14 Μαΐου 2014

Το σκάνδαλο με τα δάνεια των κομμάτων

Το θέμα με τα δάνεια των κομμάτων - ιδιαίτερα των δυο υπερχρεωμένων που κυβέρνησαν μεταπολιτευτικά - και των μεθοδεύσεων που μετέρχονται προκειμένου να αποφύγουν την εξόφλησή τους, είναι χαρακτηριστικό της ηθικής που διέπει τους επικεφαλής τους, αλλά και τους βουλευτές που έχουν αποδειχτεί πρόθυμοι να στηρίξουν νομοθετικά οτιδήποτε τους φέρουν προς ψήφιση. 
Ειδικά σε μια περίοδο που σέρνονται στις φυλακές πτωχοποιημένοι πολίτες επειδή αδυνατούν να εξυπηρετήσουν οφειλές έστω και λίγων ευρώ, δεν υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση εκ μέρους των κομμάτων που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση (και ζητούν την ψήφο των πολιτών για να τη σώσουν από την καταστροφή που τα ίδια προκάλεσαν) από το να φέρονται ως κοινοί μπαταχτσήδες.
Το παρακάτω άρθρο είναι αποκαλυπτικό των διαστάσεων που τείνει να προσλάβει αυτό το σκάνδαλο.


Τι συμβαίνει με τα δάνεια των κομμάτων;
Η στρατηγική «μαγικής» εξαφάνισης των κομματικών χρεών
(του Μιχάλη Κόκκινου)

Ένα από τα πράγματα που η Κρίση μάς επέτρεψε να αντιληφθούμε, είναι το πόσο επιπόλαια ταυτίσαμε τη Δημοκρατία με την ευημερία. Δηλαδή με το πολίτευμα εκείνο που απλώς διανέμει σε όλους –έστω και άνισα– τον παραγόμενο πλούτο. Μοιραία, το τέλος της ευημερίας έφερε και την αμφισβήτηση στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Η φοβερή κρίση που βιώσαμε και βιώνουμε μπορεί να μην γκρέμισε το πολίτευμά μας, αλλά κατάφερε σίγουρα να το κλονίσει. Παρόλα αυτά, θα ήταν κανείς υπερβολικά επιεικής αν δεν παρατηρούσε ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα των τελευταίων μηνών ταυτίζεται και με ένα ευδιάκριτο πρωτογενές έλλειμμα δημοκρατίας. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν συνεδριάζει πια ποτέ, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου διαδέχονται η μία την άλλη και οι μείζονες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από μια κλειστή ομάδα ανθρώπων στο Μέγαρο Μαξίμου. Εκεί αποφασίστηκε μέχρι και η αλλαγή του ε­κλογικού νόμου, μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών, εκεί «έλυνε και έδενε» μέχρι πρόσφατα και ο κύριος Μπαλτάκος, τον οποίο όλοι σήμερα κάνουν ότι δεν γνώριζαν.

Με την υπόθεση Μπαλτάκου αποκαλύφθηκε η πραγματική υπόσταση και λειτουργία του στενού κυβερνητικού πυρήνα. Στο video της συνομιλίας του με τον βουλευτή της Χ.Α., Ηλία Κασιδιάρη, ο γραμματέας μέχρι πρόσφατα της κυβέρνησης, Τ. Μπαλτάκος, εμφανίζεται να αποκαλύπτει κατάχρηση της κυβερνητικής εξουσίας, με σκοπό τη δίωξη πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Αντί να απαιτηθεί άμεση έρευνα είτε από τη Δικαιοσύνη, είτε από τη Βουλή, σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του πρωθυπουργού, των Υπουργών Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, επιλέχθηκε η υποβάθμιση του γεγονότος ως ατυχή δήλωση ενός «κάποιου» συνεργάτη.

Τα δανεικά και αγύριστα 270.000.000 ευρώ


Πιο χαρακτηριστική για τον τρόπο που χρησιμοποιεί την εξουσία η παρούσα κυβέρνηση Σαμαρά είναι η περίπτωση των δανείων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, και η γενικότερη με­θόδευση τα δύο τελευταία χρόνια για τη μη αποπληρωμή τους. Στις αρχές Μαρτίου προέκυψε από δήλωση του Ευρωπαίου Επιτρόπου Χοακίν Αλμούνια, σε σχετική επερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή Θ. Σκυλακάκη, ότι τα δύο κόμματα έχουν από τις αρχές του 2013 πάψει να εξυπηρετούν κανονικά τη συντριπτική πλειοψηφία των δανείων τους, ύψους 270.000.000 ευρώ. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ουδείς γνωρίζει το ακριβές ύψος των δανείων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σήμερα. Οι τελευταίοι ισολογισμοί της ΝΔ, στις αρχές του 2013, έδειχναν 145.000.000 ευρώ χρέη προς τις τράπεζες και ένα λίγο μικρότερο ποσό για το ΠΑΣΟΚ.
Το όλο θέμα, όμως, καλύπτεται από πέπλο αδιαφάνειας. Ο θεωρητικώς εποπτεύων φορέας –Τράπεζα της Ελλάδος– αποκρύπτει τα σχετικά στοιχεία από τη Βουλή, επικαλούμενος νομοθεσία περί του απορρήτου(;). Από στοιχεία που είχαν αποκαλυφθεί την περίοδο της υπουργίας Γιαννίτση (κυβέρνηση Παπαδήμου), όταν συζητιόταν η ευνοϊκή ρύθμισή τους τις παραμονές των εκλογών του 2012, προέκυπτε ένα επιτόκιο άνω του 8% από την πλευρά τής τότε Αγροτικής Τράπεζας, που είχε τον συντριπτικό όγκο των σχετικών δανείων. Συνεπώς, αν το επιτόκιο δεν έχει αλλάξει (και είναι ήδη ακραία ευνοϊκό με τραπεζικά κριτήρια), οι τόκοι πρέπει να ξεπερνούν τα 22.000.000 ευρώ τον χρόνο! Κατά πόσον (και με τι έσοδα) εξυπηρετούνται δεν είναι σαφές.

Η ιστορία των κομματικών δανείων, βέβαια, δεν είναι σημερινή. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρχε μια σοβαρή υπερχρέωση, όμως οι πλουσιοπάροχες κρατικές επιχορηγήσεις (από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης) επέτρεπαν την εξυπηρέτησή τους και θα έπρεπε να έχουν αποπληρωθεί πριν από την έναρξη της κρίσης. Αντί να αποπληρωθούν, όμως, προστέθηκαν και νέα δάνεια στη διάρκεια της κρίσης, μέχρι τουλάχιστον και το 2012 (η ΝΔ αύξησε τον δανεισμό της κατά 15.000.000 ευρώ το 2012). Η μοναδική εγγύηση για τα δάνεια αυτά ήταν οι μελλοντικές χρηματοδοτήσεις από το κράτος, δηλαδή τα δύο κόμματα προεξοφλούσαν την ψήφο των πολιτών και χρησιμοποιούσαν την οικονομική ισχύ που προσέφεραν τα δάνεια για να την «αγοράσουν»! Ό,τι ποσοστά κι αν φέρουν, όμως, τα δύο κόμματα στα επόμενα χρόνια, τα δάνεια αυτά αποκλείεται να αποπληρωθούν. Η κρατική επιχορήγηση και στα δύο κόμματα δεν καλύπτει σήμερα ούτε τους μισούς τόκους, και για το κεφάλαιο ούτε λόγος.
Τα κόμματα και οι αρχηγοί τους είχαν πλήρη ελευθερία για τον τρόπο διαχείρισης των χρημάτων αυτών. Μέρος τους σίγουρα σπαταλήθηκε σε πελατειακές εξυπηρετήσεις στο εσωτερικό των κομμάτων και μέρος τους για εξασφάλιση ψήφων. Η ΝΔ, ακόμη και το 2012, πλήρωνε με τα χρήματα αυτά για μεταφορά οπαδών της, δυνατότητα που δεν είχαν άλλα κόμματα που δεν δανείστηκαν και έχασαν την είσοδο στη Βουλή για μερικές χιλιάδες ψήφους. Συνεπώς, τα χρήματα αυτά, που αθροίζονται σε τεράστια ποσά, διαμόρφωσαν ή και αλλοίωσαν το τελικό αποτέλεσμα, μια που ειδικά στις εκλογές του Μαΐου ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών δεν εκπροσωπήθηκαν στη Βουλή, καθώς πολλά μικρότερα κόμματα έμειναν οριακά εκτός Κοινοβουλίου. Υπενθυμίζεται ότι τα κόμματα που δεν εκπροσωπήθηκαν στη Βουλή τον Μάιο του 2012, είχαν αθροιστικά ποσοστό αντίστοιχο με του πρώτου κόμματος και ήταν πολλά τα μικρότερα κόμματα που έμειναν οριακά εκτός Κοινοβουλίου.
Επίσης, με τροπολογία που έφερε τις παραμονές των πρώτων εκλογών του 2012 ο τότε υπουργός, Τάσος Γιαννίτσης, ορίστηκε ότι η τελευταία δόση του 2011 και οι δύο δόσεις του 2012 της τακτικής κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων είναι ανεκχώρητες και ακατάσχετες, παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν μέρος της εγγύησης του δανείου. Έτσι, χρηματοδοτήθηκε η εκλογική εκστρατεία των δύο κομμάτων τον Μάιο του 2012. Με τον τρόπο αυτόν, εκτός της αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος, αυξανόταν ισόποσα και το ποσό που στη συνέχεια θα κινδύνευε να μείνει απλήρωτο. Συνυπολογίζουμε δε ότι, μετά την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αυτές είναι πλέον κατά περίπου 90% κρατικές. Γίνεται αντιληπτό ότι η σχετική ζημιά από τη μη αποπληρωμή των δανείων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα μετατραπεί σε απώλεια κεφαλαίου και θα μεταφερ­θεί στους πολίτες μέσω της φορολογίας.

Οι ευθύνες γι’ αυτό το τεραστίων διαστάσεων σκάνδαλο είναι και πολιτικές και νομικές. Υπάρχει, αρχικά, ευθύνη από την πλευρά των διορισμένων από τα κόμματα δανειστών-τραπεζιτών (όπως στην περίπτωση της Αγροτικής), οι οποίοι συνέχισαν να δανείζουν ακόμα και όταν ήταν απολύτως προφανές με τραπεζικά κριτήρια ότι τα δάνεια αυτά δεν επρόκειτο να εξυπηρετηθούν. Τα δάνεια ελήφθησαν κυρίως από κρατικές τράπεζες ή τράπεζες που επηρεάζονταν (βλ. Τράπεζα Αττικής) από την οικονομική συγκυρία και βρίσκονταν σε σχέση βαρύτατης πολιτικής εξάρτησης από τα δύο κόμματα. Συνεπώς, τεράστια ευθύνη έχουν και οι πολιτικοί των δύο κομμάτων που είχαν την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισής τους.
Η Δικαιοσύνη ξεκίνησε προκαταρκτική έρευνα για τα δάνεια των κομμάτων, αλλά πριν ακόμα αυτή φτάσει σε αποτέλεσμα, η νέα κυβέρνηση Σαμαρά ψήφισε τροπολογία που, σύμφωνα με διαρροή στην Καθημερινή απόψεων ανωτάτων δικαστικών πηγών, δεν επιτρέπει τη δίωξη ούτε των τραπεζικών που έδωσαν τα δάνεια, ούτε των πολιτικών που τα ζήτησαν: «Ακόμα και αν οι οικονομικοί εισαγγελείς... ασκήσουν τελικά ποινικές διώ­ξεις παρά την ύπαρξη της εν λόγω ρύθμισης, η δίωξη αυτή είναι ανίσχυρη... όπως διευκρίνιζαν ανώτατες δικαστικές πηγές».
ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία έλαβαν δάνεια που εις γνώσιν τους δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν, τα ξόδεψαν για ψηφοθηρικούς λόγους, σταμάτησαν να πληρώνουν τις δόσεις τους και μετά αμνήστευσαν και τους τραπεζίτες που παράνομα τα έδωσαν, και τους ηθικούς αυτουργούς. Χρησιμοποίησαν, δηλαδή, την εξουσία τους για να αμνηστεύσουν τους εαυτούς τους!
Είναι ξεκάθαρο ότι η όλη μεθόδευση αποσκοπεί στη μη αποπληρωμή του χρέους των δύο κομμάτων. Και ο μόνος δυνατός τρόπος να απεγκλωβιστούν από τη μέγγενη του χρέους είναι η αυτοκατάργησή τους. Αν τα κόμματα αρχίσουν να «κατεβαίνουν» με άλλο όνομα, τότε μπορούν να λαμβάνουν πλέον κρατική επιχορήγηση ως νέοι σχηματισμοί και να αφήσουν τα χρέη στα παλαιά κόμματα, που δεν θα πληρώνουν τίποτε (ή σχεδόν τίποτε), αφού δεν θα έχουν πια κρατική επιχορήγηση.
Η πολυδιαφημισμένη «Ελιά», για παράδειγμα, έτσι όπως σχεδιάζεται, μπορεί όντως να προσφέρει ένα όχημα που –άσχετα με τη βούληση των άλλων εμπλεκομένων– κινδυνεύει να κληθεί να «ξεπλύνει» το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο από τα πολιτικά του αμαρτήματα (που σε τελική κατάληξη είναι θέμα πολιτικό και θα κριθεί στην κάλπη), αλλά και από τα κυριολεκτικά του χρέη προς τον φορολογούμενο πολίτη. Όχι αναλαμβάνοντας τα χρέη (αυτό θα είχε μια εντιμότητα), αλλά διευκολύνοντας αυτούς που χρωστούν να επιχειρήσουν να αποφύγουν τις νομικές ευθύνες, αλλά και τις άλλες συνέπειες της χρεωκοπίας. Πρόκειται για ένα θέμα μεγάλης ηθικής και πολιτικής σημασίας.
Τα βήματα του ΠΑΣΟΚ μάλλον θα ακολουθήσει και η Νέα Δημοκρατία. Θυμηθείτε τα σενάρια περί «ευρωπαϊκού συναγερμού» που θα σχημάτιζε ο Α. Σαμαράς με βάση τη Νέα Δημοκρατία και θα εγκόλπωνε το σύνολο της ελληνικής Δεξιάς, κοινοβουλευτικής και μη, αλλά και προσωπικότητες του φιλελεύθερου χώρου που δεν θα είχαν αντίρρηση να «συστεγαστούν» πολιτικά μαζί με ακροδεξιούς χάριν της εξουσίας. Οι προσωπικότητες που θα εμπλακούν σε μία τέτοια διαδικασία, με πρώτους εκείνους της «Ελιάς», έχουν ηθική υποχρέωση να ξεκαθαρίσουν ότι δεν πρόκειται ποτέ να συναινέσουν στην έμμεση διαγραφή των χρεών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Αλλιώς, όλες οι διακηρύξεις και οι κα­λές προθέσεις τους θα ακυρωθούν. Και θα είναι κρίμα να ξεκινήσουν με την πρόθεση να ανανεώσουν το πολιτικό σύστημα και να καταλήξουν να «ξεπλένουν» πολιτικά ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης.
Δεν θα ήταν υπερβολή, λοιπόν, αν λέγαμε ότι η χρεωκοπία του κράτους οδήγησε και στη χρεωκοπία των κομμάτων που το οικοδόμησαν. Η μεθοδευμένη αυτοκατάργηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μετά τις προσεχείς ευρωεκλογές, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Και μαζί με αυτά θα τελειώσει μία ολόκληρη εποχή. Οι πολιτικοί-σύμβολα της Μεταπολίτευσης θα αναζητήσουν νέους ρόλους, μακριά από την κεντρική πολιτική σκηνή, και νέα πρόσωπα θα αναζητηθούν για να βγουν στο προσκήνιο.

Σήμερα η κοινωνία έχει ανάγκη από νέα πρόσωπα που δεν έχουν εμπλακεί στην πολιτική, αφού στη συνείδηση του κόσμου όσοι έχουν περάσει από τη Βουλή ή βρίσκονται σήμερα εκεί θεωρούνται σχεδόν ύποπτοι. Ασφαλώς και δεν είναι έτσι, αλλά αυτή είναι κυρίαρχη άποψη, η οποία δεν γίνεται κατανοητή εύκολα από όσους διαμόρφωναν τα τελευταία χρόνια την Kοινή Γνώμη στην Ελλάδα – είτε είναι πολιτικοί, είτε δημοσιογράφοι, είτε τα γνωστά επιχειρηματικά συμφέροντα. Κι αυτό το «ψηφίζω έναν, για να μη βγει ο άλλος» υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών.
Η όλο και εντεινόμενη πεποίθηση της Κοινής Γνώμης ότι δεν μπορεί το πολιτικό προσωπικό που έριξε τη χώρα στα βράχια να είναι ακριβώς το ίδιο που θα διαχειριστεί τις τύχες του τό­που στη νέα εποχή που αναπότρεπτα ανατέλλει, καθοδηγεί την ανάγκη για βαθιές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και στον τρόπο ανάδειξης εκείνων που εκπροσωπούν την ελληνική κοινωνία στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά και στην εξίσου σημαντική τοπική αυτοδιοίκηση. Η μεγάλη δυναμική που απέκτησε το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη αμέσως μόλις εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο, αλλά και η αίσθηση που προκαλεί η υποψηφιότητα του αντιπροέδρου του Ολυμπιακού, Γιάννη Μώραλη, για τον Δήμο Πειραιά, μαρτυρούν, αν μη τι άλλο, τη δίψα της κοινωνίας για νέα και άφθαρτα πρόσωπα που δεν βαρύνονται με τις αμαρτίες του παρελθόντος (Σημ.Πυθ.Σάμ.: Αποτελούν όμως την προβειά του παλαιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος και ο στόχος είναι να χρησιμοποιηθούν ως όχημα επιστροφής των αμαρτωλών μέσω άλλης οδού).
Ωστόσο, το αίσθημα της ασφυξίας που προκαλεί η κρίση στα πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και πολύ περισσότερο στη νέα γενιά που δοκιμάζεται από την ανεργία, μεγεθύνει μέρα με τη μέρα την αποστροφή των ψηφοφόρων για τους επαγγελματίες πολιτικούς, οι οποίοι επιμένουν να θέλουν να παραμένουν στο προσκήνιο, αντιμετωπίζοντας την πολιτική ως ένα κλειστό επάγγελμα για λίγους και εκλεκτούς. Και μπορεί να εναλλάσσονται στα αξιώματα, πλην όμως ο τρόπος ανάδειξής τους σε αυτά παραμένει σχεδόν απαράλλακτος.
Η προφανής αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων να απαντήσουν πειστικά στις νέες προκλήσεις και να υπερβούν τον κομματικό αυτισμό, εγκαταλείποντας την πεπατημένη του παρελθόντος, αφήνει ένα τεράστιο κενό που έρχονται να καλύψουν νέα σχήματα, των οποίων η απειλητική εμφάνιση στον στίβο της αυτοδιοικητικών καλπών της 18ης Μαΐου και των ευρωεκλογών που θα ακολουθήσουν συνοδεύεται από έντονες πολιτικές αντιδράσεις και σεισμικές πολιτικές αναταράξεις.
Πρόδρομος αυτών των νέων δεδομένων στην πολιτική υπήρξε, εξάλλου, η περίπτωση του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος, ως άνθρωπος προερχόμενος από τον χώρο των επιχειρήσεων και χωρίς να έχει ιδιαίτερους δεσμούς με έναν συγκεκριμένο κομματικό χώρο, έκανε τη μεγάλη ανατροπή το 2010, τερματίζοντας το πολύχρονο τέλμα της συμπρωτεύουσας από την εναλλαγή στο τιμόνι της πόλης προσώπων από τον συντηρητικό χώρο.

Οι επαγγελματίες πολιτικοί δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Ο ψηφοφόρος οφείλει όχι μόνο να πάει στην κάλπη και να ψηφίσει, αλλά να δώσει την ψήφο του σε νέους, άφθαρτους ανθρώπους. Προϋπόθεση, ωστόσο, είναι να μη δοθεί η ώθηση σε εκείνους που είναι αναγνωρίσιμοι, αλλά σε όσους έχουν τις καλύτερες και πιο εφαρμόσιμες ιδέες. Το πρόβλημα είναι ότι τα μέσα προβάλλουν εκείνους τους υποψηφίους που θα κάνουν νούμερα στην AGB ή έχουν τους γνωστούς που θα τους προ­ωθήσουν. Οι πολίτες δεν έχουν χρόνο να επιλέξουν τους καλύτερους, με αποτέλεσμα στην κάλπη πολλές φορές να ψηφίζουν τον περισσότερο προβεβλημένο ή αυτόν που απλά κάνει σαματά και γίνεται γραφικός. Κανένας, όμως, δεν προέκυψε από παρθενογένεση, και οι περισσότεροι από αυτούς που διεκδικούν την ψήφο μας, αν δεν είναι επαγγελματίες πολιτικοί, είναι μέρος του «συστήματος». Το παλιό έχει πεθάνει, αλλά το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμα 100%. Ο κόσμος θέλει φρέσκα πρόσωπα, όχι όμως «εναλλακτικές» άνευ περιεχομένου.
GreekBloggers.com