Ο σύγχρονος κόσμος, φτωχός ήδη από αξιόλογους διανοητές, φτώχυνε ακόμα περισσότερο αφού ένας από τους μεγαλύτερους διανοούμενους της Ιταλίας - και όχι μόνο - έφυγε προχθές το βράδυ χάνοντας τη μάχη με την επάρατο νόσο.
Εκτός από συγγραφέας και φιλόσοφος, ήταν καθηγητής (και) στο Πανεπιστήμιο της Bologna, στο οποίο διατηρούσε την έδρα της Σημειωτικής.
Είχε ασκήσει έντονη κριτική στα ΜΜΕ. Με αυτό το θέμα ασχολείται και στο απόσπασμα από το βιβλίο του "Η Σημειολογία στην Καθημερινή Ζωή" που αναδημοσιεύω στη συνέχεια, στο οποίο ξεσκεπάζει τον μύθο της αντικειμενικότητας των ΜΜΕ, η οποία παραποιείται με "πονηρή" χρήση των εικόνων.
(Άλλο ένα σχετικό κείμενό του μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ ένα ακόμα κείμενό του για την ελληνική γλώσσα μπορείτε να βρείτε εδώ)
Ένας από τους κοινούς τόπους που ακούω συχνά σε συζητήσεις γύρω από τα μαζικά μέσα πληροφόρησης είναι ότι, καθώς έχει διαδοθεί σ’όλο τον κόσμο μια κουλτούρα της κινηματογραφικής και φωτογραφικής εικόνας, τώρα η στάση των θεατών έχει αλλάξει. Γιατί ξέρουμε ότι οι λέξεις είναι λέξεις, συνδέονται αυθαίρετα με τη σημασία, ενώ οι εικόνες μάς δηλώνουν το ίδιο το πράγμα. Η λέξη «σκύλος» ούτε τέσσερα πόδια έχει ούτε γαβγίζει, ενώ η φωτογραφία ενός σκύλου είναι ακριβώς «σαν σκύλος». Όταν μιλάει γι’αυτό το συγκεκριμένο ζώο ο Ιταλός λέει «cane» αλλά ο Γερμανός λέει «Hund» κι ένας Ισπανός λέει «perro». Επομένως, οι λέξεις έχουν μια πολύ ασαφή κι αμφίβολη σχέση με την πραγματικότητα. Φαίνονται ιδιαίτερα κατάλληλες για να λέει κανείς ψέματα μ’αυτές. Αλλά οι φωτογραφίες, ή οι κινηματογραφικές ταινίες, αντίθετα, δένονται με την πραγματικότητα.
Αν στην τηλεόραση θέλουνε να μας πουν ότι η αστυνομία έπιασε κάποιον κακοποιό, μας τον δείχνουν με χειροπέδες ανάμεσα σε δύο καραμπινιέρους. Το ίδιο κάνει και μια εφημερίδα, για να γίνει πιο αξιόπιστη η είδηση: νά, βλέπετε, είναι πράγματι αυτός, κι είναι αλήθεια ότι τον συλλάβανε. Αυτό ακριβώς κάνει κι ένας οργανωμένος εκβιαστής όταν απειλεί ότι θα παραδώσει στη σύζυγο του πλούσιου εργοστασιάρχη τις φωτογραφίες που τον δείχνουν σε κάποιο οίκο ανοχής παρέα με καυτά λαγουδάκια. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα εικονογραφημένα περιοδικά με ειδικότητα στο κουτσομπολιό έχουνε τόση επιτυχία: δίνουνε την εντύπωση ότι δεν πουλάνε αέρα κοπανιστό, αλλά φωτογραφικά «ντοκουμέντα»: ο τάδε τραγουδιστής έγινε «στενός φίλος» της τάδε χορεύτριας, κι είναι αλήθεια, ορίστε εδώ η φωτογραφία τη στιγμή που βγαίνουνε από το νάιτ κλαμπ.
Από πολύ καιρό είναι γνωστό ότι οι φωτογραφίες και τα φιλμ μπορούν να αλλοιωθούν. Υπάρχουνε φωτομοντάζ που αποτελούνε την πιο παράνομη πλαστογράφηση, αλλά υπάρχει και η σελιδοποίηση των εφημερίδων, που θεωρείται νόμιμη και λέει πολλά χωρίς να γράφει. Όταν μιλάει το έντυπο για κάποιον μπλεγμένο σε σκάνδαλο και δημοσιεύει φωτογραφία του με γουρλωμένα μάτια, θέλει να πει ότι τον έχει πιάσει πανικός (αν και η φωτογραφία μπορεί να τραβήχτηκε πριν από το σκάνδαλο και ο ενδιαφερόμενος αντιδρούσε απλά στα φλας των φωτογράφων). Όταν το έντυπο επικρίνει την αδιαφορία του σώματος της βουλής ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για κάποιο συγκεκριμένο θέμα και παρουσιάζει παράλληλα τη φωτογραφία του βουλευτή κυρίου Τάδε με το χέρι μπρος στο στόμα, μας σπρώχνει να καταλάβουμε ότι ο αξιότιμος αυτός κύριος χασμουριέται, ακόμη κι αν κατά τύχη έβηχε.
Και τέλος, όταν κάποιο έντυπο περιγράφει ένα γεγονός και βάζει δίπλα τη φωτογραφία κάποιου ατόμου, μπορεί να μας υπαγορέψει την ιδέα ότι ο εικονιζόμενος είναι ο δράστης. Όταν μια εφημερίδα αρχίζει μιαν είδηση με τον τίτλο «Άγρια επίθεση στην τράπεζα της οδού Τάδε. Ο δράστης συνελήφθη» και μετά δημοσιεύει στη μέση του άρθρου το πρόσωπο ενός ανθρώπου, το πρώτο πράμα που θα σκεφτεί ο αναγνώστης είναι -ότι πρόκειται για τον ένοχο.
Συνήθως, όταν πάμε να διαβάσουμε τα γραμματάκια από κάτω, ανακαλύπτουμε ότι ο εικονιζόμενος είναι ο άμοιρος ταμίας που τραυματίστηκε από το ληστή, ή ακόμη χειρότερα, ένας πρόθυμος μάρτυρας. Αλλά (ας είμαστε όλοι ειλικρινείς) πόσες φορές, πριν διαβάσουμε τα κάτω γράμματα, δεν παρατηρήσαμε ότι ο εικονιζόμενος είχε πράγματι εγκληματική φυσιογνωμία; Ποια είναι η σημειωτική ρίζα αυτής της δυνατότητας έκφρασης ψεύδους (ή διφορούμενου) χρησιμοποιώντας εικόνες; Είναι ότι η κοινή γνώμη πιστεύει πως οι εικόνες αναπαράγουν ένα αντικείμενο, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν μια κατηγορία αντικειμένων. Ή μάλλον, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δύο από τις έννοιες του «αναπαράγω». Η λέξη αυτή μπορεί πράγματι να σημαίνει «αποτελώ το χνάρι που άφησε κάποιος» αλλά και «παραπέμπω σε κάτι όμοιο».
Είναι σίγουρο ότι η φωτογραφία είναι σαν το χνάρι, και το έλεγε ήδη ένας απ’ τους πατέρες της σημειωτικής, ο Τσαρς Σάντερς Πηρς. Παράγεται από τα ίχνη που αφήνουν πάνω στην πλάκα ή το φιλμ οι αχτίνες φωτός που προέρχονται από κάποιο αντικείμενο. Όπως ακριβώς τα ίχνη ενός ζώου βγαίνουν από την αποτύπωση των γραμμών του ποδαριού του πάνω σε κάποια μαλακιά επιφάνεια. Κι επομένως φαίνεται ότι τα χνάρια δεν μπορούν να μας ξεγελάσουν, γιατί έχουν φυσική σχέση με το αντικείμενο που υπάρχει ή υπήρχε κάποτε. Αντίθετα, οι λέξεις παραπέμπουν σε αντικείμενα, αλλά δεν παράγονται αναγκαστικά από αυτά τα αντικείμενα. Είπα όμως ότι χρειάζεται να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στη φυσική και ιστορική περίσταση της παραγωγής του ίχνους και στον τρόπο με τον οποίο παραπέμπει στο αντικείμενο. Το αποτύπωμα του ποδαριού δε μας παραπέμπει σ’ ένα συγκεκριμένο ζώο: μας παραπέμπει στη γενική ιδέα ενός είδους ζώων. Εκτός από τη σπάνια περίπτωση που σε κάποια περιοχή θα υπάρχει ένας μόνο λαγός, για παράδειγμα, και ο κυνηγός που βλέπει τα χνάρια ενός λαγού θα σκεφτεί αυτό το συγκεκριμένο λαγό.
Συνήθως σκέφτεται έναν κάποιο λαγό. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Παρόλο ότι έχει γίνει από ένα συγκεκριμένα αντικείμενο, δε μας παραπέμπει σ’ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Η φωτογραφία του Άλφα, όταν τη βλέπει κάποιος που δεν τον γνωρίζει, είναι η φωτογραφία ενός ανθρώπου με ορισμένα χαρακτηριστικά. Αν θέλω, μπορώ να τη δείχνω λέγοντας ότι είναι η φωτογραφία του Βήτα (σχετικά μ’αυτό κάτι λέει και ο Πλάτωνας στον «Κρατύλο» αλλά μιλώντας για προσωπογραφίες). Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να ξέρει από παλιά τον Βήτα και είναι σε θέση να μην τον συγχέει με τη φωτογραφία του Άλφα, είναι δευτερεύον. Ας προσθέσουμε ότι αν του παρουσιάσω τη φωτογραφία του Βήτα, τις περισσότερες φορές η απάντηση θα είναι: «περίεργο, δεν του μοιάζει». Δηλαδή, θα τείνει να κρίνει τη φωτογραφία όχι ψεύτικη, αλλά απλά ελαττωματική.
Χρειάζεται επομένως να πούμε ίσως ότι, για να πετύχουμε μια κάποια ελευθερία κρίσης γύρω από την πληροφόρηση, δεν πρέπει να πιστεύουμε στις εικόνες; Όπως και να έχει το πράγμα, πρέπει να πούμε ότι απαιτείται μια κριτική (και όχι μαγική) εξάσκηση στο «διάβασμα» των εικόνων.
Εκτός από συγγραφέας και φιλόσοφος, ήταν καθηγητής (και) στο Πανεπιστήμιο της Bologna, στο οποίο διατηρούσε την έδρα της Σημειωτικής.
Είχε ασκήσει έντονη κριτική στα ΜΜΕ. Με αυτό το θέμα ασχολείται και στο απόσπασμα από το βιβλίο του "Η Σημειολογία στην Καθημερινή Ζωή" που αναδημοσιεύω στη συνέχεια, στο οποίο ξεσκεπάζει τον μύθο της αντικειμενικότητας των ΜΜΕ, η οποία παραποιείται με "πονηρή" χρήση των εικόνων.
(Άλλο ένα σχετικό κείμενό του μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ ένα ακόμα κείμενό του για την ελληνική γλώσσα μπορείτε να βρείτε εδώ)
Ένας από τους κοινούς τόπους που ακούω συχνά σε συζητήσεις γύρω από τα μαζικά μέσα πληροφόρησης είναι ότι, καθώς έχει διαδοθεί σ’όλο τον κόσμο μια κουλτούρα της κινηματογραφικής και φωτογραφικής εικόνας, τώρα η στάση των θεατών έχει αλλάξει. Γιατί ξέρουμε ότι οι λέξεις είναι λέξεις, συνδέονται αυθαίρετα με τη σημασία, ενώ οι εικόνες μάς δηλώνουν το ίδιο το πράγμα. Η λέξη «σκύλος» ούτε τέσσερα πόδια έχει ούτε γαβγίζει, ενώ η φωτογραφία ενός σκύλου είναι ακριβώς «σαν σκύλος». Όταν μιλάει γι’αυτό το συγκεκριμένο ζώο ο Ιταλός λέει «cane» αλλά ο Γερμανός λέει «Hund» κι ένας Ισπανός λέει «perro». Επομένως, οι λέξεις έχουν μια πολύ ασαφή κι αμφίβολη σχέση με την πραγματικότητα. Φαίνονται ιδιαίτερα κατάλληλες για να λέει κανείς ψέματα μ’αυτές. Αλλά οι φωτογραφίες, ή οι κινηματογραφικές ταινίες, αντίθετα, δένονται με την πραγματικότητα.
Αν στην τηλεόραση θέλουνε να μας πουν ότι η αστυνομία έπιασε κάποιον κακοποιό, μας τον δείχνουν με χειροπέδες ανάμεσα σε δύο καραμπινιέρους. Το ίδιο κάνει και μια εφημερίδα, για να γίνει πιο αξιόπιστη η είδηση: νά, βλέπετε, είναι πράγματι αυτός, κι είναι αλήθεια ότι τον συλλάβανε. Αυτό ακριβώς κάνει κι ένας οργανωμένος εκβιαστής όταν απειλεί ότι θα παραδώσει στη σύζυγο του πλούσιου εργοστασιάρχη τις φωτογραφίες που τον δείχνουν σε κάποιο οίκο ανοχής παρέα με καυτά λαγουδάκια. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα εικονογραφημένα περιοδικά με ειδικότητα στο κουτσομπολιό έχουνε τόση επιτυχία: δίνουνε την εντύπωση ότι δεν πουλάνε αέρα κοπανιστό, αλλά φωτογραφικά «ντοκουμέντα»: ο τάδε τραγουδιστής έγινε «στενός φίλος» της τάδε χορεύτριας, κι είναι αλήθεια, ορίστε εδώ η φωτογραφία τη στιγμή που βγαίνουνε από το νάιτ κλαμπ.
Από πολύ καιρό είναι γνωστό ότι οι φωτογραφίες και τα φιλμ μπορούν να αλλοιωθούν. Υπάρχουνε φωτομοντάζ που αποτελούνε την πιο παράνομη πλαστογράφηση, αλλά υπάρχει και η σελιδοποίηση των εφημερίδων, που θεωρείται νόμιμη και λέει πολλά χωρίς να γράφει. Όταν μιλάει το έντυπο για κάποιον μπλεγμένο σε σκάνδαλο και δημοσιεύει φωτογραφία του με γουρλωμένα μάτια, θέλει να πει ότι τον έχει πιάσει πανικός (αν και η φωτογραφία μπορεί να τραβήχτηκε πριν από το σκάνδαλο και ο ενδιαφερόμενος αντιδρούσε απλά στα φλας των φωτογράφων). Όταν το έντυπο επικρίνει την αδιαφορία του σώματος της βουλής ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για κάποιο συγκεκριμένο θέμα και παρουσιάζει παράλληλα τη φωτογραφία του βουλευτή κυρίου Τάδε με το χέρι μπρος στο στόμα, μας σπρώχνει να καταλάβουμε ότι ο αξιότιμος αυτός κύριος χασμουριέται, ακόμη κι αν κατά τύχη έβηχε.
Και τέλος, όταν κάποιο έντυπο περιγράφει ένα γεγονός και βάζει δίπλα τη φωτογραφία κάποιου ατόμου, μπορεί να μας υπαγορέψει την ιδέα ότι ο εικονιζόμενος είναι ο δράστης. Όταν μια εφημερίδα αρχίζει μιαν είδηση με τον τίτλο «Άγρια επίθεση στην τράπεζα της οδού Τάδε. Ο δράστης συνελήφθη» και μετά δημοσιεύει στη μέση του άρθρου το πρόσωπο ενός ανθρώπου, το πρώτο πράμα που θα σκεφτεί ο αναγνώστης είναι -ότι πρόκειται για τον ένοχο.
Συνήθως, όταν πάμε να διαβάσουμε τα γραμματάκια από κάτω, ανακαλύπτουμε ότι ο εικονιζόμενος είναι ο άμοιρος ταμίας που τραυματίστηκε από το ληστή, ή ακόμη χειρότερα, ένας πρόθυμος μάρτυρας. Αλλά (ας είμαστε όλοι ειλικρινείς) πόσες φορές, πριν διαβάσουμε τα κάτω γράμματα, δεν παρατηρήσαμε ότι ο εικονιζόμενος είχε πράγματι εγκληματική φυσιογνωμία; Ποια είναι η σημειωτική ρίζα αυτής της δυνατότητας έκφρασης ψεύδους (ή διφορούμενου) χρησιμοποιώντας εικόνες; Είναι ότι η κοινή γνώμη πιστεύει πως οι εικόνες αναπαράγουν ένα αντικείμενο, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν μια κατηγορία αντικειμένων. Ή μάλλον, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δύο από τις έννοιες του «αναπαράγω». Η λέξη αυτή μπορεί πράγματι να σημαίνει «αποτελώ το χνάρι που άφησε κάποιος» αλλά και «παραπέμπω σε κάτι όμοιο».
Είναι σίγουρο ότι η φωτογραφία είναι σαν το χνάρι, και το έλεγε ήδη ένας απ’ τους πατέρες της σημειωτικής, ο Τσαρς Σάντερς Πηρς. Παράγεται από τα ίχνη που αφήνουν πάνω στην πλάκα ή το φιλμ οι αχτίνες φωτός που προέρχονται από κάποιο αντικείμενο. Όπως ακριβώς τα ίχνη ενός ζώου βγαίνουν από την αποτύπωση των γραμμών του ποδαριού του πάνω σε κάποια μαλακιά επιφάνεια. Κι επομένως φαίνεται ότι τα χνάρια δεν μπορούν να μας ξεγελάσουν, γιατί έχουν φυσική σχέση με το αντικείμενο που υπάρχει ή υπήρχε κάποτε. Αντίθετα, οι λέξεις παραπέμπουν σε αντικείμενα, αλλά δεν παράγονται αναγκαστικά από αυτά τα αντικείμενα. Είπα όμως ότι χρειάζεται να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στη φυσική και ιστορική περίσταση της παραγωγής του ίχνους και στον τρόπο με τον οποίο παραπέμπει στο αντικείμενο. Το αποτύπωμα του ποδαριού δε μας παραπέμπει σ’ ένα συγκεκριμένο ζώο: μας παραπέμπει στη γενική ιδέα ενός είδους ζώων. Εκτός από τη σπάνια περίπτωση που σε κάποια περιοχή θα υπάρχει ένας μόνο λαγός, για παράδειγμα, και ο κυνηγός που βλέπει τα χνάρια ενός λαγού θα σκεφτεί αυτό το συγκεκριμένο λαγό.
Συνήθως σκέφτεται έναν κάποιο λαγό. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Παρόλο ότι έχει γίνει από ένα συγκεκριμένα αντικείμενο, δε μας παραπέμπει σ’ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Η φωτογραφία του Άλφα, όταν τη βλέπει κάποιος που δεν τον γνωρίζει, είναι η φωτογραφία ενός ανθρώπου με ορισμένα χαρακτηριστικά. Αν θέλω, μπορώ να τη δείχνω λέγοντας ότι είναι η φωτογραφία του Βήτα (σχετικά μ’αυτό κάτι λέει και ο Πλάτωνας στον «Κρατύλο» αλλά μιλώντας για προσωπογραφίες). Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να ξέρει από παλιά τον Βήτα και είναι σε θέση να μην τον συγχέει με τη φωτογραφία του Άλφα, είναι δευτερεύον. Ας προσθέσουμε ότι αν του παρουσιάσω τη φωτογραφία του Βήτα, τις περισσότερες φορές η απάντηση θα είναι: «περίεργο, δεν του μοιάζει». Δηλαδή, θα τείνει να κρίνει τη φωτογραφία όχι ψεύτικη, αλλά απλά ελαττωματική.
Χρειάζεται επομένως να πούμε ίσως ότι, για να πετύχουμε μια κάποια ελευθερία κρίσης γύρω από την πληροφόρηση, δεν πρέπει να πιστεύουμε στις εικόνες; Όπως και να έχει το πράγμα, πρέπει να πούμε ότι απαιτείται μια κριτική (και όχι μαγική) εξάσκηση στο «διάβασμα» των εικόνων.