Τον Noam Chomsky τον έχουμε φιλοξενήσει και άλλες φορές σε αυτή τη γωνιά, αναδημοσιεύοντας όμως, σχόλιά του πολιτικού περιεχομένου. Βέβαια, ως γνωστόν, η αρχική και βασική του ειδικότητα είναι η γλωσσολογία, μια επιστήμη πολύπλευρη και μαγευτική κατά τη γνώμη μου. Και αυτός είναι ένας λόγος που θα μας κάνει να ασχοληθούμε και άλλες φορές σε αυτό το blog.
Το θέμα είναι ότι στην εποχή μας, κατά την οποία τα σύνορα επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων διαφορετικών χωρών - κοντινών ή απομακρυσμένων, δεν έχει σημασία - που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες έχουν εξαφανιστεί λόγω της διαδικτυακής διείσδυσης (και της σε μεγάλο βαθμό κοινής χρήσης της γλώσσας των social media από πολίτες διαφορετικών εθνικοτήτων), οι άνθρωποι έχουν πάψει να ενδιαφέρονται τόσο για τη διατήρηση της εθνικής τους γλώσσας, όσο και για την ορθή χρήση της. Λάθος, κατά τη γνώμη μου, αλλά και του Noam Chomsky, ο οποίος εξηγεί τους λόγους στο πιο κάτω σύντομο κείμενό του.
Υπάρχει αναρίθμητος αριθμός ερωτημάτων που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στη μελέτη της γλώσσας. Προσωπικά, γοητεύομαι κατ’ αρχήν απ’ την πιθανότητα να μάθω κάτι, απ’ αυτή τη μελέτη, που θα φέρει στο φως εγγενείς ιδιότητες του ανθρώπινου ψυχισμού. Προς το παρόν, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχετικά με τη φυσική, δημιουργική χρήση της γλώσσας καθ’ εαυτήν. Αλλά νομίζω, πως σιγά-σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τους μηχανισμούς που κάνουν δυνατή αυτή τη δημιουργική χρήση της γλώσσας, τη χρήση της γλώσσας σαν εργαλείου της ελεύθερης σκέψης και της έκφρασης. Μιλώντας πάλι προσωπικά, για μένα, οι πιο ενδιαφέρουσες απόψεις των σύγχρονων ερευνών στη γραμματική είναι οι προσπάθειες να διατυπωθούν οι αρχές της οργάνωσης της γλώσσας που, όπως λέγεται, είναι παγκόσμιες αντανακλάσεις των ιδιοτήτων του ψυχισμού κι ακόμη, με συγκινεί η προσπάθεια να δειχτεί πως, στη βάση αυτής της υπόθεσης, μερικά γεγονότα σχετικά με τις ιδιαίτερες γλώσσες μπορούν να εξηγηθούν. Αν τη θεωρήσει κανείς μ’ αυτόν τον τρόπο, η γλωσσολογία είναι απλώς ένα μέρος της ανθρώπινης ψυχολογίας: το πεδίο που αναζητεί να προσδιορίσει τη φύση των ανθρώπινων ψυχικών ικανοτήτων και να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ικανότητες μπαίνουν σε λειτουργία.
Πολλοί ψυχολόγοι θα απέρριπταν έναν χαρακτηρισμό της ειδικότητάς τους μ’ αυτούς τους όρους, μα αυτή η αντίδραση μου φαίνεται πως θα υποδήλωνε μια σοβαρή ανεπάρκεια της αντίληψής τους για την ψυχολογία, παρά ένα ελάττωμα στον ορισμό αυτόν καθεαυτόν. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω πως πρόκειται για κατάλληλους όρους για να θέσει κανείς τους σκοπούς της σύγχρονης γλωσσολογίας, να συζητήσει τις επιτεύξεις και τις αποτυχίες της.
Νομίζω πως τώρα είναι δυνατό να εκτεθώ σε μερικές οριστικές προτάσεις γύρω από την οργάνωση της ανθρώπινης γλώσσας και να τις υποβάλω στη δοκιμασία της εμπειρίας. Η θεωρία της μετασχηματιστικής-παραγωγικής γραμματικής, όπως διαμορφώνεται προχωρώντας μέσα σε διάφορα και κάποτε αλληλοαποκλειόμενα μονοπάτια, έχει θέσει επί τάπητος τέτοιες προτάσεις κι έχει συντελεστεί, στα λίγα περασμένα χρόνια, ένα πλούσιο σε καρπούς κι υποβλητικό έργο, που επιχειρεί να τελειοποιήσει και ν’ αναδομήσει τις ιδέες για τις διεργασίες και τις δομές που υπόκεινται της ανθρώπινης γλώσσας.
Η θεωρία της γραμματικής ασχολείται με το ερώτημα, «Ποια είναι η φύση της γνώσης ενός ανθρώπου για τη γλώσσα του, της γνώσης που τον κάνει ικανό να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τον φυσικό, δημιουργικό τρόπο;». Ένα πρόσωπο που ξέρει μια γλώσσα, κατέχει ένα σύστημα κανόνων που διαθέτει τον ήχο και το νόημα μ’ έναν οριστικό τρόπο για έναν αόριστο αριθμό ενδεχόμενων προτάσεων. Κάθε γλώσσα έτσι συνίσταται (εν μέρει) από ένα κάποιο ζευγάρωμα του ήχου και του νοήματος πάνω σ’ ένα απεριόριστο πεδίο. Βέβαια, το πρόσωπο που ξέρει τη γλώσσα δεν έχει συνείδηση ότι κατέχει αυτούς τους κανόνες ή ότι τους θέτει σε λειτουργία, ούτε υπάρχει λόγος να υποθέσουμε πως αυτή η γνώση των κανόνων τής γλώσσας μπορεί να γίνει συνειδητή. Μέσω της ενδοσκόπησης, μπορεί κανείς να μαζέψει πολλές ενδείξεις γύρω στη σχέση ήχου -νοήματος, που προσδιορίζεται απ’ τους κανόνες τής γλώσσας την οποία κατέχει- δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι μπορεί να προχωρήσει πολύ πέραν αυτού του επιφανειακού επιπέδου δεδομένων, ώστε ν’ ανακαλύψει, με την ενδοσκόπηση, τους υποκείμενους κανόνες κι αρχές που καθορίζουν τη σχέση ήχου και νοήματος. Η ανακάλυψη αυτών των κανόνων κι αυτών των αρχών είναι μάλλον ένα τυπικό πρόβλημα της επιστήμης. Διαθέτουμε μια συλλογή από δεδομένα που αφορούν την αντιστοιχία ήχου - νοήματος, τη μορφή και την ερμηνεία των γλωσσικών εκφράσεων, σε ποικίλες γλώσσες...
Το θέμα είναι ότι στην εποχή μας, κατά την οποία τα σύνορα επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων διαφορετικών χωρών - κοντινών ή απομακρυσμένων, δεν έχει σημασία - που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες έχουν εξαφανιστεί λόγω της διαδικτυακής διείσδυσης (και της σε μεγάλο βαθμό κοινής χρήσης της γλώσσας των social media από πολίτες διαφορετικών εθνικοτήτων), οι άνθρωποι έχουν πάψει να ενδιαφέρονται τόσο για τη διατήρηση της εθνικής τους γλώσσας, όσο και για την ορθή χρήση της. Λάθος, κατά τη γνώμη μου, αλλά και του Noam Chomsky, ο οποίος εξηγεί τους λόγους στο πιο κάτω σύντομο κείμενό του.
Υπάρχει αναρίθμητος αριθμός ερωτημάτων που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στη μελέτη της γλώσσας. Προσωπικά, γοητεύομαι κατ’ αρχήν απ’ την πιθανότητα να μάθω κάτι, απ’ αυτή τη μελέτη, που θα φέρει στο φως εγγενείς ιδιότητες του ανθρώπινου ψυχισμού. Προς το παρόν, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχετικά με τη φυσική, δημιουργική χρήση της γλώσσας καθ’ εαυτήν. Αλλά νομίζω, πως σιγά-σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τους μηχανισμούς που κάνουν δυνατή αυτή τη δημιουργική χρήση της γλώσσας, τη χρήση της γλώσσας σαν εργαλείου της ελεύθερης σκέψης και της έκφρασης. Μιλώντας πάλι προσωπικά, για μένα, οι πιο ενδιαφέρουσες απόψεις των σύγχρονων ερευνών στη γραμματική είναι οι προσπάθειες να διατυπωθούν οι αρχές της οργάνωσης της γλώσσας που, όπως λέγεται, είναι παγκόσμιες αντανακλάσεις των ιδιοτήτων του ψυχισμού κι ακόμη, με συγκινεί η προσπάθεια να δειχτεί πως, στη βάση αυτής της υπόθεσης, μερικά γεγονότα σχετικά με τις ιδιαίτερες γλώσσες μπορούν να εξηγηθούν. Αν τη θεωρήσει κανείς μ’ αυτόν τον τρόπο, η γλωσσολογία είναι απλώς ένα μέρος της ανθρώπινης ψυχολογίας: το πεδίο που αναζητεί να προσδιορίσει τη φύση των ανθρώπινων ψυχικών ικανοτήτων και να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ικανότητες μπαίνουν σε λειτουργία.
Πολλοί ψυχολόγοι θα απέρριπταν έναν χαρακτηρισμό της ειδικότητάς τους μ’ αυτούς τους όρους, μα αυτή η αντίδραση μου φαίνεται πως θα υποδήλωνε μια σοβαρή ανεπάρκεια της αντίληψής τους για την ψυχολογία, παρά ένα ελάττωμα στον ορισμό αυτόν καθεαυτόν. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω πως πρόκειται για κατάλληλους όρους για να θέσει κανείς τους σκοπούς της σύγχρονης γλωσσολογίας, να συζητήσει τις επιτεύξεις και τις αποτυχίες της.
Νομίζω πως τώρα είναι δυνατό να εκτεθώ σε μερικές οριστικές προτάσεις γύρω από την οργάνωση της ανθρώπινης γλώσσας και να τις υποβάλω στη δοκιμασία της εμπειρίας. Η θεωρία της μετασχηματιστικής-παραγωγικής γραμματικής, όπως διαμορφώνεται προχωρώντας μέσα σε διάφορα και κάποτε αλληλοαποκλειόμενα μονοπάτια, έχει θέσει επί τάπητος τέτοιες προτάσεις κι έχει συντελεστεί, στα λίγα περασμένα χρόνια, ένα πλούσιο σε καρπούς κι υποβλητικό έργο, που επιχειρεί να τελειοποιήσει και ν’ αναδομήσει τις ιδέες για τις διεργασίες και τις δομές που υπόκεινται της ανθρώπινης γλώσσας.
Η θεωρία της γραμματικής ασχολείται με το ερώτημα, «Ποια είναι η φύση της γνώσης ενός ανθρώπου για τη γλώσσα του, της γνώσης που τον κάνει ικανό να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τον φυσικό, δημιουργικό τρόπο;». Ένα πρόσωπο που ξέρει μια γλώσσα, κατέχει ένα σύστημα κανόνων που διαθέτει τον ήχο και το νόημα μ’ έναν οριστικό τρόπο για έναν αόριστο αριθμό ενδεχόμενων προτάσεων. Κάθε γλώσσα έτσι συνίσταται (εν μέρει) από ένα κάποιο ζευγάρωμα του ήχου και του νοήματος πάνω σ’ ένα απεριόριστο πεδίο. Βέβαια, το πρόσωπο που ξέρει τη γλώσσα δεν έχει συνείδηση ότι κατέχει αυτούς τους κανόνες ή ότι τους θέτει σε λειτουργία, ούτε υπάρχει λόγος να υποθέσουμε πως αυτή η γνώση των κανόνων τής γλώσσας μπορεί να γίνει συνειδητή. Μέσω της ενδοσκόπησης, μπορεί κανείς να μαζέψει πολλές ενδείξεις γύρω στη σχέση ήχου -νοήματος, που προσδιορίζεται απ’ τους κανόνες τής γλώσσας την οποία κατέχει- δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι μπορεί να προχωρήσει πολύ πέραν αυτού του επιφανειακού επιπέδου δεδομένων, ώστε ν’ ανακαλύψει, με την ενδοσκόπηση, τους υποκείμενους κανόνες κι αρχές που καθορίζουν τη σχέση ήχου και νοήματος. Η ανακάλυψη αυτών των κανόνων κι αυτών των αρχών είναι μάλλον ένα τυπικό πρόβλημα της επιστήμης. Διαθέτουμε μια συλλογή από δεδομένα που αφορούν την αντιστοιχία ήχου - νοήματος, τη μορφή και την ερμηνεία των γλωσσικών εκφράσεων, σε ποικίλες γλώσσες...