Δεν ήμουν σίγουρος αν το άρθρο αυτό του κ.Στ.Λυγερού, που δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ της Κυριακής που πέρασε, θα διατηρούσε το ενδιαφέρον του μετά από τέσσερεις μέρες και με όλα αυτά που συνέβησαν εν τω μεταξύ. Όμως με μια σημερινή ανάγνωση διαπίστωσα ότι οι εύστοχες παρατηρήσεις που περιλαμβάνει, δείχνουν να επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Άλλωστε τα περισσότερα σημερινά σχόλια σε ειδησεογραφικές ιστοσελίδες αναφέρονται στο ενδεχόμενο επίσπευσης των εκλογών μετά το (αναμενόμενο) νέο ναυάγιο της κυβέρνησης.
Η σύγκρουση με τους δανειστές φέρνει σενάρια εκλογών
Η κυβέρνηση φρόντιζε πάντα να προσδίδει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα μια αύρα θρίλερ, αλλά επρόκειτο περισσότερο για επικοινωνιακό σκηνικό παρά για πραγματικότητα. Κι αυτό επειδή η κατάληξη ήταν εξαρχής δεδομένη. Οι δανειστές επέβαλλαν τελικώς τον κορμό των απαιτήσεών τους, αποδεχόμενοι κάποια αιτήματα της ελληνικής πλευράς για οριακή χαλάρωση των προβλεπόμενων μέτρων.
Η τρέχουσα διαπραγμάτευση διαφέρει από τις προηγούμενες. Η τωρινή αξιολόγηση της τρόικας είναι η τελευταία. Το μνημόνιο λήγει στο τέλος του έτους και βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις για την αντικατάστασή του από τη λεγόμενη προληπτική γραμμή πίστωσης, η οποία ουσιαστικά συνιστά ένα πιο χαλαρό μνημονιακό πρόγραμμα. Ως εκ τούτου, το ευρωιερατείο ενδιαφέρεται έντονα να δρομολογηθεί η επιβολή όσο το δυνατόν περισσότερων μέτρων.
Το πρόβλημα για τους Σαμαρά και Βενιζέλο δεν είναι μόνο ο επώδυνος χαρακτήρας των εν λόγω μέτρων για τα νοικοκυριά. Είναι και το γεγονός ότι η επιβολή τους συμπίπτει χρονικά με την πιο κρίσιμη δοκιμασία για την επιβίωση της κυβέρνησης. Παρότι χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα για να συγκεντρωθεί ο αναγκαίος αριθμός των 180 βουλευτικών ψήφων και να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή, το παιχνίδι δεν έχει ακόμα κριθεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ενδεχόμενο να στηθούν κάλπες το επόμενο διάστημα παραμένει ανοιχτό.
Η τρόικα αρνείται να έρθει στην Αθήνα πριν αποσπάσει από τους Σαμαρά και Βενιζέλο τη δέσμευση ότι θα ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της. Οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θέλουν να κλείσει εγκαίρως η διαπραγμάτευση, ώστε να φτάσουν στη συμφωνία για την προληπτική γραμμή χρηματοδότησης και έτσι να έχουν κάτι να πουλήσουν πολιτικά στην κοινή γνώμη. Από την άλλη πλευρά, όμως, έχουν συνείδηση ότι εάν αποδεχτούν όσα επώδυνα τους ζητάνε οι δανειστές θα συρρικνωθούν οι πιθανότητες να συγκεντρώσουν 180 βουλευτικές ψήφους. Όπως δήλωσε κυβερνητικός παράγοντας «κινδυνεύουμε να συρθούμε σε μια εκλογική αναμέτρηση από πολύ μειονεκτική θέση». Αυτός είναι ο λόγος που η εξ αποστάσεως διαπραγμάτευση με την τρόικα έδειξε τις προηγούμενες ημέρες να βαλτώνει. Ο Σαμαράς προσπάθησε να παρακάμψει την ανελαστική στάση της τρόικας ζητώντας πολιτική κατανόηση εκ μέρους του ευρωιερατείου. Για τον σκοπό αυτό είχε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Γιούνκερ. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλιστα, για τον ίδιο σκοπό επιστράτευσε και τον Στουρνάρα, λόγω των σχέσεών του με παράγοντες της Ευρωζώνης. Οι δανειστές όμως τηρούν σκληρή στάση. Αν και βεβαίως προτιμούν την τωρινή κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένοι να τη διευκολύνουν κάνοντας εκπτώσεις.
Ουσιαστικά οι δανειστές εκβιάζουν την κυβέρνηση να υποχωρήσει ατάκτως υπό το κράτος του φόβου ότι η χώρα θα βρεθεί με την είσοδο του νέου έτους μετέωρη, δεδομένου ότι οι αγορές τής έχουν κλείσει την πόρτα. Ένα οριστικό ναυάγιο, βέβαια, δεν συμφέρει ούτε το ευρωιερατείο, επειδή αρνητικές συνέπειες θα προκύψουν όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Eυρωζώνη. To ευρωιερατείο, όμως έχει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντι της κυβέρνησης. Για την περίπτωση που το αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση συνεχιστεί και χαθούν οι προθεσμίες, ήδη εμμέσως πλην σαφώς έχει ρίξει στο τραπέζι την πρόταση της παράτασης του υφιστάμενου μνημονίου για 6 ή και 12 μήνες. Μπορεί κι αυτή η λύση να παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες ωστόσο συμφέρει τους δανειστές. Θα διατηρούσε την τωρινή ασφυκτική επιτήρηση της Ελλάδας και θα έδινε τον χρόνο για την επιβολή των επώδυνων μέτρων που για λόγους πολιτικής συγκυρίας αρνείται να αποδεχτεί τώρα η κυβέρνηση. Η λύση αυτή, όμως είναι πολιτικός εφιάλτης για τους Σαμαρά και Βενιζέλο. Θα ακυρώσει όλη τη ρητορική τους για τερματισμό του μισητού στην κοινή γνώμη μνημονίου και θα εισπραχθεί από τους ψηφοφόρους ως βαρύτατη πολιτική ήττα της κυβέρνησης με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτικό και εκλογικό επίπεδο.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το αδιέξοδο συνεχίζεται. Η κυβέρνηση έχει ήδη κάνει βήματα πίσω και έχει αποδεχτεί αρκετές από τις απαιτήσεις της τρόικας. Αρνείται, όμως, να συμφωνήσει ότι το 2015 θα προκύψει δημοσιονομικό κενό, ακριβώς για να μην αποδεχτεί από τώρα τη λήψη πρόσθετων μέτρων. Αυτή τη θέση απεικονίζει και ο Προϋπολογισμός που κατέθεσε την Παρασκευή.
Το γεγονός όμως, ότι το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα το έχουν οι δανειστές, καθιστά πολύ πιθανό την τελευταία στιγμή οι Σαμαράς και Βενιζέλος να υποχωρήσουν και σ’αυτό το ζήτημα, συμφωνώντας σε ένα ποσό χαμηλότερο από αυτό που υπολογίζει η τρόικα. Αυτό τουλάχιστον εκτιμούν κυβερνητικοί παράγοντες. Ο Χαρδούβελης, άλλωστε, εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά την απόφαση θα λάβουν οι δύο εταίροι.
Η «εσωτερική» διαπραγμάτευση
Το ΠΑΣΟΚ είχε τις προηγούμενες ημέρες απορρίψει ορισμένες από τις ακραίες απαιτήσεις της τρόικας. Δεν του έλειπαν τα επιχειρήματα, αλλά το βασικό κίνητρο της ηγεσίας του είναι η προσπάθειά του να επιβιώσει εκλογικά, να μη συνθλιβεί από την αναπόφευκτη πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, εκτός από τη διαπραγμάτευση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην τρόικα, εξελίσσεται και η διαπραγμάτευση στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Μένει να αποδειχτεί πώς θα εξελιχτεί η δεύτερη αυτή διαπραγμάτευση εάν ο Σαμαράς υποχωρήσει στις απαιτήσεις των δανειστών. Όπως υποστηρίζει, όμως, «γαλάζιος» υπουργός, το ενδεχόμενο ο Βενιζέλος να τινάξει στον αέρα μια συμφωνία συγκεντρώνει αμελητέες πιθανότητες διότι θα βρισκόταν αντιμέτωπος με άλλου τύπου συνέπειες. Ο ίδιος εκτιμά ότι λίγες πιθανότητες συγκεντρώνει και το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να αντισταθεί μέχρι τέλους στις απαιτήσεις του ευρωιερατείου, οδηγώντας τη διαπραγμάτευση σε αδιέξοδο. Ανάλογη επιλογή των Σαμαρά και Βενιζέλου θα σήμαινε άμεση προσφυγή στις κάλπες. Σε αυτή την περίπτωση, το δίλημμα της τωρινής κυβέρνησης θα μεταβιβαζόταν στην επόμενη, που όλα δείχνουν ότι θα είναι κυβέρνηση Τσίπρα. Αυτή θα υποχρεωνόταν αμέσως ή να λάβει τις επώδυνες αποφάσεις ή να συγκρουστεί με το ευρωιερατείο. Από την πλευρά τους η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα έδιναν την εκλογική μάχη με τον αέρα ότι δεν υπέκυψαν στις πιέσεις. Και θα ήλπιζαν ότι θα μπορέσουν σύντομα να πάρουν τη ρεβάνς δεδομένου ότι το πρόβλημα της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας θα το έχει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν και τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί, το πιθανότερο σενάριο δεν είναι το παραπάνω. Είναι η διαπραγμάτευση με την τρόικα να καταλήξει εγκαίρως σε συμφωνία, ώστε να ληφθεί και η απόφαση για την προληπτική γραμμή πίστωσης. Σ’αυτή την περίπτωση το Μαξίμου προβληματίζεται για τον τρόπο που θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο για την έγκριση της συμφωνίας με την Ευρωζώνη και των δεσμεύσεων που τη συνοδεύουν. Εάν, δηλαδή, θα προσπαθήσει να το περάσει στηριζόμενη στην απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει ή θα ζητήσει -όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές- να ψηφιστεί με ενισχυμένη πλειοψηφία τριών πέμπτων των παρόντων. Προφανώς η δεύτερη επιλογή λόγω της αβεβαιότητάς της, είναι πιθανό να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι η συγκυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να δραματοποιεί το κλίμα. Σύμφωνα με κυβερνητικό παράγοντα, πρόθεσή της είναι η υπερψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου να συνδεθεί με την παραμονή ή την έξοδο από το ευρώ, ώστε με το ίδιο δίλημμα να δώσει την εκλογική μάχη εάν δεν συγκεντρώσει την ενισχυμένη πλειοψηφία. Ο Χαρδούβελης έδωσε ήδη το εναρκτήριο λάκτισμα. Με άλλα λόγια, όλα δείχνουν ότι οι Σαμαράς και Βενιζέλος δεν κινούνται θεωρώντας δεδομένο ότι θα παρακάμψουν τον σκόπελο της προεδρικής εκλογής. Αντιθέτως, κινούνται θεωρώντας ότι οι κάλπες παραμονεύουν.