Τώρα πια, όλοι ξέρουμε ότι η χρεοκοπία δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Όλα τα κράτη έχουν ή θα μπορούσαν να έχουν χρεοκοπήσει. Για τους δικούς τους λόγους τα συστημικά ΜΜΕ παρουσιάζουν την ελληνική χρεοκοπία του 2010 (αν και δεν την ονομάζουν χρεοκοπία, έτσι ώστε να μπορούν να την επισείουν ως ...επερχόμενο κίνδυνο) ως κάτι πρωτοφανές! Όμως η Ελλάδα ξεκίνησε να χρεοκοπεί πριν ακόμα γίνει κράτος.
Το παρακάτω άρθρο* παρουσιάζει τις πρώτες χρεοκοπίες της χώρας μας, κατά τα πρώτα 50 χρόνια της νεότερης ιστορίας της, μετά την απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό.
Από το 1826 έως το 2015, η Ελλάδα έχει χρεωκοπήσει 6 φορές, δηλαδή λιγότερες από τις 7 φορές της Γερμανίας (χρεωκοπίες κρατιδίων του 1807, 1812, 1813, 1814, 1850, χρεωκοπίες ομοσπονδιακού κράτους του 1932 και του 1939 με στάση πληρωμών λόγω πολέμου), με συνέπεια η νέα της χρεοκοπία το 2010 να μην αποτελεί παράδοξο φαινόμενο για τους ανθρώπους που μελετούν προσεκτικά την οικονομική εξέλιξη των διαφόρων χωρών. Κατά την διάρκεια αυτών των 190 ετών η Ελλάδα αφιερώνει συνολικά σχεδόν έναν αιώνα, αναδιαρθρώνοντας και αποπληρώνοντας τα εξωτερικά της χρέη, εφαρμόζοντας οικονομικές πολιτικές ανασυγκρότησης και αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονίζοντας χωρίς θεαματικά αποτελέσματα το κράτος.
Πρώτη
Αναδιάρθρωση
Η μεγάλη
επανάσταση του 1821 χρηματοδοτείται από τους τραπεζίτες του Λονδίνου, χάρη στις
πιέσεις που ασκούν ο Λόρδος Βύρων και το Φιλελληνικό Κομιτάτο, σε συνδυασμό με
τις παρασκηνιακές ενέργειες του τότε φιλελεύθερου Υπουργού Εξωτερικών George Canning. To 1824 οι επαναστάτες
δέχονται το πρώτο δάνειο των £800.000, με επιτόκιο 8,5%, το οποίο προσφέρεται
στο επενδυτικό κοινό με δημόσια εγγραφή στο 59% της ονομαστικής αξίας, αφενός
μεν λόγω υψηλού κινδύνου και αφετέρου για να δελεάσει τους ριψοκίνδυνους
επενδυτές. Το 1825 εκδίδεται το δεύτερο ύψους £2.000.000, το οποίο προσφέρεται
στο 55,5% για τους ίδιους λόγους, ενώ στους υποψήφιους αγοραστές των ελληνικών
ομολόγων δίδονται εξασφαλίσεις με ενέχυρο τα έσοδα του ελληνικού κράτους και
ολόκληρη την δημόσια περιουσία, όπως και υποσχέσεις για μεγάλα περαιτέρω κέρδη
από τις παρακρατήσεις.
Αδυναμία αποπληρωμής
Όμως μόλις μία
διετία μετά την πρώτη έκδοση, το 1826, η επαναστατική κυβέρνηση δηλώνει
αδυναμία αποπληρωμής, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων έχει δαπανηθεί
στις εμφύλιες συγκρούσεις, αλλά και σε ναυπηγήσεις νέων πολεμικών σκαφών. Η
επιτροπή των ομολογιούχων που αξιολογεί την διάθεση των πόρων από τα δάνεια,
αποκαλύπτει τον Οκτώβριο του 1826, μία θλιβερή περιπέτεια σπατάλης και καταστροφικής
διαχείρισης των χρημάτων, αδυνατώντας όμως να επιρρίψει ευθύνες σε συγκεκριμένα
πρόσωπα. Οι ανησυχίες των τραπεζιτών που εντείνονται από τους φόβους της πτώσης
της Ελλάδας στα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ και την συνεπακόλουθη
απώλεια των δανείων, καλλιεργούνται έντεχνα και από τους φιλέλληνες, με
συνέπεια στις 20 Οκτωβρίου του 1827, οι Προστάτιδες και αργότερα Μεγάλες
Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) να καταστρέψουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο
Ναυαρίνο, διασφαλίζοντας για την Ελλάδα την ανεξαρτησία της και διασώζοντας τα
δάνεια του Λονδίνου.
Νέο δάνειο
Το εξωτερικό
χρέος αναδιαρθρώνεται με απαγόρευση δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές του
εξωτερικού για 53 χρόνια και με το πρωτόκολλο της 7ης Μαΐου του 1832 μεταξύ της
Βαυαρίας και των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων, χορηγούνται στον νεοπαγή ελληνικό
θρόνο 60 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα, με παράλληλη περικοπή του παλαιού
εξωτερικού χρέους της χώρας σε £2,6 εκατομμύρια, όπου το ποσόν ισούται με το
κατά 16,285% μειωμένο ονομαστικό χρέος, αλλά και την νέα πίστωση. Η δανειακή
σύμβαση συνομολογείται μεταξύ των Προστάτιδων Δυνάμεων και της Βαυαρίας ερήμην
της Ελλάδας, την οποία όμως δεσμεύει. Σε δραχμές ανέρχεται σε 66 εκατομμύρια με
επιτόκιο 5% και προσφέρεται σε δημόσια εγγραφή στο 96%, αποδίδοντας 57
εκατομμύρια, από τα οποία 47,7 καταβάλλονται για τόκους, χρεολύσια, χρέη, έξοδα
και την εξαγορά μέρους της Φθιώτιδας ενώ το υπόλοιπο των 9,3 εκατομμυρίων
διατίθεται για τις ένοπλες δυνάμεις.
Δεύτερη
Αναδιάρθρωση
Κατά την θερινή
περίοδο του 1863 η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει στις ευρωπαϊκές τράπεζες τα
τοκοχρεολύσια των παλαιότερων δανείων, πλην όμως ο εξωτερικός δανεισμός δεν
έχει αξιοποιηθεί σε υποδομές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά σε
εμφύλιες συγκρούσεις και χρηματοδοτήσεις κομματικών παραγόντων και
προστατευόμενων των ανακτόρων. Τα ετήσια τοκοχρεολύσια φθάνουν τότε τα 7
εκατομμύρια δραχμές και ισοδυναμούν με το 50% των συνολικών τακτικών εσόδων του
ελληνικού κράτους που μόλις πλησιάζουν σε ετήσια βάση τα 16 εκατομμύρια, εκμηδενίζοντας
κάθε περιθώριο για χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ και τα μέτρα
λιτότητας των αρχών του 1863 δεν αποδίδουν.
Τον Ιούνιο του
1863, η κυβέρνηση ενημερώνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι αδυνατεί να
καταβάλει το ποσό των οφειλών της και προσπαθεί να διαπραγματευθεί νέο δάνειο
από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), ώστε να αποπληρώσει μέρος των
παλαιότερων, συναντώντας όμως κατηγορηματικές αρνήσεις. Η αδυναμία αποπληρωμής
των τοκοχρεολυσίων του δανείου των 60.000 χρυσών γαλλικών φράγκων ή £2,6
εκατομμυρίων, που έχει αξιοποιηθεί σε
μεγάλο μέρος για την αποπληρωμή των προηγούμενων δύο βρετανικών ομολογιακών
δανείων, οδηγεί την μικρή χώρα στην πτώχευση με το συνολικό της χρέος να
εγγίζει το 243% του ΑΕΠ.
Η επανάσταση της
3ης Σεπτεμβρίου
Με την
αναγκαστική υπογραφή ενός σκληρού και εξοντωτικού μνημονίου μεταξύ της
ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών στις 2 Σεπτεμβρίου, την επομένη ξεσπά η
γνωστή επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου που καταλήγει αναίμακτα στην κατάργηση
της απολυταρχικής μοναρχίας και την δημιουργία νέου συντάγματος που κατοχυρώνει
την βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Όμως και στην
περίπτωση αυτή, οι Έλληνες, παρά τα δεινά και την οικονομική δυσπραγία που
προκαλούν τα μέτρα, αποκτούν καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. στοιχείο
που δημιουργεί τότε πολλές ελπίδες για τον εκσυγχρονισμό και την ανάκαμψη της
χώρας. Μάλιστα μία επταετία αργότερα, το 1850, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα
(με την έννοια της αγοραστικής δύναμης), αυξάνεται στο 65% του αντίστοιχου της
Γαλλίας.
Έκτακτες δαπάνες
Η χώρα, που
αντιμετωπίζει στο διάστημα αυτό και αρκετές έκτακτες δαπάνες, αναγκάζεται να
περιορισθεί στην μικρή εσωτερική κεφαλαιαγορά της και για να αποκτήσει επειγόντως
κεφάλαια σε ορισμένες περιπτώσεις προσφεύγει σε κάθε είδους δημοσιονομικές
επινοήσεις και τεχνάσματα, με επαχθείς όρους παρά τις μεγάλες εγγυήσεις που
παρέχονται από το δημόσιο. Αν και οι δανειακές ανάγκες παραμένουν σε σχετικά
χαμηλά επίπεδα, σταδιακά αυξάνονται με την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος να καλύπτει
το μεγαλύτερο μέρος τους, αλλά με επιτόκιο που είναι διπλάσιο σε σχέση με το
μέσο επιτόκιο των αγορών χρήματος εκείνης της εποχής.
Όμως τα
μεγαλεπήβολα σχέδια για την νέα ελληνική πρωτεύουσα, την πόλη των Αθηνών, που
αρχικά έχει έναν πληθυσμό μόλις 5.000 κατοίκων (1839), με πολλά πολυδάπανα έργα
ανάπλασης, αλλά και η άτυχη εμπλοκή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1854,
στο πλευρό της Ρωσίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με στόχο την ενσωμάτωση
της Θεσσαλίας, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση.
Παραχωρήσεις και
διαπραγματεύσεις
Μετά την
αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του 1860, το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει για
μία φορά ακόμα το πρόβλημα της αδυναμίας εξυπηρέτησης των χρεών του δημοσίου. Όμως
η κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη και οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας,
γνωρίζουν πως οι κάτοχοι των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στο εξωτερικό δεν
πρόκειται να συναινέσουν σε αναπροσαρμογή και αναδιάρθρωση των ελληνικών χρεών
χωρίς νέες παραχωρήσεις και προσπαθούν να διαπραγματευθούν την σύναψη νέων
δανειακών συμβάσεων χωρίς επιτυχία.
Ακολουθούν
απεγνωσμένες προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης στις αρχές Ιουνίου του 1862 υπό
τον γηραλέο πρώην ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη, αλλά το προτεινόμενο υπουργικό
συμβούλιο, αρνείται να προχωρήσει σε νέα έκτακτα μέτρα και σχηματίζεται η
βραχύβια κυβέρνηση - υπό τον Ιωάννη (Γενναίο) Κολοκοτρώνη έως τις 10 Οκτωβρίου,
οπότε και υποχρεώνεται ο Όθων σε παραίτηση.
Νέος μονάρχης
Η επαναστατική
εθνοσυνέλευση της τριανδρίας Κωνσταντίνου Κανάρη, Δημητρίου Βούλγαρη και
Μπενιζέλου Ρούφου (με πρωθυπουργό τον Βούλγαρη) επιχειρεί χωρίς επιτυχία να
φέρει ως νέο μονάρχη τον υιό της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας
Αλφρέδο, σε μία προσπάθεια να αποσπάσει και την εύνοια των τραπεζιτών του
Λονδίνου, αλλά συναντά την σθεναρή αντίσταση της κυβέρνησης των φιλελευθέρων
του Λόρδου Palmerston, μετά
από οχληρές αντιδράσεις της βασίλισσας Βικτωρίας. Τον Φεβρουάριο του 1863 η
διορισμένη από την εθνοσυνέλευση κυβέρνηση υπό τον Αριστείδη Μωραϊτίνη, δηλώνει
αδυναμία πληρωμών και σχηματίζεται νέα υπό τον ανώτατο δικαστικό Ζηνόβιο Βάλβη.
Ένα μήνα αργότερα, στις 18 Μαρτίου καταφθάνει ως νέος μονάρχης, ο Δανός
πρίγκηπας Γουλιέλμος (Γεώργιος I) του Schleswig-Holstein-Sonderburg-Glücksburg, με την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Εκχώρηση εξουσίας
Οι τότε
πολιτικοί, για να απεμπλακούν από την ευθύνη μίας νέας σειράς δυσβάστακτων
μέτρων, εκχωρούν άτυπα την εξουσία στον επίσης ανώτατο δικαστικό και πρόεδρο
της εθνοσυνέλευσης Διομήδη Κυριάκο, που σχηματίζει κυβέρνηση στις 27 Μαρτίου,
υπογράφοντας τα διατάγματα των περιοριστικών μέτρων νέου μνημονίου σε αναλογία
με τα προηγούμενα του 1863. Στις 29 Απριλίου η εθνοσυνέλευση ορίζει νέο
πρωθυπουργό, τον Μπενιζέλο Ρούφο, για την αναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού
χρέους, που ολοκληρώνεται τελικά από την επόμενη κυβέρνηση του Δημητρίου
Βούλγαρη (25 Οκτωβρίου 1863-5 Μαρτίου 1866).
Η νέα κυβέρνηση
αιτείται τον Ιανουάριο του 1866 την αναβολή των αποπληρωμών των δόσεων των ετών
1861, 1862 και 1863, όπως και να μην απαιτηθούν αυξήσεις στις ελάχιστες ετήσιες
αποπληρωμές για μία πενταετία. Επίσης ζητά να επιτραπεί η διοχέτευση ποσού
900.000 χρυσών γαλλικών φράγκων (166 δραχμές ισούνται με 1 χρυσή δραχμή ή 1
χρυσό γαλλικό φράγκο), δηλαδή £36.000, σε ετήσια βάση για την εξυπηρέτηση των
υποχρεώσεων από τις ομολογιακές εκδόσεις του 1826 και του 1825.
Η άρνηση
Μετά από μερικούς
μήνες οι Μεγάλες Δυνάμεις συναινούν στα δύο πρώτα ελληνικά αιτήματα, αν και
στην τρίτη επιμένουν στη προνομιούχο θέση τους στο εγγυημένο δάνειο με βάση την
δανειακή σύμβαση του 1832 που ορίζει άμεση χρέωση στα έσοδα του ελληνικού
δημοσίου, θυσιάζοντας τα συμφέροντα των ομολογιούχων των δανείων του 1826 και
του 1825. Μάλιστα ο τότε Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών και αργότερα
πρωθυπουργός, ο φιλελεύθερος Λόρδος John Russell, παρατηρεί πως
όσον αφορά το τρίτο ελληνικό αίτημα, οι Εγγυήτριες Δυνάμεις είναι πεπεισμένες
πως το καλύτερο μέσον για την αναβάθμιση της αξιοπιστίας του ελληνικού δημοσίου
στην διεθνή αγορά πιστώσεων έγκειται στην χρηστή διοίκηση της χώρας, στην
εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών προσαρμογών, χωρίς όμως να
αποποιηθούν την προνομιούχο θέση τους, όπως ορίζεται από την σύμβαση του 1832.
Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να απεμπολήσουν τα συμφέροντά τους προς όφελος
των ομολογιούχων του 1826 και του 1825.
Ο τελικός συμβιβασμός
Ο τελικός
συμβιβασμός με τους δανειστές προβλέπει την παροχή πρόσθετων εξασφαλίσεων για
το εγγυημένο δάνειο και αποδέχεται την ελληνική πρόταση για την υποθήκευση του
ενός τρίτου των εσόδων από τους δασμούς της Ερμούπολης στην Σύρο.
Για να δελεάσει
τους Έλληνες, ώστε να αποδεχθούν χωρίς αντιδράσεις τον Δανό πρίγκηπα στην θέση
του νέου μονάρχη, η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Λονδίνου προτείνει να τερματίσει
το καθεστώς προτεκτοράτου στα Επτάνησα, ώστε να ενσωματωθούν στην ελληνική
επικράτεια. Επιπλέον οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία,
Ρωσία), επιχορηγούν τον ελληνικό θρόνο με £ 12.000 σε ετήσια βάση, δηλαδή
300.000 χρυσά γαλλικά φράγκα, ποσόν που χρησιμοποιείται για να καλύψει μέρος
της ελάχιστης ετήσιας δόσης των 900.000 γαλλικών φράγκων για την εξόφληση των
χρεών, μειώνοντας δηλαδή κατά ένα τρίτο τα ετήσια τοκοχρεολύσια του ελληνικού
δημοσίου. Αναμφίβολα η τελική λύση διευκολύνει δραστικά το ελληνικό δημόσιο,
που πέραν της οικονομικής ελάφρυνσης, αυξάνει εδαφικά και την ελληνική επικράτεια.
Η Λατινική Ένωση
Για να
σταθεροποιήσει πάντως το νόμισμα, η εθνικιστική κυβέρνηση Κουμουνδούρου
εισέρχεται μία πενταετία μετά την κρίση στην Λατινική Ένωση, αν και γενικά
ορισμένες κινήσεις των επόμενων ελληνικών κυβερνήσεων προσκρούουν στις οικονομικές
πολιτικές αυτής της πρώτης μικρής ευρωπαϊκής νομισματικής ζώνης. Έχει
προηγηθεί, στις 10 Απριλίου του 1867, η έγκριση από το ελληνικό κοινοβούλιο του
νόμου ΣΔ' για την ένταξη της χώρας στην νομισματική ένωση.
Το 1878
επιτυγχάνεται η πολυπόθητη τελική αναδιάρθρωση που βασίζεται στην έκδοση νέου
ομολογιακού δανείου ύψους £1.000.000 σε αντικατάσταση των ομολογιών των δανείων
του 1826 και του 1825 με επιτόκιο 5% και διαγραφή όλων των οφειλών από τόκους,
με ταυτόχρονη ακύρωση όλων των ομολογιών των δύο επαναστατικών δανείων. Η
αιτιολογία που προβάλλεται από τους δανειστές για την ευνοϊκή ρύθμιση των
ελληνικών χρεών εστιάζεται στο γεγονός ότι η ελληνική επικράτεια είναι μόλις το
ένα τρίτο των επαναστατημένων περιοχών του 1825 που έχουν αξιοποιηθεί για την εγγύηση
των δανείων και από την στιγμή που τα υπόλοιπα δύο τρίτα κατέχονται ακόμα από
τους Οθωμανούς, θεωρείται πρακτικά ανέφικτη η αποπληρωμή του συνόλου τους.
Παράλληλα η είσοδος στην Λατινική Ένωση διευκολύνει την σταθεροποίηση του
χρηματοπιστωτικού συστήματος.
*του Γεώργιου Ζ.
Ηλιόπουλου (Hellenic Nexus, Τεύχος 115)