Όπως αναμενόταν, η τεχνική συμφωνία
οριστικοποιήθηκε και κατ’ αυτό τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για το κλείσιμο της
2ης αξιολόγησης στο Eurogroup της 22ας Μαΐου. Το κλίμα, άλλωστε, είχε διαμορφωθεί εδώ και αρκετές
ημέρες. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ντάισελμπλουμ είχε εμφανισθεί κατηγορηματικός
στο Ευρωκοινοβούλιο και μάλιστα είχε αναλάβει και σχετική δέσμευση.
Στο ίδιο μήκος
κύματος εξέπεμπε και η Κομισιόν. Με παρέμβαση του Μοσχοβισί, μάλιστα, είχε
παρακαμφθεί το εμπόδιο με τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ. Ο δε Γιούνκερ είχε
δηλώσει πως υπάρχει ένα όριο στην πίεση που οι δανειστές πρέπει να ασκούν στην
ελληνική κοινωνία και κυβέρνηση. Είχε υπογραμμίσει όχι μόνο ότι είναι εναντίον
των μεγάλων περικοπών στις συντάξεις, αλλά και ότι πρέπει να περιγραφούν τα
μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Αναμφίβολα, το
γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα (4,2% έναντι στόχου 0,5%) έπαιξε τον ρόλο του
για να βελτιωθεί το κλίμα στους κόλπους της Ευρωζώνης έναντι της Αθήνας.
Επίσης, έδωσε ένα επιχείρημα αντίστασης στις υπέρμετρες απαιτήσεις του ΔΝΤ για
πρόσθετα μέτρα λιτότητας. Και τώρα που η 2η αξιολόγηση κλείνει και αίρεται η
αβεβαιότητα, η προσοχή στρέφεται στον λογαριασμό που συνοδεύει το κλείσιμο. Και
ο λογαριασμός είναι επώδυνος.
Η άλλη όψη του υπερπλεονάσματος
Δεν είναι, όμως,
επώδυνος μόνο ο λογαριασμός για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης (περικοπή
συντάξεων, αφορολόγητου κλπ). Είναι βαρύ και το τίμημα για να προκύψει το
υπερπλεόνασμα. Η πρόσθετη άντληση πάνω από έξι δις ευρώ από μία αφυδατωμένη
οικονομία είναι σαν να αντλεί κάποιος μεγάλες ποσότητες αίματος από έναν
αδύναμο άνθρωπο που με δυσκολία σέρνει τα πόδια του. Με άλλα λόγια, πέρα από το
δυσβάσταχτο κόστος για την κοινωνία, το γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα
υπονόμευσε καίρια την προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να ορθοποδήσει και να
εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης.
Εκτός αυτού, όπως
επιβεβαιώνει και κοινοτικός παράγοντας, προσφέρει ένα ισχυρό επιχείρημα στο
Βερολίνο, το οποίο δεν έχει τυπικά παραιτηθεί από την απαίτησή του για
πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για μία δεκαετία (μετά το 2018). Στην πραγματικότητα,
όμως, αυτή η απαίτηση έχει εγκαταλειφθεί. Εξ ου και η σχετική δήλωση του
Ντάισελμπλουμ στο Ευρωκοινοβούλιο.
Η ίδια πηγή
διευκρινίζει ότι ο Σόιμπλε θα χρησιμοποιήσει την απαίτησή του για δεκαετία ως
διαπραγματευτικό όπλο, ώστε να εξασφαλίσει τουλάχιστον την πενταετία. Το πιο
σημαντικό, όμως, είναι ότι με το υπερπλεόνασμα για το 2016 αποδυναμώνεται η
πίεση που το ΔΝΤ ασκεί στο Βερολίνο και ευρύτερα στην Ευρωζώνη για πολύ
μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα (ζητάει 1,5% του ΑΕΠ).
Στο σημείο αυτό
είναι χρήσιμο να υπογραμμισθεί ότι η προβαλλόμενη από την κυβέρνηση Τσίπρα
ικανότητα για συγκέντρωση υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος έχει και δεύτερη
συναρτώμενη παρενέργεια. Υπονομεύει καίρια το επιχείρημα και της Αθήνας και του
ΔΝΤ ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές
υποχρεώσεις της και ως εκ τούτου είναι αναγκαία και αναπόφευκτη η γενναία
ελάφρυνση του χρέους.
Είναι ενδεικτικό
ότι αυτές τις ημέρες, δύο φορές ο Σόιμπλε μίλησε για το ελληνικό χρέος. Δεν
επανέλαβε μόνο την άρνησή του να αποφασισθούν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα
για την ελάφρυνσή του, που θα εφαρμοσθούν από το 2019. Δήλωσε, επίσης, ότι η
βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εξετασθεί, αφού προηγουμένως η Ελλάδα έχει
εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις. Τα δε μέτρα ελάφρυνσης θα ληφθούν μόνο και εφόσον
οι δανειστές κρίνουν ότι είναι αναγκαία. Με άλλα λόγια, έστω και για
διαπραγματευτικούς λόγους, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο και να μη ληφθούν.
Υπενθυμίζουμε ότι
ο πρωθυπουργός δεσμεύθηκε δημοσίως ότι εάν στις αρχές του 2019 δεν έχουν
αρχίσει να εφαρμόζονται τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, δεν
πρόκειται να εφαρμοσθούν τα πρόσθετα μέτρα που απαίτησε το ΔΝΤ και αποδέχθηκε η
κυβέρνησή του (περικοπές στις συντάξεις το 2019 ύψους 1,8 δισ και μείωση του
αφορολόγητου το 2020 που θα αποφέρει στο δημόσιο ταμείο επίσης 1,8 δισ).
Διελκυστίνδα για το χρέος
Αυτή η διαφωνία,
ωστόσο, αφορά το μέλλον και όχι το παρόν. Σήμερα το κρίσιμο είναι η κατάληξη
της διελκυστίνδας μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ για την περιγραφή ή όχι των
μεσοπρόθεσμων μέτρων. Αυτό το βήμα είναι αναγκαίο για να μπορέσει τόσο το
Ταμείο, όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να χαρακτηρίσουν το ελληνικό
χρέος βιώσιμο. Το μεν ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, η δε ΕΚΤ
για να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Εδώ ακριβώς
βρίσκεται η ουσία και στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός ότι
το ελληνικό πρόβλημα έχει εμπλακεί στον γερμανικό προεκλογικό αγώνα δεν
διευκολύνει τα πράγματα. Η Μέρκελ έχει αυτοεγκλωβισθεί από τη ρητορική της,
αλλά περισσότερο από την ανελαστική ρητορική του Σόιμπλε. Από την άλλη πλευρά,
όμως, και η καγκελάριος και ο υπουργός της έχουν αυτοεγκλωβισθεί και
αντιστρόφως.
Έχοντας
αναγορεύσει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόβλημα ως εγγύηση για την
έγκριση των δανειακών συμβάσεων, σήμερα είναι κατά μία έννοια όμηροι των
απαιτήσεων του Ταμείου. Η Λαγκάρντ προσπαθεί να βοηθήσει, αλλά οι πιέσεις που
δέχεται από το Συμβούλιο, αλλά και από την Ουάσιγκτον δεν της αφήνουν πολλά
περιθώρια ελιγμών.
Παρόλα αυτά, πηγή
στις Βρυξέλλες εκτιμά ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επιτευχθεί
συμβιβασμός, επειδή δεν συμφέρει ούτε τη μία ούτε την άλλη πλευρά ένα ναυάγιο.
Η Μέρκελ θέλει “και την πίττα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο”. Επειδή, όμως, αυτό
δεν γίνεται, θα βρει μία συμβιβαστική λύση, ώστε τόσο η ίδια, όσο και η
Λαγκάρντ να μην αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα.
Για την κυβέρνηση
Τσίπρα το κρίσιμο ζήτημα είναι το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης να ανοίξει τον
δρόμο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο προαναφερθέν πρόγραμμα ποσοτικής
χαλάρωσης. Δικαιολογημένα πιστεύει ότι αυτό θα στείλει ένα μήνυμα στις αγορές
και στους υποψήφιους επενδυτές ότι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, έστω και εάν
επιχειρήσεις και νοικοκυριά στενάζουν από την έλλειψη ρευστότητας, από την
υπερφορολόγηση κλπ.
Στο μνημονιακό μονοπάτι
Στο Μαξίμου
πιστεύουν πως αυτή είναι η μοναδική πολιτική διέξοδός τους. Η τακτική του
Μητσοτάκη να ανατρέψει την κυβέρνηση με “γιουρούσι”, προκαλώντας πρόωρες
εκλογές, έχει αποτύχει. Αυτό, όμως, δεν είναι προοπτικά πολύ παρήγορο για τον
Τσίπρα και το κόμμα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην καταρρέει, αλλά χάνει συνεχώς
εκλογικό έδαφος. Ακόμα και όσοι πολίτες τον ψήφισαν είναι σε συντριπτικό βαθμό
δυσαρεστημένοι με την κυβερνητική πολιτική.
Από την άλλη
πλευρά, όμως, η ΝΔ ναι μεν κερδίζει εκλογικό έδαφος, αλλά δεν έχει αναπτύξει
πολιτική δυναμική, με την έννοια ότι δεν έχει πείσει πως μπορεί να επιλύσει το
πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά.
Εξαιρώντας τους σκληρούς πυρήνες της εκλογικής πελατείας των δύο μεγάλων
κομμάτων, οι υπόλοιποι ψηφοφόροι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η αλλαγή κυβέρνησης
δεν πρόκειται να τους απαλλάξει από τη μνημονιακή λιτότητα. Με άλλα λόγια
θεωρούν πως η επάνοδος των “γαλάζιων” στην εξουσία δεν θα άλλαζε ουσιαστικά τα
πράγματα. Ο Μητσοτάκης, άλλωστε, δεν έχει κρύψει πως θα συνεχίσει να βαδίζει
στο ίδιο μνημονιακό μονοπάτι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
καταρρέει και επειδή υπάρχει ένας παράγοντας αδράνειας στην εκλογική
συμπεριφορά των κεντροαριστερών ψηφοφόρων του, παρότι η πολιτική σχέση που
έχουν μαζί του είναι σχετικά χαλαρή. Ο σημαντικότερος λόγος, όμως, είναι ότι
αυτή η κατηγορία ψηφοφόρων κατά κανόνα δεν επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ, ούτε
καταφεύγει στο Ποτάμι ή στην Ένωση Κεντρώων.
Εκλογικός μετεωρισμός
Ο λόγος είναι
απλός. Εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ κυρίως λόγω των Μνημονίων. Σήμερα, είναι
δυσαρεστημένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ακριβώς εφαρμόζει μνημονιακές πολιτικές.
Δεν έχουν, λοιπόν, κανένα λόγο να βρουν εκλογική στέγη σε κόμματα, τα οποία
επαγγέλλονται το ίδιο μονοπάτι. Επειδή, λοιπόν, δεν βλέπουν να υπάρχει
αξιόπιστη αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη με προοπτική εξουσίας, οι
κεντροαριστεροί (και όχι μόνο) βρίσκονται κατά κανόνα σε κατάσταση εκλογικού
μετεωρισμού. Η κατάσταση αυτή διαμορφώνει μία ασταθή ισορροπία.
Η ιδιότυπη αυτή
πολιτική ατμόσφαιρα εκ των πραγμάτων αφήνει περιθώρια κινήσεων στην κυβέρνηση.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η προσδοκία της αγοράς ότι μετά και την
ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, η επικράτηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας
και ηρεμίας θα δώσει μία ανάσα στη δοκιμαζόμενη πραγματική οικονομία. Μέσα σ’
αυτό το περιβάλλον, δεν έχει περιθώρια επιτυχίας η τακτική της ΝΔ που συνεχίζει
να πιέζει για πρόωρες εκλογές, προσπαθώντας να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση.
Η γραμμή της “αριστερής παρένθεσης” έχει ουσιαστικά ναυαγήσει.
Παρόλα αυτά, δεν
πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει τραυματισθεί πολιτικά και
ότι ο εκλογικός ορίζοντάς της είναι σκοτεινός. Είναι αληθές ότι με το κλείσιμο
της 2ης αξιολόγησης αγοράζει πολιτικό χρόνο. Το πόσο χρόνο θα αγοράσει θα
εξαρτηθεί από τη συνοχή και την αντοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των
153, η οποία, προς το παρόν, δείχνει ότι αντέχει.
Ο βολικός σύντροφος Τσίπρας
Επίσης, παίζει
ρόλο και το γεγονός ότι τα αφεντικά της Ευρωζώνης δεν θέλουν να εξωθήσουν τα
πράγματα στα άκρα. Έχουν πεισθεί ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αποφασισμένη να
εφαρμόσει το 3ο Μνημόνιο, επειδή θεωρεί ότι μόνο με φυγή προς τα εμπρός έχει
ελπίδες να σταθεροποιηθεί στην εξουσία. Πιστεύουν, λοιπόν, ότι αυτή η επιλογή
του Έλληνα πρωθυπουργού τους φέρνει σ’ αυτή τη φάση στην ίδια πλευρά.
Από αυτή την
άποψη, θεωρούν ότι έτσι όπως τελικώς διαμορφώθηκαν τα πράγματα (μετά το
δημοψήφισμα, μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, μετά τις εκλογές του
Σεπτεμβρίου 2015 και μετά το έστω και καθυστερημένο κλείσιμο των αξιολογήσεων),
ο Τσίπρας είναι ο καταλληλότερος να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αυτή αποστολή.
Γι’ αυτό και όσο θα εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο τόσο θα τον επαινούν δημοσίως για
τη στροφή του προς τον “ρεαλισμό”.
Σύμφωνα με
αξιόπιστες πληροφορίες, σ’ αυτή τη φάση τον προτιμούν ακόμα και στο Βερολίνο.
Πρώτον, επειδή θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καλύτερες πολιτικές προϋποθέσεις για
να περνάει τα πακέτο των επώδυνων μέτρων, χωρίς ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις.
Δεύτερον, επειδή έτσι εδραιώνεται στην ελληνική κοινή γνώμη το δόγμα πως το
Μνημόνιο είναι μονόδρομος.
Εκτός αυτού, η
Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπη με μείζονος σημασίας πολιτικές προκλήσεις και δεν
έχει συμφέρον να αναζωπυρώσει την ελληνική κρίση. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε το Brexit, ως αποκορύφωμα των εκδηλώσεων
αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε οκτώ ημέρες θα κριθεί και η μάχη
της Γαλλίας. Μπορεί ο Μακρόν να είναι το φαβορί, αλλά την οριστική απάντηση θα
την δώσει μόνο η κάλπη.
Όλα αυτά
δημιουργούν πολιτικό χώρο για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του, αλλά δεν
αλλάζουν τη βασική πολιτική παράμετρο, η οποία και θα διαμορφώσει το εκλογικό
αποτέλεσμα όταν θα έρθει η ώρα της κάλπης. Η ιστορία μάς διδάσκει πως από ένα
χρονικό σημείο και πέρα, οι ψηφοφόροι σταματούν να συγκρίνουν συμπολίτευση και
αντιπολίτευση. Σταδιακά αρχίζει να κυριαρχεί το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου.
Με άλλα λόγια επικρατεί το δόγμα “να φύγει η κυβέρνηση και ας έλθει
οποιοσδήποτε”.
Το δόγμα αυτό το
είδαμε πριν 10 χρόνια, όταν η ΝΔ του Καραμανλή έχανε έδαφος στις δημοσκοπήσεις,
αλλά το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που δεν έπειθε, έχανε
περισσότερο! Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, κυριάρχησε το σύνδρομο της
αρνητικής ψήφου που έστειλε τους “πράσινους” στην εξουσία με 44%!