Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημερινό άρθρο του Π.Τσίμα στα ΝΕΑ. Συγκρίνει την Ελλάδα του σήμερα με εκείνη του 1993, παίρνοντας αφορμή από μια ομιλία του Α.Παπανδρέου και προσπαθεί να εξηγήσει/δικαιολογήσει το γιατί φτάσαμε ως εδώ χωρίς ωστόσο να αναφέρει λέξη για το κόστος των Ολυμπιακών αγώνων, τις συναλλαγές της Siemens, τις παραγγελίες όπλων και ...υποβρυχίων ξέρετε από πού! Γράφει για τη φοροδιαφυγή γιατρών, μηχανικών, δικηγόρων κλπ, αλλά λέξη γι'αυτούς που χρωστάνε τα πολλά δισ. στην εφορία. Όσο για το τελυταίο ερώτημα που θέτει, η απάντηση είναι εύκολη και είμαι σίγουρος ότι την ξέρει, άλλο αν δεν την γράφει.
Ας τον δικαιολογήσουμε λόγω του περιορισμένου χώρου που διέθετε και λόγω του ποιά εφημερίδα φιλοξενεί τα άρθρα του.
Ας τον δικαιολογήσουμε λόγω του περιορισμένου χώρου που διέθετε και λόγω του ποιά εφημερίδα φιλοξενεί τα άρθρα του.
Μια
αναπάντεχα επίκαιρη πολιτική ομιλία του 1993 επικεντρώνει στα προβλήματα της
ελληνικής οικονομίας και των στρεβλώσεων που δεν διορθώθηκαν ποτέ.
Παλιές ιστορίες. Είκοσι χρόνια
πίσω. Οικονομική κατάσταση στενή. Ταμειακά διαθέσιμα στενά, μεγάλα ελλείμματα,
βαρύ χρέος, δανεισμός με απαγορευτικά επιτόκια και μια διεθνής φιλολογία
χρεοκοπίας, που άρχιζε να βουίζει γύρω από τη χώρα. Από εκείνες τις ημέρες,
λοιπόν, φίλος ερευνητής ανέσυρε από το αρχείο, κιτρινισμένο, το κείμενο μιας
ομιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1993, λίγο μετά τις
εκλογές, προς το Υπουργικό Συμβούλιο της νέας κυβέρνησης. Ήταν η ομιλία εκείνη στην οποία διατυπώθηκε το περίφημο μότο «ή
το έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας ή η υπερχρέωση θα αφανίσει το
έθνος».
Αντιγράφω:
«Το δημόσιο χρέος έχει γονατίσει τον προϋπολογισμό του κράτους. Βλάπτεται η
εθνική οικονομία στο σύνολό της. Οι μεγάλες δανειακές ανάγκες του
προϋπολογισμού έχουν κάνει το χρήμα πανάκριβο. Τα υψηλά επιτόκια στραγγαλίζουν
τις επενδύσεις.
Οι επιχειρήσεις συρρικνώνονται,
οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους, η οικονομία στο σύνολό της
φτωχαίνει...». Ώστε τα είχαμε ξαναζήσει όλα αυτά. Τόσο πρόσφατα!
Κι έπειτα η ομιλία έθετε το
κεντρικό της ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα βρέθηκε σε δυσκολότερη θέση από τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες; Γιατί, ενώ όλες οι χώρες της Ευρώπης, ακόμη και η Γαλλία και
η Γερμανία, μετά τη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1973 είχαν χτυπηθεί και όλες
είχαν προσφύγει στην αύξηση του δημόσιου χρέους για να διαφυλάξουν το βιοτικό
τους επίπεδο, στην Ελλάδα τα πράγματα έγιναν τόσο χειρότερα και η χώρα έφτασε σε
τέτοια αδιέξοδα;
Αντιγράφω
την απάντηση, ξαφνιασμένος από την αναπάντεχη επικαιρότητά της: «Στην
εικοσαετία 1950-70 η ελληνική οικονομία προχωρώντας με ρυθμό αύξησης εθνικού
προϊόντος 7%
τον χρόνο, ταχύτερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, πραγματοποίησε ένα τεράστιο
άλμα προς τον οικονομικό εκσυγχρονισμό.
Αλλά οι κρατικοί θεσμοί δεν
παρακολούθησαν την οικονομική μεταμόρφωση. Ιδιαίτερα το φορολογικό μας σύστημα
δεν προσαρμόστηκε στις γρήγορες κοινωνικές ανακατατάξεις της ταχύρρυθμης
ανάπτυξης».
Η ανάλυση που ακολουθούσε έθετε δύο μεγάλα προβλήματα προς
διόρθωση.
Το ένα
ήταν ότι «οι διοικητικές υπηρεσίες του κράτους, πέρα από το να απορροφούν
παθητικά ένα μέρος των εργαζομένων που διαφορετικά θα έμεναν άνεργοι, δεν
κατορθώνουν να
ανταποκριθούν στις σύγχρονες αναπτυξιακές ανάγκες» - και γι’ αυτό παρήγαν απλώς
μεγάλα ελλείμματα. Και αυτό έπρεπε να αλλάξει.
Το άλλο - και
σημαντικότερο - ήταν ότι στο φορολογικό σύστημα διατηρούνταν παράλογες
φοροαπαλλαγές που κάποτε δόθηκαν ως αναπτυξιακά κίνητρα μα ο σκοπός τους
εξαντλήθηκε, ότι οι αγρότες υποφορολογούνταν, σε αναντιστοιχία με τις
δυνατότητές τους, και ότι - προπάντων - «ο φορολογικός μηχανισμός στάθηκε
ανίκανος να εντάξει στο σώμα των φορολογουμένων» τα ανερχόμενα και πληθυνόμενα
στρώματα των επαγγελματιών, των γιατρών, των μηχανικών, των δικηγόρων και των
ανθρώπων που γενικά προσφέρουν υπηρεσίες. Πρώτος και άμεσος στόχος της
κυβέρνησης - εισηγείτο ο τότε πρωθυπουργός - έπρεπε να είναι ο τερματισμός του
«καθεστώτος νόμιμης ή παράνομης αποφυγής της φορολογίας».
Θα ήταν άδικο να πει κανείς ότι στα χρόνια
που ακολούθησαν δεν έγιναν προσπάθειες μεγάλες να διορθωθούν τα προβλήματα
αυτά. Θα ήταν άδικο να πει κανείς ότι δεν έγιναν βήματα - όχι όλα σωστά, όχι
πάντα συνεπή, ούτε δίχως παλινδρομήσεις - ώστε να καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα σε
μια οικονομία που είχε κάνει άλματα και ένα θεσμικό πλαίσιο που είχε μείνει
πίσω, βήματα θεσμικού εκσυγχρονισμού. Αλλά ξαναδιαβάζοντας τα κιτρινισμένα
φύλλα εκείνης της παλαιάς ομιλίας, του 1993» είναι αδύνατον να μην αισθανθεί
κανείς ότι είναι σαν να ακούει να του μιλούν για τα σημερινά πάθη, σαν να μην
πέρασε μια μέρα.
Και αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που ζητεί
απάντηση: Πώς έπειτα από τόσες προσπάθειες, τόση συζήτηση και τόσες αυταπάτες,
κυλήσαμε ξανά στη ρίζα του βράχου, πίσω εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, με ακόμη
χειρότερα βάσανα και με τα ίδια πάνω-κάτω προβλήματα να λύσουμε;
Ζητώ συγγνώμη, αλλά
δεν θα περίμενα από καμία διακομματική εξεταστική επιτροπή της Βουλής, όση
σοφία και αν προσθέσουν στις εργασίες της οι ανεξάρτητοι ή οι χρυσαυγίτες, να
το απαντήσει το ερώτημα...
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ της 1/12/2012