπό να κάμψει τις αντιστάσεις της. Το μόνο σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι εισερχόμαστε σε περίοδο έντονων πολιτικών αναταράξεων.