Τα τελευταία αυτά χρόνια της κρίσης, μας βομβαρδίζουν όλοι οι μνημονιακοί πολιτικοί και τα όργανά τους, με "επιχειρήματα" του τύπου "πρέπει να μειωθούν οι μισθοί για να είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις ανταγωνιστικές". Πόση αλήθεια υπάρχει σ'αυτό;
Δεν θα αναφερθώ εδώ στο γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν η μια μετά την άλλη, για το λόγο ακριβώς των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις - αφού τους στερούν το αγοραστικό κοινό - κάτι που είναι αυτονόητο σε όλους, πλήν αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις, αλλά θα αναδημοσιεύσω το μεγαλύτερο μέρος άρθρου, το οποίο έχει γράψει ο Αυγ.Χατζηχρυσός, άνθρωπος του εμπορίου, που απομυθοποιεί όλα αυτά τα προπαγανδιστικά, ότι δήθεν για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα πρέπει να μειωθούν οι μισθοί.
Και θα τονίσω αυτό που αναφέρεται προς το τέλος ότι "Μια σοβαρή Οικονομία δεν αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως δαπάνη, αλλά ως επένδυση".
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο NEXUS του 7/2012 με τίτλο "Ανταγωνιστικότητα και εργασιακά δικαιώματα"
Δεν θα αναφερθώ εδώ στο γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν η μια μετά την άλλη, για το λόγο ακριβώς των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις - αφού τους στερούν το αγοραστικό κοινό - κάτι που είναι αυτονόητο σε όλους, πλήν αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις, αλλά θα αναδημοσιεύσω το μεγαλύτερο μέρος άρθρου, το οποίο έχει γράψει ο Αυγ.Χατζηχρυσός, άνθρωπος του εμπορίου, που απομυθοποιεί όλα αυτά τα προπαγανδιστικά, ότι δήθεν για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα πρέπει να μειωθούν οι μισθοί.
Και θα τονίσω αυτό που αναφέρεται προς το τέλος ότι "Μια σοβαρή Οικονομία δεν αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως δαπάνη, αλλά ως επένδυση".
Μια
πρώτη αυθαιρεσία που κάνουν όσοι μιλούν για μείωση μισθών είναι ότι
μεταφράζουν την «αποτελεσματικότητα της εργασίας» σε «κόστος εργασίας» - δύο
αντικείμενα τελείως διαφορετικά. Τι είναι, όμως, αυτό που θα μας κάνει
ανταγωνιστικούς, αν όχι η μείωση
του μισθολογικού κόστους;
Κατ’
αρχάς, το κόστος παραγωγής κυμαίνεται ανάλογα με τον τομέα στον οποίο
δραστηριοποιείται μια επιχείρηση και δεν είναι σταθερό. Περιληπτικά, σε αυτό
συμπεριλαμβάνονται η Ενέργεια (ρεύμα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο), οι πρώτες ύλες,
οι μεταφορές, οι εξοπλισμοί (μηχανήματα, ανταλλακτικά), το φορολογικό
περιβάλλον και η γραφειοκρατία. Ενώ,
λοιπόν, υπάρχει τέτοια σπουδή στη μείωση μόνο του μισθολογικού κόστους, οι...
σωτήρες της χώρας αυξάνουν όλους τους άλλους παράγοντες κόστους!
… (στη
συνέχεια ο αρθρογράφος αναφέρει τις αυξήσεις της ΔΕΗ συν το χαράτσι, τις αυξήσεις
στην τιμή των καυσίμων, τις αυξήσεις στα διόδια, στους φόρους κλπ, που λόγω
χώρου παραλείπω, αφού μας είναι άλλωστε γνωστά)…
Ωστόσο,
κανένα από τα παραπάνω δεν αρκεί, από μόνο του, ακόμη κι αν καταργηθεί, για να
κάνει ένα προϊόν ανταγωνιστικό, Η αύξηση της παραγωγικότητας και των
ανταγωνιστικών χαρακτηριστικών δεν σχετίζονται μόνο με το κόστος, αλλά τις
περισσότερες φορές οφείλονται σε αυτό. Αν βάλουμε στόχο να γίνουμε
ανταγωνιστικοί μόνο μέσω της τιμής του προϊόντος,
υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταλήξουμε στη φθήνια
και όχι στην πολυπόθητη ποιότητα προϊόντων ή
υπηρεσιών.
Ανταγωνιστικό
προϊόν δεν είναι το φθηνό, ανταγωνιστικό είναι το προϊόν που πωλείται και έχει
κέρδος - είτε είναι φθηνό, είτε ακριβό. Αλλιώς θα μπορούσαμε να εκτινάξουμε
τις εξαγωγές π.χ. των εσπεριδοειδών, απλώς χαρίζοντάς τα! Για παράδειγμα, ένα
γερμανικό αυτοκίνητο είναι ελκυστικό, αν και κοστίζει έως και τέσσερις φορές
περισσότερο από ένα κορεατικό. Ο δε αγοραστής του είναι πρόθυμος να καταβάλει το αντίστοιχο ποσό, και είναι κι ευχαριστημένος από την επιλογή του, ενώ στη χαμηλότερη
γκάμα τιμών ακόμη και μια αύξηση των 1.000 ευρώ στην τιμή του αυτοκινήτου
μπορεί να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του πελάτη! Κέρδος έχουν όλοι, αλλά το
υψηλότερο θα κατευθυνθεί σε αυτόν που επένδυσε περισσότερα.
Άρα,
ανταγωνιστικό είναι το προϊόν που θα πωληθεί σε καλή τιμή, με
κέρδος, αλλά θα έχει και υψηλή πραγματική και
αντιληπτή αξία (perceived value). Οι
Γερμανοί ξοδεύουν εκατομμύρια
στον σχεδιασμό των αυτοκίνητων, πληρώνουν αδρά σε
γραμμές παραγωγής, σε επιστημονικό προσωπικό και σε εξειδικευμένο
εργατικό δυναμικό, ώστε να μπορούν μετά να ζητήσουν το ανάλογο αντίτιμο. Φυσικά
και το φθηνότερο εργατικό κόστος, ακόμη και των γειτονικών μας χωρών, είναι
ελκυστικό για μια μεγάλη πολυεθνική, αλλά αυτό που δεν μπορεί να διαπραγματευτεί,
ανεξαρτήτως κόστους, είναι η παραγωγικότητα και η ποιότητα που θα πρέπει να
διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Η Βουλγαρία, για παράδειγμα, παρά τους
χαμηλότερους μισθούς, άδειασε δημογραφικά από το πιο ικανό ανθρώπινο δυναμικό της,
το οποίο μετακινήθηκε προς χώρες με καλύτερες αμοιβές, μένοντας τελικά με
επενδύσεις χαμηλού κόστους και υπηρεσίες δεύτερης διαλογής.
Φυσικά, η διαρροή προς περιοχές με
χαμηλότερους μισθούς δεν είναι καινοφανής. Και παλαιότερα υπήρχαν μετακινήσεις
εργασιών που δεν απαιτούσαν υψηλή ειδίκευση (ρουχισμός) προς περιοχές με
χαμηλούς μισθούς ή το αντίθετο. Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, για παράδειγμα,
έφερναν τους ανειδίκευτους εργάτες στη χώρα, ώστε να ρίχνουν το κόστος εργασίας
των ημεδαπών, με αλλοδαπούς χωρίς ταξική συνείδηση - όπως συνέβη και στη χώρα
μας, με την ανασφάλιστη και παράνομη εκμετάλλευση λαθρομεταναστών. Στην Ελλάδα
του κοινωνικού κράτους, όμως, αυτή η πολιτική ήταν καταστροφική, καθώς όχι μόνο
δεν βοήθησε στην ανάπτυξη ή την ανταγωνιστικότητα, αλλά έδωσε την πρόφαση στους
εχθρούς των εργατικών δικαιωμάτων να τα καταργούν, εκδίδοντας νόμους που μας
φέρνουν πίσω σε εποχές εργασιακού μεσαίωνα.
Για να είμαστε αντικειμενικοί, ας εξετάσουμε
και το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας των ΗΠΑ. Οι αμερικανικές
αυτοκινητοβιομηχανίες (GM, Chrysler) παρά το ότι είχαν υψηλότερους μισθούς από
τις ιαπωνικές (Toyota, Honda, Nissan), δεν επένδυσαν στην καινοτομία, τις νέες
τεχνολογίες, την ποιότητα και την αξιοπιστία, με αποτέλεσμα το 2007 να πτωχεύσουν.
Άρα και πάλι, αντιστρόφως αυτή τη φορά, η ποιότητα και η απόδοση έπαιξαν
πρωταρχικό ρόλο ακόμη και σε είδη που, λόγω ανταγωνισμού και μεγάλης προσφοράς,
εταιρείες δεν διστάζουν να ξοδεύουν εκατομμύρια σε αθλητές ή τραγουδιστές, ώστε
να προβάλουν το «brand name» της εταιρείας, αυξάνοντας έτσι τις πωλήσεις ή
αυξάνοντας κατά πολύ την τιμή, σε σχέση με το «κόστος παραγωγής».
Επίσης, παρά τη μείωση μισθών, οι τιμές σε
είδη πρώτης ανάγκης και ιδιαίτερα σε μονοπωλιακά είδη δεν πρόκειται να πέσουν.
Αν και αυτό πολλοί οικονομολόγοι το θεωρούν «παράδοξο» βασιζόμενοι στη θεωρία
προσφοράς-ζήτησης, κατά την οποία αν μειωθεί η ζήτηση, θα μειωθούν και οι
τιμές. Αυτό συμβαίνει γιατί είδη πρώτης ανάγκης, όπως π.χ. το ψωμί ή το γάλα,
δεν είναι δυνατόν να λείψουν από ένα σπίτι. Έτσι οι εταιρείες, προκειμένου να
διατηρήσουν υψηλή την κερδοφορία τους, μπορούν να αυξήσουν τις τιμές
αντισταθμίζοντας την πτώση των πωλήσεων, με περισσότερο κέρδος ανά τεμάχιο,
γιατί πάντα θα υπάρχει -έστω κατά τι λιγότερο- αγοραστικό κοινό.
Ισοζύγιο και πτώση της ανταγωνιστικότητας
Βλέποντας κανείς το ισοζύγιο της Ελλάδας (βλ.
πίνακα)
παρατηρεί ότι, αν και αρνητικό ανέκαθεν, ήταν
τουλάχιστον σταθερό τα χρόνια πριν την είσοδο μας στο Ευρώ και τον χαμηλότοκο
δανεισμό. Μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη, ουσιαστικά κατέρρευσε. Αυτό οφείλεται
όχι τόσο στη μείωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας, όσο της εσωτερικής αυξημένης
ανταγωνιστικότητας των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Μέσω των δανείων, η απόκτηση των
ποιοτικότερων, αλλά και ακριβότερων εισαγομένων -γερμανικών κυρίως- προϊόντων
υποσκέλισε τις ελληνικές εξαγωγές κατά πολύ, ενώ και η παραγωγική βάση στο
εσωτερικό κατέρρευσε, αφού δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα -«επιδοτούμενα»
ουσιαστικά- εισαγόμενα προϊόντα.
Η Ε.Ε. δάνειζε την Ελλάδα για να κατασκευάσει
ένα «αναπτυξιακό» έργο, πληρώνοντας γερμανική εταιρεία. Έτσι με το δικό μας
δάνειο, πλήρωναν Γερμανούς εργαζομένους και εταιρείες, βοηθώντας τη δική τους
ανάπτυξη. Το δε έργο έμενε στη γερμανική εταιρεία προς εκμετάλλευση, ενώ στην
Ελλάδα έμενε το δάνειο με τους τόκους. Το ίδιο έγινε και με τα υποβρύχια, αλλά
και στον ιδιωτικό τομέα με τα τζιπ και τα είδη πολυτελείας της εποχής του
Χρηματιστηρίου και του «Σημιτικού Μεγαλείου»...
Η εκθεμελίωση του συνδικαλιστικού κινήματος
στηρίζεται εκ πρώτης όψεως στη δικαιολογημένη αποστροφή των Ελλήνων εργαζομένων
στον κακό συνδικαλισμό των τελευταίων 35 ετών. Όχι λόγω του συνδικαλισμού αυτού
καθεαυτού, αλλά λόγω των εκπροσώπων του, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν
εξωνημένοι και άλλοι κομματικοποιημένοι, λειτουργώντας συχνά για το προσωπικό
τους συμφέρον και όχι για το συνδικαλιστικό.
...
Ακόμη και ο καπιταλιστής νομπελίστας
οικονομολόγος Paul Krugman εντοπίζει τις μεγάλες ανισότητες μεταξύ των κατώτατων
μισθών και των ανώτερων μισθών των golden boys στην αποδόμηση των συνδικάτων
στις ΗΠΑ, κατά τις δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παλαιότερα, όπως
αναφέρει, η διαφορά μεταξύ χαμηλόμισθων και υψηλόμισθων διατηρούνταν σε ένα
σταθερό επίπεδο και τα συνδικάτα μπορούσαν διαρκώς να απαιτούν βελτίωση των
συνθηκών εργασίας και των μισθών, αλλά και να αντιδρούν στις όποιες παράλογα
υψηλές αμοιβές και bonus στελεχών εταιριών. Σήμερα οι μεν χαμηλόμισθοι είναι
απροστάτευτοι και απογυμνωμένοι από δικαιώματα, ενώ τα golden boys παίρνουν
αστρονομικά ποσά σε μισθούς, λογοδοτώντας μόνο στον εαυτό τους. Έτσι
δημιουργήθηκε η φούσκα ανακατανομής του εισοδήματος προς τα πάνω στις ΗΠΑ.
Αυτό στην Ελλάδα έχει διπλό σκοπό: αφ’ ενός θα
αποδομήσει την εγχώρια οικονομική βάση που στηρίζεται στους μικρομεσαίους, οι
οποίοι δεν θα μπορούν να έχουν μεγάλα οφέλη από τις μειώσεις μισθών (υπάρχουν
εταιρίες με 5-10 υπαλλήλους ή ακόμη κι οικογενειακές, μέσα σε ένα περιβάλλον
όπου μειώνεται η αγοραστική δύναμη και στεγνώνει η αγορά από μετρητά). Αφ’
ετέρου, θα ωφελήσει τα μέγιστα τις μεγάλες πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται
στην Ελλάδα ή που θέλουν να επενδύσουν, αφού θα «ψαρεύουν» στη μεγάλη δεξαμενή
των ανέργων και των χαμηλόμισθων νέων, ώστε να αυξάνουν την κερδοφορία τους με
το μικρότερο δυνατό εργατικό κόστος, εντός της χώρας. Δεν βοηθάει, λοιπόν,
κανέναν άλλον μια επιχειρησιακή σύμβαση, παρά την αύξηση της κερδοφορίας μιας
επιχείρησης, όχι υπέρ της όποιας ανταγωνιστικότητας ούτε της οικονομίας, αλλά
καθαρά υπέρ της αναδιανομής του πλούτου προς τα πάνω.
Ο απόλυτος εμπαιγμός της ελληνικής κοινωνίας
υπήρξε η επιχειρηματολογία του πολιτικού προσωπικού της χώρας ως προς τα
ληφθέντα μέτρα. Ενώ όλα γίνονται δήθεν για να διατηρηθούν -έστω και
χαμηλόμισθες- οι θέσεις εργασίας, αλλά και για την επιβίωση των προβληματικών
εταιριών, νομοθέτησαν πρώτα (ήδη από το 2010) τη διευκόλυνση των απολύσεων,
ώστε να... ξεφορτώνονται ευκολότερα τους εργαζομένους, τους οποίους υπόσχονταν
ότι προστάτευαν. Οι αποζημιώσεις απόλυσης μειώθηκαν από 45% έως 60% και μάλιστα
σε δόσεις, έδωσαν ελεύθερο όριο απολύσεων για εταιρείες που απασχολούν έως 20
εργαζόμενους, 5% τον μήνα απολύσεις, με ανώτατο όριο το 30% για εταιρίες με
περισσότερους από 150 εργαζομένους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών; Από το 2010 οι
άνεργοι διπλασιάστηκαν από το 10%, φτάνοντας σήμερα το 27% - με προοπτικές,
μάλιστα, για περαιτέρω αύξηση...
Συμπεράσματα
Στην Ελλάδα έχουμε και παραγωγή και
εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε πολλούς τομείς, αλλά για να το αξιοποιήσουμε
πρέπει να το κρατήσουμε εντός των συνόρων. Η αιμορραγία των πιο καταρτισμένων
και επιστημονικά μορφωμένων Ελλήνων προς το εξωτερικό όχι μόνο θα ερημώσει τη
χώρα, αλλά θα είναι και τροχοπέδη στην όποια ανάπτυξη επιδιώκεται. Φέτος, για
παράδειγμα, ενώ η Ελλάδα είναι η 3η χώρα παραγωγής ελαίας και ελαιολάδου στον
κόσμο, λόγω της κρίσης οι ελαιοπαραγωγοί κατέληξαν να πωλούν το λάδι περί τα 2
έως 3 ευρώ, εξάγοντας μεγάλο μέρος του στην Ιταλία, όπου το τυποποιούν και το
πωλούν σε χώρες της βόρειας Ευρώπης ακόμη και πάνω από 15 ευρώ το λίτρο! Το
ίδιο συμβαίνει με την εξαγωγή βάμβακος και μαλλιού αρίστης ποιότητας στην
Τουρκία!
Μια
σοβαρή Οικονομία δεν αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως δαπάνη, αλλά ως επένδυση. Πρώτα κοιτάει να προσελκύσει τον ικανότερο,
μετά να τον κρατήσει, να τον βοηθήσει να εμπλουτίσει την εμπειρία του προς όφελός
της και, τέλος, να βελτιστοποιήσει την απόδοση του, ώστε να παράγει το μέγιστο
δυνατό έργο. Στην Ελλάδα πιεζόμαστε να διορθώσουμε το λάθος της κρατικοδίαιτης
Οικονομίας και της παρασιτικής διαμεσολάβησης με ένα μεγαλύτερο λάθος - εκείνο
της διάλυσης της εργατικής νομοθεσίας. Όταν άλλοι εταίροι αντιγράφουν άλλα
επιτυχημένα μοντέλα (π.χ. Ιαπωνίας, Γερμανίας), η Ελλάδα θέλει -ή πιέζεται- να
αντιγράψει τα αποτυχημένα ανατολικοευρωπαϊκά.
Ας ελπίσουμε,
ότι η ελληνική κοινωνία έχει ακόμη ανακλαστικά και μπορεί να βάλει ένα τέλος σε
αυτή την παράλογη δίνη, στην οποία οδηγούν οι πολιτικές λιτότητας, παρά τους
εκβιασμούς και της προπαγάνδας των ελεγχομένων ΜΜΕ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο NEXUS του 7/2012 με τίτλο "Ανταγωνιστικότητα και εργασιακά δικαιώματα"