Όχι πως αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίστηκε η λίστα Λαγκάρντ με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να αποκομίσει οφέλη το ελληνικό κράτος. Όταν πιθανοί στόχοι είναι τα μέλη της ολιγαρχίας που ωφελούνται και από το μνημονιακό καθεστώς και που πιθανότατα βρίσκονται πίσω από την υπαγόρευση των περισσότερων αντεργατικών νόμων που έχουν ψηφιστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δεν περίμενε κάποιος ενημερωμένος πολίτης να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα από την όποια έρευνα γινόταν στα ονόματα που περιελάμβανε η περιβόητη λίστα.
Τις τελευταίες μέρες βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο ο σχετικός έλεγχος και γι'αυτό ασχολούμαστε για μια ακόμα φορά με τις (δήθεν;) έρευνες που γίνονται από τις "αρμόδιες" αρχές αναδημοσιεύοντας ένα άρθρο που καταλήγει με ενέργειες που θα έπρεπε και θα μπορούσαν να έχουν γίνει.
Άδοξο τέλος για τη "λίστα Λαγκάρντ"
(του Κωστή Χρ.Πλάντζου)
Τρικλοποδιά στις έρευνες των διωκτικών Αρχών για τη «λίστα Λαγκάρντ» φαίνεται πως έβαζαν τελικά οι επικεφαλής των ελέγχων που χειρίζονται την υπόθεση στη χώρα μας εδώ και δυόμισι χρόνια. Είτε από αμέλεια και αδράνεια είτε μεθοδικά και προσχεδιασμένα, οι αρμόδιοι που είχαν στα χέρια τους τη λίστα «πέτυχαν» να χαθεί χρόνος σε έρευνες που δεν οδηγούσαν πουθενά. Φόρτωσαν τον ελεγκτικό μηχανισμό με έναν τεράστιο όγκο στοιχείων προκειμένου να αναλώνεται σε έρευνες για εκατομμύρια τραπεζικές συναλλαγές κεφαλαίων που διακινήθηκαν από τράπεζα σε τράπεζα και μέχρι την Ελβετία ή και τη Σιγκαπούρη, από τις οποίες γνώριζαν ότι δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί ποτέ το οτιδήποτε.
Πίσω από μεγαλοστομίες ότι δήθεν «βρισκόμαστε στα ίχνη των φοροφυγάδων», πολλοί βολεύονταν ώστε να μην κινείται τα παραμικρό, έως ότου τα πράγματα φτάσουν κάποια στιγμή στο απροχώρητο κι οι έρευνες καταρρεύσουν, για να βγουν λάδι εντέλει οι ελεγχόμενοι - επώνυμοι και μη. Κι αυτό τελικά συνέβη, όπως όλα δείχνουν.
Ήταν αρχές Οκτωβρίου όταν στη Διεύθυνση Οικονομικών Σχέσεων του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών έφτασε επιστολή-κόλαφος του υπουργείου Οικονομικών της Ελβετίας που απαντούσε σε ερώτημα ΔΟΥ στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος προσώπων που φιγουράριζαν στη λίστα. Τι έλεγε η επιστολή; Ότι η επίκληση της «λίστας Λαγκάρντ» είναι νομικά ανίσχυρη, διότι αποτελεί προϊόν παράνομης υπεξαίρεσης στοιχείων καταθετών και μη εξουσιοδοτημένης παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου, με συνέπεια να μην νομιμοποιείται η Ελβετία να συνδράμει τις έρευνες στη χώρα μας.
Για τους παροικούντες την πλατεία Συντάγματος ήταν απλώς θέμα χρόνου να βρεθεί κάποτε μια υπηρεσία που θα προχωρούσε στους ελέγχους που της είχαν ανατεθεί και να απευθύνει ερώτημα στην Ελβετία. Το οξύμωρο είναι ότι αυτή ακριβώς την απάντηση ήθελαν και ήξεραν πολλοί ότι θα έδινε η Ελβετία, αφού αποτελεί και τη «γραμμή άμυνας» βασικών πρωταγωνιστών της υπόθεσης την οποία, μάλιστα, χειρίστηκαν και οι ίδιοι.
Γεννάται έτσι μείζον ζήτημα όχι μόνο γιατί επί δύο και πλέον χρόνια δεν είχαν φτάσει άλλοι μέχρι την Ελβετία προκειμένου να ερευνήσουν την υπόθεση, αλλά και διότι το προκάλεσαν εμμέσως να συμβεί. Σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθήσουν τη «συνταγή» που -για τον ίδιο λόγο και για την ίδια λίστα- εφάρμοσαν άλλα κράτη ώστε να «στριμώξουν» τους μεγαλοφοροφυγάδες και να εισπράξει έσοδα το Δημόσιο.
Το παρασκήνιο που προηγήθηκε της επιστολής των ελβετικών Αρχών είναι αποκαλυπτικό. Όπως προκύπτει, όχι μόνο τελούσαν εν υπνώσει οι έρευνες τόσο καιρό, αφού ουδείς προσπάθησε να αξιοποιήσει ουσιαστικά τα στοιχεία που διοχέτευσε στη χώρα μας η Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά οι ιθύνοντες άφησαν, μάλιστα, την υπόθεση να εξελιχθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τους ελεγχόμενους και τους δικηγόρους τους μέχρι που να απαξιωθεί η λίστα με πάσα επισημότητα και εγγράφως από την ίδια την Ελβετία.
Όλα ξεκίνησαν πέρυσι το καλοκαίρι, όταν οι αρμόδιοι εισαγγελείς ζήτησαν να ανατεθεί σε αρκετές ΔΟΥ της χώρας μέρος των ελέγχων για τη «λίστα Λαγκάρντ», επειδή οι έρευνες από πλευράς ΣΔΟΕ είχαν τελματώσει -αν υπήρχαν- και οι έως τότε επικεφαλής του Σώματος επικαλούνταν έλλειψη προσωπικού.
Υπό την πίεση των εισαγγελέων επιχειρήθηκε να ελεγχθούν τα εμβάσματα περίπου 600 από τους σχεδόν 2.000 «ύποπτους» της λίστας που εμφάνιζαν πολύ μεγάλες κινήσεις κεφαλαίων. Μετά την αναδιανομή των υποθέσεων, λοιπόν, άλλες ανατέθηκαν στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), άλλες κατέληξαν σε διάφορες ΔΟΥ και πολλές παρέμειναν στο ΣΔΟΕ.
Από εκείνη τη στιγμή, και παρά τις αγαθές προθέσεις των εισαγγελέων, φάνηκε ότι το έργο της εφορίας είχε τεράστιο βαθμό δυσκολίας και θα καταντούσε σχεδόν ματαιοπονία. Όπως λένε ελεγκτές που εμπλέκονται στις έρευνες, όταν οι εφοριακοί άνοιξαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ελεγχομένων για να ελέγξουν «τους δρόμους του χρήματος» αντιλήφθηκαν με δέος ότι τουλάχιστον 150 καταθέτες εμφάνιζαν πάνω από 30.000 αναλήψεις και καταθέσεις ο καθένας -ορισμένοι δε έως και 50.000 ή 60.000 κινήσεις ανά έτος- που δεν ήταν δυνατό να ελεγχθούν αποτελεσματικά ώστε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα. Μάλιστα, το πλέγμα των κινήσεων των εν λόγω κεφαλαίων εκτείνεται σε βάθος πολλών χρόνων (από το 2001 και μετά), σε πολλές τράπεζες (ορισμένες έχουν πια κλείσει) και σε πολλές άλλες χώρες - μέχρι την Άπω Ανατολή και τη Σιγκαπούρη, όπου πολλοί φοροφυγάδες βρήκαν «καταφύγιο».
Και μόνο η επισήμανση αυτή, πάντως, από τους αρμόδιους μαρτυρά πως ο ελεγκτικός μηχανισμός ουσιαστικά είχε καταθέσει από την πρώτη στιγμή τα όπλα - αν βέβαια δεχτούμε ότι προσπάθησε να φέρει σε πέρας την έρευνα.
Ακόμα χειρότερα όμως, επιμένοντας στην τακτική αυτή, ήταν θέμα χρόνου να έρθουν οι διωκτικές Αρχές σε επικοινωνία με την Ελβετία. Κι αυτό τελικώς συνέβη για να μπορέσουν να προχωρήσουν οι έλεγχοι από μία ΔΟΥ, καθώς οι ελεγχόμενοι τελούν υπό ομηρία όσο διαρκεί η έρευνα σε βάρος τους - χωρίς κατ' ανάγκην να σημαίνει πως είναι φοροφυγάδες όλοι όσοι έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό, όπως και χιλιάδες άλλοι.
Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 2012, που ξέσπασε το σκάνδαλο της εξαφάνισης της περιβόητης λίστας, οι τότε επικεφαλής του φοροελεγκτικού μηχανισμού γνώριζαν και έλεγαν ότι «τα στοιχεία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν επειδή αποτελούν προϊόν υποκλοπής». Αυτό επισήμαιναν ή επικαλέστηκαν για να δικαιολογηθούν και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο νομομαθής Ευάγγελος Βενιζέλος ως υπουργοί Οικονομικών αλλά και ο πρώην εισαγγελέας και επικεφαλής τότε του ΣΔΟΕ Ιωάννης Διώτης.
Άρα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η απάντηση της Ελβετίας. Αργά ή γρήγορα θα ερχόταν. Το ερώτημα όμως που τίθεται αμείλικτα πλέον είναι για ποιο λόγο δεν έκανε η Ελλάδα αυτό που εφάρμοσε η ...πρώτη διδάξασα Γαλλία για τους Γάλλους καταθέτες της λίστας. Αντί να αναλώνεται σε έρευνες καταδικασμένες να ναυαγήσουν νομικά και ουσιαστικά, επέλεξε να μπλοφάρει και να παγιδεύσει αλλιώς τους «ύποπτους»: τους κάλεσε να προσέλθουν για έλεγχο με αποτέλεσμα να φοβηθούν και να αποκαλύψουν οι ίδιοι τι έκρυβαν, πληρώνοντας άμεσα το αντίτιμο.
Και στο ΣΔΟΕ υπήρχε ανάλογη εισήγηση, που προέβλεπε:
• Να κληθούν ένας προς έναν οι 2.000 ελεγχόμενοι και να ερωτηθούν σχετικά με το τι κατέθεταν στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με το τι δήλωναν στο Ε1 στη χώρα μας. Όσοι είχαν λόγους να φοβούνται μπορεί να ομολογούσαν απευθείας ότι είχαν αδήλωτες καταθέσεις οπότε δεν θα υπήρχε κώλυμα παραβίασης απορρήτου.
• Αν κάποιοι τις απέκρυπταν, ο ελεγκτής θα μπορούσε να τους υποδείξει με νόημα ότι η εφορία έχει πληροφορίες για συγκεκριμένους λογαριασμούς στην Ελβετία, χωρίς να αποκαλύψει ότι προέρχονται από παράνομη υποκλοπή. Επειδή το ΣΔΟΕ δουλεύει με «πληροφοριοδότες» (καταγγελίες από πρώην συζύγους, πρώην λογιστές πλουσίων κλπ.), ο ελεγχόμενος θα είχε λόγους να φοβάται τι άλλο μπορεί πραγματικά να γνωρίζει το Σώμα κι έτσι να δεχτεί να πληρώσει για να γλιτώσει τα χειρότερα.
• Αν, τέλος, κάποιος αρνούνταν να συνεργαστεί, θα μπορούσε να στοχοποιηθεί συνολικά για φορολογικό έλεγχο, χωρίς να εξαρτάται η έρευνα από τη συνεργασία των ελβετικών Αρχών για τον λογαριασμό που είχε στη λίστα (και που ενδεχομένως να είχε ήδη αδειάσει). Στο στόχαστρο θα έμπαιναν τότε τα ακίνητα, τα έργα τέχνης και οι όποιες καταθέσεις είχε στην Ελλάδα, ασκώντας πίεση στον ελεγχόμενο και αποκομίζοντας έσοδα για το κράτος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ της 6/11/2014
Τις τελευταίες μέρες βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο ο σχετικός έλεγχος και γι'αυτό ασχολούμαστε για μια ακόμα φορά με τις (δήθεν;) έρευνες που γίνονται από τις "αρμόδιες" αρχές αναδημοσιεύοντας ένα άρθρο που καταλήγει με ενέργειες που θα έπρεπε και θα μπορούσαν να έχουν γίνει.
Άδοξο τέλος για τη "λίστα Λαγκάρντ"
(του Κωστή Χρ.Πλάντζου)
Τρικλοποδιά στις έρευνες των διωκτικών Αρχών για τη «λίστα Λαγκάρντ» φαίνεται πως έβαζαν τελικά οι επικεφαλής των ελέγχων που χειρίζονται την υπόθεση στη χώρα μας εδώ και δυόμισι χρόνια. Είτε από αμέλεια και αδράνεια είτε μεθοδικά και προσχεδιασμένα, οι αρμόδιοι που είχαν στα χέρια τους τη λίστα «πέτυχαν» να χαθεί χρόνος σε έρευνες που δεν οδηγούσαν πουθενά. Φόρτωσαν τον ελεγκτικό μηχανισμό με έναν τεράστιο όγκο στοιχείων προκειμένου να αναλώνεται σε έρευνες για εκατομμύρια τραπεζικές συναλλαγές κεφαλαίων που διακινήθηκαν από τράπεζα σε τράπεζα και μέχρι την Ελβετία ή και τη Σιγκαπούρη, από τις οποίες γνώριζαν ότι δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί ποτέ το οτιδήποτε.
Πίσω από μεγαλοστομίες ότι δήθεν «βρισκόμαστε στα ίχνη των φοροφυγάδων», πολλοί βολεύονταν ώστε να μην κινείται τα παραμικρό, έως ότου τα πράγματα φτάσουν κάποια στιγμή στο απροχώρητο κι οι έρευνες καταρρεύσουν, για να βγουν λάδι εντέλει οι ελεγχόμενοι - επώνυμοι και μη. Κι αυτό τελικά συνέβη, όπως όλα δείχνουν.
Ήταν αρχές Οκτωβρίου όταν στη Διεύθυνση Οικονομικών Σχέσεων του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών έφτασε επιστολή-κόλαφος του υπουργείου Οικονομικών της Ελβετίας που απαντούσε σε ερώτημα ΔΟΥ στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος προσώπων που φιγουράριζαν στη λίστα. Τι έλεγε η επιστολή; Ότι η επίκληση της «λίστας Λαγκάρντ» είναι νομικά ανίσχυρη, διότι αποτελεί προϊόν παράνομης υπεξαίρεσης στοιχείων καταθετών και μη εξουσιοδοτημένης παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου, με συνέπεια να μην νομιμοποιείται η Ελβετία να συνδράμει τις έρευνες στη χώρα μας.
Για τους παροικούντες την πλατεία Συντάγματος ήταν απλώς θέμα χρόνου να βρεθεί κάποτε μια υπηρεσία που θα προχωρούσε στους ελέγχους που της είχαν ανατεθεί και να απευθύνει ερώτημα στην Ελβετία. Το οξύμωρο είναι ότι αυτή ακριβώς την απάντηση ήθελαν και ήξεραν πολλοί ότι θα έδινε η Ελβετία, αφού αποτελεί και τη «γραμμή άμυνας» βασικών πρωταγωνιστών της υπόθεσης την οποία, μάλιστα, χειρίστηκαν και οι ίδιοι.
Γεννάται έτσι μείζον ζήτημα όχι μόνο γιατί επί δύο και πλέον χρόνια δεν είχαν φτάσει άλλοι μέχρι την Ελβετία προκειμένου να ερευνήσουν την υπόθεση, αλλά και διότι το προκάλεσαν εμμέσως να συμβεί. Σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθήσουν τη «συνταγή» που -για τον ίδιο λόγο και για την ίδια λίστα- εφάρμοσαν άλλα κράτη ώστε να «στριμώξουν» τους μεγαλοφοροφυγάδες και να εισπράξει έσοδα το Δημόσιο.
Το παρασκήνιο που προηγήθηκε της επιστολής των ελβετικών Αρχών είναι αποκαλυπτικό. Όπως προκύπτει, όχι μόνο τελούσαν εν υπνώσει οι έρευνες τόσο καιρό, αφού ουδείς προσπάθησε να αξιοποιήσει ουσιαστικά τα στοιχεία που διοχέτευσε στη χώρα μας η Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά οι ιθύνοντες άφησαν, μάλιστα, την υπόθεση να εξελιχθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τους ελεγχόμενους και τους δικηγόρους τους μέχρι που να απαξιωθεί η λίστα με πάσα επισημότητα και εγγράφως από την ίδια την Ελβετία.
Όλα ξεκίνησαν πέρυσι το καλοκαίρι, όταν οι αρμόδιοι εισαγγελείς ζήτησαν να ανατεθεί σε αρκετές ΔΟΥ της χώρας μέρος των ελέγχων για τη «λίστα Λαγκάρντ», επειδή οι έρευνες από πλευράς ΣΔΟΕ είχαν τελματώσει -αν υπήρχαν- και οι έως τότε επικεφαλής του Σώματος επικαλούνταν έλλειψη προσωπικού.
Υπό την πίεση των εισαγγελέων επιχειρήθηκε να ελεγχθούν τα εμβάσματα περίπου 600 από τους σχεδόν 2.000 «ύποπτους» της λίστας που εμφάνιζαν πολύ μεγάλες κινήσεις κεφαλαίων. Μετά την αναδιανομή των υποθέσεων, λοιπόν, άλλες ανατέθηκαν στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), άλλες κατέληξαν σε διάφορες ΔΟΥ και πολλές παρέμειναν στο ΣΔΟΕ.
Από εκείνη τη στιγμή, και παρά τις αγαθές προθέσεις των εισαγγελέων, φάνηκε ότι το έργο της εφορίας είχε τεράστιο βαθμό δυσκολίας και θα καταντούσε σχεδόν ματαιοπονία. Όπως λένε ελεγκτές που εμπλέκονται στις έρευνες, όταν οι εφοριακοί άνοιξαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ελεγχομένων για να ελέγξουν «τους δρόμους του χρήματος» αντιλήφθηκαν με δέος ότι τουλάχιστον 150 καταθέτες εμφάνιζαν πάνω από 30.000 αναλήψεις και καταθέσεις ο καθένας -ορισμένοι δε έως και 50.000 ή 60.000 κινήσεις ανά έτος- που δεν ήταν δυνατό να ελεγχθούν αποτελεσματικά ώστε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα. Μάλιστα, το πλέγμα των κινήσεων των εν λόγω κεφαλαίων εκτείνεται σε βάθος πολλών χρόνων (από το 2001 και μετά), σε πολλές τράπεζες (ορισμένες έχουν πια κλείσει) και σε πολλές άλλες χώρες - μέχρι την Άπω Ανατολή και τη Σιγκαπούρη, όπου πολλοί φοροφυγάδες βρήκαν «καταφύγιο».
Και μόνο η επισήμανση αυτή, πάντως, από τους αρμόδιους μαρτυρά πως ο ελεγκτικός μηχανισμός ουσιαστικά είχε καταθέσει από την πρώτη στιγμή τα όπλα - αν βέβαια δεχτούμε ότι προσπάθησε να φέρει σε πέρας την έρευνα.
Ακόμα χειρότερα όμως, επιμένοντας στην τακτική αυτή, ήταν θέμα χρόνου να έρθουν οι διωκτικές Αρχές σε επικοινωνία με την Ελβετία. Κι αυτό τελικώς συνέβη για να μπορέσουν να προχωρήσουν οι έλεγχοι από μία ΔΟΥ, καθώς οι ελεγχόμενοι τελούν υπό ομηρία όσο διαρκεί η έρευνα σε βάρος τους - χωρίς κατ' ανάγκην να σημαίνει πως είναι φοροφυγάδες όλοι όσοι έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό, όπως και χιλιάδες άλλοι.
Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 2012, που ξέσπασε το σκάνδαλο της εξαφάνισης της περιβόητης λίστας, οι τότε επικεφαλής του φοροελεγκτικού μηχανισμού γνώριζαν και έλεγαν ότι «τα στοιχεία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν επειδή αποτελούν προϊόν υποκλοπής». Αυτό επισήμαιναν ή επικαλέστηκαν για να δικαιολογηθούν και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο νομομαθής Ευάγγελος Βενιζέλος ως υπουργοί Οικονομικών αλλά και ο πρώην εισαγγελέας και επικεφαλής τότε του ΣΔΟΕ Ιωάννης Διώτης.
Άρα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η απάντηση της Ελβετίας. Αργά ή γρήγορα θα ερχόταν. Το ερώτημα όμως που τίθεται αμείλικτα πλέον είναι για ποιο λόγο δεν έκανε η Ελλάδα αυτό που εφάρμοσε η ...πρώτη διδάξασα Γαλλία για τους Γάλλους καταθέτες της λίστας. Αντί να αναλώνεται σε έρευνες καταδικασμένες να ναυαγήσουν νομικά και ουσιαστικά, επέλεξε να μπλοφάρει και να παγιδεύσει αλλιώς τους «ύποπτους»: τους κάλεσε να προσέλθουν για έλεγχο με αποτέλεσμα να φοβηθούν και να αποκαλύψουν οι ίδιοι τι έκρυβαν, πληρώνοντας άμεσα το αντίτιμο.
Και στο ΣΔΟΕ υπήρχε ανάλογη εισήγηση, που προέβλεπε:
• Να κληθούν ένας προς έναν οι 2.000 ελεγχόμενοι και να ερωτηθούν σχετικά με το τι κατέθεταν στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με το τι δήλωναν στο Ε1 στη χώρα μας. Όσοι είχαν λόγους να φοβούνται μπορεί να ομολογούσαν απευθείας ότι είχαν αδήλωτες καταθέσεις οπότε δεν θα υπήρχε κώλυμα παραβίασης απορρήτου.
• Αν κάποιοι τις απέκρυπταν, ο ελεγκτής θα μπορούσε να τους υποδείξει με νόημα ότι η εφορία έχει πληροφορίες για συγκεκριμένους λογαριασμούς στην Ελβετία, χωρίς να αποκαλύψει ότι προέρχονται από παράνομη υποκλοπή. Επειδή το ΣΔΟΕ δουλεύει με «πληροφοριοδότες» (καταγγελίες από πρώην συζύγους, πρώην λογιστές πλουσίων κλπ.), ο ελεγχόμενος θα είχε λόγους να φοβάται τι άλλο μπορεί πραγματικά να γνωρίζει το Σώμα κι έτσι να δεχτεί να πληρώσει για να γλιτώσει τα χειρότερα.
• Αν, τέλος, κάποιος αρνούνταν να συνεργαστεί, θα μπορούσε να στοχοποιηθεί συνολικά για φορολογικό έλεγχο, χωρίς να εξαρτάται η έρευνα από τη συνεργασία των ελβετικών Αρχών για τον λογαριασμό που είχε στη λίστα (και που ενδεχομένως να είχε ήδη αδειάσει). Στο στόχαστρο θα έμπαιναν τότε τα ακίνητα, τα έργα τέχνης και οι όποιες καταθέσεις είχε στην Ελλάδα, ασκώντας πίεση στον ελεγχόμενο και αποκομίζοντας έσοδα για το κράτος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ της 6/11/2014