Σήμερα τελείωσα το διάβασμα ενός βιβλίου που είχε ο γράψει ο γνωστός τραγουδοποιός Ζωρζ Μουστακί (1934-2013), στο οποίο διηγείται περιόδους από τη ζωή του, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του παραθέτει τις αναμνήσεις ενός φίλου του (εβραίου, όπως και ο Μουστακί) από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί κατά τα χρόνια 1941-1944.
Στη συνέχεια παραθέτω κάποια κομμάτια από το εν λόγω βιβλίο και ο λόγος είναι ότι θυμίζει τι είδους λαός είναι οι γερμανοί. Κάποιοι διαχωρίζουν τους ναζί από τους σημερινούς γερμανούς. Κι εγώ ήθελα να το πιστεύω μέχρι πριν λίγα χρόνια. Όμως η ρατσιστική συμπεριφορά τους απέναντι στο λαό μας κατά τη μνημονιακή πενταετία αποδεικνύει ότι το dna ενός λαού δεν μπορεί να αλλάξει. Και για να το δούμε κι από άλλη πλευρά: Οι εκατοντάδες χιλιάδες -αν όχι εκατομμύρια- ναζί δεν έκαναν παιδιά; Άρα ένα μεγάλο τμήμα αυτού του λαού κουβαλάει -και σήμερα- συγκεκριμένη νοοτροπία. Θα ήταν, βέβαια, εξωπραγματικό και άδικο να υποστηρίξουμε ότι όλοι οι γερμανοί συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά η εντύπωση που λαμβάνουμε είναι από αυτούς που "δίνουν το ρυθμό". Και αυτό το τελευταίο αποδεικνύεται, εκτός από τις γνωστές πράξεις, και από κατά καιρούς δηλώσεις των Μέρκελ, Σόιμπλε και άλλων στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά και της γερμανικής ολιγαρχίας.
Τα παρακάτω αποσπάσματα, λοιπόν, από το βιβλίο "Γιός της ομίχλης" του Ζωρζ Μουστακί (εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, μετάφραση Λίας Βουτσοπούλου) είναι χαρακτηριστικά μιας νοοτροπίας που έχει καταγραφεί χιλιάδες φορές σε βιβλία, ταινίες και αλλού, που η σημερινή γερμανική επεκτατική πολιτική μάς ξαναθύμισε.
Καθώς δεν αισθανόμουν ένοχος απέναντι στους Γερμανούς, ήμουν οργισμένος. Γινόμουν επιθετικός... Ίσως αυτό να μου έσωσε τη ζωή... Οι άλλοι κρατούμενοι πήγαιναν με σκυφτή την πλάτη, παραπατώντας.
Ένα βράδυ είδα να εξαφανίζεται ένα ολόκληρο στρατόπεδο Τσιγγάνων. Βρίσκονταν εκεί δύο ή τρία χρόνια, τους βλέπαμε από τα συρματοπλέγματα. Κι έπειτα, μέσα σ’ ένα βράδυ, οι Γερμανοί αποφάσισαν να εξαφανίσουν όλο το στρατόπεδο. Τους κυνηγούσαν οι Ες Ες και τους έβαζαν μέσα σε βαγόνια ή τους σκότωναν σαν τα κουνέλια. Οι Τσιγγάνοι ήξεραν ότι τους πήγαιναν στους θαλάμους αερίων. Ούρλιαζαν και πάλευαν σαν τρελοί.
Την άλλη μέρα δεν είχε μείνει ψυχή στο στρατόπεδο.
Θυμάμαι που παραβρέθηκα στην εκτέλεση κάποιων κρατουμένων που είχαν επιχειρήσει να αποδράσουν. Ο απαγχονισμός μού έκανε μεγάλη εντύπωση, παρά το γεγονός ότι είχα ήδη δει να πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι. Η εκτέλεση στην αγχόνη ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός. Γινόταν για παραδειγματισμό και ήταν οργανωμένη σαν θέαμα. Παρατηρούσα τους μελλοθάνατους. Πριν από λίγα δευτερόλεπτα ζούσαν. Μετά, τους περνούσαν ένα σχοινί γύρω από το λαιμό. Ακούγαμε ένα θόρυβο, μια καταπακτή που άνοιγε ή μια καρέκλα που έπεφτε, ανάλογα με την εγκατάσταση.
Οι Γερμανοί πρέπει να γνώριζαν πόσο αποτελεσματικό ήταν να επιδεικνύουν τους κρεμασμένους για να αποθαρρύνουν τους πιθανούς δραπέτες. Όλοι αντιδρούσαμε με τον ίδιο τρόπο. Ήμασταν αναγκασμένοι να κοιτάζουμε, δεν είχαμε δικαίωμα να χαμηλώσουμε τα μάτια, μας επιτηρούσαν.
Όταν σκότωναν κάποιον εξ επαφής έπαιρναν πριμ. Αλλά το κύριο κίνητρό τους ήταν ένα είδος λύσσας να βλέπουν τ’ ανθρώπινα πλάσματα να εξευτελίζονται, να πέφτουν ολοκληρωτικά στην κατάσταση του ζώου.
Οι κρατούμενοι μάζευαν κι έτρωγαν οτιδήποτε έβρισκαν. Οι πατατόφλουδες ήταν γι’ αυτούς σαν χαβιάρι. Αν τους έπιαναν, ισοδυναμούσε με κλοπή. Δεν είχαμε δικαίωμα να τρώμε τίποτε άλλο εκτός από τις μερίδες που μας έδιναν. Τους ενόχους τους κρέμαγαν με συνοδεία ορχήστρας.
. . . . . . . . . . . . . .
Δεν αισθάνθηκα ποτέ ενσωματωμένος στην κανονική ζωή. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με έκαναν πρόωρα μπλαζέ, έχασα πολύ νωρίς την ένταση των αισθημάτων - του φόβου, του έρωτα ή της χαράς.
Αυτό μ’ εμποδίζει να είμαι κοινωνικός, να ξεδίνω, να κάνω πλάκα. Είμαι πάντα επιφυλακτικός. Με γέμισε συμπλέγματα κι αυτό μου είναι δυσάρεστο. Μισώ τα γερμανικά - είναι κάτι το σωματικό, το ανεξέλεγκτο. Ταυτίζω ασυνείδητα τη γλώσσα με το στρατόπεδο. Προσπάθησα μάλιστα να κάνω φίλο έναν Γερμανό. Μάταιος κόπος. Μια μέρα, πήρα στο αυτοκίνητο κάποιους που έκαναν ωτοστόπ. Μιλούσαν γερμανικά. Με το πρόσχημα ότι είχα ξεχάσει κάτι και ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω, τους κατέβασα από το αυτοκίνητο. Αρνούμαι να πάω στη Γερμανία. Κάποτε, ανήκα σε μια ομάδα σχεδιαστών μόδας και αρνήθηκα να πάω στο Ντύσελντορφ για μια επίδειξη. Ήταν επιζήμιο για τη δουλειά μου, αλλά δεν μπόρεσα να ξεπεράσω την αποστροφή μου. Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να αποενοχοποιήσουμε τους Γερμανούς. Είμαι πεπεισμένος ότι έγινε τέτοια πλύση εγκεφάλου εναντίον των Εβραίων, ώστε όλοι ενέκριναν τα στρατόπεδα και την εξολόθρευση. Δεν μπορώ να κατηγορήσω όλους τους Γερμανούς, ωστόσο αισθάνομαι ότι όλοι τους ήταν σε κάποιο βαθμό υπεύθυνοι. Μου είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσω διαφορετικά. Ακόμη και οι γιοι εκείνων των Γερμανών έχουν κληρονομήσει την υπεροψία των πατεράδων τους. Δεν αισθάνομαι απέχθεια για τη Γερμανία. Μου προκαλεί αλλεργία. Κι όχι μόνο η Γερμανία, αλλά προπαντός η γερμανική γλώσσα. Για έντεκα χρόνια ήταν η μητρική μου γλώσσα. Μετατράπηκε στη γλώσσα του μίσους.
. . . . . . . . . . . . . . .
Αναρωτιέμαι συχνά πώς μπόρεσαν κι έγιναν όλα αυτά. Δεν κατάφερα ποτέ να πιστέψω όλα όσα είχα δει και ότι είχαν πια τελειώσει. Όταν ζεις τα πράγματα, δεν σκέφτεσαι τίποτα, δεν κρίνεις τίποτα, το μόνο που κάνεις είναι να προσπαθείς να μη βρίσκεσαι στο δρόμο των Ες Ες ή των κάπο.
Από τότε που ενηλικιώθηκα, κάθε πόλεμος, κάθε σφαγή, στο Βιετνάμ και αλλού, είχε μια εμφανή και λογική αιτία. Οφείλονταν σε ανταγωνισμούς, που καταδίκαζες μεν αλλά μπορούσες λίγο-πολύ να τους εξηγήσεις.
Αυτό που δεν κατάλαβα και δεν θα καταλάβω ποτέ είναι να αφανίζεται μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων στο όνομα κάποιου πολέμου. Δεν υπάρχει λογική σ’ αυτό. Το μίσος δεν εξηγεί τα πάντα. Μιλούν αυτή την εποχή στη Γαλλία για τους μετανάστες. Ο κόσμος αισθάνεται ότι βρίσκεται υπό κατοχή. Δεν έχει σκοπό ν’ αλλάξει τις συνήθειές του. Θέλει να τους διώξουν.
Στη Γερμανία, δεν έδιωχναν τους ανθρώπους. Τους σκότωναν...
Στη συνέχεια παραθέτω κάποια κομμάτια από το εν λόγω βιβλίο και ο λόγος είναι ότι θυμίζει τι είδους λαός είναι οι γερμανοί. Κάποιοι διαχωρίζουν τους ναζί από τους σημερινούς γερμανούς. Κι εγώ ήθελα να το πιστεύω μέχρι πριν λίγα χρόνια. Όμως η ρατσιστική συμπεριφορά τους απέναντι στο λαό μας κατά τη μνημονιακή πενταετία αποδεικνύει ότι το dna ενός λαού δεν μπορεί να αλλάξει. Και για να το δούμε κι από άλλη πλευρά: Οι εκατοντάδες χιλιάδες -αν όχι εκατομμύρια- ναζί δεν έκαναν παιδιά; Άρα ένα μεγάλο τμήμα αυτού του λαού κουβαλάει -και σήμερα- συγκεκριμένη νοοτροπία. Θα ήταν, βέβαια, εξωπραγματικό και άδικο να υποστηρίξουμε ότι όλοι οι γερμανοί συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά η εντύπωση που λαμβάνουμε είναι από αυτούς που "δίνουν το ρυθμό". Και αυτό το τελευταίο αποδεικνύεται, εκτός από τις γνωστές πράξεις, και από κατά καιρούς δηλώσεις των Μέρκελ, Σόιμπλε και άλλων στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά και της γερμανικής ολιγαρχίας.
Τα παρακάτω αποσπάσματα, λοιπόν, από το βιβλίο "Γιός της ομίχλης" του Ζωρζ Μουστακί (εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, μετάφραση Λίας Βουτσοπούλου) είναι χαρακτηριστικά μιας νοοτροπίας που έχει καταγραφεί χιλιάδες φορές σε βιβλία, ταινίες και αλλού, που η σημερινή γερμανική επεκτατική πολιτική μάς ξαναθύμισε.
Καθώς δεν αισθανόμουν ένοχος απέναντι στους Γερμανούς, ήμουν οργισμένος. Γινόμουν επιθετικός... Ίσως αυτό να μου έσωσε τη ζωή... Οι άλλοι κρατούμενοι πήγαιναν με σκυφτή την πλάτη, παραπατώντας.
Ένα βράδυ είδα να εξαφανίζεται ένα ολόκληρο στρατόπεδο Τσιγγάνων. Βρίσκονταν εκεί δύο ή τρία χρόνια, τους βλέπαμε από τα συρματοπλέγματα. Κι έπειτα, μέσα σ’ ένα βράδυ, οι Γερμανοί αποφάσισαν να εξαφανίσουν όλο το στρατόπεδο. Τους κυνηγούσαν οι Ες Ες και τους έβαζαν μέσα σε βαγόνια ή τους σκότωναν σαν τα κουνέλια. Οι Τσιγγάνοι ήξεραν ότι τους πήγαιναν στους θαλάμους αερίων. Ούρλιαζαν και πάλευαν σαν τρελοί.
Την άλλη μέρα δεν είχε μείνει ψυχή στο στρατόπεδο.
Θυμάμαι που παραβρέθηκα στην εκτέλεση κάποιων κρατουμένων που είχαν επιχειρήσει να αποδράσουν. Ο απαγχονισμός μού έκανε μεγάλη εντύπωση, παρά το γεγονός ότι είχα ήδη δει να πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι. Η εκτέλεση στην αγχόνη ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός. Γινόταν για παραδειγματισμό και ήταν οργανωμένη σαν θέαμα. Παρατηρούσα τους μελλοθάνατους. Πριν από λίγα δευτερόλεπτα ζούσαν. Μετά, τους περνούσαν ένα σχοινί γύρω από το λαιμό. Ακούγαμε ένα θόρυβο, μια καταπακτή που άνοιγε ή μια καρέκλα που έπεφτε, ανάλογα με την εγκατάσταση.
Οι Γερμανοί πρέπει να γνώριζαν πόσο αποτελεσματικό ήταν να επιδεικνύουν τους κρεμασμένους για να αποθαρρύνουν τους πιθανούς δραπέτες. Όλοι αντιδρούσαμε με τον ίδιο τρόπο. Ήμασταν αναγκασμένοι να κοιτάζουμε, δεν είχαμε δικαίωμα να χαμηλώσουμε τα μάτια, μας επιτηρούσαν.
Όταν σκότωναν κάποιον εξ επαφής έπαιρναν πριμ. Αλλά το κύριο κίνητρό τους ήταν ένα είδος λύσσας να βλέπουν τ’ ανθρώπινα πλάσματα να εξευτελίζονται, να πέφτουν ολοκληρωτικά στην κατάσταση του ζώου.
Οι κρατούμενοι μάζευαν κι έτρωγαν οτιδήποτε έβρισκαν. Οι πατατόφλουδες ήταν γι’ αυτούς σαν χαβιάρι. Αν τους έπιαναν, ισοδυναμούσε με κλοπή. Δεν είχαμε δικαίωμα να τρώμε τίποτε άλλο εκτός από τις μερίδες που μας έδιναν. Τους ενόχους τους κρέμαγαν με συνοδεία ορχήστρας.
. . . . . . . . . . . . . .
Δεν αισθάνθηκα ποτέ ενσωματωμένος στην κανονική ζωή. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με έκαναν πρόωρα μπλαζέ, έχασα πολύ νωρίς την ένταση των αισθημάτων - του φόβου, του έρωτα ή της χαράς.
Αυτό μ’ εμποδίζει να είμαι κοινωνικός, να ξεδίνω, να κάνω πλάκα. Είμαι πάντα επιφυλακτικός. Με γέμισε συμπλέγματα κι αυτό μου είναι δυσάρεστο. Μισώ τα γερμανικά - είναι κάτι το σωματικό, το ανεξέλεγκτο. Ταυτίζω ασυνείδητα τη γλώσσα με το στρατόπεδο. Προσπάθησα μάλιστα να κάνω φίλο έναν Γερμανό. Μάταιος κόπος. Μια μέρα, πήρα στο αυτοκίνητο κάποιους που έκαναν ωτοστόπ. Μιλούσαν γερμανικά. Με το πρόσχημα ότι είχα ξεχάσει κάτι και ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω, τους κατέβασα από το αυτοκίνητο. Αρνούμαι να πάω στη Γερμανία. Κάποτε, ανήκα σε μια ομάδα σχεδιαστών μόδας και αρνήθηκα να πάω στο Ντύσελντορφ για μια επίδειξη. Ήταν επιζήμιο για τη δουλειά μου, αλλά δεν μπόρεσα να ξεπεράσω την αποστροφή μου. Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να αποενοχοποιήσουμε τους Γερμανούς. Είμαι πεπεισμένος ότι έγινε τέτοια πλύση εγκεφάλου εναντίον των Εβραίων, ώστε όλοι ενέκριναν τα στρατόπεδα και την εξολόθρευση. Δεν μπορώ να κατηγορήσω όλους τους Γερμανούς, ωστόσο αισθάνομαι ότι όλοι τους ήταν σε κάποιο βαθμό υπεύθυνοι. Μου είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσω διαφορετικά. Ακόμη και οι γιοι εκείνων των Γερμανών έχουν κληρονομήσει την υπεροψία των πατεράδων τους. Δεν αισθάνομαι απέχθεια για τη Γερμανία. Μου προκαλεί αλλεργία. Κι όχι μόνο η Γερμανία, αλλά προπαντός η γερμανική γλώσσα. Για έντεκα χρόνια ήταν η μητρική μου γλώσσα. Μετατράπηκε στη γλώσσα του μίσους.
. . . . . . . . . . . . . . .
Αναρωτιέμαι συχνά πώς μπόρεσαν κι έγιναν όλα αυτά. Δεν κατάφερα ποτέ να πιστέψω όλα όσα είχα δει και ότι είχαν πια τελειώσει. Όταν ζεις τα πράγματα, δεν σκέφτεσαι τίποτα, δεν κρίνεις τίποτα, το μόνο που κάνεις είναι να προσπαθείς να μη βρίσκεσαι στο δρόμο των Ες Ες ή των κάπο.
Από τότε που ενηλικιώθηκα, κάθε πόλεμος, κάθε σφαγή, στο Βιετνάμ και αλλού, είχε μια εμφανή και λογική αιτία. Οφείλονταν σε ανταγωνισμούς, που καταδίκαζες μεν αλλά μπορούσες λίγο-πολύ να τους εξηγήσεις.
Αυτό που δεν κατάλαβα και δεν θα καταλάβω ποτέ είναι να αφανίζεται μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων στο όνομα κάποιου πολέμου. Δεν υπάρχει λογική σ’ αυτό. Το μίσος δεν εξηγεί τα πάντα. Μιλούν αυτή την εποχή στη Γαλλία για τους μετανάστες. Ο κόσμος αισθάνεται ότι βρίσκεται υπό κατοχή. Δεν έχει σκοπό ν’ αλλάξει τις συνήθειές του. Θέλει να τους διώξουν.
Στη Γερμανία, δεν έδιωχναν τους ανθρώπους. Τους σκότωναν...