Ανάμεσα στα πολλά λάθη που έκαναν οι εκπρόσωποι των δανειστών, τα οποία επέβαλαν στις μνημονιακές κυβερνήσεις κι εκείνες τα εφάρμοσαν χωρίς εξέταση ή/και αντίλογο, είναι ότι προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους της χώρας μας και να καταστεί δυνατή η εξυπηρέτησή του, θα έπρεπε να περικοπεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα των δημοσίων δαπανών.
Η περικοπή των δημοσίων δαπανών όμως δεν αποτελεί λύση στην προσπάθεια συγκράτησης ή/και μείωσης του δημοσίου χρέους, έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις η αύξησή του οφείλεται, εν μέρει, στην αύξησή των δαπανών αυτών. Πολλοί συγκρίνουν τη διαχείριση εσόδων-εξόδων ενός κράτους με εκείνη ενός νοικοκυριού. Η δυναμική τους όμως δεν είναι ίδια, αφού δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την μακροοικονομία με την οικιακή οικονομία. Η δυναμική του χρέους εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες: το επίπεδο των πρωτογενών ελλειμμάτων, καθώς και –το βασικότερο- τη διαφορά ανάμεσα στο ύψος των επιτοκίων και τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Αν ο ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από το ύψος των επιτοκίων, το χρέος αναγκαστικά θα αυξηθεί, καθώς η διαφορά των απαιτουμένων τόκων από τον (μικρότερο) ρυθμό ανάπτυξης οδηγεί στην ανάγκη να καλυφθεί το έλλειμμα αυτό από δανεισμό. Κατ’αυτόν τον τρόπο, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, διογκώθηκε το χρέος των χωρών που προσχώρησαν στη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη «επανάσταση» και στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων που ακολούθησαν ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ.
Αλλά ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας δεν είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες δαπάνες: βραχυπρόθεσμα, οι σταθερές δημόσιες δαπάνες περιορίζουν το εύρος των υφέσεων (πρόκειται για «αυτόματους σταθεροποιητές»), ενώ μακροπρόθεσμα, οι επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες (παιδεία, υγεία, έρευνα, υποδομές...) τονώνουν την ανάπτυξη. Δεν ισχύει ότι τα δημόσια ελλείμματα αυξάνονται μαζί με το δημόσιο χρέος και ότι, αντιστρόφως, η μείωση του ελλείμματος οδηγεί στη μείωση του χρέους. Αν η μείωση των ελλειμμάτων αποτελματώνει την οικονομική δραστηριότητα, το χρέος θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο. Οι φιλελεύθεροι σχολιαστές υπογραμμίζουν πως όταν, στη δεκαετία του 1990, ορισμένες χώρες (ο Καναδάς, η Σουηδία, το Ισραήλ) προχώρησαν σε δραστικές δημοσιονομικές προσαρμογές, γνώρισαν εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό όμως είναι δυνατό, μόνο όταν η προσαρμογή αφορά μία και μοναδική χώρα η οποία γρήγορα κερδίζει έδαφος, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, έναντι των άλλων χωρών. Αυτό που προφανώς ξεχνούν οι οπαδοί της ευρωπαϊκής δομικής προσαρμογής είναι ότι οι σημαντικότεροι πελάτες των ευρωπαϊκών χωρών είναι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή οι ίδιοι οι ανταγωνιστές τους. Η Ε.Ε., συνολικά, δεν είναι ιδιαιτέρως ανοιχτή στον έξω κόσμο. Μια ταυτόχρονη και δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή ύφεση και περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.
Για να αποτραπεί η κοινωνική και πολιτική καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, είναι απαραίτητο τουλάχιστον να διατηρηθεί το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας (επιδόματα ανεργίας, αναπηρίας, στέγασης...), με προσπάθεια να βελτιωθεί. .
Η περικοπή των δημοσίων δαπανών όμως δεν αποτελεί λύση στην προσπάθεια συγκράτησης ή/και μείωσης του δημοσίου χρέους, έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις η αύξησή του οφείλεται, εν μέρει, στην αύξησή των δαπανών αυτών. Πολλοί συγκρίνουν τη διαχείριση εσόδων-εξόδων ενός κράτους με εκείνη ενός νοικοκυριού. Η δυναμική τους όμως δεν είναι ίδια, αφού δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την μακροοικονομία με την οικιακή οικονομία. Η δυναμική του χρέους εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες: το επίπεδο των πρωτογενών ελλειμμάτων, καθώς και –το βασικότερο- τη διαφορά ανάμεσα στο ύψος των επιτοκίων και τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Αν ο ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από το ύψος των επιτοκίων, το χρέος αναγκαστικά θα αυξηθεί, καθώς η διαφορά των απαιτουμένων τόκων από τον (μικρότερο) ρυθμό ανάπτυξης οδηγεί στην ανάγκη να καλυφθεί το έλλειμμα αυτό από δανεισμό. Κατ’αυτόν τον τρόπο, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, διογκώθηκε το χρέος των χωρών που προσχώρησαν στη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη «επανάσταση» και στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων που ακολούθησαν ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ.
Αλλά ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας δεν είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες δαπάνες: βραχυπρόθεσμα, οι σταθερές δημόσιες δαπάνες περιορίζουν το εύρος των υφέσεων (πρόκειται για «αυτόματους σταθεροποιητές»), ενώ μακροπρόθεσμα, οι επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες (παιδεία, υγεία, έρευνα, υποδομές...) τονώνουν την ανάπτυξη. Δεν ισχύει ότι τα δημόσια ελλείμματα αυξάνονται μαζί με το δημόσιο χρέος και ότι, αντιστρόφως, η μείωση του ελλείμματος οδηγεί στη μείωση του χρέους. Αν η μείωση των ελλειμμάτων αποτελματώνει την οικονομική δραστηριότητα, το χρέος θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο. Οι φιλελεύθεροι σχολιαστές υπογραμμίζουν πως όταν, στη δεκαετία του 1990, ορισμένες χώρες (ο Καναδάς, η Σουηδία, το Ισραήλ) προχώρησαν σε δραστικές δημοσιονομικές προσαρμογές, γνώρισαν εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό όμως είναι δυνατό, μόνο όταν η προσαρμογή αφορά μία και μοναδική χώρα η οποία γρήγορα κερδίζει έδαφος, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, έναντι των άλλων χωρών. Αυτό που προφανώς ξεχνούν οι οπαδοί της ευρωπαϊκής δομικής προσαρμογής είναι ότι οι σημαντικότεροι πελάτες των ευρωπαϊκών χωρών είναι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή οι ίδιοι οι ανταγωνιστές τους. Η Ε.Ε., συνολικά, δεν είναι ιδιαιτέρως ανοιχτή στον έξω κόσμο. Μια ταυτόχρονη και δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή ύφεση και περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.
Για να αποτραπεί η κοινωνική και πολιτική καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, είναι απαραίτητο τουλάχιστον να διατηρηθεί το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας (επιδόματα ανεργίας, αναπηρίας, στέγασης...), με προσπάθεια να βελτιωθεί. .