Η κατάσταση που ζούμε στην πατρίδα μας αυτά τα μνημονιακά χρόνια δεν είναι πρωτοφανής. Αντίθετα, είναι η διαρκής επαναλαμβανόμενη ιστορία της Ελλάδας. Η εξάρτησή της από χώρες που παριστάνουν τις φιλικές φουσκώνοντάς μας με δάνεια, ενώ απώτερος σκοπός τους είναι να ελέγχουν τη χώρα και τα όποια περιουσιακά της στοιχεία, χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια της απελευθερωτικής από τον τουρκικό ζυγό Επανάστασης που ξεκίνησε το 1821 και πριν ακόμα η Ελλάδα γίνει ανεξάρτητο κράτος.
Στη συνέχεια καταγράφω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες χρεώθηκε η χώρα μας για πρώτη φορά μετά την επί τέσσερεις σχεδόν αιώνες τουρκική κατοχή, κατοχή η οποία ουσιαστικά δεν διακόπηκε ποτέ, απλά άλλαξε επικυρίαρχους. Διαβάζοντας λοιπόν τη συνέχεια, θα εκπλαγείτε διαπιστώνοντας πόσες ομοιότητες έχει η σημερινή κατάσταση, όσον αφορά τις λεπτομέρειες δανεισμού της χώρας, με εκείνη της δεκαετίας του 1820. Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η περιγραφή των συνθηκών με τις οποίες πήραμε το δεύτερο δάνειο.
Η διαπίστωση δανειακών αναγκών
Η Επανάσταση του 1821, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας που οδήγησε στην εθνική μας ανεξαρτησία ύστερα από εκατόμβες θυσιών και ποταμούς αίματος, ξεκίνησε με μεγάλο ενθουσιασμό και μεγάλες προσδοκίες. Με αληθινή κατάπληξη έβλεπαν οι Ευρωπαίοι τους Έλληνες να μάχονται για την ελευθερία της πατρίδας τους, μέσα σ' ένα διεθνές πολιτικό κλίμα που όχι μόνο δεν ήταν ευνοϊκό, αλλά ήταν σαφώς εχθρικό ή, στην καλύτερη περίπτωση, αντίθετο ή υποκριτικά «ουδέτερο».
Αλλά οι επαναστατικοί αγώνες - όπως άλλωστε και κάθε είδους αγώνας - δεν κερδίζονται μόνο με την αυτοθυσία και τον ενθουσιασμό, αλλά απαιτείται και η συνδρομή άλλων παραγόντων, όπως η διπλωματία και η ύπαρξη υλικής υποστήριξης. Στη συνέχεια θα δούμε τις προσπάθειες που έγιναν για την ενίσχυση του Αγώνα μέσω δανείων, πράγμα που θα αποκαλύψει πολύ από το σκοτεινό παρασκήνιο της εποχής.
Είναι γνωστό ότι η Φιλική Εταιρεία δεν πρόσφερε σχεδόν καθόλου υλική υποστήριξη, ενώ οι προσφορές των ευπορότερων εξαντλήθηκαν νωρίς. Τα λάφυρα και οι ποικίλες λείες ανακούφιζαν προσωρινά τους αγωνιστές, όχι όμως τόσο την ηγεσία του επαναστατημένου έθνους, η οποία έστρεψε τα βλέμματά της προς πιστωτικούς οίκους του εξωτερικού, προκειμένου να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Αγώνα με τη σύναψη των απαραίτητων δανείων.
Ήδη από το Νοέμβριο του 1821, η τοπική εξουσία της Ανατολικής Στερεάς «Άρειος Πάγος», έστειλε στη Γερμανία τον Θεοχάρη Κεφαλά και τον X. Δροσινό για να διαπραγματευθούν δάνειο 150.000 φλορινίων.
Ο φιλέλληνας καθηγητής στο Μόναχο Ειρηναίος Θείρσιος είχε υποδείξει με επιστολή του ότι θα μπορούσαν να βρεθούν χρήματα στη Γερμανία, γι' αυτό κι αποφασίστηκε η αποστολή των δύο ανωτέρω, οι οποίοι επέστρεψαν στο τέλος του 1822, έχοντας συνομολογήσει δύο δάνεια: ένα στη Ζυρίχη (40.000 φλορίνια) κι ένα στη Μασσαλία (62.000 φλορίνια). Δεν ξέρουμε αν έφερε χρήματα ο Κεφάλας στην Κυβέρνηση (μάλλον όχι), η οποία πάντως επικύρωσε την οφειλή!
Παραγγέλθηκαν έτσι δύο κανόνια και άλλα στρατιωτικά είδη που δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα και εξοπλίστηκε ένα στρατιωτικό σώμα Γερμανών φιλελλήνων που ήρθε στην Ελλάδα, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να μισθοδοτηθεί αφού το δάνειο δεν δόθηκε! Εδώ ακριβώς αρχίζει η εμπλοκή στο θέμα αυτό των Ευρωπαίων "φίλων" μας, οι οποίοι δημιούργησαν φιλελληνικά - υποτίθεται - κομιτάτα. Όπως γράφει ο Κυρ. Σιμόπουλος σχετικά με τα παραπάνω δάνεια, τα γερμανοελβετικά φιλελληνικά κομιτάτα συμψήφισαν τις δαπάνες του εξοπλισμού και της αποστολής αυτής της «λεγεώνας» με το δάνειο των 150.000 φλορινίων και ζητούσαν επιπλέον και την επιστροφή του με τόκο! Οι «φιλέλληνες» των γερμανοελβετικών Κομιτάτων αγόρασαν άχρηστα τουφέκια, κάτι που διαπιστώθηκε όταν εμφανίστηκαν οι εθελοντές της «Λεγεώνας» στην Ύδρα. Οι ξένοι θέλησαν να επιδείξουν τη στρατιωτική τους πείρα με μια χαιρετιστήρια ομοβροντία, αλλά όταν ο διοικητής έδωσε το παράγγελμα «πυρ», τα τουφέκια δεν πήραν φωτιά (υπό τους καγχασμούς των Υδραίων) γιατί, όπως αφηγείται ο αυτόπτης Heinrich Kiefer, ήταν σκουριασμένα!
Το 1822 και επ' ευκαιρία τον Συνεδρίου των Ευρωπαίων ηγεμόνων στη Βερόνα της Ιταλίας, στάλθηκε εκεί ελληνική επιτροπή αποτελούμενη από τους Παλαιών Πατρών Γερμανό και Ανδρέα Μεταξά, με συνοδό το Γάλλο φιλέλληνα ναύαρχο Φίλιππο Ζουρνταίν. Με εξουσιοδότηση του Μεταξά, ο Ζουρνταίν προσπάθησε να βρει πιστωτές και τους βρήκε στο πρόσωπο των πληρεξουσίων του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος!
Οι Ιωαννίτες, μέλη ενός θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος (από το έτος 1309) που δεν διέθετε εδαφικές κτήσεις, πρόσφεραν τη μεσολάβηση τους για τη σύναψη δανείου 10 εκατομμυρίων επ' ονόματι της ελληνικής κυβέρνησης, με τον όρο να τους δίνονταν να νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Σύρος και Οινούσες (της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου) μετά την απελευθέρωση τους. Προσωρινά όμως ζητούσαν να εγκατασταθούν στη Σύρο και τις Οινούσες, που θα αποτελούσαν πλέον «τελείαν ιδιοκτησίαν και κυριαρχίαν του Τάγματος».
Ο Φ. Ζουρνταίν έκρινε (αφελώς ή υστεροβούλως) την πρόταση ως συμφέρουσα τους Έλληνες, αφού εκτός των χρημάτων θ' αποκτούσαν και ισχυρούς φίλους στην Ευρώπη, που θα προωθούσαν τις εθνικές τους επιδιώξεις. Αλλά και οι Έλληνες του εξωτερικού, όπως ο Παν. Κοδρικάς, ο Α.Βογορίδης και ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος συνέστησαν αποδοχή της πρότασης των Ιωαννιτών. Όμως όπως ήταν αναμενόμενο, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος την απέρριψε χωρίς άλλη συζήτηση.
Έγιναν κι άλλες απόπειρες σύναψης δανείου, όμως ήταν ασήμαντες. Μόνο μία, του Άγγλου Ρούμπενταλ, συζητήθηκε. Δίνονταν 40 εκατομμύρια γρόσια με τιμή έκδοσης 50% και τόκο 6%, το δε τοκοχρεολύσιο θα εισέπρατταν αυτοπροσώπως Άγγλοι από τις εθνικές προσόδους. Όμως η Αγγλία ήταν τότε ύποπτη στα μάτια των επαναστατών και καθετί που προερχόταν από αυτή θεωρείτο ύποπτο, ακόμη και οι προσφορές των Άγγλων φιλελλήνων.
Το πρώτο δάνειο
Οι οικονομικές ανάγκες ήταν πιεστικές και μόνο ένα μεγάλο εξωτερικό δάνειο θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών. Το 1823 διορίστηκε η επιτροπή του δανείου, αποτελούμενη από τον Ανδρέα Λουριώτη, σημαίνοντα απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, τον I.Ορλάνδο και τον I.Ζαΐμη. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπρεπε να συνάψουν εμπορικές και πολιτικές σχέσεις με τη Αγγλία, αλλά να φαίνεται ότι μοναδικός σκοπός τους ήταν η σύναψη του δανείου.
Τον Νοέμβριο του 1823 συνάντησαν στην Κεφαλλονιά τον Λόρδο Byron και συζήτησαν μαζί του το θέμα του δανείου. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο (14/20 Ιανουάριου 1824) διαπίστωσαν ότι υπήρχε δυσμενές κλίμα απέναντι στους Έλληνες.
Κυρίως καταφέρονταν εναντίον των Ελλήνων οι εμπορικοί αντίπαλοι τους στην Ανατολή, Φραγκολεβαντίνοι και Εβραίοι, που οικονομικά - τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως - συμφέροντα τούς ωθούσαν σε συνεργασία με τους Τούρκους.
Τα μέλη της Επιτροπής ήρθαν σε απευθείας επαφή με τον Άγγλο υπουργό G. Canning και τη Φιλελληνική Επιτροπή (το περίφημο Φιλελληνικό Κομιτάτο) του Λονδίνου. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι τα φιλελληνικά κομιτάτα της Αγγλίας και της Γαλλίας δεν είχαν λαϊκή βάση και ιδεολογία. Αντιθέτως, δημιουργήθηκαν από τις κυβερνήσεις με αποκλειστικό σκοπό να χειραγωγήσουν και να κατευθύνουν την Επανάσταση. Λειτούργησαν εξ αρχής ως εξαρτήματα του υπουργείου Εξωτερικών της Αγγλίας και της Γαλλίας, καθώς επίσης και ως πρακτορεία εθνικών και πολιτικών επιδιώξεων.
Ο πρόεδρος του Φιλελληνικού Κομιτάτου, Jeremy Bentham, επιφανής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος και ο γραμματέας της John Bowring, βοήθησαν άμεσα στη διαπραγμάτευση για το δάνειο.
Τότε στη χρηματαγορά του Λονδίνου υπήρχε μεγάλη κρίση. Υπήρχαν μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια και με χαμηλούς τόκους, οι δε κεφαλαιούχοι ενδιαφέρονταν για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε περιοχές με όχι σταθερό καθεστώς, αρκεί να εξασφάλιζαν μεγάλο τόκο. Έτσι άρχισαν να δανειοδοτούν χώρες που δεν είχαν ακόμη γίνει ανεξάρτητες, κυρίως στη Λατινική Αμερική (Βραζιλία, Περού, Χιλή κ.ά.). Ένας κερδοσκοπικός πυρετός διακατείχε τους κεφαλαιούχους του Λονδίνου αλλά και της Γαλλίας, για τοποθέτηση των χρημάτων τους ακόμη και σε επισφαλείς περιοχές.
Η «Φιλελληνική Επιτροπή» του Λονδίνου, αποτελούμενη από σαράντα και πλέον τραπεζίτες και εμπόρους, συμφώνησε για τη σύναψη του δανείου και την 21η Φεβρουάριου υπογράφτηκε το πρώτο εξωτερικό δάνειο των 800.000 λιρών, την έκδοση του οποίου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughnan Sons and O' Brien προς 59% με τόκο 5%. Ως εγγύηση για την πληρωμή των τόκων δίνονταν όλα τα δημόσια έσοδα (από τελωνεία, αλυκές κ,λπ.) και όλα τα εθνικά κτήματα για την εξόφληση του κεφαλαίου.
Όμως από το ποσό των £ 800.000 του δανείου αφαιρέθηκαν προκαταβολικά τοκοχρεολύσια δυο ετών, προμήθειες, διάφορα έξοδα κ.λπ. και τελικά εισπράχθηκαν από τους Έλληνες μόνο £ 298.700! Εντούτοις η ελληνική Επιτροπή θεώρησε τη σύμβαση ευνοϊκή, γιατί οι όροι της ήταν καλύτεροι από εκείνους αντίστοιχων δανείων που είχαν πάρει άλλες χώρες, όπως το Μεξικό, η Ισπανία και η Κολομβία! (Βλέπουμε εδώ την προσπάθεια χειραγώγησης και των άλλων λαών). Ωστόσο, αυτή η Επιτροπή δεν απέφυγε τις υποψίες για τον πραγματικό της ρόλο. Κατηγορίες διατυπώθηκαν και για τον Bowring που, όπως είχε διαδοθεί, πήρε ως προμήθεια δέκα - έντεκα χιλιάδες λίρες.
Τα χρήματα του δανείου αποφασίσθηκε να κατατεθούν στις τράπεζες του Καίσαρα Λογοθέτη και του Άγγλου Σαμουήλ Βάρφ στη Ζάκυνθο, ενώ επίτροποι του δανείου στην Ελλάδα ορίστηκαν ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Λόρδος Βύρων και, στη θέση του Τόμας Γκόρντον, προσωρινός επίτροπος ο Λέστερ Στάνχοπ που βρισκόταν στην Ελλάδα. Αποφασίσθηκε το δάνειο να αποσταλεί τμηματικά σε δόσεις και με αγγλικά πλοία. Πολιτικές και οικονομικές ίντριγκες καθυστέρησαν την παράδοση του ποσού - καθυστέρηση που αποδείχθηκε οικονομικά και πολιτικά επιβλαβής.
Ως προς τη διαχείριση του δανείου στην Αγγλία και τη χρήση του στην Ελλάδα η σύγχρονη ελληνική έρευνα έχει αποδείξει με τα αδιάσειστα στοιχεία των αριθμών ότι κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει την αλήθεια η κατηγορία που εκτοξεύθηκε από τους ξένους και υιοθετήθηκε δουλικά και ανεξέταστα από τους Έλληνες, πως ληστεύτηκε τάχα η αγγλική «δωρεά» στον τόπο μας. Το ελάχιστο, έναντι του ονομαστικού ποσό που τελικά έφθασε στην επαναστατημένη χώρα ούτε τσεπώθηκε, ούτε κατασπαταλήθηκε. Βέβαια, μέρος του ισχνού ποσού όχι απλά χρησιμοποιήθηκε, αλλά ενεργοποίησε την εμφύλια διαμάχη, από την οποία βγήκε τελικά κερδισμένη η αγγλική πολιτική, που με το χρήμα του δανείου εδραίωσε την φιλοαγγλική παράταξη και έτσι εξασφάλισε την επιρροή της στον ελλαδικό χώρο.
Έτσι, με το τοκογλυφικό αυτό δάνειο η Ελλάδα υποδουλωνόταν στους κεφαλαιούχους της χρηματαγοράς του Λονδίνου, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Παράλληλα, ενίσχυε τον οικονομικό και πολιτικό ρόλο της χώρας τους στην Εγγύς Ανατολή.
Ορισμένοι, ωστόσο, ιστορικοί θεωρούσαν ότι η σύναψη του δανείου ήταν γεγονός σημαντικότερο από μία στρατιωτική νίκη, αφού οι Άγγλοι θα είχαν συμφέρον να ευοδωθεί ο ελληνικός αγώνας. Ουσιαστικά μάλιστα οι Άγγλοι αναγνώριζαν έτσι την ελληνική ανεξαρτησία· άλλωστε είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται μια αλλαγή της εξωτερικής τους πολιτικής, οπωσδήποτε ευνοϊκή για τους Έλληνες.
Για τη διαχείριση τον δανείου λέχθηκαν πολλά. Όπως αυτά που λέει ο Αμερικανός φιλέλληνας Samuel G. Howe για κατασπατάληση των χρημάτων από την ελληνική κυβέρνηση. Κατ' αυτόν, τα περισσότερα ξοδεύτηκαν για τo στόλο κι όχι για το στρατό και χορηγήθηκαν αφειδώς βαθμοί και αυξήσεις στους μισθούς των φιλοκυβερνητικών. Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι ο I. Ορλάνδος κράτησε 5.900 λίρες, γιατί τάχα το ποσό αυτό χρωστούσε η κυβέρνηση στη γυναίκα του. Εδώ ας σημειωθεί ότι οι πληρεξούσιοι για την διαπραγμάτευση Ορλάνδος και Λουριώτης έζησαν στο Λονδίνο σαν μεγάλοι άρχοντες στην Bond street και ξόδεψαν 5.045(!) λίρες, όταν οι συμπατριώτες τους πέθαιναν από την πείνα...
Το δεύτερο δάνειο
Την ανάγκη για τη σύναψη του δεύτερου δανείου δεν επέβαλε μόνο η έλλειψη χρημάτων που προέκυψε μετά την εξάντληση των χρημάτων του πρώτου, αλλά και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ, εκτός από τον τακτικό στρατό και με σύγχρονα ναυτικά μέσα. Ο Άγγλος Frank Abney Hastings είχε προτείνει την προμήθεια ατμοκίνητων πλοίων για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου και η κυβέρνηση ανέθεσε στην επιτροπή Λουριώτη - Ορλάνδου τη σύναψη νέου δανείου.
Η χρήση του δεύτερου δανείου, που έγινε σχεδόν ερήμην της ελληνικής πλευράς, είναι άκρως διαφωτιστική, για να κατανοηθεί πώς εννοούσαν την «έντιμη» διαχείριση των χρημάτων εκείνοι που κόπτονταν για την κακή χρήση του πρώτου δανείου. Τα στοιχεία ενός δανείου, που το διαχειρίστηκε ο παράγοντας που το χορήγησε (!), είναι τόσο εύγλωττα ώστε να μιλάνε από μόνα τους.
Το δεύτερο αγγλικό δάνειο ανέλαβε ο τραπεζικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο και η συμφωνία υπογράφηκε την 7η Φεβρουάριου 1825. Το ονομαστικό κεφάλαιο που ανερχόταν σε £ 2.000.000 διαιρέθηκε σε 200.000 ομολογίες, £ 100 η καθεμιά, που εκδόθηκαν προς 55½ πάνω στην ονομαστική τους αξία. Από το ποσό αυτό κρατήθηκαν για τόκους των δύο πρώτων ετών, χρεολύσια ενός έτους, προμήθεια πληρωμής τόκων, προμήθεια μεσιτείας και έξοδα συνομολογήσεως εφάπαξ, συνολικά £ 284 000. Συνεπώς το ποσό που τελικά εκκαθαρίσθηκε ανήλθε σε £ 816.000 (και από αυτές, όπως θα δούμε πιο κάτω, έφτασαν στην Κυβέρνηση £ 232.558). Όταν άρχισαν να φτάνουν χρήματα στην Ελλάδα, οι Έλληνες άρχισαν να πυροβολούν από χαρά και να παιανίζουν το «God Save the King»! Πλήθος στρατιωτικών και καλαμαράδων έσπευσαν να προβάλουν τις αξιώσεις τους.
Όπως, ως ένα σημείο, συνέβη και με το πρώτο δάνειο, ο αγγλικός παράγοντας, δηλαδή μέλη του φιλελληνικού κομιτάτου, παραγκωνίζοντας πλήρως τους Έλληνες απεσταλμένους, διαχειρίστηκε όπως ήθελε τα χρήματα του δεύτερου δανείου, έστω και αν βάρυναν σαν χρέος ένα ολόκληρο έθνος. Το ποσό αυτό, σε περίοδο κατά την οποία ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταπνίξει την Επανάσταση, αν αποστελλόταν στην Ελλάδα, έστω κάτω από όποιες ντόπιες διαχειριστικές συνθήκες, θα αποτελούσε έσχατο μέσο άμυνας του εξαντλημένου οικονομικά εθνικού οργανισμού. Οπωσδήποτε πάντως θα γνώριζε καλύτερη τύχη από εκείνη στην οποία οδήγησε την ελληνική αυτή περιουσία η ξενική διαχείριση. Αντί να σταλούν χρήματα και πολεμικό υλικό στους αγωνιζόμενους Έλληνες, παραγγέλθηκαν ατμοκίνητα πλοία σε αγγλικά ναυπηγεία και φρεγάτες στις Η.Π.Α., μισθώθηκαν ξένοι στρατιωτικοί «σωτήρες» και οι ελληνικές ομολογίες παίχθηκαν στο χρηματιστήριο. Το δεύτερο δάνειο γλιστρώντας σε χέρια αισχροκερδών πήρε διαστάσεις κραυγαλέου σκανδάλου ακόμη και σ' αυτές τις στήλες του αγγλικού τύπου.
Από το συνολικό καθαρό κεφάλαιο του δεύτερου δανείου ένα κονδύλι £ 496.220 χρησιμοποιήθηκε στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, για έκδοση, εξυπηρέτηση και απόσβεση. Αναλυτικότερα, στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι δύο ετών που κρατήθηκαν (£ 220.000), η προμήθεια του τραπεζικού οίκου (£ 64.000), δηλαδή 3% επί του ονομαστικού κεφαλαίου και 2% επί των τόκων, και η εξαγορά ομολογιών (£ 212.220). Έστω και αν εξαιρεθούν οι τόκοι και η προμήθεια, που από τον αγγλικό τύπο χαρακτηρίσθηκαν ως καθαρή αισχροκέρδεια, η εξαγορά των ομολογιών αποτελούσε αδιαμαρτύρητη καταλήστευση της ελληνικής περιουσίας.
Ένα άλλο κονδύλι του συνολικού ποσού που ανερχόταν σε £ 392.000 απορροφήθηκε σε έξω από την Ελλάδα στρατιωτικές δαπάνες: 1) παραγγελία ελαφρών και βαρέων όπλων (£ 77.000) 2) παραγγελία ατμοκίνητων πλοίων στην Αγγλία και διοργάνωση ξένου επικουρικού σώματος από τον Κόχραν (£ 160.000) και 3) παραγγελία φρεγατών στην Αμερική (£ 155.600).
Ως προς την πρώτη : μόνον η μερική αποστολή κανονιών στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε και αυτή πλημμελώς και καθυστερημένη. Ως προς τη δεύτερη : από τα έξι ατμοκίνητα πλοία που παραγγέλθηκαν σε Άγγλο ναυπηγό (αποκαλύφτηκε μάλιστα ότι το ίδιο ναυπηγείο είχε αναλάβει ταυτόχρονα και τη ναυπήγηση δέκα πλοίων για τον Μεχμέτ Αλή - πατέρα του ίδιου του Ιμπραήμ !) μόνο η «Καρτερία», η «Επιχείρηση» και ο « Ερμής» έφθασαν στην Ελλάδα μετά από παρέλευση αρκετού χρόνου, έτσι που μόνο η αποστολή της «Καρτερίας» έκανε αισθητή την παρουσία της στον Αγώνα.
Παράλληλα με τα ατμόπλοια, είχαν παραγγελθεί σε ναυπηγείο της Αμερικής δυο φρεγάτες οπλισμένες με κανόνια. Όταν έφτασε εκεί ο έμπορος Κοντόσταυλος να επιβλέψει την κατασκευή ύστερα από παράκληση του Λουριώτη, διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί ναυπηγοί είχαν προχωρήσει στην κατασκευή μεγαλύτερων - και ακριβότερων - πλοίων. Για μήνες ολόκληρους πάλευε στην Αμερική για τη ρύθμιση του θέματος, έχοντας ως συμπαραστάτες κάποιους γερουσιαστές και τον πρόεδρο της χώρας Adam. Κατά το Γερμανό ιστορικό Χέρτσμπεργκ, οι Έλληνες, που είχαν στείλει στη Νέα Υόρκη συνάλλαγμα £ 156.000, ένιωσαν οδυνηρή έκπληξη όταν τον Δεκέμβριο του 1825 οι «φιλελληνικοί οίκοι της Νέας Υόρκης» ανήγγειλαν ότι αν δεν καταβάλλονταν ακόμη 50.000 λίρες, οι φρεγάτες θα πωλούνταν σ' όποιον πλειοδοτούσε. Φυσικά οι Έλληνες αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν την απαίτηση αυτή. Τελικά, Αμερικανοί φιλέλληνες φρόντισαν να αγοραστεί η μία φρεγάτα από την αμερικανική κυβέρνηση, οπότε η άλλη, με την ονομασία «Ελλάς», αφέθηκε να αναχωρήσει για την Ελλάδα.
Ο Κοντόσταυλος, κατά τη διάρκεια των αγώνων του στην Αμερική, είχε καταφύγει στα δικαστήρια! (Και ενώ φυσικά ο πόλεμος συνεχίζονταν στην Ελλάδα...) Κι εδώ αξίζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό συμβάν: Ο ευυπόληπτος Αμερικανός δικαστής Jonas Pratt ζήτησε και πήρε από τον Κοντόσταυλο ένα «δωράκι» 4.500(!) δολαρίων για να εννοήσει τις ελληνικές διεκδικήσεις, αντί γι' αυτό όμως άφησε ατιμώρητους τους Αμερικανούς ναυπηγούς, μειώνοντας λίγο τις υπερβολικές απαιτήσεις τους. Αγανακτισμένος ο δικηγόρος του Κοντόσταυλου Χένρυ Σέντγουϊκ, απευθυνόμενος στον Pratt, δήλωσε: «Κύριε κάνατε ό,τι μπορούσατε για να καταστρέψετε ένα έθνος (την Ελλάδα), και να ατιμάσετε ένα άλλο! (τις ΗΠΑ)».
Αργότερα βέβαια ο Κοντόσταυλος έχτισε στην Αθήνα πολυτελές σπίτι, εκεί όπου είναι τώρα η Παλαιά Βουλή... Κατηγορήθηκε ότι αυτό προερχόταν από χρήματα του αγγλικού δανείου για την παραγγελία των φρεγατών στην Αμερική και ένας σατιρικός ποιητής έγραψε: «Ο οίκος σου, Κοντόσταυλε, μακρόθεν ομοιάζει τρίκροτον εξ Αμερικής, εξ ου αυτός πηγάζει»...
Όμως, ο καθηγητής Α. Ανδρεάδης ανασκεύασε τις κατηγορίες κατά του Κοντόσταυλου, τον οποίο θεωρεί πατριώτη και ευθύ άτομο. Ο ίδιος συγγραφέας ωστόσο έγραψε: «Ομολογουμένως η ιστορία των δανείων είναι μία των θλιβερότερων σελίδων της Επαναστάσεως».
Πάντως, γεγονός αναμφισβήτητο παραμένει ότι τα δύο δάνεια, που συνάφθηκαν για την επίτευξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, υπήρξαν οι θεμελιώδεις συντελεστές της εξαρτήσεως του.
Την ίδια περίοδο αρχίζει η απροκάλυπτη επέμβαση στα πράγματα της Επανάστασης: Τα μέλη της «Φιλελληνικής Επιτροπής» του Λονδίνου, που είχαν ποντάρει στην επιτυχία του ελληνικού αγώνα και τώρα, με την αιγυπτιακή επιδρομή, κινδύνευαν να χάσουν τα χρήματα τους, ύστερα από πιέσεις υποχρέωσαν τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο να προσληφθεί ως αρχηγός του νέου στόλου ο Άγγλος ναύαρχος Cochran, ο οποίος είχε αποκτήσει φήμη για τα κατορθώματα του ως αρχηγός του στόλου της Βραζιλίας.
Φαίνεται έτσι ότι στην ουσία οι διαχειριστές του δανείου ήταν οι Άγγλοι Τραπεζίτες και όχι οι άπειροι και ενίοτε ανυποψίαστοι Έλληνες αντιπρόσωποι, οι οποίοι μάλιστα δεν είχαν και άριστες σχέσεις μεταξύ τους. Χαρακτηριστικά, ο Ορλάνδος θεωρούσε τον Λουριώτη «δόλιο, ψεύτη και πονηρή αλεπού». Σημειωτέον ότι ο Ορλάνδος ήταν γαμπρός του Γ. Κουντουριώτη, που τότε είχε την τύχη της κυβέρνησης στα χέρια του.
Οι Άγγλοι δανειστές βγήκαν ωφελημένοι. Όπως έγραψε ο Νικ. Σπηλιάδης, «σήμερον σπείρουσιν ολίγα χρήματα, δια να θερίσωσιν αύριον πολλαπλάσια». Ο Φωτάκος, αφού επισημαίνει ότι είχαν εξασφαλίσει τα κεφάλαια τους με τα εθνικά κτήματα, κρίνει ότι με τα δάνειά τους «θα εφαίνοντο και ευεργέται των Ελλήνων εις το μέλλον». Ο δε Κοραής έγραψε ότι το δάνειο δεν πρέπει να θεωρείται ως μεγάλη ευεργεσία, αλλά «η ελπιζόμενη μεγάλη ευεργεσία και μέλλουσα μετ’ολίγον να μας δοθεί από την Αγγλικήν κυβέρνηση, είναι η ομολογία και διακήρυξις της Ελληνικής αυτονομίας».
Όπως έγραψε ο Βαυαρός G. Maurer, που χρημάτισε αργότερα αντιβασιλιάς στην Ελλάδα, «όλοι όσοι ανακατεύθηκαν με αυτά τα δύο δάνεια έγιναν τελικά πλούσιοι και μόνο ο άμεσα ενδιαφερόμενος - η φτωχή Ελλάδα - έμεινε με αδειανά χέρια». Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα δύο δάνεια που συνάφθηκαν για να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος, τελικά της δημιούργησαν στενούς δεσμούς εξάρτησης, που υποθήκευσαν το μέλλον των παιδιών της για πολλές δεκαετίες.
Όσο για την απάντηση στην ερώτηση «εξοφλήθηκαν και πότε τα περίφημα εκείνα δάνεια;» ορισμένοι ερευνητές υποστηρίξουν ότι η εξόφληση τους έγινε μόλις πριν λίγες δεκαετίες. Άλλοι όμως λένε πως η κατακράτηση μέρους του ελληνικού αποθεματικού χρυσού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από την Αγγλία έχει σχέση με τα περιβόητα εκείνα δάνεια...
Στη συνέχεια καταγράφω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες χρεώθηκε η χώρα μας για πρώτη φορά μετά την επί τέσσερεις σχεδόν αιώνες τουρκική κατοχή, κατοχή η οποία ουσιαστικά δεν διακόπηκε ποτέ, απλά άλλαξε επικυρίαρχους. Διαβάζοντας λοιπόν τη συνέχεια, θα εκπλαγείτε διαπιστώνοντας πόσες ομοιότητες έχει η σημερινή κατάσταση, όσον αφορά τις λεπτομέρειες δανεισμού της χώρας, με εκείνη της δεκαετίας του 1820. Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η περιγραφή των συνθηκών με τις οποίες πήραμε το δεύτερο δάνειο.
Η διαπίστωση δανειακών αναγκών
Αλλά οι επαναστατικοί αγώνες - όπως άλλωστε και κάθε είδους αγώνας - δεν κερδίζονται μόνο με την αυτοθυσία και τον ενθουσιασμό, αλλά απαιτείται και η συνδρομή άλλων παραγόντων, όπως η διπλωματία και η ύπαρξη υλικής υποστήριξης. Στη συνέχεια θα δούμε τις προσπάθειες που έγιναν για την ενίσχυση του Αγώνα μέσω δανείων, πράγμα που θα αποκαλύψει πολύ από το σκοτεινό παρασκήνιο της εποχής.
Είναι γνωστό ότι η Φιλική Εταιρεία δεν πρόσφερε σχεδόν καθόλου υλική υποστήριξη, ενώ οι προσφορές των ευπορότερων εξαντλήθηκαν νωρίς. Τα λάφυρα και οι ποικίλες λείες ανακούφιζαν προσωρινά τους αγωνιστές, όχι όμως τόσο την ηγεσία του επαναστατημένου έθνους, η οποία έστρεψε τα βλέμματά της προς πιστωτικούς οίκους του εξωτερικού, προκειμένου να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Αγώνα με τη σύναψη των απαραίτητων δανείων.
Ήδη από το Νοέμβριο του 1821, η τοπική εξουσία της Ανατολικής Στερεάς «Άρειος Πάγος», έστειλε στη Γερμανία τον Θεοχάρη Κεφαλά και τον X. Δροσινό για να διαπραγματευθούν δάνειο 150.000 φλορινίων.
Ο φιλέλληνας καθηγητής στο Μόναχο Ειρηναίος Θείρσιος είχε υποδείξει με επιστολή του ότι θα μπορούσαν να βρεθούν χρήματα στη Γερμανία, γι' αυτό κι αποφασίστηκε η αποστολή των δύο ανωτέρω, οι οποίοι επέστρεψαν στο τέλος του 1822, έχοντας συνομολογήσει δύο δάνεια: ένα στη Ζυρίχη (40.000 φλορίνια) κι ένα στη Μασσαλία (62.000 φλορίνια). Δεν ξέρουμε αν έφερε χρήματα ο Κεφάλας στην Κυβέρνηση (μάλλον όχι), η οποία πάντως επικύρωσε την οφειλή!
Παραγγέλθηκαν έτσι δύο κανόνια και άλλα στρατιωτικά είδη που δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα και εξοπλίστηκε ένα στρατιωτικό σώμα Γερμανών φιλελλήνων που ήρθε στην Ελλάδα, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να μισθοδοτηθεί αφού το δάνειο δεν δόθηκε! Εδώ ακριβώς αρχίζει η εμπλοκή στο θέμα αυτό των Ευρωπαίων "φίλων" μας, οι οποίοι δημιούργησαν φιλελληνικά - υποτίθεται - κομιτάτα. Όπως γράφει ο Κυρ. Σιμόπουλος σχετικά με τα παραπάνω δάνεια, τα γερμανοελβετικά φιλελληνικά κομιτάτα συμψήφισαν τις δαπάνες του εξοπλισμού και της αποστολής αυτής της «λεγεώνας» με το δάνειο των 150.000 φλορινίων και ζητούσαν επιπλέον και την επιστροφή του με τόκο! Οι «φιλέλληνες» των γερμανοελβετικών Κομιτάτων αγόρασαν άχρηστα τουφέκια, κάτι που διαπιστώθηκε όταν εμφανίστηκαν οι εθελοντές της «Λεγεώνας» στην Ύδρα. Οι ξένοι θέλησαν να επιδείξουν τη στρατιωτική τους πείρα με μια χαιρετιστήρια ομοβροντία, αλλά όταν ο διοικητής έδωσε το παράγγελμα «πυρ», τα τουφέκια δεν πήραν φωτιά (υπό τους καγχασμούς των Υδραίων) γιατί, όπως αφηγείται ο αυτόπτης Heinrich Kiefer, ήταν σκουριασμένα!
Το 1822 και επ' ευκαιρία τον Συνεδρίου των Ευρωπαίων ηγεμόνων στη Βερόνα της Ιταλίας, στάλθηκε εκεί ελληνική επιτροπή αποτελούμενη από τους Παλαιών Πατρών Γερμανό και Ανδρέα Μεταξά, με συνοδό το Γάλλο φιλέλληνα ναύαρχο Φίλιππο Ζουρνταίν. Με εξουσιοδότηση του Μεταξά, ο Ζουρνταίν προσπάθησε να βρει πιστωτές και τους βρήκε στο πρόσωπο των πληρεξουσίων του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος!
Οι Ιωαννίτες, μέλη ενός θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος (από το έτος 1309) που δεν διέθετε εδαφικές κτήσεις, πρόσφεραν τη μεσολάβηση τους για τη σύναψη δανείου 10 εκατομμυρίων επ' ονόματι της ελληνικής κυβέρνησης, με τον όρο να τους δίνονταν να νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Σύρος και Οινούσες (της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου) μετά την απελευθέρωση τους. Προσωρινά όμως ζητούσαν να εγκατασταθούν στη Σύρο και τις Οινούσες, που θα αποτελούσαν πλέον «τελείαν ιδιοκτησίαν και κυριαρχίαν του Τάγματος».
Ο Φ. Ζουρνταίν έκρινε (αφελώς ή υστεροβούλως) την πρόταση ως συμφέρουσα τους Έλληνες, αφού εκτός των χρημάτων θ' αποκτούσαν και ισχυρούς φίλους στην Ευρώπη, που θα προωθούσαν τις εθνικές τους επιδιώξεις. Αλλά και οι Έλληνες του εξωτερικού, όπως ο Παν. Κοδρικάς, ο Α.Βογορίδης και ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος συνέστησαν αποδοχή της πρότασης των Ιωαννιτών. Όμως όπως ήταν αναμενόμενο, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος την απέρριψε χωρίς άλλη συζήτηση.
Έγιναν κι άλλες απόπειρες σύναψης δανείου, όμως ήταν ασήμαντες. Μόνο μία, του Άγγλου Ρούμπενταλ, συζητήθηκε. Δίνονταν 40 εκατομμύρια γρόσια με τιμή έκδοσης 50% και τόκο 6%, το δε τοκοχρεολύσιο θα εισέπρατταν αυτοπροσώπως Άγγλοι από τις εθνικές προσόδους. Όμως η Αγγλία ήταν τότε ύποπτη στα μάτια των επαναστατών και καθετί που προερχόταν από αυτή θεωρείτο ύποπτο, ακόμη και οι προσφορές των Άγγλων φιλελλήνων.
Το πρώτο δάνειο
Οι οικονομικές ανάγκες ήταν πιεστικές και μόνο ένα μεγάλο εξωτερικό δάνειο θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών. Το 1823 διορίστηκε η επιτροπή του δανείου, αποτελούμενη από τον Ανδρέα Λουριώτη, σημαίνοντα απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, τον I.Ορλάνδο και τον I.Ζαΐμη. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπρεπε να συνάψουν εμπορικές και πολιτικές σχέσεις με τη Αγγλία, αλλά να φαίνεται ότι μοναδικός σκοπός τους ήταν η σύναψη του δανείου.
Τον Νοέμβριο του 1823 συνάντησαν στην Κεφαλλονιά τον Λόρδο Byron και συζήτησαν μαζί του το θέμα του δανείου. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο (14/20 Ιανουάριου 1824) διαπίστωσαν ότι υπήρχε δυσμενές κλίμα απέναντι στους Έλληνες.
Κυρίως καταφέρονταν εναντίον των Ελλήνων οι εμπορικοί αντίπαλοι τους στην Ανατολή, Φραγκολεβαντίνοι και Εβραίοι, που οικονομικά - τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως - συμφέροντα τούς ωθούσαν σε συνεργασία με τους Τούρκους.
Τα μέλη της Επιτροπής ήρθαν σε απευθείας επαφή με τον Άγγλο υπουργό G. Canning και τη Φιλελληνική Επιτροπή (το περίφημο Φιλελληνικό Κομιτάτο) του Λονδίνου. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι τα φιλελληνικά κομιτάτα της Αγγλίας και της Γαλλίας δεν είχαν λαϊκή βάση και ιδεολογία. Αντιθέτως, δημιουργήθηκαν από τις κυβερνήσεις με αποκλειστικό σκοπό να χειραγωγήσουν και να κατευθύνουν την Επανάσταση. Λειτούργησαν εξ αρχής ως εξαρτήματα του υπουργείου Εξωτερικών της Αγγλίας και της Γαλλίας, καθώς επίσης και ως πρακτορεία εθνικών και πολιτικών επιδιώξεων.
Ο πρόεδρος του Φιλελληνικού Κομιτάτου, Jeremy Bentham, επιφανής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος και ο γραμματέας της John Bowring, βοήθησαν άμεσα στη διαπραγμάτευση για το δάνειο.
Τότε στη χρηματαγορά του Λονδίνου υπήρχε μεγάλη κρίση. Υπήρχαν μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια και με χαμηλούς τόκους, οι δε κεφαλαιούχοι ενδιαφέρονταν για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε περιοχές με όχι σταθερό καθεστώς, αρκεί να εξασφάλιζαν μεγάλο τόκο. Έτσι άρχισαν να δανειοδοτούν χώρες που δεν είχαν ακόμη γίνει ανεξάρτητες, κυρίως στη Λατινική Αμερική (Βραζιλία, Περού, Χιλή κ.ά.). Ένας κερδοσκοπικός πυρετός διακατείχε τους κεφαλαιούχους του Λονδίνου αλλά και της Γαλλίας, για τοποθέτηση των χρημάτων τους ακόμη και σε επισφαλείς περιοχές.
Η «Φιλελληνική Επιτροπή» του Λονδίνου, αποτελούμενη από σαράντα και πλέον τραπεζίτες και εμπόρους, συμφώνησε για τη σύναψη του δανείου και την 21η Φεβρουάριου υπογράφτηκε το πρώτο εξωτερικό δάνειο των 800.000 λιρών, την έκδοση του οποίου ανέλαβαν οι τραπεζίτες Loughnan Sons and O' Brien προς 59% με τόκο 5%. Ως εγγύηση για την πληρωμή των τόκων δίνονταν όλα τα δημόσια έσοδα (από τελωνεία, αλυκές κ,λπ.) και όλα τα εθνικά κτήματα για την εξόφληση του κεφαλαίου.
Όμως από το ποσό των £ 800.000 του δανείου αφαιρέθηκαν προκαταβολικά τοκοχρεολύσια δυο ετών, προμήθειες, διάφορα έξοδα κ.λπ. και τελικά εισπράχθηκαν από τους Έλληνες μόνο £ 298.700! Εντούτοις η ελληνική Επιτροπή θεώρησε τη σύμβαση ευνοϊκή, γιατί οι όροι της ήταν καλύτεροι από εκείνους αντίστοιχων δανείων που είχαν πάρει άλλες χώρες, όπως το Μεξικό, η Ισπανία και η Κολομβία! (Βλέπουμε εδώ την προσπάθεια χειραγώγησης και των άλλων λαών). Ωστόσο, αυτή η Επιτροπή δεν απέφυγε τις υποψίες για τον πραγματικό της ρόλο. Κατηγορίες διατυπώθηκαν και για τον Bowring που, όπως είχε διαδοθεί, πήρε ως προμήθεια δέκα - έντεκα χιλιάδες λίρες.
Τα χρήματα του δανείου αποφασίσθηκε να κατατεθούν στις τράπεζες του Καίσαρα Λογοθέτη και του Άγγλου Σαμουήλ Βάρφ στη Ζάκυνθο, ενώ επίτροποι του δανείου στην Ελλάδα ορίστηκαν ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Λόρδος Βύρων και, στη θέση του Τόμας Γκόρντον, προσωρινός επίτροπος ο Λέστερ Στάνχοπ που βρισκόταν στην Ελλάδα. Αποφασίσθηκε το δάνειο να αποσταλεί τμηματικά σε δόσεις και με αγγλικά πλοία. Πολιτικές και οικονομικές ίντριγκες καθυστέρησαν την παράδοση του ποσού - καθυστέρηση που αποδείχθηκε οικονομικά και πολιτικά επιβλαβής.
Ως προς τη διαχείριση του δανείου στην Αγγλία και τη χρήση του στην Ελλάδα η σύγχρονη ελληνική έρευνα έχει αποδείξει με τα αδιάσειστα στοιχεία των αριθμών ότι κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει την αλήθεια η κατηγορία που εκτοξεύθηκε από τους ξένους και υιοθετήθηκε δουλικά και ανεξέταστα από τους Έλληνες, πως ληστεύτηκε τάχα η αγγλική «δωρεά» στον τόπο μας. Το ελάχιστο, έναντι του ονομαστικού ποσό που τελικά έφθασε στην επαναστατημένη χώρα ούτε τσεπώθηκε, ούτε κατασπαταλήθηκε. Βέβαια, μέρος του ισχνού ποσού όχι απλά χρησιμοποιήθηκε, αλλά ενεργοποίησε την εμφύλια διαμάχη, από την οποία βγήκε τελικά κερδισμένη η αγγλική πολιτική, που με το χρήμα του δανείου εδραίωσε την φιλοαγγλική παράταξη και έτσι εξασφάλισε την επιρροή της στον ελλαδικό χώρο.
Έτσι, με το τοκογλυφικό αυτό δάνειο η Ελλάδα υποδουλωνόταν στους κεφαλαιούχους της χρηματαγοράς του Λονδίνου, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Παράλληλα, ενίσχυε τον οικονομικό και πολιτικό ρόλο της χώρας τους στην Εγγύς Ανατολή.
Ορισμένοι, ωστόσο, ιστορικοί θεωρούσαν ότι η σύναψη του δανείου ήταν γεγονός σημαντικότερο από μία στρατιωτική νίκη, αφού οι Άγγλοι θα είχαν συμφέρον να ευοδωθεί ο ελληνικός αγώνας. Ουσιαστικά μάλιστα οι Άγγλοι αναγνώριζαν έτσι την ελληνική ανεξαρτησία· άλλωστε είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται μια αλλαγή της εξωτερικής τους πολιτικής, οπωσδήποτε ευνοϊκή για τους Έλληνες.
Για τη διαχείριση τον δανείου λέχθηκαν πολλά. Όπως αυτά που λέει ο Αμερικανός φιλέλληνας Samuel G. Howe για κατασπατάληση των χρημάτων από την ελληνική κυβέρνηση. Κατ' αυτόν, τα περισσότερα ξοδεύτηκαν για τo στόλο κι όχι για το στρατό και χορηγήθηκαν αφειδώς βαθμοί και αυξήσεις στους μισθούς των φιλοκυβερνητικών. Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι ο I. Ορλάνδος κράτησε 5.900 λίρες, γιατί τάχα το ποσό αυτό χρωστούσε η κυβέρνηση στη γυναίκα του. Εδώ ας σημειωθεί ότι οι πληρεξούσιοι για την διαπραγμάτευση Ορλάνδος και Λουριώτης έζησαν στο Λονδίνο σαν μεγάλοι άρχοντες στην Bond street και ξόδεψαν 5.045(!) λίρες, όταν οι συμπατριώτες τους πέθαιναν από την πείνα...
Το δεύτερο δάνειο
Την ανάγκη για τη σύναψη του δεύτερου δανείου δεν επέβαλε μόνο η έλλειψη χρημάτων που προέκυψε μετά την εξάντληση των χρημάτων του πρώτου, αλλά και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ, εκτός από τον τακτικό στρατό και με σύγχρονα ναυτικά μέσα. Ο Άγγλος Frank Abney Hastings είχε προτείνει την προμήθεια ατμοκίνητων πλοίων για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου και η κυβέρνηση ανέθεσε στην επιτροπή Λουριώτη - Ορλάνδου τη σύναψη νέου δανείου.
Η χρήση του δεύτερου δανείου, που έγινε σχεδόν ερήμην της ελληνικής πλευράς, είναι άκρως διαφωτιστική, για να κατανοηθεί πώς εννοούσαν την «έντιμη» διαχείριση των χρημάτων εκείνοι που κόπτονταν για την κακή χρήση του πρώτου δανείου. Τα στοιχεία ενός δανείου, που το διαχειρίστηκε ο παράγοντας που το χορήγησε (!), είναι τόσο εύγλωττα ώστε να μιλάνε από μόνα τους.
Το δεύτερο αγγλικό δάνειο ανέλαβε ο τραπεζικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο και η συμφωνία υπογράφηκε την 7η Φεβρουάριου 1825. Το ονομαστικό κεφάλαιο που ανερχόταν σε £ 2.000.000 διαιρέθηκε σε 200.000 ομολογίες, £ 100 η καθεμιά, που εκδόθηκαν προς 55½ πάνω στην ονομαστική τους αξία. Από το ποσό αυτό κρατήθηκαν για τόκους των δύο πρώτων ετών, χρεολύσια ενός έτους, προμήθεια πληρωμής τόκων, προμήθεια μεσιτείας και έξοδα συνομολογήσεως εφάπαξ, συνολικά £ 284 000. Συνεπώς το ποσό που τελικά εκκαθαρίσθηκε ανήλθε σε £ 816.000 (και από αυτές, όπως θα δούμε πιο κάτω, έφτασαν στην Κυβέρνηση £ 232.558). Όταν άρχισαν να φτάνουν χρήματα στην Ελλάδα, οι Έλληνες άρχισαν να πυροβολούν από χαρά και να παιανίζουν το «God Save the King»! Πλήθος στρατιωτικών και καλαμαράδων έσπευσαν να προβάλουν τις αξιώσεις τους.
Όπως, ως ένα σημείο, συνέβη και με το πρώτο δάνειο, ο αγγλικός παράγοντας, δηλαδή μέλη του φιλελληνικού κομιτάτου, παραγκωνίζοντας πλήρως τους Έλληνες απεσταλμένους, διαχειρίστηκε όπως ήθελε τα χρήματα του δεύτερου δανείου, έστω και αν βάρυναν σαν χρέος ένα ολόκληρο έθνος. Το ποσό αυτό, σε περίοδο κατά την οποία ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταπνίξει την Επανάσταση, αν αποστελλόταν στην Ελλάδα, έστω κάτω από όποιες ντόπιες διαχειριστικές συνθήκες, θα αποτελούσε έσχατο μέσο άμυνας του εξαντλημένου οικονομικά εθνικού οργανισμού. Οπωσδήποτε πάντως θα γνώριζε καλύτερη τύχη από εκείνη στην οποία οδήγησε την ελληνική αυτή περιουσία η ξενική διαχείριση. Αντί να σταλούν χρήματα και πολεμικό υλικό στους αγωνιζόμενους Έλληνες, παραγγέλθηκαν ατμοκίνητα πλοία σε αγγλικά ναυπηγεία και φρεγάτες στις Η.Π.Α., μισθώθηκαν ξένοι στρατιωτικοί «σωτήρες» και οι ελληνικές ομολογίες παίχθηκαν στο χρηματιστήριο. Το δεύτερο δάνειο γλιστρώντας σε χέρια αισχροκερδών πήρε διαστάσεις κραυγαλέου σκανδάλου ακόμη και σ' αυτές τις στήλες του αγγλικού τύπου.
Από το συνολικό καθαρό κεφάλαιο του δεύτερου δανείου ένα κονδύλι £ 496.220 χρησιμοποιήθηκε στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, για έκδοση, εξυπηρέτηση και απόσβεση. Αναλυτικότερα, στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι δύο ετών που κρατήθηκαν (£ 220.000), η προμήθεια του τραπεζικού οίκου (£ 64.000), δηλαδή 3% επί του ονομαστικού κεφαλαίου και 2% επί των τόκων, και η εξαγορά ομολογιών (£ 212.220). Έστω και αν εξαιρεθούν οι τόκοι και η προμήθεια, που από τον αγγλικό τύπο χαρακτηρίσθηκαν ως καθαρή αισχροκέρδεια, η εξαγορά των ομολογιών αποτελούσε αδιαμαρτύρητη καταλήστευση της ελληνικής περιουσίας.
Ένα άλλο κονδύλι του συνολικού ποσού που ανερχόταν σε £ 392.000 απορροφήθηκε σε έξω από την Ελλάδα στρατιωτικές δαπάνες: 1) παραγγελία ελαφρών και βαρέων όπλων (£ 77.000) 2) παραγγελία ατμοκίνητων πλοίων στην Αγγλία και διοργάνωση ξένου επικουρικού σώματος από τον Κόχραν (£ 160.000) και 3) παραγγελία φρεγατών στην Αμερική (£ 155.600).
Ως προς την πρώτη : μόνον η μερική αποστολή κανονιών στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε και αυτή πλημμελώς και καθυστερημένη. Ως προς τη δεύτερη : από τα έξι ατμοκίνητα πλοία που παραγγέλθηκαν σε Άγγλο ναυπηγό (αποκαλύφτηκε μάλιστα ότι το ίδιο ναυπηγείο είχε αναλάβει ταυτόχρονα και τη ναυπήγηση δέκα πλοίων για τον Μεχμέτ Αλή - πατέρα του ίδιου του Ιμπραήμ !) μόνο η «Καρτερία», η «Επιχείρηση» και ο « Ερμής» έφθασαν στην Ελλάδα μετά από παρέλευση αρκετού χρόνου, έτσι που μόνο η αποστολή της «Καρτερίας» έκανε αισθητή την παρουσία της στον Αγώνα.
Παράλληλα με τα ατμόπλοια, είχαν παραγγελθεί σε ναυπηγείο της Αμερικής δυο φρεγάτες οπλισμένες με κανόνια. Όταν έφτασε εκεί ο έμπορος Κοντόσταυλος να επιβλέψει την κατασκευή ύστερα από παράκληση του Λουριώτη, διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί ναυπηγοί είχαν προχωρήσει στην κατασκευή μεγαλύτερων - και ακριβότερων - πλοίων. Για μήνες ολόκληρους πάλευε στην Αμερική για τη ρύθμιση του θέματος, έχοντας ως συμπαραστάτες κάποιους γερουσιαστές και τον πρόεδρο της χώρας Adam. Κατά το Γερμανό ιστορικό Χέρτσμπεργκ, οι Έλληνες, που είχαν στείλει στη Νέα Υόρκη συνάλλαγμα £ 156.000, ένιωσαν οδυνηρή έκπληξη όταν τον Δεκέμβριο του 1825 οι «φιλελληνικοί οίκοι της Νέας Υόρκης» ανήγγειλαν ότι αν δεν καταβάλλονταν ακόμη 50.000 λίρες, οι φρεγάτες θα πωλούνταν σ' όποιον πλειοδοτούσε. Φυσικά οι Έλληνες αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν την απαίτηση αυτή. Τελικά, Αμερικανοί φιλέλληνες φρόντισαν να αγοραστεί η μία φρεγάτα από την αμερικανική κυβέρνηση, οπότε η άλλη, με την ονομασία «Ελλάς», αφέθηκε να αναχωρήσει για την Ελλάδα.
Ο Κοντόσταυλος, κατά τη διάρκεια των αγώνων του στην Αμερική, είχε καταφύγει στα δικαστήρια! (Και ενώ φυσικά ο πόλεμος συνεχίζονταν στην Ελλάδα...) Κι εδώ αξίζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό συμβάν: Ο ευυπόληπτος Αμερικανός δικαστής Jonas Pratt ζήτησε και πήρε από τον Κοντόσταυλο ένα «δωράκι» 4.500(!) δολαρίων για να εννοήσει τις ελληνικές διεκδικήσεις, αντί γι' αυτό όμως άφησε ατιμώρητους τους Αμερικανούς ναυπηγούς, μειώνοντας λίγο τις υπερβολικές απαιτήσεις τους. Αγανακτισμένος ο δικηγόρος του Κοντόσταυλου Χένρυ Σέντγουϊκ, απευθυνόμενος στον Pratt, δήλωσε: «Κύριε κάνατε ό,τι μπορούσατε για να καταστρέψετε ένα έθνος (την Ελλάδα), και να ατιμάσετε ένα άλλο! (τις ΗΠΑ)».
Αργότερα βέβαια ο Κοντόσταυλος έχτισε στην Αθήνα πολυτελές σπίτι, εκεί όπου είναι τώρα η Παλαιά Βουλή... Κατηγορήθηκε ότι αυτό προερχόταν από χρήματα του αγγλικού δανείου για την παραγγελία των φρεγατών στην Αμερική και ένας σατιρικός ποιητής έγραψε: «Ο οίκος σου, Κοντόσταυλε, μακρόθεν ομοιάζει τρίκροτον εξ Αμερικής, εξ ου αυτός πηγάζει»...
Όμως, ο καθηγητής Α. Ανδρεάδης ανασκεύασε τις κατηγορίες κατά του Κοντόσταυλου, τον οποίο θεωρεί πατριώτη και ευθύ άτομο. Ο ίδιος συγγραφέας ωστόσο έγραψε: «Ομολογουμένως η ιστορία των δανείων είναι μία των θλιβερότερων σελίδων της Επαναστάσεως».
Πάντως, γεγονός αναμφισβήτητο παραμένει ότι τα δύο δάνεια, που συνάφθηκαν για την επίτευξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, υπήρξαν οι θεμελιώδεις συντελεστές της εξαρτήσεως του.
Την ίδια περίοδο αρχίζει η απροκάλυπτη επέμβαση στα πράγματα της Επανάστασης: Τα μέλη της «Φιλελληνικής Επιτροπής» του Λονδίνου, που είχαν ποντάρει στην επιτυχία του ελληνικού αγώνα και τώρα, με την αιγυπτιακή επιδρομή, κινδύνευαν να χάσουν τα χρήματα τους, ύστερα από πιέσεις υποχρέωσαν τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο να προσληφθεί ως αρχηγός του νέου στόλου ο Άγγλος ναύαρχος Cochran, ο οποίος είχε αποκτήσει φήμη για τα κατορθώματα του ως αρχηγός του στόλου της Βραζιλίας.
Φαίνεται έτσι ότι στην ουσία οι διαχειριστές του δανείου ήταν οι Άγγλοι Τραπεζίτες και όχι οι άπειροι και ενίοτε ανυποψίαστοι Έλληνες αντιπρόσωποι, οι οποίοι μάλιστα δεν είχαν και άριστες σχέσεις μεταξύ τους. Χαρακτηριστικά, ο Ορλάνδος θεωρούσε τον Λουριώτη «δόλιο, ψεύτη και πονηρή αλεπού». Σημειωτέον ότι ο Ορλάνδος ήταν γαμπρός του Γ. Κουντουριώτη, που τότε είχε την τύχη της κυβέρνησης στα χέρια του.
Οι Άγγλοι δανειστές βγήκαν ωφελημένοι. Όπως έγραψε ο Νικ. Σπηλιάδης, «σήμερον σπείρουσιν ολίγα χρήματα, δια να θερίσωσιν αύριον πολλαπλάσια». Ο Φωτάκος, αφού επισημαίνει ότι είχαν εξασφαλίσει τα κεφάλαια τους με τα εθνικά κτήματα, κρίνει ότι με τα δάνειά τους «θα εφαίνοντο και ευεργέται των Ελλήνων εις το μέλλον». Ο δε Κοραής έγραψε ότι το δάνειο δεν πρέπει να θεωρείται ως μεγάλη ευεργεσία, αλλά «η ελπιζόμενη μεγάλη ευεργεσία και μέλλουσα μετ’ολίγον να μας δοθεί από την Αγγλικήν κυβέρνηση, είναι η ομολογία και διακήρυξις της Ελληνικής αυτονομίας».
Όπως έγραψε ο Βαυαρός G. Maurer, που χρημάτισε αργότερα αντιβασιλιάς στην Ελλάδα, «όλοι όσοι ανακατεύθηκαν με αυτά τα δύο δάνεια έγιναν τελικά πλούσιοι και μόνο ο άμεσα ενδιαφερόμενος - η φτωχή Ελλάδα - έμεινε με αδειανά χέρια». Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα δύο δάνεια που συνάφθηκαν για να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος, τελικά της δημιούργησαν στενούς δεσμούς εξάρτησης, που υποθήκευσαν το μέλλον των παιδιών της για πολλές δεκαετίες.
Όσο για την απάντηση στην ερώτηση «εξοφλήθηκαν και πότε τα περίφημα εκείνα δάνεια;» ορισμένοι ερευνητές υποστηρίξουν ότι η εξόφληση τους έγινε μόλις πριν λίγες δεκαετίες. Άλλοι όμως λένε πως η κατακράτηση μέρους του ελληνικού αποθεματικού χρυσού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από την Αγγλία έχει σχέση με τα περιβόητα εκείνα δάνεια...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
K. Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του
'21
Τ. Λιγνάδης, Το πρώτο δάνειο της Ανεξαρτησίας,
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτική Αθηνών,
Τόμος ΙΒ΄, Η Ελληνική Επανάσταση)