27 Οκτωβρίου 2012

Άρθρο του δρα. Κων Γρίβα στο NEXUS no 67

 Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και τεκμηριωμένο άρθρο διάβασα στο NEXUS Οκτωβρίου 2012 και το αναδημοσιεύω γιατί πιστεύω ότι τέτοιες αναλύσεις πρέπει να γίνονται κτήμα όλων.


 Ο ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑ-ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 
ΣΤΟ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΠΟΡΕΙ 
ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗ XΩPA ΜΑΣ Ο Γ’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Τα βασικά ζητήματα που απασχολούν την ευρωπαϊκή ειδησεογραφία τον τελευταίο καιρό είναι η κατάσταση στη Συρία, εν παραλλήλω με την πιθανότητα επίδεσης του Ισραήλ στο Ιράν, και η κρίση στην ευρωζώνη. Τα δύο αυτά ζητήματα θεωρούνται εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους, ωστόσο η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική...
Η κρίση της Μέσης Ανατολής υπάρχει ο φόβος ότι μπορεί να εξελιχθεί σε ανεξέλεγκτη πολεμική αντιπαράθεση, έχοντας μέσα της τα σπέρματα μιας παγκόσμιας σύρραξης. Γενικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση κάποιων επικείμενων δραματικών εξελίξεων, και πολλοί παρομοιάζουν την κατάσταση σήμερα με εκείνη που ίσχυε πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, η επικέντρωση της προσοχής μας, όσον αφορά τον κίνδυνο υποδαύλισης πολέμων μεγάλης κλίμακας, σε γεωσυστήματα όπως αυτό της Μέσης Ανατολής είναι παραπλανητική. Το σύστημα αυτό δεν 6α ήταν τόσο επικίνδυνο, αν δεν συνδυαζόταν με τη διαφαινόμενη αποδόμηση της Ευρώπης ως ενιαίας γεωπολιτικής οντότητας, την οποία είναι πιθανόν να προκαλέσει η εξορία της Ελλάδας - άμεση ή έμμεση- από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Αυτή η γεωστρατηγική διάσταση του ελληνικού ζητήματος δεν φαίνεται να έχει γίνει μέχρι στιγμής αντιληπτή. Τα θέματα της ελληνικής οικονομίας και η γενικότερη κρίση του ευρώ μελετιόνται ως καθαρά οικονομικά ζητήματα. Η όποια συζήτηση για τη «διάσωση» ή μη της ελληνικής οικονομίας και της διατήρησης της Ελλάδας στην ευρωζώνη περιορίζεται αποκλειστικώς στις οικονομικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν από την ελληνική χρεωκοπία.

Όμως το ευρώ δημιουργήθηκε για να έχει έναν πολιτικό ρόλο: αυτόν του θεμελίου που θα οδηγούσε στην πολιτική ενο-ποίηση της Ευρώπης και, κατά συνέπεια, δεν σχεδιάστηκε με οικονομοτεχνικά και νομισματικά κριτήρια ως πρωτεύοντα. Έτσι, η απόρριψη της Ελλάδας από το ευρώ ή έστω μια de facto πολιτική αποπομπή και απομόνωσή της Θα έχει ενδεχομένως δραματικές συνέπειες σε ολόκληρο τον γεωπολιτικό συνδετικό ιστό της Ευρώπης.
Ολόκληρη η προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών κρατών, που ξεκίνησε μετά το σφαγείο του Β’ Παγκο-σμίου Πολέμου, κινδυνεύει να οδηγηθεί σε ένα άλμα στο κενό. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η Ευρώπη θα επιστρέφει στη «φυσική της κατάσταση», κατά Χομπς - σε αυτήν τού «όλοι εναντίον όλων». Σε μια κατάσταση, όπου οι καταπιεσμένοι ευρωπαϊκοί εθνικισμοί θα αναγεννηθούν βίαιοι και επιθετικοί. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ξεκίνησαν από την Ευρώπη, ενώ και ο Ψυχρός Πόλεμος, που απειλούσε τον κόσμο με Θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα/επικεντρωνόταν στη Γηραιά Ήπειρο.
Αν, λοιπόν, ο συνδετικός ιστός της Ευρώπης αρχίσει να ξηλώνεται γιατί κάποιοι Ευρωπαίοι εμφορούνται από ρατσιστικά αισθήματα έναντι κάποιων άλλων Ευρωπαίων, Θα πρέπει να γνωρίζουν ότι, αργά ή γρήγορα, θα υπάρξουν συνέπειες. Συνέπειες τέτοιες, που μπορεί μέσω ενός μηχανισμού ντόμινο να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη αναβίωση των πολεμικών εντάσεων μέσα στο εσωτερικό τής μέχρι σήμερα «ενωμένης» Ευρώπης. Η ζοφερή περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας μπορεί να επαναληφθεί σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΚΟΜΒΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΔIΕΘΝΟΥΣ ΓΕΩΠΟΛIΤΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ
Ας θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να εξοριστεί εκτός ευρωζώνης (ή να καταδικαστεί να παραμείνει σε αυτή δια της συνεχιζόμενης και διευρυνόμενης εξαθλίωσης του ελληνικού λαού) και η υπόλοιπη Ε.Ε. να συνεχίσει ανενόχλητη και αλώ-βητη την πορεία της προς το μέλλον. Ακόμη και έτσι, είναι πιθανόν οι εξελίξεις στην Ελλάδα να οδηγήσουν σε τέτοιες γεωπολιτικές αναταράξεις που θα απειλήσουν τη σταθερότητα ολόκληρου του διεθνούς συστήματος.
Για να ξεκινήσουμε την ανάλυση των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν από παρόμοια εξέλιξη, Θα πρέπει αρχικώς να κατανοήσουμε ότι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί αδυνατούν πολλές φορές να αντιληφθούν το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο λειτουργούν οι όποιες επιλογές τους στον οικονομικό ή πολιτικό ή στρατιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν και να δουν τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα έχουν οι επιλογές τους αυτές οε βάθος χρόνου. Η αδυναμία αυτή οφείλεται στα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού και στο επιστημονικό παράδειγμα πάνω στο οποίο έχουν οικοδομηθεί οι μηχανισμοί λήψης πολιτικών αποφάσεων, αλλά και η επιστημονική μελέτη των Διεθνών Σχέσεων στον Δυτικό Κόσμο. Σε πολύ γενικές γραμμές, η επιστημονική προσέγγιση κάθε αντικειμένου στον νεωτερικό κόσμο της Δύσης ήταν και παραμένει η διάσπαση ίων εξεταζόμενων αντικειμένων ή φαινομένων σε όσο το δυνατόν μικρότερα κομμάτια, ώστε να μπορεί να γίνει επαρκής ανάλυση και κατανόησή τους. Με άλλα λόγια, η ανάγκη για υψηλή εξειδίκευση. Το ευρύτερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο αυτά τα κομμάτια λειτουργούν και αποκτούν υπόσταση, αγνοείται ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, υποβαθμίζεται. Επίσης, στο πλαίσιο της διάκρισης των επιστημών, που αποτελεί ένα άλλο από τα πολιτισμικά θεμέλια της Δύσης, τα οι-κονομικά ζητήματα αντιμετωπίζονται αποκλειστικώς ως τέτοια και αγνοούνται ή υποβαθμίζονται οι γεωπολιτικές τους συνέπειες. Εάν, όμως, Θεωρήσουμε το διεθνές σύστημα ως μια οργανική και αδιαίρετη ενότητα, η διάκριση μεταξύ οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών παραμέτρων είναι αντιεπιστημονική και παραπλανητική. Είναι θέμα χρόνου οι οικονομικές εξελίξεις να έχουν και πολιτικές συνέπειες, και αυτές, με τη σειρά τους, στρατιωτικές.
Επιπροσθέτως, στο γνωστικό πλαίσιο της μελέτης των Διεθνών Σχέσεων, τα επιμέρους γεωσυστήματα του παγκόσμιου συστήματος θεωρούνται ως αυτόνομες ή, έστω, ημιαυτόνομες γεωπολιτικές ενότητες και οι όποιες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους γίνονται με μηχανικό τρόπο, χωρίς να υπολογίζονται οι διάχυτες συνέπειες επιμέρους δράσεων σε όλο το
εύρος και βάθος του διεθνούς συστήματος. Ακόμη, η ανάγνωση και η μελέτη των διεθνών ζητημάτων είναι μονοχρονική και όχι πολυχρονική. Δηλαδή, υπάρχει η τάση να αναλύονται τα ζητήματα του τώρα χωρίς να εξετάζεται ούτε το παρελθόν, δηλαδή το ιστορικό τους πλαίσιο, ούτε το μέλλον, δηλαδή η προοπτική τους.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εξετάσουμε το ζήτημα της Ελλάδας μέσα σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο τις οικονομικές, αλλά και τις γεωστρατηγικές συνέπειες από τη διαφαινόμενη «εξορία» της Ελλάδας από την Ευρώπη.
Κατ’ αρχάς, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι συνέπειες στο εσωτερικό της Ελλάδας δεν θα είναι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές. Και με αυτό δεν εννοούμε μόνο την αναπόφευκτη εξαφάνιση του σημερινού status quo στην εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας, αλλά και την πιθανή ριζική αλλαγή του γεωπολιτικού της προσανατολισμού. Με άλλα λόγια, ενδέχεται να αποδειχθούν ιδιαίτερα αισιόδοξοι όσοι, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας, πιστεύουν ότι τυχόν έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα περιοριζόταν εκεί. Κατά την άποψη του γράφοντος, το πιο πιθανόν είναι η αντίδραση των Ελλήνων σε βάθος χρόνου να είναι τόσο έντονη, που η Ελλάδα δεν θα μπορεί να διατηρηθεί μέσα στην Ευρώπη. Ίσως, βέβαια, παραμείνει τυπικώς στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών και ευρωατλαντικών θεσμών, θεωρώντας όμως τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη ως εχθρούς της. Δεδομένης, δε, της ζύμωσης της Ε.Ε. με τους υπόλοιπους θεσμούς του Δυτικού Κόσμου, η αντιστροφή του ευρωπαϊκού της προσανατολισμού θα συμπαρασύρει και τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΔΑΙΜΟΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 
 Αυτό δεν είναι κάτι που ενδέχεται να συμβεί, ή να μη συμβεί, σε κάποιο μακρινό μέλλον. Ήδη εντοπίζονται τάσεις στην ελλη-νική κοινωνία που την ωθούν να αναστρέφει τον γεωπολιτικό προσανατολισμό των τελευταίων δεκαετιών προς την Ενωμένη Ευρώπη. Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αισθάνεται βαθιά πίκρα και οργή για τη στάση των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Ακόμη και όσοι εκ των Ελλήνων πολιτών θεωρούν ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας (ή ακόμη και ο ίδιος ο ελληνικός λαός) φέρουν την κύρια ευθύνη για τα σημερινά μας προβλήματα, δεν μπορούν να παραβλέψουν τα ρατσιστικά και ανορθολογικά στερεότυπα, με τα οποία μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης αντιμετωπίζει την Ελλάδα.
'Ενα μεγάλο, δε, ποσοστό του ελληνικού λαού θεωρεί ότι τα εξευτελιστικά σχέδια «σωτηρίας» που επιβάλλονται από τους Ευρωπαίους στη Ελλάδα αποσκοπούν στην κατάρρευση της χώρας και στο συνεπακόλουθο ξεπούλημα του εθνικού της πλούτου σε διάφορα ισχυρά οικονομικά κέντρα. Ακόμη, μια ολοένα και αυξανόμενη ομάδα πιστεύει ότι οι ρίζες αυτού του σχεδίου εντοπίζονται ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν με την είσοδο του ποταμού των ευρωπαϊκών κονδυλίων επιδιώχθηκε η κατάκτηση της Ελλάδας δια του χρήματος, η διάλυση της ντόπιας αγροτικής παραγωγής, της βιομηχανίας και της δυνατότητας εγχώριας εκμετάλλευσης των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πόρων, έτσι ώστε να έλθουν αύριο κάποιοι και να αγοράσουν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί.
Ας μην μπει κανείς στον κόπο να αφορίσει αυτές τις αντιλήψεις ως αφελείς Θεωρίες συνωμοσίας.
Στην πραγματικότητα, όσον αφορά τον ρόλο τους στον μελλοντικό προσανατολισμό της Ελλάδας, δεν έχει απολύτως καμία σημασία εάν έχουν έστω και έναν κόκκο αντικειμενικής αλήθειας. Το γεγονός παραμένει ότι ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού τις πιστεύει. Και το τμήμα αυτό είναι πολύ πιο φορτισμένο συναισθηματικά από τα «ψύχραιμα» και «νηφάλια» τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που τις απορρίπτει. Άρα, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να επιβάλει τις απόψεις αυτές σε βάθος χρόνου και στην επίσημη πολιτική της χώρας.
Με άλλα λόγια, η δαιμονοποίηση της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους (και δυστυχώς με τον όρο αυτόν αναφερόμαστε κατ στους ευρωπαϊκούς λαούς και όχι μόνο στις ευρωπαϊκές ηγεσίες) οδηγεί νομοτελειακά και σε δαιμονοποίηση της Ευρώπης από τους Έλληνες, ιδιαίτερα δε στις νέες γενεές. Η δαιμονοποίηση αυτή των Ευρωπαίων στην ελληνική κοινή συνείδηση ενδέχεται, μάλιστα, να είναι πολύ περισσότερο έντονη και συναισθηματικά φορτισμένη από ό,τι εκείνη των Ελλήνων από τους Ευρωπαίους για μια σειρά από λόγους που δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστούν πληρέστερα.
Αρκεί να αναφέρουμε τη βαθιά αίσθηση ανωτερότητας που χαρακτηρίζει σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων όσον αφορά τη σχέση τους με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη, η οποία δημιουργεί τοξικό μείγμα με μια παράλληλη αίσθηση περί διαρκών ταπεινώσεων, προδοσιών, λεηλασιών και αποικιακού τύπου αντιμετώπισης που υπέστη το νεότερο ελληνικό κράτος από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, από τη γέννησή του. Η αίσθηση αυτή είχε περάσει προσωρινά στο περιθώριο, χάρη στην προοπτική της ενσωμάτωσης της Ελλάδας σε μια μεγάλη, πραγματικά ενωμένη και αδιαίρετη Ευρώπη. Οι Έλληνες ήταν ίσως ο λαός που περισσότερο είχε πιστέψει στο ευρωπαϊκό όνειρο και τώρα βγαίνει βιαίως από το όνειρο αυτό, για να ξυπνήσει στον εφιάλτη της απόρριψης από την υπόλοιπη Ευρώπη, της ταπείνωσης, της εξοντωτικής φτώχιας και της έλλειψης προοπτικών για τις επόμενες γενεές.
Έτσι, λοιπόν, αν ο ελληνικός λαός ξεπεράσει τα όρια των ανοχών του στην εντεινόμενη εξαθλίωση, τότε το γεγονός αυτό θα έχει και άλλες συνέπειες. Η Ελλάδα θα πάψει να θεωρεί τον εαυτό της ευρωπαϊκή χώρα, θα αντιμετωπίσει τους υπόλοι-πους Ευρωπαίους ως εχθρούς της και θα γεννηθεί στην ελληνική κοινωνία ένα βαθύ αντι-ευρωπαϊκό - αντιδυτικό μίσος, που θα κάνει τον οξύ αντι-αμερικανισμό της ελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του ’70 να μοιάζει με θερμό αδελφικό συ-ναίσθημα.
Για την ακρίβεια, αυτό το μίσος ήδη γεννιέται μέσα στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα στις νεότερες γενεές.
Και επειδή κάθε δράση φέρνει αντίδραση, αυτή η μετα-ευρωπαϊκή Ελλάδα, αργά ή γρήγορα, θα απαντήσει σε αυτό που θα θεωρεί εκστρατεία εξαθλίωσης και κατάκτησής της. Τα τελευταία υπολείμματα και εφεδρείες του σημερινού πολιτικού συστήματος θα σαρωθούν και στην εξουσία θα έλθουν δυνάμεις που θα στηρίζουν την πολιτική τους επιβίωση στην οξεία αντι-ευρωπαϊκή ρητορική και πρακτική. Η Ελλάδα δεν Θα έχει πια τίποτε να χάσει ή, έστω, θα νομίζει κάτι τέτοιο.
Η μελέτη των Διεθνών Σχέσεων έχει απορρίψει εδώ και πολλά χρόνια τις δοξασίες ότι οι επιλογές των διεθνών δρώντων γίνονται αποκλειστικώς με ορθολογικά κριτήρια. Οι νεότερες προσεγγίσεις δίνουν μεγάλη έμφαση στην ψυχολογία του βάθους και στη συστημική δυναμική, η οποία έχει τη δική της λογική και οδηγεί τους επιμέρους δρώντες σε ανορθολογικές ή ακόμη και αυτοκαταστροφικές επιλογές, έστω και αν αυτές εμφανίζονται σαν μια διαδοχή «αναπόφευκτων» ορθολογικών αποφάσεων.
Ο γράφων πιστεύει ακράδαντα ότι μια μελλοντική εξαθλιωμένη Ελλάδα {είτε αυτή έχει παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, είτε έχει εξοριστεί από αυτήν) ενδέχεται να κυριευτεί από έναν νέο «αρνητικό» στρατηγικό γεωπολιτικό προσανατολισμό, αντίθετο αυτού που ίσχυε μέχρι σήμερα. Δηλαδή, μετά την κατάρρευση του ονείρου της συμμετοχής σε μια πραγματικά ενωμένη και ενιαία Ευρώπη, η επόμενη κυρίαρχη κατάσταση στην Ελλάδα ενδέχεται να είναι το πώς θα προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στην Ευρώπη, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα της- Ή, για την ακρίβεια, επιλέγοντας αναγνώσεις της βέλτιστης στρατηγικής για την κάλυψη των συμφερόντων της που θα βλάπτουν σοβαρά την Ευρώπη.
Βέβαια, μπορεί κάποιος να αντιτάξει στο σενάριο αυτό το επιχείρημα ότι, ακόμη και έτσι, τι μπορεί να κάνει η «μικρή και ασήμαντη Ελλάς», ώστε να βλάψει τα ισχυρά έθνη της Δύσης; Η απάντηση είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια τόσο κρί-σιμη γεωστρατηγική 0έοη, που μπορεί να καταστρέφει ολόκληρη τη μετα-ψυχροπολεμική στρατηγική ασφάλειας και να απειλήσει ακόμη και με το ξέσπασμα του Γ Παγκοσμίου Πολέμου. Ας δούμε πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο.
Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στο γεωπολιτικό κέντρο του πλανήτη, εκεί που τέμνονται, ενώνονται, συνεπιδρούν και συνδυάζονται οι γεωπολιτικές «ώσεις» που έρχονται από την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου θα περιοριστούμε στο να εξετάσουμε το πώς ο αρνητικός έναντι της Ευρώπης και της Δύσης γεωπολιτικός προσανατολισμός της Ελλάδας μπορεί να συνδυαστεί με την περίπτωση της Ρωσίας και τις σχέσεις της τελευταίας με τη Δύση, εν παραλλήλω με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΥΣΗΣ-ΡΩΣΙΑΣ ΘΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Η Ρωσία αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο όσον αφορά τις σχέσεις της με τη Δύση, αλλά μετά από μια σύντομη άνοιξη, φαίνεται πως η καχυποψία αυξάνει εκ νέου. Η κατάσταση ενδέχεται να καταστεί mo προβληματική, δεδομένων των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Συγκεκριμένα, αν το καθεστώς Άσαντ καταρρεύσει, ιδιαίτερα μάλιστα εάν έχει προηγηθεί στρατιωτική παρέμβαση της Δύσης, τότε η Μόσχα θα χάσει τη σημαντικότερή της βάση στην Ανατολική Μεσόγειο και θα ενταθεί το αίσθημα γεωπολιτικής ασφυξίας που είναι ενδημικό στη ρωσική πολιτική σκέψη. Έτσι, νομοτελειακά, θα ενισχυθούν οι τάσεις για προσέγγιση της Ελλάδας, ώστε η Μόσχα να εξασφαλίσει τη γεωστρατηγική της παρουσία στη Μεσόγειο (κάτι που αποτελεί διαχρονικό όνειρο και κομβικό στοιχείο της ρωσικής γεωστρατηγικής, ανεξαρτήτως του πολιτικού ενδύματος με το οποίο ενδύεται το ρωσικό κράτος).
Η δε μεταευρωπαϊκή Ελλάδα που εξετάσαμε πιο πάνω θα είναι πανέτοιμη να προχωρήσει σε αυτή την στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία, αποσκοπώντας και σε ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή της οικονομική βοήθεια, είτε με χρήματα είτε με πρώτες ύλες, είδη πρώτης ανάγκης, όπλα κ.λπ. Μάλιστα, η μετα-ευρωπαϊκή Ελλάδα ενδέχεται να προτείνει από μόνη της με πιεστικό τρόπο συνεργασία με τη Ρωσία, όχι μόνο για να προωθήσει τα συμφέροντα της, αλλά και για να βλάψει αυτά της Δύσης.
Βέβαια, αυτή η συνεργασία Ελλάδας και Ρωσίας, ακόμη και αν επεκταθεί σε συμμαχία και σε παραχώρηση βάσεων σε ελληνικό έδαφος (και δεν αναφερόμαστε πλέον στο αναιμικό σχέδιο της Σύρου, αλλά για κάτι πολύ μεγαλύτερο), δεν είναι κατ' ανάγκη μια αρνητική εξέλιξη για τη Δυτική γεωστρατηγική. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να προωθήσει και Δυτικά (αμερικανικά) συμφέροντα.
Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει για τη μετα-ευρωπαϊκή Ελλάδα και τη μετα-ελληνική Ευρώπη. Όπως προαναφέρθηκε, τα πάντα διασυνδέονται και αλληλεπιδρούν. Έτσι, η εξορία από την ευρωζώνη της Ελλάδας ή η εξαθλίωση και η οικονομική της υποδούλωση για να παραμείνει μέσα σε αυτήν, θα έχουν συνέπειες και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, κυρίως δε σια Βαλκάνια. Πολλές βαλκανικές χώρες, όπως είναι η Βουλγαρία και η Σερβία ή ακόμη και η Ρουμανία, είναι πολύ πιθανόν να αρχίσουν να βλέπουν με αυξανόμενο σκεπτικισμό την ευρωπαϊκή τους προοπτική και, κατά συνέπεια, να περιοριστούν στο εσωτερικό τους οι δυνάμεις που προωθούν την ενίσχυση των σχέσεων με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, και να ενισχυθούν εκ νέου οι δυνάμεις που προωθούν την ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία. Άρα, προκύπτει η πολύ σοβαρή πιθανότητα η ρωσική επιρροή σια Βαλκάνια εν συνόλω να ενισχυθεί δραστικά. Σε αυτή την περίπτωση, οι πιθανές αντιδράσεις από πλευράς της Δύσης είναι οι ακόλουθες:
• Να μην κάνουν τίποτε.
• Να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τις δυτικόφιλες δυνάμεις μέσα στο εσωτερικό των βαλκανικών χωρών με διάφορες ενέργειες, πιθανώς και με κάποια «πορτοκαλί» πραξικοπήματα και «επαναστάσεις», παρόλο που η δυναμική τους έχει μειωθεί πια πολύ, σε σχέση με το παρελθόν.
• Να προσπαθήσουν, ως αντισταθμιστική ενέργεια, να ενισχύσουν τις χώρες που είναι δυτικόφιλες στην περιοχή, ή που εμφανίζονται σαν τέτοιες. Όπως είναι η Αλβανία, τα Σκόπια και η Τουρκία.
• Να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο ή στην Ασία ένα αντίβαρο στην ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια. Έτσι, μπορεί να ενισχύσουν την πίεση προς τη Ρωσία στην περιοχή των Βαλτικών Δημοκρατιών ή στον Καύκασο και την Κασπία. Ιδιαίτερα στο Αζερμπαϊτζάν.
• Να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την Ελλάδα να προβεί σε παρόμοια ενέργεια, κόβοντας αυτή τη δυναμική εν τη γενέσει της
Και οι πέντε λύσεις έχουν τους κινδύνους και τους περιορισμούς τους. Το να μην κάνουν τίποτε φαντάζει ως μια μετριο-παθής επιλογή. Ωστόσο, μπορεί να περάσει το μήνυμα στη Μόσχα ότι η Δύση είναι αδύναμη - άρα, να ωθήσει τη Ρωσία να ενισχύσει περαιτέρω τις πιέσεις της σε σημεία που θεωρεί κρίσιμης σημασίας για την ασφάλειά της, όπως είναι η Βαλτική.
Αυτή η πιθανή ρωσική αντίληψη για αδυναμία της Δύσης μπορεί να ενισχυθεί και από μια σειρά από άλλους παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η διακηρυγμένη γεωστρατηγική Ομπάμα, η οποία θέτει πλέον ως επίκεντρο του γεωπολιτικού προσανατολισμού των ΗΠΑ τον Ειρηνικό, τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα τα δρώμενα στο δυτικό άκρο της Ευρασίας.
Ένας άλλος είναι η ενισχυόμενη παρακμή των στρατιωτικών ικανοτήτων της Δύσης, που τείνει να πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας, τη στιγμή που η Ρωσία έχει ξεκινήσει ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο ενίσχυσης του στρατεύματός της με όπλα νέας τεχνολογίας.
Τα ευρωπαϊκά στρατεύματα περιορίζονται οε σημείο εξαφανίσεως, ενώ οι ΗΠΑ έχουν βυθιστεί στον βάλτο των αντι-αν- τάρτικων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τα όπλα και οι ικανότητες που αναπτύσσουν ελάχιστες έως καθόλου εφαρμογές να ωχριούν μπροστά σε έναν αναγεννημένο Ρωσικό Στρατό στην Ευρώπη. Μετά δε την οικονομική κρίση, οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ έχουν υποστεί περαιτέρω τσεκούρωμα, σε αντίθεση με την κεϋνσιανή λογική που υποτίθεται ότι έχει υιοθετήσει η προεδρία Ομπάμα, με αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να οδηγούνται σε δραματικά χαμηλά επίπεδα ισχύος.
Όλα αυτά υπονομεύουν εκ βάθρων την ίδια την έννοια της αποτροπής στην Ευρώπη και, αν τα γεωστρατηγικά δρώμενα αλλάξουν, όπως φαίνεται ότι ήδη συμβαίνει, και ο ανταγωνισμός Δύσης-Ρωσίας αναγεννηθεί, μπορεί να οδηγηθούμε σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις, ιδιαίτερα αν προκύψει κάποιας μορφής ένταση στα Βαλκάνια. Όπως, δε, υποστηρίζει αυτό το άρθρο, η αλλαγή γεωπολιτικού προσανατολισμού της Ελλάδας μπορεί να συμβάλει δραστικά στην αναγέννηση αυτού του ανταγωνισμού.
Αν, τώρα, η Δύση προσπαθήσει να δημιουργήσει αντίβαρα σε άλλα σημεία του πλανήτη, θα ενισχύσει το αίσθημα της υπό πολιορκία χώρας που χαρακτηρίζει τη Ρωσία και τότε αυτή θα αντιδράσει περισσότερο. Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση ενίσχυσης δυτικόφιλων χωρών μέσα στα Βαλκάνια. Ιδιαίτερα, δε, με την περίπτωση της Τουρκίας. Επιπροσθέτως, η αναγόρευση σε αμερικανικά προκεχωρημένα φυλάκια κάποιων μικροσκοπικών χωρών των Βαλκανίων, όπως είναι η Αλβανία και τα Σκόπια, που έχουν ανοικτούς λογαριασμούς με τους γείτονές τους, μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω τριβές με αυτούς τους γείτονες που 6α συμπαρασύρουν και τις μεγαλύτερες «προστάτιδες» δυνάμεις. Φανταστείτε, για παράδειγμα, μια μελλοντική Αλβανία που θα πιστεύει αφελώς ότι βρίσκεται υπό την πανίσχυρη αμερικανική φτερούγα {όπως πίστευε και η Γεωργία το 2008...) να υιοθετήσει κάποια επιθετική πολιτική έναντι της Ελλάδας ή της Σερβίας, με αυτές να έχουν συνάψει κάποια στρατηγική συμφωνία με τη Μόσχα...
Όσον, δε, αφορά τις πιθανότητες ανατροπής μέσα στην Ελλάδα παρόμοιων γεωστρατηγικών επιλογών υπέρ της στενής ελληνορωσικής συνεργασίας, αυτές κατά τον γράφοντα δεν υφίστανται καν ούτε σε θεωρητικό επίπεδο, αν τα πράγματα ακολουθήσουν την πορεία που έχουν σήμερα και γεννηθεί η φανατισμένη μετα-ευρωπαϊκή Ελλάδα του μέλλοντος.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Ελλάδα αυτή δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση με την Ελλάδα του Καραμανλή το 2008. Μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική χώρα, που θα είναι βυθισμένη στη φτώχεια, την εξαθλίωση και την έλλειψη προοπτικών. Για μια χώρα όπου το βαθύ μίσος κατά της Δύσης θα έχει πάρει πλέον κυρίαρχη πολιτική υπόσταση και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει το νέο πολιτικό σύστημα θα είναι να οικειοποιηθεί το μίσος αυτό, αν όχι να το φουντώσει, ενώ η Ρωσία θα εμφανίζεται σαν ο από μηχανής θεός.
Η Δύση δεν θα έχει καμία δυνατότητα να ανατρέψει παρόμοια κατάσταση. Και αν στο παρελθόν η δυτική στρατηγική μπορούσε πάντοτε να ελπίζει στην «τελική λύση** του στρατιωτικού πραξικοπήματος, στο μέλλον ο στρατός θα είναι μάλλον ένας από τους παράγοντες που θα ωθήσουν σε αυτή τη γεωπολιτική αλλαγή πλεύσης, ιδιαίτερα όσο τα νέα στελέχη θα παίρνουν τη θέση των παλαιών.
Παρεμπιπτόντως, μπορεί η Ρωσία να θελήσει για τους δικούς της λόγους να μην προχωρήσει σε κανενός είδους στρα-τηγική σχέση με την Ελλάδα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα ξαναγίνει φιλοδυτική. To πιο πιθανό είναι να κινηθεί προς ακόμη πιο ιδιόρρυθμες και επιθετικές επιλογές όσον αφορά τη σύναψη συμμαχιών και συνεργασιών, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, η εξέταση του οποίου ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου.

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΝΤΕΙΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΥΣΗΣ-ΡΩΣΙΑΣ
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια ενδέχεται να συνδυαστούν με αυτές στη Μέση Ανατολή. Άποψη του γράφοντος είναι ότι τα γεγονότα στη Συρία και το Ιράν, και η περιβόητη «Αραβική Άνοιξη» αποτελούν ένα γεωπολιτικό μέγεθος ενιαίο και αδιαίρετο με το ζήτημα της Ελλάδας και της πολιτικής συνοχής της Ευρώπης.
Για παράδειγμα, τυχόν επίθεση στη Συρία θα ενισχύσει τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή και, κατά συνέπεια, θα ενισχύσει και τη διαρκή καχυποψία και εχθρότητα της Μόσχας
προς την Τουρκία. Άρα, θα ενισχυθεί η τάση της ρωσικής γεωστρατηγικής να βρει τρόπο να τιθασεύσει την τουρκική επέ-κταση και, στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανόν να εντείνει τις προσπάθειές της να συνάψει κάποιας μορφής στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα, διασπώντας έτσι και τη φυσική συνέχεια της Ευρώπης με το γεωσύστημα της Μέσης Ανατολής και τοποθετώντας τον εαυτό της σφήνα στο Αιγαίο.
'Οσον αφορά δε το Ιράν, αν δεχθεί άμεσα επίδεση ή αν χτυπηθεί το συμμαχικό προς την Τεχεράνη καθεστώς Άσαντ στη Συρία, ενδέχεται να αντιδράσει με λογική «έμμεσης στρατηγικής». Έτσι, είναι πιθανόν να προσπαθήσει να αποδομήσει την αρχιτεκτονική των συμμαχιών που έχουν συναφθεί από τους γείτονες του, ώστε να το περικυκλώσουν και να το αδρανοποιήσουν. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής μπορεί να αντεπιτεθεί όχι ενάντια στο Ισραήλ, αλλά εναντίον των μουσουλμανικών αραβικών χωρών γύρω από αυτό, τις οποίες θεωρεί βασικό στοιχείο των πολεμικών υποδομών εναντίον του. Άλλωστε, έχει ήδη απειλήσει ότι θα προσβάλει στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε μουσουλμανικές χώρες, αν δεχθεί επίθεση. Έτσι, θα αποφύγει να εμπλακεί σε έναν επικίνδυνο πόλεμο με το Ισραήλ κατ θα ασκήσει και πιο αποδοτικά πλήγματα στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής.
Μια χώρα που πιθανώς θα τεθεί στο στόχαστρό του είναι το Αζερμπαϊτζάν, δεδομένου ότι το τελευταίο έχει ενταχθεί πλέον στην ισραηλινή αντιβαλλιστική αρχιτεκτονική. Το Ιράν είναι πιθανόν να θεωρήσει το Αζερμπαϊτζάν ως το μαλακό υπογάστριο της δυτικής γεωστρατηγικής αρχιτεκτονικής στην περιοχή, γιατί βρίσκεται μέσα στον ζωτικό χώρο της Ρωσίας, ενώ δημιουργεί εδώ και πολύ καιρό προβλήματα στη Μόσχα έχοντας εξελιχθεί σε φυλάκιο της Δύσης στην περιοχή. Επιπροσθέτως, εξοπλίζεται υπέρμετρα και απειλεί την Αρμενία, επιδιώκοντας να πάρει τη ρεβάνς για τον πόλεμο του 1988, που οδήγησε στην κατάληψη του Ναγκόρνο Καραπάγ από τους Αρμενίους και την απόσχισή του από το Αζερμπαϊτζάν.
Αυτή τη ρεβάνς, όμως, δεν μπορεί να την επιτρέψει η Μόσχα, της οποίας η Αρμενία είναι πολύτιμος σύμμαχος. Έτσι, τυχόν επίθεση του Ιράν, ας πούμε με μπαράζ βαλλιστικών πυραύλων, εναντίον του Αζερμπαϊτζάν, θα ωθήσει το τελευταίο να ζητήσει κάλυψη από τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες θα ενισχύσουν την στρατιωτική τους παρουσία εκεί, γεγονός που θα θεωρηθεί από τη Ρωσία ως επιθετική ενέργεια εναντίον της. Άρα, θα προκύψει επικίνδυνη ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ Ρωσίας. Οι πρώτες θα αναγκαστούν να πάρουν κάποια μέτρα για να την περιορίσουν, τα οποία θα αποδυναμώσουν τη συμμαχία των χωρών γύρω από το Ιράν, ενώ το τελευταίο εν παραλλήλω θα βρει ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε να ενισχύσει τις σχέσεις του με τη Μόσχα και να διασπάσει τον γεωπολιτικό κλοιό που θα προκύψει αν το συμμαχικό καθεστώς Άσαντ πάψει να υφίσταται.
Επιπροσθέτως, η δυναμική της ρωσοϊρανικής προσέγγισης ενδέχεται να ενισχυθεί και από τον κοινό φόβο για την Τουρ-κία και τον ρόλο της στην κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, ιδιαίτερα αν αυτή κλιμακωθεί σε στρατιωτική ενέργεια.
ν κατακλείδι, βλέπουμε ότι προκύπτει μια ευρύτερη δυναμική που μπορεί να οδηγήσει σε εκ νέου έντονο ανταγωνισμό Ρωσίας και Δύσης. Και στο σημείο αυτό εισέρχεται στην εξίσωση η Ελλάδα, που απειλεί να παραλάβει αυτήν την ένταση από τον χώρο της Μέσης Ανατολής και την Κασπία, και να τη μεταφέρει στην Ευρώπη. Πώς;
Μα δηλώνοντας την πρόθεσή της να συνεργαστεί στενά με τη Ρωσία, ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, κατεβάζοντας τη ρωσική άρκτο στο Αιγαίο, κόβοντας τη συνέχεια Ευρώπης- Μέσης Ανατολής, αντιστρέφοντας την ευρωπαϊκή-δυτική πορεία των βαλκανικών χωρών, επανατοποθετώντας τη Ρωσία στον πυρήνα των εξελίξεων στη Βαλκανική Χερσόνησο και ωθώντας τις ΗΠΑ και τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες σε «αντισταθμιστικές» κινήσεις σε περιοχές όπως η Βαλτική, απειλώντας με περαιτέρω αποσταθεροποίηση το παγκόσμιο σύστημα.
Και μιλάμε για μια Ελλάδα, η οποία αν και θα είναι ξεκάθαρα και απόλυτα αντι-ευρωπαϊκή, ενδέχεται να παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., αποδυναμώνοντας σημαντικά τις δυνατότητες έγκαιρης συλλογικής αντίδρασης της Συμμαχίας, σε περίπτωση έντασης μεταξύ Ρωσίας και κάποιων δυτικών ευπαθών χωρών, όπως είναι οι Δημοκρατίες της Βαλτικής και, κατά συνέπεια, περιορίζοντας σημαντικά τον αποτρεπτικό ρόλο της Συμμαχίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Είναι σίγουρο ότι θα πραγματοποιηθούν όλα τα παραπάνω; Φυσικά και όχι. Για την ακρίβεια, είναι υποθέσεις που λίγες πιθανότητες έχουν να συμβούν στην πραγματικότητα. Όμως αποτελούν εκφάνσεις ενός αποδομητικού φαινομένου που βρί-σκεται σήμερα υπό εξέλιξη στην παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας. Το φαινόμενο αυτό προκύπτει, κατά την άποψη του γράφοντος, από την προσπάθεια των βορειοευρωπαϊκών χωρών να καταστρέψουν με αυτοκαταστροφική εμμονή τις τιτάνιες προσπάθειες που έγιναν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την υπέρβαση των ευρωπαϊκών εθνικισμών και τη δημιουργία μιας γεωπολιτικής οντότητας που θα λεγόταν Ευρώπη, εν παραλλήλω με μια σειρά από τεράστιας κλίμακας και μεγάλης πολυπλοκότητας ανατροπές στο γειτονικό με την Ευρώπη γεωσύστημα της Μέσης Ανατολής.
Κομβικό ρόλο και στα δύο γεωσυστήματα παίζει η Ελλάδα. Η καταστροφή της ευρωπαϊκής διάστασης της ελληνικής γεω-πολιτικής ταυτότητας, την οποία προωθεί σήμερα η υπόλοιπη Ευρώπη δια της «εξαγνιστικής» λιμοκτονίας που έχει επιβάλει στη χώρα μας, απειλεί να δημιουργήσει σε βάθος χρόνου μια νέα μετα-ευρωπαϊκή Ελλάδα, εμφορούμενη από έντονα αντιδυτικά αισθήματα, οι γεωπολιτικές επιλογές της οποίας μπορεί να οδηγήσουν σε ακραίες αναταράξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έγιναν γιατί η Ευρώπη αδυνατούσε να λειτουργήσει ως ολότητα και ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε από τα Βαλκάνια. Όχι από τη Μέση Ανατολή, την Κίνα, τον Αρκτικό Ωκεανό, την Ινδία ή τη Βόρειο Κορέα. Από τα Βαλκάνια.


* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας είναι ειδικός σε Θέματα γεωπολιτικής ανάλυσης και πολεμικών τεχνολογιών. Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
GreekBloggers.com