Μπορεί η Ευρώπη να ανταποκριθεί καλύτερα απ’ ό,τι μέχρι τώρα;
Το μεταναστευτικό θέμα είναι μια ακόμα ανοικτή πληγή για τη χώρα μας, η οποία πιέζεται από τους εταίρους της να το αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να διαθέτει τους απαραίτητους πόρους, αφού αυτοί εξαρτώνται από την ευρωπαϊκή κάνουλα, η οποία παραμένει κλειστή για την Ελλάδα, στάση που είναι απαραίτητη για τους δανειστές προκειμένου να εκβιάζουν τη χώρα να τηρεί πολιτικές που καταστρέφουν την οικονομία της, με σκοπούς που κάθε μέρα γίνονται πιο φανεροί. Απόδειξη αποτελεί η γεναιοδωρία τους απέναντι στην πηγή του κακού, την Τουρκία.
Η μεταναστευτική κρίση όμως πλήττει και την υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία καλείται να βρει λύσεις, πράγμα δύσκολο, αφού την ανικανότητά του το ευρωπαϊκό πολιτικό προσωπικό την έχει επιδείξει και με την αδυναμία του επίλυσης της οικονομικής κρίσης.
Τι μπορεί να γίνει; Μια απάντηση επιχειρεί να δώσει ο Tom Nuttall με άρθρο του στην πρόσφατη ετήσια έντυπη επιθεώρηση του Economist, το οποίο και παραθέτω στη συνέχεια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποδέχεται το 2016 αντιμετωπίζοντας τέσσερις μεγάλες απειλές.
Πρώτον, στην Ελλάδα η αριστερή (;) κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα δυσκολευτεί να εφαρμόσει τους αυστηρότερους όρους του προγράμματος διάσωσης των 86 δις € που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2015 και οι πιστωτές της ίσως διστάσουν να προβούν στην αποδέσμευση των κονδυλίων.
Η δεύτερη ανησυχία έχει να κάνει με τη Ρωσία. Οι συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία έχουν μειωθεί, καθώς ο πρόεδρος Vladimir Putin έχει ρίξει στρατιωτικά το βάρος του κατά των αντικαθεστωτικών στη Συρία, αλλά το σχέδιο κατάπαυσης του πυρός δεν έχει υιοθετηθεί πλήρως. Ο κ. Putin θα μπορούσε να επιδιώξει να συνδέσει τη Συρία με την Ουκρανία, ίσως προσφερόμενος να βοηθήσει στην ανατροπή του Bashar al-Assad με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων. Η Angela Merkel, η Γερμανίδα καγκελάριος, και άλλοι, θα αντισταθούν στην ιδέα, αλλά ευρωπαϊκές χώρες με πιο φιλειρηνική εξωτερική πολιτική θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό.
Η τρίτη είναι το δημοψήφισμα της Βρετανίας σχετικά με την παραμονή της στην Ένωση, το οποίο μπορεί να διενεργηθεί το 2016. Παραχωρήσεις στον πρωθυπουργό David Cameron, στο πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης, θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τους ευρωσκεπτικιστές σε άλλες χώρες να αναζητήσουν τις δικές τους εξαιρέσεις από τους κανόνες της ΕΕ, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τους δεσμούς.
Ωστόσο, η τέταρτη απειλή, η μεταναστευτική κρίση, μπορεί να αποδειχθεί η χειρότερη όλων. Η χειμερινή «νηνεμία» όσον αφορά τους αριθμούς που φτάνουν στην Ελλάδα από την Τουρκία θα δώσει στις χώρες της ΕΕ μια ανάσα, αν και θα πρέπει να βρεθεί καταφύγιο για τις πολλές χιλιάδες που βρίσκονται ήδη στην Ευρώπη. Αλλά η ροή θα ξαναρχίσει την άνοιξη, και μαζί με αυτήν οι εντάσεις σχετικά με τους συνοριακούς ελέγχους που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο της ζώνης ελεύθερης διακίνησης προσώπων Schengen -με τους πρόσφυγες να μετακινούνται κατά κύματα από χώρα σε χώρα - καθώς και μερικοί από τους πιο δηλητηριώδεις διαξιφισμούς που έχουν υπάρξει ποτέ μεταξύ των ηγετών της ΕΕ.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να «επιλύσει» τη μεταναστευτική κρίση, αλλά μπορεί να προσπαθήσει να τη διαχειριστεί. Το ζήτημα είναι αν θα το πράξει με συντονισμένο τρόπο. Αν όχι, η ζώνη Schengen θα μπορούσε να καταρρεύσει. Ο κίνδυνος είναι το ενδεχόμενο ενός ντόμινο, καθώς το κλείσιμο των συνόρων σε μια περίπτωση (ίσως μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας) μπορεί να εξωθήσει τις γειτονικές χώρες να ακολουθήσουν. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες μεταναστευτικές διαδρομές, μέσω χωρών όπως η Βοσνία ή η Ρουμανία ή μέσω της Αδριατικής προς την Ιταλία. Ένας άλλος φόβος είναι ο συνωστισμός προσφύγων στην Ελλάδα, την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία φθάνουν οι περισσότεροι μετανάστες. Ίσως θα πρέπει να συσταθούν ημιμόνιμα κέντρα υποδοχής.
Ο θυμός αυξάνεται
Όλα αυτά θα ενισχύσουν τη θέση των αντιμεταναστευτικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Η Γαλλία και η Γερμανία ετοιμάζονται για εκλογές το 2017. Στη Γαλλία, ευτυχώς μακριά από τις διαδρομές των Βαλκανίων που προτιμώνται από τους περισσότερους μετανάστες, η Marine Le Pen θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία. Το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία ελπίζει να μεταφράσει την ανησυχία που υπάρχει στη χώρα σε πολιτική υποστήριξη (και σε ψήφους στις περιφερειακές εκλογές), αλλά οι εντάσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο επιζήμιες για την κα Merkel. Σε άλλες χώρες η υποστήριξη προς τους αντιμεταναστευτικούς λαϊκιστές, όπως ο Geert Wilders στην Ολλανδία και το Δανικό Λαϊκό Κόμμα, θα σύρουν τις κυβερνήσεις προς τα δεξιά. Οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης θα παγιδευτούν ανάμεσα στις γερμανικές πιέσεις να δεχτούν περισσότερους πρόσφυγες και στους οργισμένους ψηφοφόρους που επιθυμούν οι μετανάστες να αποτελούν πρόβλημα κάποιων άλλων.
Οι κυβερνήσεις των χωρών που έχουν ήδη δεχθεί μεγάλους αριθμούς θα πρέπει να ξεκινήσουν την προσπάθεια ενσωμάτωσής τους. Τη μεγαλύτερη πρόκληση θα αντιμετωπίσει η Γερμανία, αλλά η Αυστρία, η Σουηδία και η Ολλανδία θα δοκιμαστούν επίσης. Οι νεοαφιχθέντες θα χρειαστούν στέγη, υγειονομική περίθαλψη, μαθήματα γλώσσας και ένταξη στις αγορές εργασίας, θα πρέπει, επίσης, να βρεθούν θέσεις στα σχολεία για τα παιδιά τους. Υπό την πίεση στο εσωτερικό, πολλές κυβερνήσεις θα χαράξουν μια πιο σκληρή γραμμή στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για θέματα όπως οι συνοριακοί έλεγχοι και η επιστροφή των αιτούντων άσυλο των οποίων το αίτημα έχει απορριφθεί.
Βεβαίως, οι Βρυξέλλες δεν θα παραμείνουν αμέτοχες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει αναθεώρηση του «Κανονισμού του Δουβλίνου», ο οποίος αυτήν τη στιγμή ως επί το πλείστον αθετείται και που προβλέπει ότι οι αιτούντες άσυλο οφείλουν να υποβάλλουν το αίτημά τους στην πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ. Επίσης, θα προσπαθήσει να ενισχύσει τις περιπολίες στα σύνορα. Ένα μεγάλο μέρος των ενεργειών της, όμως, θα επικεντρωθεί στη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο, που φθάνουν στην Ελλάδα και την Ιταλία, σε άλλες χώρες της ΕΕ, στο πλαίσιο ενός σχεδίου κατανομής των βαρών που συμφωνήθηκε ανάμεσα στις περισσότερες κυβερνήσεις το 2015. Η δυσκολία εξεύρεσης υποψήφιων χωρών για μετεγκατάσταση μπορεί να σημαίνει είτε ότι το σχέδιο θα ξεφουσκώσει είτε ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από κάποια εναλλακτικά σχέδια.
Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι μια πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια ως προς τη μετεγκατάσταση: μεταφορά των προσφύγων απευθείας προς την Ευρώπη από χώρες όπως η Τουρκία, η Ιορδανία και ο Λίβανος, με τη βοήθεια της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Την άνοιξη η Επιτροπή θα καλέσει τις κυβερνήσεις της ΕΕ να δεχθούν πολύ περισσότερους πρόσφυγες. Άλλοι θα προτρέψουν άλλες πλούσιες χώρες, όπως η Αμερική και τα αραβικά κράτη του Κόλπου, να κάνουν περισσότερα. Ίσως με μια διεθνή διάσκεψη κατά την οποία οι κυβερνήσεις θα προβούν σε δεσμεύσεις μετεγκατάστασης, με σκοπό να βοηθήσουν ενδεχομένως περισσότερους από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες.
Κάτι τέτοιο θα είναι δύσκολο για χώρες που ήδη δυσκολεύονται να ενσωματώσουν τους νεοαφιχθέντες. Όμως, η εισαγωγή μιας εύτακτης μεθόδου διαχείρισης των μεγάλων αριθμών προσφύγων που εισέρχονται στην Ευρώπη μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος να διαχειριστούμε τις άτακτες ροές - και να εμποδίσουμε τις πολιτικές διαμάχες να γίνουν ανεξέλεγκτες.
Το μεταναστευτικό θέμα είναι μια ακόμα ανοικτή πληγή για τη χώρα μας, η οποία πιέζεται από τους εταίρους της να το αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να διαθέτει τους απαραίτητους πόρους, αφού αυτοί εξαρτώνται από την ευρωπαϊκή κάνουλα, η οποία παραμένει κλειστή για την Ελλάδα, στάση που είναι απαραίτητη για τους δανειστές προκειμένου να εκβιάζουν τη χώρα να τηρεί πολιτικές που καταστρέφουν την οικονομία της, με σκοπούς που κάθε μέρα γίνονται πιο φανεροί. Απόδειξη αποτελεί η γεναιοδωρία τους απέναντι στην πηγή του κακού, την Τουρκία.
Η μεταναστευτική κρίση όμως πλήττει και την υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία καλείται να βρει λύσεις, πράγμα δύσκολο, αφού την ανικανότητά του το ευρωπαϊκό πολιτικό προσωπικό την έχει επιδείξει και με την αδυναμία του επίλυσης της οικονομικής κρίσης.
Τι μπορεί να γίνει; Μια απάντηση επιχειρεί να δώσει ο Tom Nuttall με άρθρο του στην πρόσφατη ετήσια έντυπη επιθεώρηση του Economist, το οποίο και παραθέτω στη συνέχεια.
Πρώτον, στην Ελλάδα η αριστερή (;) κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα δυσκολευτεί να εφαρμόσει τους αυστηρότερους όρους του προγράμματος διάσωσης των 86 δις € που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2015 και οι πιστωτές της ίσως διστάσουν να προβούν στην αποδέσμευση των κονδυλίων.
Η δεύτερη ανησυχία έχει να κάνει με τη Ρωσία. Οι συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία έχουν μειωθεί, καθώς ο πρόεδρος Vladimir Putin έχει ρίξει στρατιωτικά το βάρος του κατά των αντικαθεστωτικών στη Συρία, αλλά το σχέδιο κατάπαυσης του πυρός δεν έχει υιοθετηθεί πλήρως. Ο κ. Putin θα μπορούσε να επιδιώξει να συνδέσει τη Συρία με την Ουκρανία, ίσως προσφερόμενος να βοηθήσει στην ανατροπή του Bashar al-Assad με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων. Η Angela Merkel, η Γερμανίδα καγκελάριος, και άλλοι, θα αντισταθούν στην ιδέα, αλλά ευρωπαϊκές χώρες με πιο φιλειρηνική εξωτερική πολιτική θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό.
Η τρίτη είναι το δημοψήφισμα της Βρετανίας σχετικά με την παραμονή της στην Ένωση, το οποίο μπορεί να διενεργηθεί το 2016. Παραχωρήσεις στον πρωθυπουργό David Cameron, στο πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης, θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τους ευρωσκεπτικιστές σε άλλες χώρες να αναζητήσουν τις δικές τους εξαιρέσεις από τους κανόνες της ΕΕ, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τους δεσμούς.
Ωστόσο, η τέταρτη απειλή, η μεταναστευτική κρίση, μπορεί να αποδειχθεί η χειρότερη όλων. Η χειμερινή «νηνεμία» όσον αφορά τους αριθμούς που φτάνουν στην Ελλάδα από την Τουρκία θα δώσει στις χώρες της ΕΕ μια ανάσα, αν και θα πρέπει να βρεθεί καταφύγιο για τις πολλές χιλιάδες που βρίσκονται ήδη στην Ευρώπη. Αλλά η ροή θα ξαναρχίσει την άνοιξη, και μαζί με αυτήν οι εντάσεις σχετικά με τους συνοριακούς ελέγχους που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο της ζώνης ελεύθερης διακίνησης προσώπων Schengen -με τους πρόσφυγες να μετακινούνται κατά κύματα από χώρα σε χώρα - καθώς και μερικοί από τους πιο δηλητηριώδεις διαξιφισμούς που έχουν υπάρξει ποτέ μεταξύ των ηγετών της ΕΕ.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να «επιλύσει» τη μεταναστευτική κρίση, αλλά μπορεί να προσπαθήσει να τη διαχειριστεί. Το ζήτημα είναι αν θα το πράξει με συντονισμένο τρόπο. Αν όχι, η ζώνη Schengen θα μπορούσε να καταρρεύσει. Ο κίνδυνος είναι το ενδεχόμενο ενός ντόμινο, καθώς το κλείσιμο των συνόρων σε μια περίπτωση (ίσως μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας) μπορεί να εξωθήσει τις γειτονικές χώρες να ακολουθήσουν. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες μεταναστευτικές διαδρομές, μέσω χωρών όπως η Βοσνία ή η Ρουμανία ή μέσω της Αδριατικής προς την Ιταλία. Ένας άλλος φόβος είναι ο συνωστισμός προσφύγων στην Ελλάδα, την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία φθάνουν οι περισσότεροι μετανάστες. Ίσως θα πρέπει να συσταθούν ημιμόνιμα κέντρα υποδοχής.
Ο θυμός αυξάνεται
Όλα αυτά θα ενισχύσουν τη θέση των αντιμεταναστευτικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Η Γαλλία και η Γερμανία ετοιμάζονται για εκλογές το 2017. Στη Γαλλία, ευτυχώς μακριά από τις διαδρομές των Βαλκανίων που προτιμώνται από τους περισσότερους μετανάστες, η Marine Le Pen θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία. Το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία ελπίζει να μεταφράσει την ανησυχία που υπάρχει στη χώρα σε πολιτική υποστήριξη (και σε ψήφους στις περιφερειακές εκλογές), αλλά οι εντάσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο επιζήμιες για την κα Merkel. Σε άλλες χώρες η υποστήριξη προς τους αντιμεταναστευτικούς λαϊκιστές, όπως ο Geert Wilders στην Ολλανδία και το Δανικό Λαϊκό Κόμμα, θα σύρουν τις κυβερνήσεις προς τα δεξιά. Οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης θα παγιδευτούν ανάμεσα στις γερμανικές πιέσεις να δεχτούν περισσότερους πρόσφυγες και στους οργισμένους ψηφοφόρους που επιθυμούν οι μετανάστες να αποτελούν πρόβλημα κάποιων άλλων.
Οι κυβερνήσεις των χωρών που έχουν ήδη δεχθεί μεγάλους αριθμούς θα πρέπει να ξεκινήσουν την προσπάθεια ενσωμάτωσής τους. Τη μεγαλύτερη πρόκληση θα αντιμετωπίσει η Γερμανία, αλλά η Αυστρία, η Σουηδία και η Ολλανδία θα δοκιμαστούν επίσης. Οι νεοαφιχθέντες θα χρειαστούν στέγη, υγειονομική περίθαλψη, μαθήματα γλώσσας και ένταξη στις αγορές εργασίας, θα πρέπει, επίσης, να βρεθούν θέσεις στα σχολεία για τα παιδιά τους. Υπό την πίεση στο εσωτερικό, πολλές κυβερνήσεις θα χαράξουν μια πιο σκληρή γραμμή στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για θέματα όπως οι συνοριακοί έλεγχοι και η επιστροφή των αιτούντων άσυλο των οποίων το αίτημα έχει απορριφθεί.
Βεβαίως, οι Βρυξέλλες δεν θα παραμείνουν αμέτοχες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει αναθεώρηση του «Κανονισμού του Δουβλίνου», ο οποίος αυτήν τη στιγμή ως επί το πλείστον αθετείται και που προβλέπει ότι οι αιτούντες άσυλο οφείλουν να υποβάλλουν το αίτημά τους στην πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ. Επίσης, θα προσπαθήσει να ενισχύσει τις περιπολίες στα σύνορα. Ένα μεγάλο μέρος των ενεργειών της, όμως, θα επικεντρωθεί στη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο, που φθάνουν στην Ελλάδα και την Ιταλία, σε άλλες χώρες της ΕΕ, στο πλαίσιο ενός σχεδίου κατανομής των βαρών που συμφωνήθηκε ανάμεσα στις περισσότερες κυβερνήσεις το 2015. Η δυσκολία εξεύρεσης υποψήφιων χωρών για μετεγκατάσταση μπορεί να σημαίνει είτε ότι το σχέδιο θα ξεφουσκώσει είτε ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από κάποια εναλλακτικά σχέδια.
Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι μια πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια ως προς τη μετεγκατάσταση: μεταφορά των προσφύγων απευθείας προς την Ευρώπη από χώρες όπως η Τουρκία, η Ιορδανία και ο Λίβανος, με τη βοήθεια της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Την άνοιξη η Επιτροπή θα καλέσει τις κυβερνήσεις της ΕΕ να δεχθούν πολύ περισσότερους πρόσφυγες. Άλλοι θα προτρέψουν άλλες πλούσιες χώρες, όπως η Αμερική και τα αραβικά κράτη του Κόλπου, να κάνουν περισσότερα. Ίσως με μια διεθνή διάσκεψη κατά την οποία οι κυβερνήσεις θα προβούν σε δεσμεύσεις μετεγκατάστασης, με σκοπό να βοηθήσουν ενδεχομένως περισσότερους από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες.
Κάτι τέτοιο θα είναι δύσκολο για χώρες που ήδη δυσκολεύονται να ενσωματώσουν τους νεοαφιχθέντες. Όμως, η εισαγωγή μιας εύτακτης μεθόδου διαχείρισης των μεγάλων αριθμών προσφύγων που εισέρχονται στην Ευρώπη μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος να διαχειριστούμε τις άτακτες ροές - και να εμποδίσουμε τις πολιτικές διαμάχες να γίνουν ανεξέλεγκτες.