23 Δεκεμβρίου 2014

Η συνέντευξη του Τομά Πικετί στα ΝΕΑ

Χθες αναδημοσίευσα τη συνέντευξη του Τομά Πικετί που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή. Σήμερα, όπως είχα προαναγγείλει, αναρτώ τη συνέντευξη που δόθηκε σε δημοσιογράφο* της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, που -αψηφώντας τη διαφορά μεγεθών - δεν μπορεί να κρύψει την αντιμετώπιση του παγκόσμιας αναγνώρισης οικονομολόγου με κριτική διάθεση, κάτι που ίσως είναι φυσικό, αν λάβουμε υπόψη την ιδεολογικοπολιτικοοικονομική τοποθέτηση της εφημερίδας.

Όλα άρχισαν από μια απλή και θεμελιώδη μαθηματική ανισότητα: r > g. Το γράμμα r, από την αγγλική λέξη return, ορίζει το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου, το πόσο αποδίδει δηλαδή κατά μέσο όρο το κεφάλαιο στη διάρκεια ενός έτους, με τη μορφή κερδών, μερισμάτων, τόκων, μισθωμάτων και άλλων κεφαλαιακών εισοδημάτων, ως ποσοστό της αξίας του. Το γράμμα g, από τη λέξη growth, αντιπροσωπεύει τον ρυθμό της μεγέθυνσης, δηλαδή την ετήσια αύξηση του εισοδήματος και της παραγωγής.

Ο Τομά Πικετί πραγματοποίησε έναν άθλο. Ή, μάλλον, δύο. Απέδειξε ότι η ανισότητα αυτή, που ήταν κανόνας μέχρι τον 19ο αιώνα, φαίνεται πως θα ξαναγίνει κανόνας και τον 21ο. Οταν όμως το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου υπερβαίνει τον ρυθμό της μεγέθυνσης, αυτό σημαίνει ότι οι περιουσίες που προέρχονται από το παρελθόν ανακεφαλαιοποιούνται ταχύτερα από την παραγωγή και τα εισοδήματα. «Στις συνθήκες αυτές» τονίζει ο συγγραφέας σε ένα βιβλίο που έχει γίνει παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, «είναι σχεδόν αναπόφευκτο οι κληρονομημένες περιουσίες να κυριαρχούν γενικά επί των περιουσιών που συγκροτούνται στη διάρκεια του εργασιακού βίου, και η συγκέντρωση του κεφαλαίου να φτάνει σε επίπεδα εξαιρετικά υψηλά και δυνητικά ασύμβατα με τις αξιοκρατικές αξίες και τις αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης πάνω στις οποίες έχουν θεμελιωθεί οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες μας».
Με άλλα λόγια, οι ανισότητες αυξάνονται. Και η αύξηση των ανισοτήτων απειλεί τη δημοκρατία. Τέρμα το αμερικανικό όνειρο, αντίο αξιοκρατία, καλώς ήλθατε στην εποχή του Μαρσέλ Προυστ. Ονειρεύεσαι να γίνεις πλούσιος; 

Φρόντισε να κληρονομήσεις κάτι και άσ’ το να αβγατίσει. Αλλιώς, σκάσε και δούλευε.
Η περιγραφή του προβλήματος είναι ο πρώτος άθλος. Ο δεύτερος είναι μια συγκεκριμένη (αν και ελαφρώς ουτοπική) πρόταση για την επίλυσή του. Ο Πικετί λέει κάτι απλό: η φορολογία είναι πολιτική. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το κεφάλαιο το κατείχαν μόνο μερικές οικογένειες, οι δυτικές χώρες ήταν πολύ άνισες. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, το πιο πλούσιο 10% εισέπραττε το 45% των εισοδημάτων και κατείχε το 90% της περιουσίας. Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, όμως, προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανακατανομή του συσσωρευμένου πλούτου. Κατά την «ένδοξη τριακονταετία» (1945-1975), η εφαρμογή ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος διατήρησε τις ανισότητες σε χαμηλά επίπεδα. Και ύστερα ήρθαν οι νεοφιλελεύθεροι. Η δραστική μείωση επί Ρίγκαν των φόρων επί των πολύ υψηλών μισθών και επί της κληρονομιάς, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση των μπόνους, προκάλεσαν νέα έκρηξη των ανισοτήτων.
Η πρόταση του γάλλου οικονομολόγου είναι λοιπόν να χρησιμοποιηθεί εκ νέου το όπλο της φορολογίας ώστε να μειωθούν οι ανισότητες. Και συγκεκριμένα, να επιβληθούν δύο φόροι. Ενας προοδευτικός φόρος στο εισόδημα, που θα φτάνει το 80% (όπως γινόταν στις ΗΠΑ από το 1930 έως το 1980) για τα εισοδήματα άνω των 400.000 ευρώ τον χρόνο. Και ένας προοδευτικός φόρος στις μεγάλες περιουσίες, ει δυνατόν σε παγκόσμιο, αν όχι σε ευρωπαϊκό επίπεδο: οι περιουσίες θα φορολογούνται με 1% μετά το 1 εκατ. ευρώ, με 2% μετά τα 5 εκατ. κλπ.
Απλά πράγματα, ξεκάθαρα. Ομως, κύριε Πικετί, πώς θα πειστούν οι κυβερνήσεις ότι μια τέτοια λύση είναι αναγκαία και σωτήρια;
«Οι λύσεις είναι λίγο πιο σύνθετες» απαντά στα «ΝΕΑ» ο επονομαζόμενος «Μαρξ του 21ου αιώνα». «Στο βιβλίο μου μελετώ την ιστορία της κατανομής των εισοδημάτων και των περιουσιών σε περισσότερες από 2ο χώρες για περισσότερους από τρεις αιώνες. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι υπάρχουν δυνάμεις που οδηγούν προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι χρειαζόμαστε ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών, φορολογικών και εκπαιδευτικών θεσμών προκειμένου να αποτρέψουμε την επικράτηση των δυνάμεων που επιτείνουν τις ανισότητες. Η κυριότερη δυσκολία που υπάρχει σήμερα είναι να καταφέρουμε να εφαρμόσουμε μια κοινωνικά και φορολογικά προοδευτική πολιτική στους κόλπους μιας πολιτικής κοινότητας μεγάλου μεγέθους, όπως είναι η Ευρώπη. Πιστεύω ότι μπορεί να συμβάλει σε αυτό ο εκδημοκρατισμός της οικονομικής γνώσης. Τα ζητήματα των εισοδημάτων και των περιουσιών, του κεφαλαίου και του δημοσίου χρέους είναι πολύ σημαντικά για να τα αφήσουμε σε μια μικρή ομάδα ειδικών. Νομίζω πως αυτό εξηγεί την επιτυχία του βιβλίου μου».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που, από τη φύση του, οδηγεί στη συσσώρευση όλο και μεγαλύτερου πλούτου στα χέρια μιας κληρονομικής χρηματοπιστωτικής αριστοκρατίας. Αλλοι οικονομολόγοι, όμως, διαφωνούν. Ο Αντρέ Ορλεάν, συγγραφέας της «Αυτοκρατορίας της αξίας», αντιτείνει, για παράδειγμα, ότι στους κόλπους των ίδιων των καπιταλιστικών κοινωνιών υπάρχουν δυνάμεις που καταφέρνουν να αντιταχθούν με επιτυχία στις ανισότητες. Γιατί λοιπόν έχετε εσείς δίκιο, κύριε Πικετί, και όχι εκείνος;
«Επιμένω ότι υπάρχουν αντιφατικές δυνάμεις στη δυναμική του καπιταλισμού και ότι δεν οδηγούν όλα στην κατεύθυνση της αύξησης των ανισοτήτων. Οι δημοκρατικοί, κοινωνικοί και φορολογικοί θεσμοί μπορούν να επιτρέψουν την εξίσωση των συνθηκών, ιστορικά όμως αυτό προϋποθέτει σημαντικές πολιτικές μάχες».
Ναι, αλλά πώς θα επιτευχθεί η φορολόγηση των πλουσίων τη στιγμή που, τουλάχιστον στην Ευρώπη, δεν υπάρχει η βούληση να καταπολεμηθούν η φοροδιαφυγή και οι φορολογικοί παράδεισοι; Πώς θα πιεστούν οι πλούσιοι να συνεργαστούν; Σύμφωνα με τον Πικετί, «αν είχαν πει στον Μπιλ Γκέιτς ότι ιδρύοντας τη Microsoft δεν θα κέρδιζε 6ο δισ. δολάρια, αλλά μόνο ένα, και πάλι θα την ίδρυε». Ο ίδιος ο Γκέιτς, όμως, είπε ότι του άρεσε το βιβλίο, αλλά δεν θα ήθελε να πληρώνει περισσότερους φόρους. Τι θα τον κάνει να αλλάξει γνώμη;
«Αν περιμέναμε να συμφωνήσουν οι πλούσιοι, δεν θα θεσπίζαμε ποτέ τον φόρο επί του εισοδήματος...» απαντά σκωπτικά ο 43χρονος οικονομολόγος.
«Εμπιστοσύνη στη δημοκρατία»

Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζονται πιο πειστικές απαντήσεις. Οπως είπε ο Πολ Κρούγκμαν, ο Πικετί «άλλαξε την οικονομική γλώσσα· ποτέ πια δεν θα μιλάμε για τον πλούτο και την ανισότητα όπως πριν». Αυτός είναι ο λόγος που το «Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, έχει μεταφραστεί σε 33 γλώσσες και είναι χωρίς αμφιβολία το πιο σημαντικό βιβλίο της χρονιάς, αν όχι της δεκαετίας. Γι’ αυτό ο πρώην διευθυντής της Ecole d’Economie de Paris έγινε δεκτός στον Λευκό Οίκο, προσείλκυσε 2.800 ανθρώπους σε μια διάλεξη που έδωσε τον περασμένο μήνα στις Βρυξέλλες και έγινε δεκτός σαν Μεσαίας στο Πεκίνο και στη Σαγκάη, όπου μέσα σε δύο μήνες πουλήθηκαν 1οο.οοο αντίτυπα του βιβλίου του. «Μα πιστεύετε πραγματικά ότι η Κίνα είναι μια σοσιαλιστική χώρα;» ρωτούσε τα μαγνητισμένα πλήθη που συνέρεαν στα πανεπιστήμια για να τον ακούσουν. «Πώς εξηγείτε τότε ότι οι πλούσιοι εδώ πληρώνουν μηδενικό φόρο επί της περιουσίας και της κληρονομιάς, ενώ σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα πληρώνουν τουλάχιστον 30% με 40%;».

Ναι, ο Τομά Πικετί είναι ένας παγκόσμιος γκουρού. Ενας γκουρού κυρίως για την Αριστερά, φυσικά, αφού επαναφέρει στο προσκήνιο λέξεις που η Αριστερά τις ξέχασε, τις θυσίασε, τις πούλησε: ισότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη. Από τις λέξεις μέχρι τις πράξεις, βέβαια, υπάρχει τεράστια απόσταση. Και τα διλήμματα είναι μεγάλα. Να, στην τελευταία ταινία των αδελφών Νταρντέν με τον τίτλο «Δύο ημέρες, μία νύχτα», οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση πρέπει να διαλέξουν αν θα εισπράξουν το πριμ των 1.000 ευρώ που τους υποσχέθηκε η εργοδοσία ή αν θα το θυσιάσουν προκειμένου να μην απολυθεί μια συνάδελφός τους, η Σαντρά. Ρώτησα τον Πικετί πώς μπορούν να πειστούν αυτοί οι άνθρωποι να δείξουν αλληλεγγύη. Απέφυγε να μου απαντήσει. Μάλλον έχει τόσα τρεχάματα που δεν προλαβαίνει να πάει στον κινηματογράφο. «Δεν πατάει πια στη γη, δουλεύει πολύ» παρατηρεί η σύζυγός του, η Ζιλιά Καζέ.
Πείτε μου τουλάχιστον, για εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν σε πεζά πράγματα όπως οι ιδεολογίες: πώς μπορεί η Αριστερά να ξαναγίνει το κόμμα της ισότητας;
«Δείχνοντας εμπιστοσύνη στη δημοκρατία, σε ευρωπαϊκή κλίμακα: δεν μπορείς να δυσπιστείς ταυτόχρονα τόσο απέναντι στην αγορά όσο και απέναντι στη δημοκρατία». Αμήν.


* Η  συνέντευξη δόθηκε στο Μιχάλη Μητσό
GreekBloggers.com