Ο Γ.Βαρουφάκης έχει επιλεγεί από το μνημονιακό σύστημα να παίξει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Ένας ρόλος που βολεύει τόσο την κυβέρνηση, που έχει βρει κάποιον για να δείχνει ως πηγή της διαρκούς αποτυχίας της στη διαχείριση της υφεσιακής πολιτικής που δέχτηκε να υπηρετήσει, όσο και την (αξιωματική κυρίως) αντιπολίτευση με διπλό στόχο: αφενός για να ψέγει τον Τσίπρα για την επιλογή ενός οικονομολόγου που δεν ήταν πολιτικός και αφετέρου στην προσπάθειά της να απομακρύνει το ενδεχόμενο να επανεμφανιστεί στα πολιτικά πράγματα της χώρας ένας άνθρωπος απρόβλεπτος, με ιδέες που δεν εξυπηρετούν το μνημονιακό καθεστώς.
Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε χθες* παραθέτει τις απόψεις του για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σήμερα στη χώρα κάνοντας και μια αναδρομή σε δικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της σύντομης υπουργίας του.
Δεν θα είναι χάσιμο χρόνου να διαβάσουν αυτές τις απόψεις ακόμα και όσοι έχουν πειστεί ότι αυτός φταίει για την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας.
Στις προγραμματικές δηλώσεις που έκανα από το βήμα της Βουλής καθώς αναλάμβανα υπουργός Οικονομικών στις αρχές του 2015 είχα πει το προφανές:
Η άρνησή μου να αποκλείσω τη ρήξη εκπορευόταν από την πεποίθηση ότι:
■ Η απόρριψη της πιθανότητας ρήξης σήμαινε διατήρηση στο διηνεκές του μη βιώσιμου χρέους
■ Η υποταγή στο μη βιώσιμο χρέος και στη λογική της τρόικας οδηγούσε την Ελλάδα στην ασταμάτητη συρρίκνωση
■ Η ασταμάτητη συρρίκνωση που εγγυώνται η υποταγή στην τρόικα και το μη βιώσιμο χρέος εν τέλει θα οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, την Ελλάδα εκτός ευρώ μετά από μια δεκαετία συρρίκνωσης.
Στην αρένα των «μέσων» και του πολιτικού αφηγήματος, η άρνησή μου να αποκλείσω τη ρήξη αποτέλεσε το έναυσμα για την τρόικα του εσωτερικού ώστε να λοιδορούμαι καθημερινά ως «συνωμότης της δραχμής», «πραξικοπηματίας», «ένοχος εσχάτης προδοσίας», «τζογαδόρος» κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, εκτός μιας Ελλάδας υπό τη σκιά της τρόικας εσωτερικού, η ανάλυσή μου για τα ουσιώδη προβλήματα της ευρωζώνης και της πολιτικής που έπρεπε να έχει ακολουθηθεί από την ελληνική κυβέρνηση υιοθετούνταν καθημερινά από τους σοβαρότερους αναλυτές.
Όλο και περισσότεροι αναλυτές συμμερίζονται τις προτάσεις που κατέθετα επί υπουργίας μου στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στο ΔΝΤ, ιδίως όσον αφορά τη μορφή που πρέπει να λάβει η αναδιάρθρωση χρέους, το μέγιστο μέγεθος του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος, την ανάγκη για μετατροπή του ΤΑΙΠΕΔ σε αναπτυξιακή τράπεζα, τη σημασία που έχει η δημιουργία δημόσιας «κακής τράπεζας» για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων κ.λπ.
Τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να επιτευχθεί από τη στιγμή που η κυβέρνηση ασπάστηκε το δόγμα του εξορκισμού της ρήξης με τους δανειστές. Ενα ένα πέφτουν τα οχυρά – η ιδέα της αναπτυξιακής τράπεζας, της δημόσιας «κακής τράπεζας», ακόμα και η παραδοχή από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης ότι ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Το μόνο που προσδοκά πλέον η εξουθενωμένη κυβέρνηση είναι μια αριθμητική αύξηση του ΑΕΠ χωρίς θέσεις εργασίας, με το διαθέσιμο εισόδημα (μετρούμενο σε ευρώ) της μεγάλης πλειονότητας να παραμένει μειούμενο, στο πλαίσιο μιας τοξικά ταξικής αναδιανομής του συρρικνούμενου πραγματικού εισοδήματος.
Πίσω από όλα αυτά, κρύβεται ο εξοργιστικά υψηλός στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2018 που αποδέχθηκε, ουσιαστικά από τον Απρίλιο του 2015, ο πρωθυπουργός. Αν «πιαστεί» ο στόχος αυτός, ο υφεσιακός του αντίκτυπος θα είναι τραγικός.
Αν δεν πιαστεί, Σόιμπλε και σία θα κάνουν πάρτι, λοιδορώντας την Ελλάδα, άλλη μια φορά, για αναξιοπιστία και χρησιμοποιώντας την «αποτυχία» ως άλλη μια δικαιολογία για τη μη αναδιάρθρωση του χρέους.
Τις προηγούμενες μέρες, ο Πολ Κρούγκμαν, σε εκδήλωση όπου συμμετείχαμε στο πλαίσιο του Athens Democracy Forum, μου είπε την άποψή του ότι το 2015 ο πρωθυπουργός «έδειξε ότι δεν είναι διατεθειμένος να κάνει το μεγάλο βήμα», εννοώντας την έξοδο από το ευρώ, και ως εκ τούτου παρέμεινε «χωρίς καθόλου διαπραγματευτική δύναμη».
Του επισήμανα ότι δεν χρειαζόταν η υιοθέτηση της εξόδου από το ευρώ ως στρατηγικός στόχος για να διατηρηθεί η διαπραγματευτική μας δύναμη. Του είπα ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μη φοβηθούμε τη ρήξη. Αν η «άλλη» πλευρά, η τρόικα, καταλάβαινε ότι προτιμούμε τη ρήξη από τη συνεχή συρρίκνωση, δεν θα χρειαζόταν ρήξη.
Η αταλάντευτη πορεία προς τον επιθυμητό στόχο, ειδικότερα τότε που τύχαινε αμέριστης και πλατιάς λαϊκής συμπαράστασης, ήταν το κλειδί – η μεγάλη μας ευκαιρία. Δυστυχώς, κάποιοι ταλαντεύτηκαν από νωρίς, η τρόικα το διέγνωσε και η ήττα ήρθε.
Δεν υπονοώ ότι η επίτευξη των ανατρεπτικών μας στόχων θα επιτυγχανόταν δίχως σειρά αλλεπάλληλων πολιτικών συγκρούσεων ή ότι ο δρόμος μας τότε ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Εννοώ ότι όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να κλυδωνίζεται η ευρωπαϊκή συνοχή λόγω της ανυποχώρητης στάσης μας να υποταχθούμε στη λογική λιτότητας, η απόφαση αναδίπλωσης και υποχώρησης (όπως τελικά έπραξε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2015) σηματοδότησε την απώλεια της αξιοπιστίας μας.
Ισως η μεγαλύτερη ειρωνεία που δεν μπορούν να κατανοήσουν οι οπαδοί του σύγχρονου ευρω-ραγιαδισμού είναι ότι η ήττα μας στα χέρια της τρόικας (εξωτερικού και εσωτερικού) αποτέλεσε μέγα πλήγμα για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το Brexit, για να το πω απλά, δεν θα είχε κερδίσει (εκείνο το 1,5% που του έδωσε τη νίκη) αν εμείς είχαμε παραμείνει αταλάντευτοι.
Σήμερα, ακολουθείται η πολιτική της διαχείρισης μιας πολιτικής ήττας σε βάρος του ιστορικού αγώνα που ο ελληνικός λαός διεξήγαγε με σθένος και αποφασιστικότητα το 2015.
Η απογοήτευση και οι πληγές που άφησε πίσω εκείνη η κρίσιμη απόφαση του πρωθυπουργού πρέπει να ξεπεραστούν άμεσα και να λειτουργήσουν ως εμπειρία στα νέα «αδιέξοδα» που δημιουργεί καθημερινά το βαθύ ευρωπαϊκό κατεστημένο για την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους.
*Άρθρο από την Εφημερίδα των Συντακτών
Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε χθες* παραθέτει τις απόψεις του για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σήμερα στη χώρα κάνοντας και μια αναδρομή σε δικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της σύντομης υπουργίας του.
Δεν θα είναι χάσιμο χρόνου να διαβάσουν αυτές τις απόψεις ακόμα και όσοι έχουν πειστεί ότι αυτός φταίει για την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας.
Στις προγραμματικές δηλώσεις που έκανα από το βήμα της Βουλής καθώς αναλάμβανα υπουργός Οικονομικών στις αρχές του 2015 είχα πει το προφανές:
Ο λαός μάς έδωσε εντολή να διαπραγματευτούμε την απόδραση από τη χρεο-δουλοπαροικία.Σύσσωμη η μνημονιακή αντιπολίτευση (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι) έσπευσε να με εγκαλέσει: «Να δηλώσετε τώρα, άμεσα, ότι δεν θα προβείτε ποτέ σε ρήξη!» απαιτούσαν εν χορώ.
Θα προσέλθουμε στις διαπραγματεύσεις με ιδιαίτερα καλή πρόθεση για συμβιβασμούς.
Ομως όποιος δεν μπορεί να διανοηθεί τη ρήξη δεν διαπραγματεύεται. Μόνο όποιος μπορεί να διανοηθεί τη ρήξη έχει ελπίδες να φέρει βιώσιμη συμφωνία άνευ ρήξης
Η άρνησή μου να αποκλείσω τη ρήξη εκπορευόταν από την πεποίθηση ότι:
■ Η απόρριψη της πιθανότητας ρήξης σήμαινε διατήρηση στο διηνεκές του μη βιώσιμου χρέους
■ Η υποταγή στο μη βιώσιμο χρέος και στη λογική της τρόικας οδηγούσε την Ελλάδα στην ασταμάτητη συρρίκνωση
■ Η ασταμάτητη συρρίκνωση που εγγυώνται η υποταγή στην τρόικα και το μη βιώσιμο χρέος εν τέλει θα οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, την Ελλάδα εκτός ευρώ μετά από μια δεκαετία συρρίκνωσης.
Στην αρένα των «μέσων» και του πολιτικού αφηγήματος, η άρνησή μου να αποκλείσω τη ρήξη αποτέλεσε το έναυσμα για την τρόικα του εσωτερικού ώστε να λοιδορούμαι καθημερινά ως «συνωμότης της δραχμής», «πραξικοπηματίας», «ένοχος εσχάτης προδοσίας», «τζογαδόρος» κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, εκτός μιας Ελλάδας υπό τη σκιά της τρόικας εσωτερικού, η ανάλυσή μου για τα ουσιώδη προβλήματα της ευρωζώνης και της πολιτικής που έπρεπε να έχει ακολουθηθεί από την ελληνική κυβέρνηση υιοθετούνταν καθημερινά από τους σοβαρότερους αναλυτές.
Όλο και περισσότεροι αναλυτές συμμερίζονται τις προτάσεις που κατέθετα επί υπουργίας μου στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στο ΔΝΤ, ιδίως όσον αφορά τη μορφή που πρέπει να λάβει η αναδιάρθρωση χρέους, το μέγιστο μέγεθος του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος, την ανάγκη για μετατροπή του ΤΑΙΠΕΔ σε αναπτυξιακή τράπεζα, τη σημασία που έχει η δημιουργία δημόσιας «κακής τράπεζας» για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων κ.λπ.
Τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να επιτευχθεί από τη στιγμή που η κυβέρνηση ασπάστηκε το δόγμα του εξορκισμού της ρήξης με τους δανειστές. Ενα ένα πέφτουν τα οχυρά – η ιδέα της αναπτυξιακής τράπεζας, της δημόσιας «κακής τράπεζας», ακόμα και η παραδοχή από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης ότι ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Το μόνο που προσδοκά πλέον η εξουθενωμένη κυβέρνηση είναι μια αριθμητική αύξηση του ΑΕΠ χωρίς θέσεις εργασίας, με το διαθέσιμο εισόδημα (μετρούμενο σε ευρώ) της μεγάλης πλειονότητας να παραμένει μειούμενο, στο πλαίσιο μιας τοξικά ταξικής αναδιανομής του συρρικνούμενου πραγματικού εισοδήματος.
Πίσω από όλα αυτά, κρύβεται ο εξοργιστικά υψηλός στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2018 που αποδέχθηκε, ουσιαστικά από τον Απρίλιο του 2015, ο πρωθυπουργός. Αν «πιαστεί» ο στόχος αυτός, ο υφεσιακός του αντίκτυπος θα είναι τραγικός.
Αν δεν πιαστεί, Σόιμπλε και σία θα κάνουν πάρτι, λοιδορώντας την Ελλάδα, άλλη μια φορά, για αναξιοπιστία και χρησιμοποιώντας την «αποτυχία» ως άλλη μια δικαιολογία για τη μη αναδιάρθρωση του χρέους.
Τις προηγούμενες μέρες, ο Πολ Κρούγκμαν, σε εκδήλωση όπου συμμετείχαμε στο πλαίσιο του Athens Democracy Forum, μου είπε την άποψή του ότι το 2015 ο πρωθυπουργός «έδειξε ότι δεν είναι διατεθειμένος να κάνει το μεγάλο βήμα», εννοώντας την έξοδο από το ευρώ, και ως εκ τούτου παρέμεινε «χωρίς καθόλου διαπραγματευτική δύναμη».
Του επισήμανα ότι δεν χρειαζόταν η υιοθέτηση της εξόδου από το ευρώ ως στρατηγικός στόχος για να διατηρηθεί η διαπραγματευτική μας δύναμη. Του είπα ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μη φοβηθούμε τη ρήξη. Αν η «άλλη» πλευρά, η τρόικα, καταλάβαινε ότι προτιμούμε τη ρήξη από τη συνεχή συρρίκνωση, δεν θα χρειαζόταν ρήξη.
Η αταλάντευτη πορεία προς τον επιθυμητό στόχο, ειδικότερα τότε που τύχαινε αμέριστης και πλατιάς λαϊκής συμπαράστασης, ήταν το κλειδί – η μεγάλη μας ευκαιρία. Δυστυχώς, κάποιοι ταλαντεύτηκαν από νωρίς, η τρόικα το διέγνωσε και η ήττα ήρθε.
Δεν υπονοώ ότι η επίτευξη των ανατρεπτικών μας στόχων θα επιτυγχανόταν δίχως σειρά αλλεπάλληλων πολιτικών συγκρούσεων ή ότι ο δρόμος μας τότε ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Εννοώ ότι όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να κλυδωνίζεται η ευρωπαϊκή συνοχή λόγω της ανυποχώρητης στάσης μας να υποταχθούμε στη λογική λιτότητας, η απόφαση αναδίπλωσης και υποχώρησης (όπως τελικά έπραξε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2015) σηματοδότησε την απώλεια της αξιοπιστίας μας.
Ισως η μεγαλύτερη ειρωνεία που δεν μπορούν να κατανοήσουν οι οπαδοί του σύγχρονου ευρω-ραγιαδισμού είναι ότι η ήττα μας στα χέρια της τρόικας (εξωτερικού και εσωτερικού) αποτέλεσε μέγα πλήγμα για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το Brexit, για να το πω απλά, δεν θα είχε κερδίσει (εκείνο το 1,5% που του έδωσε τη νίκη) αν εμείς είχαμε παραμείνει αταλάντευτοι.
Σήμερα, ακολουθείται η πολιτική της διαχείρισης μιας πολιτικής ήττας σε βάρος του ιστορικού αγώνα που ο ελληνικός λαός διεξήγαγε με σθένος και αποφασιστικότητα το 2015.
Η απογοήτευση και οι πληγές που άφησε πίσω εκείνη η κρίσιμη απόφαση του πρωθυπουργού πρέπει να ξεπεραστούν άμεσα και να λειτουργήσουν ως εμπειρία στα νέα «αδιέξοδα» που δημιουργεί καθημερινά το βαθύ ευρωπαϊκό κατεστημένο για την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους.
*Άρθρο από την Εφημερίδα των Συντακτών