Τον Umberto Eco οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως μυθιστοριογράφο, δοκιμιογράφο, κριτικό τέχνης και λογοτεχνίας, είμαι όμως σίγουρος ότι τουλάχιστον οι αναγνώστες αυτής της σελίδας ξέρουν ότι είναι καθηγητής Σημειολογίας, ενώ ιδιαίτερη σχέση έχει αναπτύξει και με τη γλωσσολογία, ερευνώντας την επίδραση της γλώσσας στην κοινωνία, αλλά και την επίδραση της κοινωνίας στη γλώσσα.
Ακολουθώντας το δρόμο πολλών σκεπτόμενων ανθρώπων, προσπάθησε να βρει στοιχεία που θα τον οδηγήσουν στην ανακάλυψη της τέλειας γλώσσας. Τα αποτελέσματα αυτής του της έρευνας καταγράφει στο βιβλίο του με τίτλο "Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας". Σε αυτό, αφού, ξεκινώντας με ένα από τα αρχαιότερα κείμενα, τη Βίβλο, αναρωτιέται σε ποια γλώσσα είπε ο Θεός το "Γενηθήτω φως" και όσα άλλα αναφέρεται ότι είπε επικοινωνώντας με τους πρωτόπλαστους, συνεχίζει - με αφετηρία την Ευρώπη - να αναζητάει την τέλεια γλώσσα, ξεκινώντας (φυσικά!;) από την ελληνική.
Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσω γιατί παρουσιάζει ενδιαφέρον να διαβάσουμε με ποιον τρόπο βλέπει ένας μελετητής-ερευνητής του επιπέδου του Eco την ελληνική γλώσσα!
Πολλές μυθολογίες και θεογονίες διαθέτουν ιστορίες που εξηγούν την πολλαπλότητα των γλωσσών. Άλλο όμως είναι να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλές γλώσσες και άλλο να θεωρούμε ότι αυτή η πληγή θα θεραπευτεί με την εξεύρεση της τέλειας γλώσσας. Για να αναζητήσουμε την τέλεια γλώσσα, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η δική μας δεν είναι τέλεια.
Ας περιοριστούμε, όμως, στην Ευρώπη. Οι Έλληνες της κλασικής περιόδου γνώριζαν λαούς που μιλούσαν διαφορετικές από τη δική τους γλώσσες και τους αποκαλούσαν βαρβάρους, δηλαδή ανθρώπους που τραύλιζαν (βαρ-βαρ-ιζαν) μιλώντας με ακατανόητο τρόπο. Οι Στωικοί με τη σαφή σημειωτική τους ήξεραν πολύ καλά ότι, αν στα ελληνικά ένας συγκεκριμένος ήχος αντιστοιχούσε σε μια ιδέα, αυτή η ιδέα υπήρχε ασφαλώς και στο μυαλό ενός βαρβάρου· ο βάρβαρος όμως αγνοούσε τη σχέση του ελληνικού ήχου και της δικής του ιδέας, επομένως από γλωσσολογική άποψη το περιστατικό ήταν άνευ σημασίας.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι ταύτιζαν την ελληνική γλώσσα με τη γλώσσα της λογικής και ο Αριστοτέλης συντάσσει τον κατάλογο των κατηγοριών του πάνω στη βάση των γραμματικών κατηγοριών της ελληνικής γλώσσας. Βεβαίως αυτό δεν αποτελεί αδιάψευστη επιβεβαίωση του αρχέγονου της ελληνικής γλώσσας- απλώς ταυτίζει τη σκέψη με το φυσικό μέσον εκφοράς της. Λόγος ήταν η σκέψη, Λόγος και η ομιλία. Λίγα ήταν γνωστά για την ομιλία των βαρβάρων και επομένως δεν μπορούσε κανείς να σκεφτεί μαζί τους, έστω κι αν δεχόταν ότι οι Αιγύπτιοι, λόγου χάρη, είχαν αναπτύξει μια δική τους αρχαιότατη σοφία, ωστόσο υπήρχε η πληροφόρηση για την ύπαρξή της μέσα από ομιλίες που γίνονταν στην ελληνική.
Με την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού τα ελληνικά αποκτούν μια διαφορετική και ισχυρότερη θέση. Αν πρώτα υπήρχαν τόσες παραλλαγές των ελληνικών όσες και τα κείμενα, κατά την εποχή που σηματοδοτήθηκε από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα διαδίδεται μια γλώσσα για όλους, η επονομαζόμενη κοινή. Αυτή όχι μόνο προορίζεται να γίνει η γλώσσα στην οποία θα γραφτούν τα έργα του Πολύβιου, του Στράβωνα, του Πλούταρχου και του Αριστοτέλη, αλλά και η γλώσσα που θα διδάσκεται στα διδασκαλεία, και σταδιακά θα γίνει η επίσημη γλώσσα της περιοχής της Μεσογείου και των ανατολικών κτήσεων του Αλεξάνδρου και θα επιβιώσει κατά τη ρωμαϊκή κυριαρχία ως λόγια γλώσσα. Τη γλώσσα αυτή χρησιμοποιούν οι πατρίκιοι και οι Ρωμαίοι διανοούμενοι, οι ασχολούμενοι με το εμπόριο, τις μεταφορές, τη διπλωματία, τις επιστήμες και τη φιλοσοφία στην τότε γνωστή οικουμένη. Στην ίδια γλώσσα διαδίδονται τα πρώτα κείμενα του Χριστιανισμού (τα Ευαγγέλια και η μετάφραση των Εβδομήκοντα, 3ος αιώνας μ.Χ.) και οι θεολογικές συζητήσεις των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ένας πολιτισμός με διεθνή γλώσσα δεν υποφέρει από την πολλαπλότητα των γλωσσών. Κι όμως ο ελληνικός πολιτισμός, με τον Κρατύλο του Πλάτωνα, βρέθηκε μπροστά στο ίδιο γλωσσικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης των βιβλικών κειμένων: αν δηλαδή ο Νομοθέτης είχε επιλέξει λέξεις που κατονομάζουν τα πράγματα σύμφωνα με τη «φύσι» τους, κατά την άποψη του Κρατύλου, ή τις είχε ορίσει σύμφωνα με κάποια ανθρώπινη σύμβαση, δηλαδή «νόμον», όπως υποστήριζε ο Ερμογένης. Ο Σωκράτης δεν τηρεί σαφή στάση στη διαμάχη και ενστερνίζεται πότε τη μια και πότε την άλλη άποψη. Έτσι, αφού αντιμετωπίσει και τις δύο πλευρές με πολλή ειρωνεία αποτολμώντας ετυμολογίες που ούτε ο ίδιος (ούτε ο Πλάτωνας) πιστεύει, προβάλλει και τη δική του άποψη, σύμφωνα με την οποία η γνώση δεν προέρχεται από τη σχέση μας με τα ονόματα, αλλά από τη σχέση μας με τα πράγματα ή καλύτερα με τις ιδέες. Θα δούμε πώς, ακόμα και για τους πολιτισμούς που αγνοούσαν τον Κρατύλο, κάθε συζήτηση γύρω από τη φύση της τέλειας γλώσσας ακολούθησε έναν από τους τρεις δρόμους που χάραζε το πλατωνικό κείμενο, το οποίο, ενώ πραγματεύεται τους όρους της τελειότητας μιας γλώσσας, δεν θέτει το πρόβλημα της τέλειας γλώσσας.
Ενώ η ελληνική κοινή συνεχίζει να επικρατεί στη λεκάνη της Μεσογείου, επιβάλλεται η λατινική, που ως γλώσσα της αυτοκρατορίας εκτελεί χρέη παγκόσμιας γλώσσας για εκείνες τις περιοχές της Ευρώπης όπου έφθασαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες, και εξελίσσεται σε γλώσσα του χριστιανικού πολιτισμού στην αυτοκρατορία της Δύσης. Για άλλη μια φορά, ένας πολιτισμός που χρησιμοποιεί μια γλώσσα η οποία μιλιέται από όλους γλιτώνει από την αναστάτωση της πολλαπλότητας των γλωσσών. Οι λόγιοι μιλούν και ελληνικά, αλλά για τον υπόλοιπο κόσμο η επικοινωνία με τους βαρβάρους είναι δουλειά κάποιων διερμηνέων, μέχρι
ν’ αρχίσουν οι κατακτημένοι βάρβαροι να μαθαίνουν λατινικά.
Η υπόνοια πάντως ότι η ελληνική και η λατινική δεν είναι οι μόνες γλώσσες στις οποίες μπορεί κανείς να εκφράσει ένα αρμονικό σύνολο εμπειριών αρχίζει να πλανιέται ήδη από το 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν αρχίζουν να διαδίδονται στον ελληνορωμαϊκό κόσμο σκοτεινές αποκαλύψεις που αποδίδονται στους Πέρσες Μάγους, σε μια σεληνιακή αιγυπτιακή θεότητα (τον Ερμή-Θωθ), στους χαλδαιϊκούς χρησμούς, στην πυθαγόρεια και ορφική παράδοση που είχε μεν γεννηθεί στον ελληνικό χώρο, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε υποσκελιστεί από το μεγάλο ορθολογιστικό ρεύμα.
Τώρα όμως μπροστά στον κλασικό ορθολογισμό, που αναπτύσσεται και μετεξελίσσεται, εκδηλώνεται ένα σύνδρομο κόπωσης. Σε παρόμοια κρίση βρίσκονται και οι παραδοσιακές θρησκείες. Η θρησκεία της αυτοκρατορίας ήταν καθαρά τυπική, έκφραση νομιμοφροσύνης· κάθε λαός διατηρούσε τους θεούς του, που γίνονταν δεκτοί στο λατινικό πάνθεον χωρίς να δίνεται και πολλή σημασία σε αντιφάσεις, συνωνυμίες ή ομωνυμίες. Για να οριστεί αυτή η ισοπεδωτική ανοχή απέναντι σε κάθε θρησκεία (όπως εξάλλου και σε κάθε φιλοσοφία και κάθε γνώση), υπάρχει ένας όρος: συγκρητισμός.
Εκδηλώνεται τότε στις πιο ευαίσθητες ψυχές μια διάχυτη θρησκευτικότητα, διαμορφώνεται η σκέψη μιας παγκόσμιας ψυχής, που ενυπάρχει τόσο στα ουράνια όσο και στα επίγεια, κι όπου η ψυχή του καθενός μας είναι μια ελάχιστη ψηφίδα. Καθώς οι φιλόσοφοι δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν καμιά λογικά εμπεριστατωμένη αλήθεια στα μέγιστης σημασίας ζητήματα, δεν απέμενε παρά να αναζητήσει κανείς μια αποκάλυψη πέρα από τη λογική, ένα όραμα μπροστά στα ίδια του τα μάτια και μια αποκάλυψη της ίδιας της θεότητας.
Σ’ αυτό το κλίμα αναβιώνει ο πυθαγορισμός. Από την απαρχή της η διδασκαλία του Πυθαγόρα είχε εμφανιστεί ως μυστικιστική γνώση, καθώς οι Πυθαγόρειοι εκτελούσαν μυσταγωγικές τελετές. Οι γνώσεις τους γύρω από τους μαθηματικούς και μουσικούς κανόνες παρουσιάζονταν ως καρποί μιας αποκάλυψης από τους Αιγύπτιους -και ειδικά όταν στην εποχή που μιλάμε ο αιγυπτιακός πολιτισμός, υποσκελισμένος πια από τα ελληνικά των Ελλήνων και Λατίνων κατακτητών του, εξελίσσεται σε ένα ακατανόητο και αινιγματικό «ιερογλυφικό». Δεν υπάρχει τίποτε πιο γοητευτικό από την κρυφή γνώση: ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν τη γνωρίζουμε, κι επομένως υποθέτουμε ότι είναι βαθύτατη.
Αν όμως υπάρχει και παρέμεινε άγνωστη, θα πρέπει να είναι άγνωστη και η γλώσσα στην οποία εκφράστηκε. Κι έτσι, όπως θα πει τον 3ο αιώνα ο Διογένης Λαέρτιος (Βίοι και Γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, I): «μερικοί θέλουν η φιλοσοφία να αρχίζει με τους Βαρβάρους. Πράγματι υπήρξαν οι Μάγοι των Περσών, των Χαλδαίων, των Βαβυλωνίων και των Ασσυριών, οι Γυμνοσοφιστές της Ινδίας, οι Δρυίδες των Κελτών και των Γαλατών». Αν οι Έλληνες της κλασικής περιόδου ταύτιζαν τους βαρβάρους με εκείνους που δεν ήταν σε θέση να αρθρώσουν ούτε λέξη, τώρα αυτό το υποτιθέμενο τραύλισμα του ξένου μετατρέπεται σε ιερή γλώσσα, γεμάτη υποσχέσεις και σιωπηρές αποκαλύψεις.
Ακολουθώντας το δρόμο πολλών σκεπτόμενων ανθρώπων, προσπάθησε να βρει στοιχεία που θα τον οδηγήσουν στην ανακάλυψη της τέλειας γλώσσας. Τα αποτελέσματα αυτής του της έρευνας καταγράφει στο βιβλίο του με τίτλο "Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας". Σε αυτό, αφού, ξεκινώντας με ένα από τα αρχαιότερα κείμενα, τη Βίβλο, αναρωτιέται σε ποια γλώσσα είπε ο Θεός το "Γενηθήτω φως" και όσα άλλα αναφέρεται ότι είπε επικοινωνώντας με τους πρωτόπλαστους, συνεχίζει - με αφετηρία την Ευρώπη - να αναζητάει την τέλεια γλώσσα, ξεκινώντας (φυσικά!;) από την ελληνική.
Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσω γιατί παρουσιάζει ενδιαφέρον να διαβάσουμε με ποιον τρόπο βλέπει ένας μελετητής-ερευνητής του επιπέδου του Eco την ελληνική γλώσσα!
Πολλές μυθολογίες και θεογονίες διαθέτουν ιστορίες που εξηγούν την πολλαπλότητα των γλωσσών. Άλλο όμως είναι να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλές γλώσσες και άλλο να θεωρούμε ότι αυτή η πληγή θα θεραπευτεί με την εξεύρεση της τέλειας γλώσσας. Για να αναζητήσουμε την τέλεια γλώσσα, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η δική μας δεν είναι τέλεια.
Ας περιοριστούμε, όμως, στην Ευρώπη. Οι Έλληνες της κλασικής περιόδου γνώριζαν λαούς που μιλούσαν διαφορετικές από τη δική τους γλώσσες και τους αποκαλούσαν βαρβάρους, δηλαδή ανθρώπους που τραύλιζαν (βαρ-βαρ-ιζαν) μιλώντας με ακατανόητο τρόπο. Οι Στωικοί με τη σαφή σημειωτική τους ήξεραν πολύ καλά ότι, αν στα ελληνικά ένας συγκεκριμένος ήχος αντιστοιχούσε σε μια ιδέα, αυτή η ιδέα υπήρχε ασφαλώς και στο μυαλό ενός βαρβάρου· ο βάρβαρος όμως αγνοούσε τη σχέση του ελληνικού ήχου και της δικής του ιδέας, επομένως από γλωσσολογική άποψη το περιστατικό ήταν άνευ σημασίας.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι ταύτιζαν την ελληνική γλώσσα με τη γλώσσα της λογικής και ο Αριστοτέλης συντάσσει τον κατάλογο των κατηγοριών του πάνω στη βάση των γραμματικών κατηγοριών της ελληνικής γλώσσας. Βεβαίως αυτό δεν αποτελεί αδιάψευστη επιβεβαίωση του αρχέγονου της ελληνικής γλώσσας- απλώς ταυτίζει τη σκέψη με το φυσικό μέσον εκφοράς της. Λόγος ήταν η σκέψη, Λόγος και η ομιλία. Λίγα ήταν γνωστά για την ομιλία των βαρβάρων και επομένως δεν μπορούσε κανείς να σκεφτεί μαζί τους, έστω κι αν δεχόταν ότι οι Αιγύπτιοι, λόγου χάρη, είχαν αναπτύξει μια δική τους αρχαιότατη σοφία, ωστόσο υπήρχε η πληροφόρηση για την ύπαρξή της μέσα από ομιλίες που γίνονταν στην ελληνική.
Με την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού τα ελληνικά αποκτούν μια διαφορετική και ισχυρότερη θέση. Αν πρώτα υπήρχαν τόσες παραλλαγές των ελληνικών όσες και τα κείμενα, κατά την εποχή που σηματοδοτήθηκε από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα διαδίδεται μια γλώσσα για όλους, η επονομαζόμενη κοινή. Αυτή όχι μόνο προορίζεται να γίνει η γλώσσα στην οποία θα γραφτούν τα έργα του Πολύβιου, του Στράβωνα, του Πλούταρχου και του Αριστοτέλη, αλλά και η γλώσσα που θα διδάσκεται στα διδασκαλεία, και σταδιακά θα γίνει η επίσημη γλώσσα της περιοχής της Μεσογείου και των ανατολικών κτήσεων του Αλεξάνδρου και θα επιβιώσει κατά τη ρωμαϊκή κυριαρχία ως λόγια γλώσσα. Τη γλώσσα αυτή χρησιμοποιούν οι πατρίκιοι και οι Ρωμαίοι διανοούμενοι, οι ασχολούμενοι με το εμπόριο, τις μεταφορές, τη διπλωματία, τις επιστήμες και τη φιλοσοφία στην τότε γνωστή οικουμένη. Στην ίδια γλώσσα διαδίδονται τα πρώτα κείμενα του Χριστιανισμού (τα Ευαγγέλια και η μετάφραση των Εβδομήκοντα, 3ος αιώνας μ.Χ.) και οι θεολογικές συζητήσεις των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ένας πολιτισμός με διεθνή γλώσσα δεν υποφέρει από την πολλαπλότητα των γλωσσών. Κι όμως ο ελληνικός πολιτισμός, με τον Κρατύλο του Πλάτωνα, βρέθηκε μπροστά στο ίδιο γλωσσικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης των βιβλικών κειμένων: αν δηλαδή ο Νομοθέτης είχε επιλέξει λέξεις που κατονομάζουν τα πράγματα σύμφωνα με τη «φύσι» τους, κατά την άποψη του Κρατύλου, ή τις είχε ορίσει σύμφωνα με κάποια ανθρώπινη σύμβαση, δηλαδή «νόμον», όπως υποστήριζε ο Ερμογένης. Ο Σωκράτης δεν τηρεί σαφή στάση στη διαμάχη και ενστερνίζεται πότε τη μια και πότε την άλλη άποψη. Έτσι, αφού αντιμετωπίσει και τις δύο πλευρές με πολλή ειρωνεία αποτολμώντας ετυμολογίες που ούτε ο ίδιος (ούτε ο Πλάτωνας) πιστεύει, προβάλλει και τη δική του άποψη, σύμφωνα με την οποία η γνώση δεν προέρχεται από τη σχέση μας με τα ονόματα, αλλά από τη σχέση μας με τα πράγματα ή καλύτερα με τις ιδέες. Θα δούμε πώς, ακόμα και για τους πολιτισμούς που αγνοούσαν τον Κρατύλο, κάθε συζήτηση γύρω από τη φύση της τέλειας γλώσσας ακολούθησε έναν από τους τρεις δρόμους που χάραζε το πλατωνικό κείμενο, το οποίο, ενώ πραγματεύεται τους όρους της τελειότητας μιας γλώσσας, δεν θέτει το πρόβλημα της τέλειας γλώσσας.
Ενώ η ελληνική κοινή συνεχίζει να επικρατεί στη λεκάνη της Μεσογείου, επιβάλλεται η λατινική, που ως γλώσσα της αυτοκρατορίας εκτελεί χρέη παγκόσμιας γλώσσας για εκείνες τις περιοχές της Ευρώπης όπου έφθασαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες, και εξελίσσεται σε γλώσσα του χριστιανικού πολιτισμού στην αυτοκρατορία της Δύσης. Για άλλη μια φορά, ένας πολιτισμός που χρησιμοποιεί μια γλώσσα η οποία μιλιέται από όλους γλιτώνει από την αναστάτωση της πολλαπλότητας των γλωσσών. Οι λόγιοι μιλούν και ελληνικά, αλλά για τον υπόλοιπο κόσμο η επικοινωνία με τους βαρβάρους είναι δουλειά κάποιων διερμηνέων, μέχρι
ν’ αρχίσουν οι κατακτημένοι βάρβαροι να μαθαίνουν λατινικά.
Η υπόνοια πάντως ότι η ελληνική και η λατινική δεν είναι οι μόνες γλώσσες στις οποίες μπορεί κανείς να εκφράσει ένα αρμονικό σύνολο εμπειριών αρχίζει να πλανιέται ήδη από το 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν αρχίζουν να διαδίδονται στον ελληνορωμαϊκό κόσμο σκοτεινές αποκαλύψεις που αποδίδονται στους Πέρσες Μάγους, σε μια σεληνιακή αιγυπτιακή θεότητα (τον Ερμή-Θωθ), στους χαλδαιϊκούς χρησμούς, στην πυθαγόρεια και ορφική παράδοση που είχε μεν γεννηθεί στον ελληνικό χώρο, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε υποσκελιστεί από το μεγάλο ορθολογιστικό ρεύμα.
Τώρα όμως μπροστά στον κλασικό ορθολογισμό, που αναπτύσσεται και μετεξελίσσεται, εκδηλώνεται ένα σύνδρομο κόπωσης. Σε παρόμοια κρίση βρίσκονται και οι παραδοσιακές θρησκείες. Η θρησκεία της αυτοκρατορίας ήταν καθαρά τυπική, έκφραση νομιμοφροσύνης· κάθε λαός διατηρούσε τους θεούς του, που γίνονταν δεκτοί στο λατινικό πάνθεον χωρίς να δίνεται και πολλή σημασία σε αντιφάσεις, συνωνυμίες ή ομωνυμίες. Για να οριστεί αυτή η ισοπεδωτική ανοχή απέναντι σε κάθε θρησκεία (όπως εξάλλου και σε κάθε φιλοσοφία και κάθε γνώση), υπάρχει ένας όρος: συγκρητισμός.
Εκδηλώνεται τότε στις πιο ευαίσθητες ψυχές μια διάχυτη θρησκευτικότητα, διαμορφώνεται η σκέψη μιας παγκόσμιας ψυχής, που ενυπάρχει τόσο στα ουράνια όσο και στα επίγεια, κι όπου η ψυχή του καθενός μας είναι μια ελάχιστη ψηφίδα. Καθώς οι φιλόσοφοι δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν καμιά λογικά εμπεριστατωμένη αλήθεια στα μέγιστης σημασίας ζητήματα, δεν απέμενε παρά να αναζητήσει κανείς μια αποκάλυψη πέρα από τη λογική, ένα όραμα μπροστά στα ίδια του τα μάτια και μια αποκάλυψη της ίδιας της θεότητας.
Σ’ αυτό το κλίμα αναβιώνει ο πυθαγορισμός. Από την απαρχή της η διδασκαλία του Πυθαγόρα είχε εμφανιστεί ως μυστικιστική γνώση, καθώς οι Πυθαγόρειοι εκτελούσαν μυσταγωγικές τελετές. Οι γνώσεις τους γύρω από τους μαθηματικούς και μουσικούς κανόνες παρουσιάζονταν ως καρποί μιας αποκάλυψης από τους Αιγύπτιους -και ειδικά όταν στην εποχή που μιλάμε ο αιγυπτιακός πολιτισμός, υποσκελισμένος πια από τα ελληνικά των Ελλήνων και Λατίνων κατακτητών του, εξελίσσεται σε ένα ακατανόητο και αινιγματικό «ιερογλυφικό». Δεν υπάρχει τίποτε πιο γοητευτικό από την κρυφή γνώση: ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν τη γνωρίζουμε, κι επομένως υποθέτουμε ότι είναι βαθύτατη.
Αν όμως υπάρχει και παρέμεινε άγνωστη, θα πρέπει να είναι άγνωστη και η γλώσσα στην οποία εκφράστηκε. Κι έτσι, όπως θα πει τον 3ο αιώνα ο Διογένης Λαέρτιος (Βίοι και Γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, I): «μερικοί θέλουν η φιλοσοφία να αρχίζει με τους Βαρβάρους. Πράγματι υπήρξαν οι Μάγοι των Περσών, των Χαλδαίων, των Βαβυλωνίων και των Ασσυριών, οι Γυμνοσοφιστές της Ινδίας, οι Δρυίδες των Κελτών και των Γαλατών». Αν οι Έλληνες της κλασικής περιόδου ταύτιζαν τους βαρβάρους με εκείνους που δεν ήταν σε θέση να αρθρώσουν ούτε λέξη, τώρα αυτό το υποτιθέμενο τραύλισμα του ξένου μετατρέπεται σε ιερή γλώσσα, γεμάτη υποσχέσεις και σιωπηρές αποκαλύψεις.