Το πρόβλημα είναι ότι διαφωνούν οι "εταίροι" μας μεταξύ τους για το θέμα ελάφρυνσης του χρέους, απόφαση δεν λαμβάνεται και η χώρα εξακολουθεί να βιώνει όλο και μεγαλύτερη ύφεση. Στο μόνο σημείο που συμφωνούν πάντα είναι στη συνέχιση επιβολής των καταδικαστικών για την πλειοψηφία των Ελλήνων σκληρών μέτρων.
Ο δε Τσίπρας κάνει το παλληκάρι μπροστά στο δικό του κοινό, αλλά όταν βρίσκεται απέναντι σε εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις που αφορούν τη χώρα μας (αφού η δημοκρατία έχει ανασταλεί στην Ελλάδα) αρχίζει τα γελάκια και τους χαριεντισμούς.
Και οι έλληνες πολίτες συνεχίζουν να ζουν το μαρτύριο της επιβίωσης, λόγω των συνεχών επιθέσεων που δέχονται από την κυβέρνηση-τοποτηρητή των δανειστών.
Αυτά που έγιναν στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν τους ίδιους τους συμμετέχοντες και όχι τους πολίτες, αλλά κάποια από αυτά έδωσαν την αφορμή στον κ.Σταύρο Λυγερό να προβεί στην περιγραφή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στη χώρα μας και τους δανειστές, την οποία αναδημοσιεύω στη συνέχεια από το Πρώτο Θέμα της Κυριακής που μας πέρασε.
«Όπως εμείς τηρούμε τη συμφωνία αψηφώντας το κόστος, έτσι αναμένουμε και απαιτούμε να τηρηθεί και από τους εταίρους μας… Η καθυστέρηση συγκεκριμενοποίησης των απαραίτητων μέτρων για την ελάφρυνση χρέους, καθώς και της ένταξης και της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση, της χώρας που το έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη, δεν έχει καμιά δικαιολογία… Και θέλω να το καταστήσω σαφές: Η αόριστη προτροπή: “Κάντε εσείς τα μαθήματά σας και βλέπουμε” δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εμείς τη συμφωνία τη τηρήσαμε στο ακέραιο και θα συνεχίσουμε να την τηρούμε. Και η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει στην ώρα της και θα είναι λιγότερο δύσκολη από την πρώτη. Αλλά ταυτόχρονα θα κλείσουν και τα μέτρα για την απομείωση του χρέους. Ταυτόχρονα, θα μπούμε στη ποσοτική χαλάρωση. Δεν υπάρχει θα δούμε. Ταυτόχρονα.»
Το ανωτέρω μήνυμα που ο Έλληνας πρωθυπουργού έστειλε την Παρασκευή το βράδυ προς τους Ευρωπαίους δανειστές είναι πράγματι ξεκάθαρο. Το γεγονός ότι είναι και εύλογο δεν σημαίνει πως θα εισακουστεί. Το Βερολίνο δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από το ΔΝΤ και από την Ουάσιγκτον να συμφωνήσει σε μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Παρ’ όλες τις πιέσεις, όμως, παραμένει αμετακίνητο στη θέση του ότι δεν πρόκειται να ληφθεί σχετική απόφαση πριν τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου 2017.
Αποκαλυπτικό του πόσο δια της διολισθήσεως έχει γίνει αποδεκτή η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη είναι το γεγονός ότι η επίκληση μίας στενά κομματικής-εκλογικής σκοπιμότητας του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε γίνεται αποδεκτή από τις κυβερνήσεις των υπόλοιπων χωρών-μελών χωρίς αντιδράσεις. Εάν άλλη ευρωπαϊκή κυβέρνηση πρόβαλε μία αντίστοιχη σκοπιμότητα για να παγώσει τη λήψη ζωτικής σημασίας αποφάσεων θα είχε αμέσως κατηγορηθεί για πολιτική ανευθυνότητα και λαϊκισμό. Η Γερμανία, όμως, είναι πιο ίση από τις άλλες χώρες-μέλη, όπως θα έλεγε και ο Όργουελ.
Τα όσα ο Τσίπρας είπε από το βήμα του συνεδρίου εγείρουν ένα κρίσιμο ερώτημα: αποτελούν την επίσημη πολιτική της κυβέρνησής του ή προορίζονται για κομματική κατανάλωση; Είναι μία προειδοποίηση της Αθήνας προς τους δανειστές, ή έχουν σκοπό να δημιουργήσουν ένα πολιτικοψυχολογικό αντίβαρο στα συνειδησιακά ρήγματα που προκαλεί στα στελέχη και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων;
Μιλώντας με κυβερνητικά στελέχη που έχουν ανάμιξη στη χάραξη της πολιτικής, δεν πήραμε σαφείς απαντήσεις. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση παγίως ζητάει οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους να ληφθούν εντός του 2016 δεν είναι επαρκής απάντηση. Ο πρωθυπουργός δεν επανέλαβε απλώς την ελληνική θέση. Οι κατηγορηματικές διατυπώσεις του παραπέμπουν σε μία προειδοποίηση προς τους δανειστές.
Το επόμενο ερώτημα, λοιπόν, αφορά την επόμενη κίνηση. Εάν υπό την πίεση του Βερολίνου το ευρωιερατείο δεν ανταποκριθεί θετικά ποια θα είναι η αντίδραση της Αθήνας; Ο Σόιμπλε είναι σαφής στην άρνησή του και έχει οχυρωθεί πίσω από την απόφαση που το Eurogroup έλαβε τον περασμένο Μάιο, ερμηνεύοντάς την όπως τον συμφέρει.
Όταν θέσαμε το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα σε κυβερνητικά στελέχη, επίσης δεν πήραμε ξεκάθαρη απάντηση. Για την ακρίβεια, από τα συμφραζόμενα φάνηκε πως δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια κυβερνητική σύσκεψη, στην οποία να ελήφθησαν αποφάσεις για το πώς θα αντιδράσει η Αθήνα σε περίπτωση που το ευρωιερατείο αρνηθεί να προχωρήσει σε μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Πηγή που είναι σε θέση να γνωρίζει, μας είπε: «Πιέζουμε όσο μπορούμε για να γίνει και από τους δανειστές σεβαστή η συμφωνία. Δεν έχουμε τρόπο, όμως, να τους το επιβάλλουμε. Ο Τσίπρας ανέβηκε ρητορικά ένα τόνο παραπάνω για τις ανάγκες του συνεδρίου, αλλά η ομιλία του δεν προαναγγέλλει κάποια δική μας δραματική στροφή εάν τελικά περάσει του Σόιμπλε».
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι το μήνυμα του Τσίπρα είχε αποδέκτες περισσότερο τους συνέδρους και το κομματικό ακροατήριο και λιγότερο τους δανειστές. Στο επίπεδο που θα αποφασισθεί η ελάφρυνση του χρέους, άλλωστε, δεν έχουμε νέα δεδομένα. Οι διαβουλεύσεις που έγιναν πριν ένα δεκαήμερο στην Ουάσιγκτον δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Είναι, ωστόσο, βαρυσήμαντο ότι εκδηλώθηκε και δημοσίως η πλήρης αντίθεση Βερολίνου-ΔΝΤ.
Σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή, μάλιστα, σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις οι Αμερικανοί δεν περιορίσθηκαν στην άσκηση σχετικών πιέσεων στη γερμανική κυβέρνηση. Επιχείρησαν εμμέσως πλην σαφώς να διασυνδέσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με το ενδεχόμενο ευνοϊκότερου διακανονισμού του ογκώδους αμερικανικού προστίμου στην Deutsche Bank. Ο Σόιμπλε απέρριψε κατηγορηματικά μία τέτοια διασύνδεση, γεγονός που έπαιξε τον ρόλο του για να προκύψει αδιέξοδο και σ’ αυτό το ζήτημα.
Τα σύννεφα στις αμερικανογερμανικές σχέσεις στριμώχνουν περαιτέρω την κυβέρνηση Μέρκελ. Ας σημειωθεί ότι το δημοσκοπικό ποσοστό των Χριστανοδημοκρατών έχει πέσει στο 30%, γεγονός που ενδέχεται ακόμα και να εγείρει ζήτημα αλλαγής ηγεσίας. Η παράλληλη άνοδος του ευρωσκεπτικιστικού και ξενοφοβικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (15%) πιέζει εκλογικά τους Χριστιανοδημοκράτες, απειλώντας με ανατροπή το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα.
Το δυσμενές πολιτικό αυτό κλίμα επιβαρύνεται και από την αντίφαση της κυβέρνησης Μέρκελ όσον αφορά την Ελλάδα: Από τη μία επιδιώκει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, επειδή αυτό ζητούν το γερμανικό και άλλα βορειοευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Από την άλλη αρνείται την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που είναι η προϋπόθεση για να ξανακάτσει το Ταμείο στο τραπέζι.
Στην προσπάθεια του να απεγκλωβισθεί, ο Σόιμπλε προεξόφλησε ότι τελικώς το ΔΝΤ όχι μόνο θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και ότι θα εκταμιεύσει δόση εντός του 2016. Η απάντηση του Ταμείου ήταν ότι δεν αποδέχεται διορίες. Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η προσπάθεια του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών Ρέμπεργκ να ξανασερβίρει το επιχείρημα ότι αν αποφασισθεί τώρα η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους η Αθήνα θα σταματήσει τις μεταρρυθμίσεις.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι το Βερολίνο προσπαθεί να επαναφέρει στο τραπέζι το χαρτί του Grexit, ελπίζοντας πως κατ’ αυτό τον τρόπο θα τρομοκρατήσει την Αθήνα και θα την υποχρεώσει να κατεβάσει τους τόνους όσον αφορά την ελάφρυνση. Αυτό τον στόχο είχε άρθρο της δεξιάς εφημερίδας Die Welt, με το οποίο σερβιρίστηκε το σενάριο ότι όρος για ένα γενναίο κούρεμα του ελληνικού χρέους θα είναι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Η διαφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους επιβεβαιώθηκε και σε συνάντηση υψηλού επιπέδου εμπειρογνωμόνων στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ. Ο Τόμσεν από το ΔΝΤ, ο Κερέ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Μπούτι από την Κομισιόν και ο Ρέγκλινγκ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) δεν κατάφεραν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και για το χρέος και για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Συμφώνησαν απολύτως, όμως, ότι θα τηρήσουν σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις για τη 2η αξιολόγηση.
Ο Τσίπρας επανέλαβε από το βήμα του συνεδρίου ότι πρόθεσή του είναι η 2η αξιολόγηση να ολοκληρωθεί πριν την εκπνοή του Νοεμβρίου. Η κυβέρνηση δεν πιέζεται από υποχρεώσεις να πάρει τη δόση. Ο λόγος που επείγεται είναι ότι δεν θέλει με καθυστερήσεις να δώσει το πρόσχημα στους Ευρωπαίους δανειστές να πετάξουν την μπάλα στο 2017 όσον αφορά την απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους. Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση έχει αναγορευθεί σε προϋπόθεση και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Μπορεί πρόθεση της Αθήνας να είναι η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης το ταχύτερο δυνατόν, αλλά αυτό δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια. Εξαρτάται και από τους δανειστές. Δεδομένου ότι αυτοί έχουν συμφωνήσει να ακολουθήσουν σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις, για να κλείσει η αξιολόγηση εντός του Νοεμβρίου η ελληνική πλευρά πρέπει να αποδεχθεί χωρίς πολλές αντιρρήσεις τις απαιτήσεις του Κουαρτέτου.
Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Τα εργασιακά, που είναι το κύριο μενού της 2ης αξιολόγησης, αγγίζουν ευαίσθητες χορδές στον χώρο της Αριστεράς. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που το Κουαρτέτο εκτιμά ότι η 2η αξιολόγηση δεν θα ολοκληρωθεί πριν τις αρχές του 2017.
Η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εκτός από το ότι θα φέρει στο κρατικό ταμείο μερικά δισ. ευρώ, θα διευκολύνει πολύ και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Προφανώς, την επιστροφή θα διευκολύνει και μία γενναία ελάφρυνση του χρέους. Η επιστροφή στις αγορές δεν είναι απλώς μία επιδιωκόμενη επάνοδος στην κανονικότητα. Είναι προϋπόθεση για να μην υποχρεωθεί η Ελλάδα το 2018 που λήγει το 3ο Μνημόνιο να ζητήσει και 4ο (με την αντίστοιχη δανειακή σύμβαση), προκειμένου να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της σε πληρωμές.
Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να μη συζητείται πολύ, αλλά δεν είναι απίθανο. Στέλεχος, μάλιστα, του οικονομικού ινστιτούτου Bruegel αυτές τις ημέρες το προεξόφλησε. Το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Κερέ αποφεύγει τέτοια πρόβλεψη, αλλά συνέδεσε την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές πριν τον Ιούλιο του 2018. Επιστροφή που είναι προϋπόθεση για να μη χρειασθεί 4ο Μνημόνιο.
Πίεση προς το ευρωιερατείο για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ασκεί και η σχετική επιστολή 36 ευρωβουλευτών προς τον αρμόδιο επίτροπο. Ο Μοσχοβισί απάντησε ότι η Κομισιόν δεν έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει, αλλά θα παίξει τον ρόλο του έντιμου μεσολαβητή. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μπορεί να μην είναι λυσιτελείς, αλλά οπωσδήποτε καλλιεργούν κλίμα, το οποίο εκ των πραγμάτων ασκεί πίεση στο Βερολίνο.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η εκτίμηση του ΔΝΤ πως είναι αδύνατη η επίτευξη των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% το 2018 και μετά. Ο Τόμσεν δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει πως εάν η Ευρωζώνη δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να επιβάλει στην Ελλάδα πρόσθετα μέτρα για να βγουν οι αριθμοί.
Το αντεπιχείρημα του ευρωιερατείου είναι πως εάν με τα ισχύοντα μέτρα η Ελλάδα αποτύχει να πιάσει το 2017 τον υφιστάμενο στόχο θα ενεργοποιηθεί αυτόματα ο “κόφτης” δημοσίων δαπανών. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα προκύψει το προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα.
Το ΔΝΤ δεν αμφισβητεί ότι ο “κόφτης” μπορεί να επιτύχει τον δημοσιονομικό στόχο, αλλά σωστά υπογραμμίζει ότι η ενεργοποίησή του θα έχει ισχυρές παρενέργειες. Όχι μόνο στο πολιτικό επίπεδο (πιθανή αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης Τσίπρα), αλλά και στο επίπεδο της ανάπτυξης. Για την ακρίβεια θα εκτροχιάσει τους στόχους για την αύξηση του ΑΕΠ που επίσης περιλαμβάνονται στο 3ο Μνημόνιο. Ένας τέτοιος εκτροχιασμός θα απαιτήσει ή πρόσθετες γενναίες πιστώσεις προς την Ελλάδα, ή ακόμα μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους για να καταστεί δυνατή η επιστροφή της στις αγορές.
Προς το παρόν, πάντως, δεν τίθεται θέμα απόκλισης από τον δημοσιονομικό στόχο για το 2016. Το εννεάμηνο εμφανίζει πολύ υψηλότερο του στόχου πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό κατέστη δυνατόν για τρεις λόγους: Πρώτον, λόγω της υπερφορολόγησης. Δεύτερον, επειδή τα capital controls οδήγησαν σε μεγάλη επέκταση της χρήσης του πλαστικού χρήματος και κατ’ επέκτασιν σε μείωση της φοροδιαφυγής. Τρίτον, λόγω της περαιτέρω συγκράτησης των δημοσίων δαπανών.
Στην κυβέρνηση επικρατεί ικανοποίηση, επειδή αυτά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα απομακρύνουν την ενεργοποίηση του “κόφτη”, η οποία θα είχε αναπόφευκτα μεγάλο πολιτικοεκλογικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, η υπεράντληση πόρων από την πραγματική οικονομία με σκοπό την επίτευξη υπέρμετρων δημοσιονομικών στόχων την αφυδατώνει περαιτέρω με αρνητικές επιπτώσεις και στο οικονομικό και στο κοινωνικό επίπεδο.
Ο δε Τσίπρας κάνει το παλληκάρι μπροστά στο δικό του κοινό, αλλά όταν βρίσκεται απέναντι σε εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις που αφορούν τη χώρα μας (αφού η δημοκρατία έχει ανασταλεί στην Ελλάδα) αρχίζει τα γελάκια και τους χαριεντισμούς.
Και οι έλληνες πολίτες συνεχίζουν να ζουν το μαρτύριο της επιβίωσης, λόγω των συνεχών επιθέσεων που δέχονται από την κυβέρνηση-τοποτηρητή των δανειστών.
Αυτά που έγιναν στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν τους ίδιους τους συμμετέχοντες και όχι τους πολίτες, αλλά κάποια από αυτά έδωσαν την αφορμή στον κ.Σταύρο Λυγερό να προβεί στην περιγραφή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στη χώρα μας και τους δανειστές, την οποία αναδημοσιεύω στη συνέχεια από το Πρώτο Θέμα της Κυριακής που μας πέρασε.
«Όπως εμείς τηρούμε τη συμφωνία αψηφώντας το κόστος, έτσι αναμένουμε και απαιτούμε να τηρηθεί και από τους εταίρους μας… Η καθυστέρηση συγκεκριμενοποίησης των απαραίτητων μέτρων για την ελάφρυνση χρέους, καθώς και της ένταξης και της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση, της χώρας που το έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη, δεν έχει καμιά δικαιολογία… Και θέλω να το καταστήσω σαφές: Η αόριστη προτροπή: “Κάντε εσείς τα μαθήματά σας και βλέπουμε” δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εμείς τη συμφωνία τη τηρήσαμε στο ακέραιο και θα συνεχίσουμε να την τηρούμε. Και η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει στην ώρα της και θα είναι λιγότερο δύσκολη από την πρώτη. Αλλά ταυτόχρονα θα κλείσουν και τα μέτρα για την απομείωση του χρέους. Ταυτόχρονα, θα μπούμε στη ποσοτική χαλάρωση. Δεν υπάρχει θα δούμε. Ταυτόχρονα.»
Το ανωτέρω μήνυμα που ο Έλληνας πρωθυπουργού έστειλε την Παρασκευή το βράδυ προς τους Ευρωπαίους δανειστές είναι πράγματι ξεκάθαρο. Το γεγονός ότι είναι και εύλογο δεν σημαίνει πως θα εισακουστεί. Το Βερολίνο δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από το ΔΝΤ και από την Ουάσιγκτον να συμφωνήσει σε μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Παρ’ όλες τις πιέσεις, όμως, παραμένει αμετακίνητο στη θέση του ότι δεν πρόκειται να ληφθεί σχετική απόφαση πριν τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου 2017.
Αποκαλυπτικό του πόσο δια της διολισθήσεως έχει γίνει αποδεκτή η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη είναι το γεγονός ότι η επίκληση μίας στενά κομματικής-εκλογικής σκοπιμότητας του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε γίνεται αποδεκτή από τις κυβερνήσεις των υπόλοιπων χωρών-μελών χωρίς αντιδράσεις. Εάν άλλη ευρωπαϊκή κυβέρνηση πρόβαλε μία αντίστοιχη σκοπιμότητα για να παγώσει τη λήψη ζωτικής σημασίας αποφάσεων θα είχε αμέσως κατηγορηθεί για πολιτική ανευθυνότητα και λαϊκισμό. Η Γερμανία, όμως, είναι πιο ίση από τις άλλες χώρες-μέλη, όπως θα έλεγε και ο Όργουελ.
Τα όσα ο Τσίπρας είπε από το βήμα του συνεδρίου εγείρουν ένα κρίσιμο ερώτημα: αποτελούν την επίσημη πολιτική της κυβέρνησής του ή προορίζονται για κομματική κατανάλωση; Είναι μία προειδοποίηση της Αθήνας προς τους δανειστές, ή έχουν σκοπό να δημιουργήσουν ένα πολιτικοψυχολογικό αντίβαρο στα συνειδησιακά ρήγματα που προκαλεί στα στελέχη και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων;
Μιλώντας με κυβερνητικά στελέχη που έχουν ανάμιξη στη χάραξη της πολιτικής, δεν πήραμε σαφείς απαντήσεις. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση παγίως ζητάει οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους να ληφθούν εντός του 2016 δεν είναι επαρκής απάντηση. Ο πρωθυπουργός δεν επανέλαβε απλώς την ελληνική θέση. Οι κατηγορηματικές διατυπώσεις του παραπέμπουν σε μία προειδοποίηση προς τους δανειστές.
Το επόμενο ερώτημα, λοιπόν, αφορά την επόμενη κίνηση. Εάν υπό την πίεση του Βερολίνου το ευρωιερατείο δεν ανταποκριθεί θετικά ποια θα είναι η αντίδραση της Αθήνας; Ο Σόιμπλε είναι σαφής στην άρνησή του και έχει οχυρωθεί πίσω από την απόφαση που το Eurogroup έλαβε τον περασμένο Μάιο, ερμηνεύοντάς την όπως τον συμφέρει.
Όταν θέσαμε το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα σε κυβερνητικά στελέχη, επίσης δεν πήραμε ξεκάθαρη απάντηση. Για την ακρίβεια, από τα συμφραζόμενα φάνηκε πως δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια κυβερνητική σύσκεψη, στην οποία να ελήφθησαν αποφάσεις για το πώς θα αντιδράσει η Αθήνα σε περίπτωση που το ευρωιερατείο αρνηθεί να προχωρήσει σε μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Πηγή που είναι σε θέση να γνωρίζει, μας είπε: «Πιέζουμε όσο μπορούμε για να γίνει και από τους δανειστές σεβαστή η συμφωνία. Δεν έχουμε τρόπο, όμως, να τους το επιβάλλουμε. Ο Τσίπρας ανέβηκε ρητορικά ένα τόνο παραπάνω για τις ανάγκες του συνεδρίου, αλλά η ομιλία του δεν προαναγγέλλει κάποια δική μας δραματική στροφή εάν τελικά περάσει του Σόιμπλε».
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι το μήνυμα του Τσίπρα είχε αποδέκτες περισσότερο τους συνέδρους και το κομματικό ακροατήριο και λιγότερο τους δανειστές. Στο επίπεδο που θα αποφασισθεί η ελάφρυνση του χρέους, άλλωστε, δεν έχουμε νέα δεδομένα. Οι διαβουλεύσεις που έγιναν πριν ένα δεκαήμερο στην Ουάσιγκτον δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Είναι, ωστόσο, βαρυσήμαντο ότι εκδηλώθηκε και δημοσίως η πλήρης αντίθεση Βερολίνου-ΔΝΤ.
Σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή, μάλιστα, σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις οι Αμερικανοί δεν περιορίσθηκαν στην άσκηση σχετικών πιέσεων στη γερμανική κυβέρνηση. Επιχείρησαν εμμέσως πλην σαφώς να διασυνδέσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με το ενδεχόμενο ευνοϊκότερου διακανονισμού του ογκώδους αμερικανικού προστίμου στην Deutsche Bank. Ο Σόιμπλε απέρριψε κατηγορηματικά μία τέτοια διασύνδεση, γεγονός που έπαιξε τον ρόλο του για να προκύψει αδιέξοδο και σ’ αυτό το ζήτημα.
Τα σύννεφα στις αμερικανογερμανικές σχέσεις στριμώχνουν περαιτέρω την κυβέρνηση Μέρκελ. Ας σημειωθεί ότι το δημοσκοπικό ποσοστό των Χριστανοδημοκρατών έχει πέσει στο 30%, γεγονός που ενδέχεται ακόμα και να εγείρει ζήτημα αλλαγής ηγεσίας. Η παράλληλη άνοδος του ευρωσκεπτικιστικού και ξενοφοβικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (15%) πιέζει εκλογικά τους Χριστιανοδημοκράτες, απειλώντας με ανατροπή το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα.
Το δυσμενές πολιτικό αυτό κλίμα επιβαρύνεται και από την αντίφαση της κυβέρνησης Μέρκελ όσον αφορά την Ελλάδα: Από τη μία επιδιώκει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, επειδή αυτό ζητούν το γερμανικό και άλλα βορειοευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Από την άλλη αρνείται την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που είναι η προϋπόθεση για να ξανακάτσει το Ταμείο στο τραπέζι.
Στην προσπάθεια του να απεγκλωβισθεί, ο Σόιμπλε προεξόφλησε ότι τελικώς το ΔΝΤ όχι μόνο θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και ότι θα εκταμιεύσει δόση εντός του 2016. Η απάντηση του Ταμείου ήταν ότι δεν αποδέχεται διορίες. Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η προσπάθεια του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών Ρέμπεργκ να ξανασερβίρει το επιχείρημα ότι αν αποφασισθεί τώρα η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους η Αθήνα θα σταματήσει τις μεταρρυθμίσεις.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι το Βερολίνο προσπαθεί να επαναφέρει στο τραπέζι το χαρτί του Grexit, ελπίζοντας πως κατ’ αυτό τον τρόπο θα τρομοκρατήσει την Αθήνα και θα την υποχρεώσει να κατεβάσει τους τόνους όσον αφορά την ελάφρυνση. Αυτό τον στόχο είχε άρθρο της δεξιάς εφημερίδας Die Welt, με το οποίο σερβιρίστηκε το σενάριο ότι όρος για ένα γενναίο κούρεμα του ελληνικού χρέους θα είναι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Η διαφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους επιβεβαιώθηκε και σε συνάντηση υψηλού επιπέδου εμπειρογνωμόνων στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ. Ο Τόμσεν από το ΔΝΤ, ο Κερέ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Μπούτι από την Κομισιόν και ο Ρέγκλινγκ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) δεν κατάφεραν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και για το χρέος και για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Συμφώνησαν απολύτως, όμως, ότι θα τηρήσουν σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις για τη 2η αξιολόγηση.
Ο Τσίπρας επανέλαβε από το βήμα του συνεδρίου ότι πρόθεσή του είναι η 2η αξιολόγηση να ολοκληρωθεί πριν την εκπνοή του Νοεμβρίου. Η κυβέρνηση δεν πιέζεται από υποχρεώσεις να πάρει τη δόση. Ο λόγος που επείγεται είναι ότι δεν θέλει με καθυστερήσεις να δώσει το πρόσχημα στους Ευρωπαίους δανειστές να πετάξουν την μπάλα στο 2017 όσον αφορά την απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους. Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση έχει αναγορευθεί σε προϋπόθεση και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Μπορεί πρόθεση της Αθήνας να είναι η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης το ταχύτερο δυνατόν, αλλά αυτό δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια. Εξαρτάται και από τους δανειστές. Δεδομένου ότι αυτοί έχουν συμφωνήσει να ακολουθήσουν σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις, για να κλείσει η αξιολόγηση εντός του Νοεμβρίου η ελληνική πλευρά πρέπει να αποδεχθεί χωρίς πολλές αντιρρήσεις τις απαιτήσεις του Κουαρτέτου.
Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Τα εργασιακά, που είναι το κύριο μενού της 2ης αξιολόγησης, αγγίζουν ευαίσθητες χορδές στον χώρο της Αριστεράς. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που το Κουαρτέτο εκτιμά ότι η 2η αξιολόγηση δεν θα ολοκληρωθεί πριν τις αρχές του 2017.
Η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εκτός από το ότι θα φέρει στο κρατικό ταμείο μερικά δισ. ευρώ, θα διευκολύνει πολύ και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Προφανώς, την επιστροφή θα διευκολύνει και μία γενναία ελάφρυνση του χρέους. Η επιστροφή στις αγορές δεν είναι απλώς μία επιδιωκόμενη επάνοδος στην κανονικότητα. Είναι προϋπόθεση για να μην υποχρεωθεί η Ελλάδα το 2018 που λήγει το 3ο Μνημόνιο να ζητήσει και 4ο (με την αντίστοιχη δανειακή σύμβαση), προκειμένου να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της σε πληρωμές.
Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να μη συζητείται πολύ, αλλά δεν είναι απίθανο. Στέλεχος, μάλιστα, του οικονομικού ινστιτούτου Bruegel αυτές τις ημέρες το προεξόφλησε. Το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Κερέ αποφεύγει τέτοια πρόβλεψη, αλλά συνέδεσε την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές πριν τον Ιούλιο του 2018. Επιστροφή που είναι προϋπόθεση για να μη χρειασθεί 4ο Μνημόνιο.
Πίεση προς το ευρωιερατείο για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ασκεί και η σχετική επιστολή 36 ευρωβουλευτών προς τον αρμόδιο επίτροπο. Ο Μοσχοβισί απάντησε ότι η Κομισιόν δεν έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει, αλλά θα παίξει τον ρόλο του έντιμου μεσολαβητή. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μπορεί να μην είναι λυσιτελείς, αλλά οπωσδήποτε καλλιεργούν κλίμα, το οποίο εκ των πραγμάτων ασκεί πίεση στο Βερολίνο.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η εκτίμηση του ΔΝΤ πως είναι αδύνατη η επίτευξη των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% το 2018 και μετά. Ο Τόμσεν δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει πως εάν η Ευρωζώνη δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να επιβάλει στην Ελλάδα πρόσθετα μέτρα για να βγουν οι αριθμοί.
Το αντεπιχείρημα του ευρωιερατείου είναι πως εάν με τα ισχύοντα μέτρα η Ελλάδα αποτύχει να πιάσει το 2017 τον υφιστάμενο στόχο θα ενεργοποιηθεί αυτόματα ο “κόφτης” δημοσίων δαπανών. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα προκύψει το προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα.
Το ΔΝΤ δεν αμφισβητεί ότι ο “κόφτης” μπορεί να επιτύχει τον δημοσιονομικό στόχο, αλλά σωστά υπογραμμίζει ότι η ενεργοποίησή του θα έχει ισχυρές παρενέργειες. Όχι μόνο στο πολιτικό επίπεδο (πιθανή αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης Τσίπρα), αλλά και στο επίπεδο της ανάπτυξης. Για την ακρίβεια θα εκτροχιάσει τους στόχους για την αύξηση του ΑΕΠ που επίσης περιλαμβάνονται στο 3ο Μνημόνιο. Ένας τέτοιος εκτροχιασμός θα απαιτήσει ή πρόσθετες γενναίες πιστώσεις προς την Ελλάδα, ή ακόμα μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους για να καταστεί δυνατή η επιστροφή της στις αγορές.
Προς το παρόν, πάντως, δεν τίθεται θέμα απόκλισης από τον δημοσιονομικό στόχο για το 2016. Το εννεάμηνο εμφανίζει πολύ υψηλότερο του στόχου πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό κατέστη δυνατόν για τρεις λόγους: Πρώτον, λόγω της υπερφορολόγησης. Δεύτερον, επειδή τα capital controls οδήγησαν σε μεγάλη επέκταση της χρήσης του πλαστικού χρήματος και κατ’ επέκτασιν σε μείωση της φοροδιαφυγής. Τρίτον, λόγω της περαιτέρω συγκράτησης των δημοσίων δαπανών.
Στην κυβέρνηση επικρατεί ικανοποίηση, επειδή αυτά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα απομακρύνουν την ενεργοποίηση του “κόφτη”, η οποία θα είχε αναπόφευκτα μεγάλο πολιτικοεκλογικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, η υπεράντληση πόρων από την πραγματική οικονομία με σκοπό την επίτευξη υπέρμετρων δημοσιονομικών στόχων την αφυδατώνει περαιτέρω με αρνητικές επιπτώσεις και στο οικονομικό και στο κοινωνικό επίπεδο.