Είναι ένα ερώτημα που το ακούμε συχνά. Πολλούς έχει απασχολήσει και πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί. Σήμερα φιλοξενούμε εδώ τον προβληματισμό του Μιχάλη Κόκκινου, που πηγάζει από την συνεχώς αυξανόμενη διαφοροποίηση της Γερμανίας από τις υπόλοιπες χώρες της ..."Ενωμένης" Ευρώπης.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ Ή ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ;
Μπορεί η Γερμανία να βάλει νερό στο κρασί της; Mπορούν οι χώρες του νότου να ακολουθήσουν δική τους κοινή πολιτική/στρατηγική; Υπάρχουν λύσεις ώστε να μην οδηγηθούμε σε διάσπαση της ευρωζώνης;
Αυτό και πολλά άλλα ερωτήματα είναι που μας προβληματίζουν. Θα προσπαθούμε με άρθρα σαν κι αυτό να βρίσκουμε κάποιες απαντήσεις.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ Ή ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ;
Το 1953, από το βήμα του πανεπιστημίου τον Αμβούργου, ο Τόμας Μαν καλούσε τους Γερμανούς να μην επιδιώξουν ξανά τη δημιουργία μιας «γερμανικής Ευρώπης». Τώρα, όμως, ως αποτέλεσμα της κρίσης του ευρώ, φαίνεται να έχουμε οδηγηθεί ακριβώς εκεί: η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης είναι σήμερα σε θέση να επιβάλλει τους όρους της, ώστε οι αδύναμες χώρες του ευρώ να συνεχίσουν να δανείζονται, σε τέτοιο βαθμό που η δημοκρατική αυτονομία των Κοινοβουλίων της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας -και τελικά και της ίδιας της Γερμανίας- γκρεμίζεται.
Η αυξανόμενη γερμανική ισχύς, σε συνδυασμό με την επίσης αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι σε αυτήν την ισχύ, αποτελούν επί του παρόντος τις δυο βασικές θεματικές της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό από ιστορική σκοπιά αποτελεί ειρωνεία, δεδομένου ότι ο βασικός σκοπός του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος από τη δεκαετία του 1950 και μετά ήταν να δοθεί ένα οριστικό τέλος στην ιδέα ότι η Γερμανία είναι πολύ ισχυρή για να συνυπάρχει άνετα με τους γείτονές της.
Μετά τη συγκρότηση της ενιαίας Γερμανίας το 1990, τόσο ο Κολ όσο και ο Σρέντερ, αλλά και η ίδια η Μέρκελ στην πρώτη της θητεία, ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματεύονται τις ευρωπαϊκές επιλογές πρώτον με τη Γαλλία και, κατά δεύτερο λόγο, με τις μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, αξιοποιώντας έτσι τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς ώστε να αποφευχθεί ένα κοινό μέτωπο των τριών απέναντί τους. Η Γαλλία ήθελε την προνομιακή διμερή σχέση με το Βερολίνο, ενώ Ρώμη και Μαδρίτη παρέκαμπταν το Παρίσι με απευθείας διαπραγμάτευση με τη Γερμανία. Αυτή την πολιτική συνέχισαν να ακολουθούν Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία ακόμα και μετά το ξέσπασμά της κρίσης χρέους το 2010, στρώνοντας το χαλί για τη «γερμανική Ευρώπη».
'Οταν ξέσπασε η κρίση δανεισμού της Ελλάδας το 2010, οι τρεις χώρες μπορούσαν να ζητήσουν συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης και περαιτέρω βήματα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κάτι που σήμερα -εκτός τού ότι είναι πολύ αργά για να γίνει πια- έχει αφήσει Μαδρίτη, Ρώμη και Παρίσι χωρίς κάποιο εναλλακτικό σχέδιο, να εξαρτώνται πλήρως από την καλή θέληση του Βερολίνου.Στην πραγματικότητα, η ιδέα μιας «γερμανικής Ευρώπης» δεν είναι τόσο η περιγραφή μιας νέας πραγματικότητας της ΕΕ, όσο μια έκφραση ανησυχίας για το καθεστώς της συζήτησης και το ευρωπαϊκό πνεύμα στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι, τα τελευταία χρόνια, η σχετική ισχύς της Γερμανίας έχει αυξηθεί, αλλά αυτή η ηγεμονεύουσα θέση δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε μια αναδιαμόρφωση της ΕΕ, σύμφωνα με το γερμανικό τρόπο.
Ακόμη και η Γερμανία έχει υποχρεωθεί να εγκαταλείπει θεμελιώδη τμήματα του οράματός της για την ΕΕ. Το Βερολίνο συμφώνησε να δημιουργήσει ένα μόνιμο μηχανισμό διάσωσης (ESM). Δέχθηκε, ακόμη, η ΕΚΤ να προχωρήσει πέραν της προηγουμένως αποδεκτής εξουσίας της. Κι ακόμη, εγκατέλειψε την αντίθεσή της στην απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM.
Μια θεμελιώδης αλλαγή στις γερμανικές πολιτικές μετά από τις εκλογές είναι, επομένως, πολύ απίθανη. Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση από την πλευρά του Βερολίνου των σοβαρών επιδράσεων που έχουν στο εσωτερικό τα προβλήματα της ΕΕ, θα οδηγήσει σε περαιτέρω παραχωρήσεις για «αδύναμα» κράτη-μέλη. Το ζήτημα ενός νέου προγράμματος διάσωσης για την Ελλάδα το 2014 είναι μόλις μια πτυχή αυτής της πιθανής εξέλιξης. Αν και οι λεπτομέρειες της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους παρέμεναν ταμπού το τελευταίο εξάμηνο λόγω της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία, το ζήτημα δεν μπορεί να αποκλειστεί πλέον τους επόμενους μήνες.Επιπλέον, η ανακοίνωση από τον πρόεδρο της Κομισιόν ότι θα δημιουργηθεί ομάδα εμπειρογνωμόνων, με σκοπό τη μελέτη της επιλογής για ένα «ταμείο εξαγοράς χρέους» (το οποίο θα περιλαμβάνει όλα τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης που υπερβαίνουν το όριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, στο 60% του ΑΕΠ), τοποθετεί αυτή την ιδέα -σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών- ξανά στην ημερήσια διάταξη.
Μία πρώτη γεύση από την στροφή της Γερμανίας στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ευρωπαϊκά πράγματα θα δοθεί το Νοέμβριο, οπότε και θα αποφασιστεί η τύχη της επιχειρούμενης τραπεζικής ένωσης. Η βασική διαφωνία ως προς το θέμα αυτό αφορά σε ένα κεντρικό στοιχείο της μελλοντικής τραπεζικής ένωσης: ποιος θα λάβει τις αποφάσεις γι’ αυτά τα ζητήματα, και πώς; Πού είναι τα κεφάλαια που χρειάζονται για να εκτελεστούν τέτοιες πράξεις, και ποιος θα τα διαχειριστεί; Η πρόσφατη πρόταση της Κομισιόν να δημιουργήσει ένα ειδικό ινστιτούτο και ταμείο, συνάντησε κριτική από τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία ανατίθεται στη μεταβίβαση περαιτέρω αρμοδιοτήτων στις Βρυξέλλες...
Η αυξανόμενη γερμανική ισχύς, σε συνδυασμό με την επίσης αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι σε αυτήν την ισχύ, αποτελούν επί του παρόντος τις δυο βασικές θεματικές της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό από ιστορική σκοπιά αποτελεί ειρωνεία, δεδομένου ότι ο βασικός σκοπός του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος από τη δεκαετία του 1950 και μετά ήταν να δοθεί ένα οριστικό τέλος στην ιδέα ότι η Γερμανία είναι πολύ ισχυρή για να συνυπάρχει άνετα με τους γείτονές της.
Μετά τη συγκρότηση της ενιαίας Γερμανίας το 1990, τόσο ο Κολ όσο και ο Σρέντερ, αλλά και η ίδια η Μέρκελ στην πρώτη της θητεία, ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματεύονται τις ευρωπαϊκές επιλογές πρώτον με τη Γαλλία και, κατά δεύτερο λόγο, με τις μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, αξιοποιώντας έτσι τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς ώστε να αποφευχθεί ένα κοινό μέτωπο των τριών απέναντί τους. Η Γαλλία ήθελε την προνομιακή διμερή σχέση με το Βερολίνο, ενώ Ρώμη και Μαδρίτη παρέκαμπταν το Παρίσι με απευθείας διαπραγμάτευση με τη Γερμανία. Αυτή την πολιτική συνέχισαν να ακολουθούν Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία ακόμα και μετά το ξέσπασμά της κρίσης χρέους το 2010, στρώνοντας το χαλί για τη «γερμανική Ευρώπη».
'Οταν ξέσπασε η κρίση δανεισμού της Ελλάδας το 2010, οι τρεις χώρες μπορούσαν να ζητήσουν συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης και περαιτέρω βήματα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κάτι που σήμερα -εκτός τού ότι είναι πολύ αργά για να γίνει πια- έχει αφήσει Μαδρίτη, Ρώμη και Παρίσι χωρίς κάποιο εναλλακτικό σχέδιο, να εξαρτώνται πλήρως από την καλή θέληση του Βερολίνου.Στην πραγματικότητα, η ιδέα μιας «γερμανικής Ευρώπης» δεν είναι τόσο η περιγραφή μιας νέας πραγματικότητας της ΕΕ, όσο μια έκφραση ανησυχίας για το καθεστώς της συζήτησης και το ευρωπαϊκό πνεύμα στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι, τα τελευταία χρόνια, η σχετική ισχύς της Γερμανίας έχει αυξηθεί, αλλά αυτή η ηγεμονεύουσα θέση δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε μια αναδιαμόρφωση της ΕΕ, σύμφωνα με το γερμανικό τρόπο.
Ακόμη και η Γερμανία έχει υποχρεωθεί να εγκαταλείπει θεμελιώδη τμήματα του οράματός της για την ΕΕ. Το Βερολίνο συμφώνησε να δημιουργήσει ένα μόνιμο μηχανισμό διάσωσης (ESM). Δέχθηκε, ακόμη, η ΕΚΤ να προχωρήσει πέραν της προηγουμένως αποδεκτής εξουσίας της. Κι ακόμη, εγκατέλειψε την αντίθεσή της στην απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM.
Μια θεμελιώδης αλλαγή στις γερμανικές πολιτικές μετά από τις εκλογές είναι, επομένως, πολύ απίθανη. Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση από την πλευρά του Βερολίνου των σοβαρών επιδράσεων που έχουν στο εσωτερικό τα προβλήματα της ΕΕ, θα οδηγήσει σε περαιτέρω παραχωρήσεις για «αδύναμα» κράτη-μέλη. Το ζήτημα ενός νέου προγράμματος διάσωσης για την Ελλάδα το 2014 είναι μόλις μια πτυχή αυτής της πιθανής εξέλιξης. Αν και οι λεπτομέρειες της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους παρέμεναν ταμπού το τελευταίο εξάμηνο λόγω της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία, το ζήτημα δεν μπορεί να αποκλειστεί πλέον τους επόμενους μήνες.Επιπλέον, η ανακοίνωση από τον πρόεδρο της Κομισιόν ότι θα δημιουργηθεί ομάδα εμπειρογνωμόνων, με σκοπό τη μελέτη της επιλογής για ένα «ταμείο εξαγοράς χρέους» (το οποίο θα περιλαμβάνει όλα τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης που υπερβαίνουν το όριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, στο 60% του ΑΕΠ), τοποθετεί αυτή την ιδέα -σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών- ξανά στην ημερήσια διάταξη.
Μία πρώτη γεύση από την στροφή της Γερμανίας στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ευρωπαϊκά πράγματα θα δοθεί το Νοέμβριο, οπότε και θα αποφασιστεί η τύχη της επιχειρούμενης τραπεζικής ένωσης. Η βασική διαφωνία ως προς το θέμα αυτό αφορά σε ένα κεντρικό στοιχείο της μελλοντικής τραπεζικής ένωσης: ποιος θα λάβει τις αποφάσεις γι’ αυτά τα ζητήματα, και πώς; Πού είναι τα κεφάλαια που χρειάζονται για να εκτελεστούν τέτοιες πράξεις, και ποιος θα τα διαχειριστεί; Η πρόσφατη πρόταση της Κομισιόν να δημιουργήσει ένα ειδικό ινστιτούτο και ταμείο, συνάντησε κριτική από τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία ανατίθεται στη μεταβίβαση περαιτέρω αρμοδιοτήτων στις Βρυξέλλες...