Ένα από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη αναδημοσιεύω σήμερα. Γράφηκε το 1953, τέσσερα χρόνια πριν από το θάνατό του. Επρόκειτο να περιληφθεί σε συλλογή κειμένων γραμμένων από διανοητές με γενικό τίτλο "Ομολογίες Πίστεων". Δεν έχει βρεθεί το πρωτότυπο στα ελληνικά και το κείμενο που έχουμε στα χέρια μας είναι μεταφρασμένο από τα αγγλικά, αφού η πρώτη δημοσίευσή του, που έχουμε υπόψη μας, βρισκόταν στην αμερικανική μετάφραση της Οδύσσειάς του. Η ελληνική μεταφρασμένη εκδοχή του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ΒΗΜΑ εκείνης της εποχής.
(εννοείται ότι αυτό το κείμενο δεν έχει σχέση με εκείνο που βρίσκεται στην τελευταία σελίδα της ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ και αρχίζει με τις λέξεις Πιστεύω σ'ένα Θεό...)
Από τα πρώτα νεανικά μου χρόνια, βασικός μου αγώνας και πηγή κάθε μου χαράς και κάθε μου λύπης, στάθηκε η αδιάκοπη και ανελέητη μάχη που γινόταν μέσα μου ανάμεσα στη σάρκα και στο πνεύμα.
Μέσα μου υπάρχουν οι πιο αρχαίες, προανθρώπινες, σκοτεινές και φωτεινές δυνάμεις, και το πνεύμα μου είναι το πεδίο όπου συγκρούονταν και μάχονταν οι δυο αυτές στρατιές.
Ένιωθα πως, αν μια μονάχα από τις δυο νικούσε και εξολόθρευε την άλλη, θα ήμουν χαμένος - γιατί αγαπούσα το σώμα μου και δεν ήθελα να αφανιστεί, αλλά αγαπούσα και την ψυχή μου και δεν ήθελα να χαθεί.
Αγωνίστηκα, γι' αυτό, να συμφιλιώσω τις δυο αυτές αντιμαχόμενες και οικουμενικές δυνάμεις, ώσπου να καταλάβουν πως δεν είναι εχθροί, αλλά συνεργάτες, ώσπου να χαρούν και να χαρώ και εγώ την αρμονία τους.
Ο αγώνας αυτός βάστηξε πολλά χρόνια.
Δοκίμασα πολλούς διαφορετικούς δρόμους για να φτάσω στη λύτρωσή μου: το δρόμο της αγάπης, της επιστημονικής περιέργειας, της φιλοσοφικής έρευνας, της κοινωνικής αναγέννησης και τελικά το δύσκολο και μοναχικό δρόμο της ποίησης.
Μα κάθε φορά έβλεπα πως ο δρόμος που είχα πάρει οδηγούσε στην Άβυσσο: τρόμαξα και γύριζα πίσω, να πάρω άλλο δρόμο. Αυτή η περιπλάνηση και το μαρτύριο κράτησε πολλά χρόνια. Τέλος, στην απελπισία μου, ζήτησα καταφύγιο στο Άγιο Όρος, εκεί όπου χίλια χρόνια τώρα χιλιάδες μοναχοί αφιερώνουν τη ζωή τους στην προσευχή και στην αγνότητα.
Εκεί, στη μοναξιά του Άθω, στη σκήτη ενός γέρου ερημίτη, άρχισα έναν νέο αγώνα. Πρώτα απ' όλα άσκησα το σώμα μου να υπακούει στο πνεύμα. Μήνες πολλούς του μάθαινα να αντέχει στο κρύο, στην πείνα, στη δίψα, στην αϋπνία και σε κάθε στέρηση.
Ύστερα στράφηκα προς το πνεύμα: βυθισμένος σε οδυνηρή αυτοσυγκέντρωση, ζήτησα να κατακτήσω μέσα μου τα μικρότερα πάθη, τις εύκολες αρετές, τις φτηνές πνευματικές χαρές, τις βολικές ελπίδες.
Τέλος, μια νύχτα, σκίρτησα με μια μεγάλη χαρά, γιατί είδα το κόκκινο νήμα που είχε αφήσει πίσω του καθώς ανέβαινε -μέσα μας και σ' όλο το Σύμπαν- ένας κάποιος Πολεμιστής. Είδα καθαρά τις ματωμένες πατημασιές του ν' ανεβαίνουν από την ανόργανη ύλη στη ζωή και από τη ζωή στο πνεύμα.
...Ξαφνικά ήξερα ποιο ήταν το χρέος μου: να εργάζομαι αρμονικά μαζί με αυτόν τον Πολεμιστή, να μετουσιώνω, ακόμη κι εγώ, με τις μικρές μου δυνάμεις, την ύλη σε πνεύμα, γιατί μονάχα έτσι θα μπορούσα να προσπαθήσω να φτάσω στον ανώτατο σκοπό του ανθρώπου - την εναρμόνιση με το Σύμπαν.
Το ένιωσα κατάβαθα και ήμουν ελεύθερος. Δεν άλλαξα τον Κόσμο -αυτό δεν μπορούσα να το κάνω- αλλά άλλαξα τη σκοπιά από την οποία κοίταζα τον Κόσμο.
Και από τότε αγωνίστηκα... να μην κάνω τίποτε που θα μπορούσε να βρεθεί σε δυσαρμονία με το ρυθμό του μεγάλου Πολεμιστή. Από τότε νιώθω ντροπή να πράξω κάτι το ποταπό, να πω ψέματα, να παραδοθώ στο φόβο, γιατί γνωρίζω πως και εγώ έχω μεγάλη ευθύνη για την πρόοδο του Κόσμου.
Τώρα εργάζομαι και στοχάζομαι με σιγουριά, γιατί ξέρω πως η συμβολή μου, επειδή ακολουθεί τα βάθη του Σύμπαντος, δεν θα πάει χαμένη. Ακόμη και εγώ, ένας θνητός, μπορώ να εργαστώ μαζί με Κάποιον που είναι αθάνατος, και το πνεύμα μου -όσο αυτό είναι δυνατό- μπορεί να γίνει όλο και πιο αθάνατο.
Τούτη η αρμονία, που δεν είναι διόλου παθητική, αλλά μια αδιάκοπα ανανεωμένη συμφιλίωση και συνεργασία με αντιμαχόμενες δυνάμεις, στάθηκε για μένα η ελευθερία μου και η σωτηρία μου.
Πηγή: Περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ