Τον τελευταίο καιρό ακούμε συχνά, ιδιαίτερα από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, την προτροπή να επιδιώξει η ελληνική πλευρά μια συμφωνία παρόμοια με αυτή που ίσχυσε για τα χρέη της Γερμανίας με βάση τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953. Ας δούμε, λοιπόν, τι προβλεπόταν σ'αυτήν και σε κάποιο μελλοντικό σημείωμα θα τη συγκρίνουμε με τα μνημόνια "διάσωσης" που έχουν επιβάλλει οι ξένοι (και βασικά οι γερμανοί) στη χώρα μας.
Η Συμφωνία του
Λονδίνου
Με το
τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία βρέθηκε με μια αδύναμη οικονομία, από
την οποία έλειπε εκείνο που την χαρακτήριζε προπολεμικά, η βαριά βιομηχανία.
Επιπρόσθετα είχε την υποχρέωση να εξοφλήσει το δημόσιο χρέος που κουβαλούσε από
τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δάνεια που είχε πάρει κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου και τα δάνεια που είχε πάρει (αρπάξει) από τις διάφορες χώρες που
είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι
προφανές ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν υπήρχε περίπτωση να ανακάμψει
οικονομικά η χώρα, αφού δεν θα είχε τη δυνατότητα να παράξει επαρκές πρωτογενές
πλεόνασμα. Παρ’όλα αυτά κατάφερε να ξεπεράσει αυτά τα προβλήματα και μετά από
αρκετά χρόνια να κυριαρχεί οικονομικά στην Ευρώπη.
Το ερώτημα
είναι πώς; Η απάντηση είναι: Αρχικά χάρη στη Συμφωνία του Λονδίνου της 27ης Φεβρουάριου
του 1953.
Τι ακριβώς
προέβλεπε αυτή η συμφωνία;
Για να
πάρουμε το θέμα από την αρχή, θα πρέπει να αναφερθούμε πρώτα στην Τριμερή
Επιτροπή για το Γερμανικό Εξωτερικό Χρέος, που δημιούργησαν η Μεγάλη Βρετανία,
η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Αυτή η επιτροπή ξεκίνησε από τον Ιούνιο του 1951 – σε
συνεργασία με τη γερμανική πλευρά – την καταμέτρηση των συνολικών υποχρεώσεων
της ηττημένης πλευράς, καθώς και την έρευνα τρόπου αποπληρωμής αυτών. Επειδή οι
τρεις παραπάνω χώρες θεωρούσαν πρωταρχικό στοιχείο να καθοριστεί το ποσό που θα
μπορούσε να καταβάλλει η Γερμανία ετησίως έναντι της συνολικής της οφειλής.
Η συμφωνία
κατέληξε στην εντυπωσιακή μείωση του χρέους κατά περίπου 60% και υπογράφηκε από
τις κυβερνήσεις του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας,
της Γαλλίας, της Ελλάδας, του Ιράν, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου,
της Νορβηγίας, του Πακιστάν, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της
Νοτίου Αφρικής, του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της (ενωμένης τότε)
Γιουγκοσλαβίας.
Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο
ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο
εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα. Με τη συμφωνία τα ποσά μειώθηκαν σε 14,5 δισ. μάρκα.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των
πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική
αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων.
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας
έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό
στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές
έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και
εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Πρώτα διασφαλίστηκε ότι η Γερμανία συγχρόνως με την
αποπληρωμή του χρέους, θα μπορούσε να διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και
βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το
μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες...).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει
αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των
εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις
δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να
παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει
τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν
τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη
Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με
το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη, το σύνολο
ανήλθε στο 66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα
προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας
απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως
όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα
υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο
εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα
απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές.
Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε
γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι,
σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την
εκτέλεση [...] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια
περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη»
(σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση του χρέους
προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ικανότητα της γερμανικής οικονομίας,
λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις
εξαγωγές.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων
από τις εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σημαίνει ότι η Δυτική
Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από
τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το
χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4,2% των εσόδων της από τις εξαγωγές θα πάνε
στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και
αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε
γερμανικά μάρκα, πράγμα που σημαίνει ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε
και εκδώσει νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το
τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος).
Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια
δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ
προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ.
1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον
200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως
μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID).
Λόγω αυτών των εξαιρετικών συνθηκών, η Δυτική Γερμανία
ανέκαμψε οικονομικά πολύ γρήγορα και τελικά απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία
στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα
είναι μακράν η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη.