Με το άρθρο του που δημοσιεύεται στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ αυτής της εβδομάδας, ο Κων. Αγγελόπουλος ασχολείται με ένα θέμα, με το οποίο κανείς από αυτούς που έπρεπε δεν ασχολείται και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα δυσμενή για τη χώρα μας αποτελέσματα που μπορεί να έχει αυτή η απάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων.
Εξωτερική πολιτική, Δεξια και Αριστερά...
Οι ηγεσίες των
κομμάτων της συγκυβέρνησης και τα δημοκρατικά κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεκολλήσουν
από τους μονόδρομους της οικονομίας και να ασχοληθούν ολίγον με τα ζητήματα
της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο τομέας αυτός που λειτουργεί υποτονικά από
το 2009, είναι φορτωμένος πλέον με μεγάλα ελλείμματα πολιτικής. Οι πολιτικές
ηγεσίες της τελευταίας διετίας φαίνεται να θεωρούν αυτά τα ελλείμματα περίπου ως αναπόφευκτες «παράπλευρες
απώλειες» στη σκηνή της οξείας οικονομικής κρίσης. Μένουν ακίνητες
λοιπόν, περιοριζόμενες σε κινήσεις διπλωματικής
ρουτίνας πιο πολύ για λόγους κάποιων «εντυπώσεων». Όμως η αδράνεια των
ελληνικών κυβερνήσεων αφήνει κενά, τα οποία ήδη επιχειρούν να εκμεταλλευτούν
κυβερνήσεις τρίτων χωρών. Αν η Ελλάδα δεν φροντίζει για την αξιοποίηση των
γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει στο περιβάλλον της, αν δεν αξιοποιεί
τη στρατηγική Θέση που κατέχει στο ευρωατλαντικό
αμυντικό σύστημα, τότε άλλοι θα κινηθούν στους χώρους που δημιουργούν τα ελληνικά
κενά. Και ήδη αυτό συμβαίνει.
Η ελληνική αδράνεια έχει
να κάνει και με κάποιες εμμονές των κυβερνήσεων που
διαχειρίζονται θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας: Η Αθήνα
συνηθίζει να υποτιμά τις επιθετικές πολιτικές που ακολουθούν απέναντί της ορισμένες βαλκανικές χώρες επειδή αυτές
θεωρούνται «μικρές» και άρα κάποιες επιθετικές κινήσεις τους δεν αξίζουν
ιδιαίτερης προσοχής. Η Αθήνα εδώ και πολλά
χρόνια υποτίμησε τις έντονες δραστηριότητες που ανέπτυξε -από τη δεκαετία
'50...- η Τουρκία στη Θράκη, περιορίζοντας τη μείζονος ενδιαφέροντος αυτή
υπόθεση σε χαμηλό επίπεδο («ρουτίνας» μυστικών υπηρεσιών και εκλογικών
«αναγκών») και με μοναδικό «οδηγό» τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Σήμερα
αυτό πληρώνεται ακριβά. Η Αθήνα υποτίμησε την τελευταία εικοσαετία τις σύνθετες
πολιτικές που ανέπτυξε στο Αιγαίο η Τουρκία, με πάγια υπερεκτίμηση της νομικής
βάσης των ελληνικών «δικαίων» σε αυτή τη θάλασσα και με πειθαρχία στην
αμερικανική θέση, ότι προέχει στην περιοχή μας η
«συνοχή» του ΝΑΤΟ, πράγμα που υπαγορεύει και την αποφυγή ελληνοτουρκικών
«εντάσεων». Η Αθήνα συστηματικά υπερτίμησε την παρελθούσα εικοσαετία τη
δυνατότητα της Τουρκίας για τη δημιουργία
όρων στρατιωτικής σύγκρουσης με τη χώρα μας κι έτσι υποχώρησε με τον
καιρό -σε κάποιες περιπτώσεις αθορύβως- σε όλα
τα
μέτωπα της τουρκικής πίεσης –προσφάτως και
στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας του
Καστελόριζου (ΑΟΖ). Η Αθήνα, για να
μην «μπλέξει», εγκατέλειψε
βιαστικά προ ετών (υπό την πίεση ΗΠΑ και Τουρκίας) κάθε σχέδιο ή σκέψη για στρατηγική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο
και μαζί άφησε τη Λευκωσία μόνη, αμυντικά ακάλυπτη -χωρίς την «ομπρέλα» των S-300- να αγωνίζεται
έκτοτε στη διεθνή σκηνή για να αποφύγει λύσεις του Κυπριακού «αλά τούρκα»,
Λόγω της ελληνικής αδράνειας η
Τουρκία έχει επιβάλει μια σειρά «απαγορεύσεις» στην Ελλάδα, τα δε Σκόπια κινούνται πλέον με εξασφαλισμένες
«φιλίες» στη διεθνή σκηνή, χωρίς να
υπολογίζουν την Αθήνα και το «Μακεδονικό» (της).
Μόλις προσφάτως - με καθυστέρηση σαράντα ετών
- η Αθήνα «αντελήφθη» ότι το τουρκικό γενικό
προξενείο στην Κομοτηνή θέλει -και καταφέρνει- να κάνει «κουμάντο» σε δύο
νομούς της Θράκης κι έτσι η κυβέρνηση …διαμαρτυρήθηκε εντόνως και αυστηρώς προς την Άγκυρα. Στο Ιόνιο, η στρατηγική παρουσία της Ελλάδας έχει εκμηδενιστεί, με την Τουρκία να έχει «εγκατασταθεί»
εκεί, πετυχαίνοντας επικερδείς γι'αυτή συμφωνίες με την Αλβανία. Και στα Τίρανα ο αλβανικός εθνικισμός θεριεύει, με την
υπόθεση της «Μεγάλης Αλβανίας» -που «πιάνει» και την Ελλάδα- να συνδέεται με μια σειρά «ανοιχτών» (ακόμη) ζητημάτων γεωστρατηγικής μεταμόρφωσης στα Βαλκάνια
Πλανώνται οικτρώς οι πολιτικές
παρατάξεις της χώρας αν νομίζουν ότι ποτέ δεν θα υποχρεωθούν να λογοδοτήσουν
στον ελληνικό λαό για την αδιαφορία που επιδεικνύουν στην υπόθεση της
υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων στα πεδία της
εξωτερικής πολιτικής.
Οι κυβερνήσεις των αστικών κομμάτων είναι γνωστές πλέον για τη νωθρότητά τους
και για την υποταγή τους στα «τετελεσμένα» που τους επιβάλλουν χρόνια τώρα ο
«ξένος παράγων» και η Άγκυρα. Αλλά τι έχει, άραγε, κατά νουν για τα ζητήματα
αυτά ο «ανερχόμενος» ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα
δεν φαίνεται να πολυσκοτίζεται για την κατάσταση των
εξωτερικών υποθέσεων της χώρας; «Έτοιμος να
κυβερνήσει», χωρίς καθαρές θέσεις και στρατηγικούς στόχους εξωτερικής
πολιτικής. Επηρεάζεται μήπως η ηγεσία του από
τους εθνοφοβικούς της Αριστερός που θεωρούν
ότι η αναζήτηση εθνικής στρατηγικής είναι πρωτίστως υπόθεση της
«Δεξιάς»; Η συνέχεια θα δείξει.