Δεν ξέρω κατά πόσο ταιριάζει στο περιεχόμενο της ύλης αυτού του blog η αναφορά σε έναν μεγάλο λογοτέχνη, αλλά θεωρώ ότι σε μια εποχή που υπάρχει τόση ένδεια σπουδαίων ανθρώπων σε οποιονδήποτε τομέα έχουν επιλέξει να υπηρετούν, είναι απαραίτητο να τιμούμε όσους έχουν κάνει την ανθρωπότητα πλουσιότερη σε πνευματικότητα, έστω και αν αυτό γίνεται (κακώς ίσως) με την ευκαιρία του θανάτου τους.
Την επιλογή κειμένου τού Gabriel García Márquez που διάλεξα για αναδημοσίευση, μπορεί κάποιοι να θεωρήσουν πως δεν ήταν η καταλληλότερη. Κι αυτό επειδή πρόκειται για ένα απόσπασμα από το αμφιλεγόμενο έργο του "Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου", ένα βιβλίο που για όσους το αγάπησαν υπάρχουν άλλοι τόσοι που το μίσησαν! Ένας από τους λόγους που επέλεξα αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι - αντί να απαριθμήσω τα αποφθέγματά του, που μπορείτε άλλωστε να βρείτε κι αλλού - είναι επειδή αναφέρεται με το δικό του τρόπο στη μέρα που συμπληρώνει τα ενενήντα του χρόνια, που όμως - τι ειρωνία - δεν τα πρόφτασε στην πραγματικότητα.
Ίσως αυτό το μικρό απόσπασμα να προτρέψει κάποιους που έχουν διαβάσει μόνο ένα ή δύο από τα βιβλία του (πιθανόν τα εμπορικότερα "Εκατό χρόνια μοναξιάς" ή/και "Ο έρωτας στα χρόνια τής χολέρας") να διαβάσουν και αυτό το έργο του, που έγραψε όταν πλησίαζε την ηλικία των ογδόντα χρόνων, γεγονός που οδηγεί στην πρόβλεψη ότι θα συγκινήσει περισσότερο τους μεγαλύτερους σε ηλικία παρά τους μικρότερους.
...Τη μέρα που συμπλήρωνα τα ενενήντα είχα ξυπνήσει όπως πάντα στις πέντε το πρωί. Μοναδική μου υποχρέωση, λόγω Παρασκευής, ήταν να γράψω το σύντομο άρθρο που δημοσιεύεται με την υπογραφή μου τις Κυριακές στην εφημερίδα Ελ Διάριο ντε λα Πας. Τα σημάδια της αυγής ήταν ό,τι έπρεπε για να μην είμαι ευτυχισμένος: πονούσαν τα κόκαλά μου από νωρίς το ξημέρωμα, έτσουζε ο κώλος μου και ακούγονταν από μακριά οι κεραυνοί μιας καταιγίδας μετά από τρεις μήνες ξηρασία. Πλύθηκα όσο γινόταν ο καφές, ήπια ένα μεγάλο φλιτζάνι που γλύκανα με μέλι, συνοδευόμενο με δυο κομμάτια πίτα από κασσάβα. κι έβαλα τη φόρμα από χοντρό βαμβακερό ύφασμα που φορούσα στο σπίτι.
Το θέμα του άρθρου εκείνης της μέρας ήταν -τι άλλο;- τα ενενήντα χρόνια μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί την ηλικία σαν ένα λεκέ από υγρασία που να δείχνει πόση ζωή απομένει ακόμα. Μικρός είχα ακούσει να λένε πως, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, οι ψείρες που φωλιάζουν στα μαλλιά βγαίνουν τρομοκρατημένες στα μαξιλάρια ντροπιάζοντας την οικογένεια. Αυτό με επηρέασε τόσο πολύ, που άφησα να με κουρέψουν γουλί για να πάω στο σχολείο και τις λίγες τρίχες που μου απομένουν τις πλένω ακόμα με το «Σαπούνι του Χαρούμενου Σκύλου». Αυτό σημαίνει, σκέφτομαι τώρα, πως από μικρός φοβόμουν περισσότερο το δημόσιο εξευτελισμό παρά το θάνατο.
Πολλούς μήνες πριν είχα σκεφτεί το άρθρο των γενεθλίων μου να μην είναι ένας τετριμμένος θρήνος για τα χρόνια που πέρασαν, αλλά ακριβώς το αντίθετο: μια αποθέωση του γήρατος. Άρχισα να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως ήμουν γέρος και νομίζω ότι ήταν λίγο πριν από εκείνη τη μέρα. Στα σαράντα δύο είχα πάει στο γιατρό για έναν πόνο στην πλάτη που μ’ ενοχλούσε στην αναπνοή. Αυτός δεν του έδωσε σημασία: «Είναι ένας πόνος φυσιολογικός για την ηλικία σας», είπε.
«Σ’ αυτή την περίπτωση», του είπα εγώ, «το αφύσικο είναι η ηλικία μου».
Ο γιατρός μου χαμογέλασε θλιμμένα. «Βλέπω πως είστε φιλόσοφος», παρατήρησε. Ήταν η πρώτη φορά που είχα σκεφτεί την ηλικία μου σε σχέση με τα γηρατειά, αλλά δεν άργησα να τα ξεχάσω. Συνήθισα να ξυπνώ κάθε μέρα μ' ένα διαφορετικό πόνο που άλλαζε θέση και μορφή όσο περνούσαν τα χρόνια. Μερικές φορές έμοιαζε με θανάσιμη σουβλιά και την επομένη χανόταν. Εκείνη την εποχή είχα ακούσει να λένε πως το πρώτο σύμπτωμα των γηρατειών είναι ότι αρχίζεις να μοιάζεις με τον πατέρα σου. Πρέπει να είμαι καταδικασμένος σε αιώνια νεότητα, σκέφτηκα τότε, γιατί η αλογίσια μούρη μου δε θα έμοιαζε ποτέ με την τραχιά του γηγενούς της Καραϊβικής, που ήταν ο πατέρας μου, ούτε με την αυτοκρατορική ρωμαϊκή κατατομή της μητέρας μου. Η αλήθεια είναι πως οι πρώτες αλλαγές είναι τόσο ανεπαίσθητες, που μόλις διακρίνονται, κι εξακολουθεί κανείς να βλέπει τον εαυτό του από μέσα όπως ήταν πάντα, αλλά οι άλλοι τις προσέχουν απέξω.
Την πέμπτη δεκαετία είχα αρχίσει να φαντάζομαι αυτό που θα ήταν τα γηρατειά, όταν πρόσεξα τα πρώτα κενά μνήμης. Έκανα άνω κάτω το σπίτι ψάχνοντας τα γυαλιά μου μέχρι που ανακάλυπτα ότι τα φορούσα ή έμπαινα με τα γυαλιά στο ντους ή έβαζα τα γυαλιά για το διάβασμα χωρίς να βγάλω τα άλλα για μακριά. Μια μέρα έφαγα πρωινό δύο φορές γιατί το ξέχασα κι έμαθα να αναγνωρίζω την αναστάτωση των φίλων μου όταν δεν τολμούσαν να μου πουν πως τους διηγιόμουν την ίδια ιστορία που είχα διηγηθεί την περασμένη εβδομάδα. Τότε πια είχα στη μνήμη μου έναν κατάλογο με γνωστά πρόσωπα κι άλλον ένα με τα ονόματα του καθενός, αλλά τη στιγμή του χαιρετισμού δεν κατάφερνα να ταιριάζω τα πρόσωπα με τα ονόματα...
...Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως εκείνες οι ιστορίες κρεβατιών θα ήταν καλό υλικό για να διηγηθώ τις δυστυχίες της παραστρατημένης μου ζωής κι ο τίτλος μού έπεσε από τον ουρανό: Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου. Ο δημόσιος βίος μου, αντίθετα, στερούνταν ενδιαφέροντος: ορφανός από πατέρα και μητέρα, ασήμαντος δημοσιογράφος, έξι φορές υποψήφιος στους τελικούς στα Ανθεστήρια της Καρθαγένης των Ινδιών και ο ευνοούμενος των γελοιογράφων λόγω της παροιμιώδους ασχήμιας μου. Δηλαδή μια χαμένη ζωή που είχε αρχίσει άσχημα από το απόγευμα που η μητέρα μου με πήρε από το χέρι στα δεκαεννιά μου για να δούμε αν θα κατάφερνα να δημοσιεύσω στην εφημερίδα "Ελ Διάριο ντε λα Πας" ένα χρονικό της σχολικής μου ζωής που είχα γράψει στο μάθημα των ισπανικών και της ρητορικής. Δημοσιεύτηκε την Κυριακή μ'έναν ελπιδοφόρο πρόλογο του διευθυντή. Μετά από χρόνια, όταν έμαθα πως η μητέρα μου είχε πληρώσει για εκείνη τη δημοσίευση, καθώς και για τις επόμενες επτά, ήταν πια αργά για να ντραπώ, γιατί η εβδομαδιαία στήλη μου πετούσε πλέον με τα δικά της φτερά κι επιπλέον ήμουν ο υπεύθυνος συντάκτης των τηλεγραφημάτων και μουσικοκριτικός...
Την επιλογή κειμένου τού Gabriel García Márquez που διάλεξα για αναδημοσίευση, μπορεί κάποιοι να θεωρήσουν πως δεν ήταν η καταλληλότερη. Κι αυτό επειδή πρόκειται για ένα απόσπασμα από το αμφιλεγόμενο έργο του "Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου", ένα βιβλίο που για όσους το αγάπησαν υπάρχουν άλλοι τόσοι που το μίσησαν! Ένας από τους λόγους που επέλεξα αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι - αντί να απαριθμήσω τα αποφθέγματά του, που μπορείτε άλλωστε να βρείτε κι αλλού - είναι επειδή αναφέρεται με το δικό του τρόπο στη μέρα που συμπληρώνει τα ενενήντα του χρόνια, που όμως - τι ειρωνία - δεν τα πρόφτασε στην πραγματικότητα.
Ίσως αυτό το μικρό απόσπασμα να προτρέψει κάποιους που έχουν διαβάσει μόνο ένα ή δύο από τα βιβλία του (πιθανόν τα εμπορικότερα "Εκατό χρόνια μοναξιάς" ή/και "Ο έρωτας στα χρόνια τής χολέρας") να διαβάσουν και αυτό το έργο του, που έγραψε όταν πλησίαζε την ηλικία των ογδόντα χρόνων, γεγονός που οδηγεί στην πρόβλεψη ότι θα συγκινήσει περισσότερο τους μεγαλύτερους σε ηλικία παρά τους μικρότερους.
...Τη μέρα που συμπλήρωνα τα ενενήντα είχα ξυπνήσει όπως πάντα στις πέντε το πρωί. Μοναδική μου υποχρέωση, λόγω Παρασκευής, ήταν να γράψω το σύντομο άρθρο που δημοσιεύεται με την υπογραφή μου τις Κυριακές στην εφημερίδα Ελ Διάριο ντε λα Πας. Τα σημάδια της αυγής ήταν ό,τι έπρεπε για να μην είμαι ευτυχισμένος: πονούσαν τα κόκαλά μου από νωρίς το ξημέρωμα, έτσουζε ο κώλος μου και ακούγονταν από μακριά οι κεραυνοί μιας καταιγίδας μετά από τρεις μήνες ξηρασία. Πλύθηκα όσο γινόταν ο καφές, ήπια ένα μεγάλο φλιτζάνι που γλύκανα με μέλι, συνοδευόμενο με δυο κομμάτια πίτα από κασσάβα. κι έβαλα τη φόρμα από χοντρό βαμβακερό ύφασμα που φορούσα στο σπίτι.
Το θέμα του άρθρου εκείνης της μέρας ήταν -τι άλλο;- τα ενενήντα χρόνια μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί την ηλικία σαν ένα λεκέ από υγρασία που να δείχνει πόση ζωή απομένει ακόμα. Μικρός είχα ακούσει να λένε πως, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, οι ψείρες που φωλιάζουν στα μαλλιά βγαίνουν τρομοκρατημένες στα μαξιλάρια ντροπιάζοντας την οικογένεια. Αυτό με επηρέασε τόσο πολύ, που άφησα να με κουρέψουν γουλί για να πάω στο σχολείο και τις λίγες τρίχες που μου απομένουν τις πλένω ακόμα με το «Σαπούνι του Χαρούμενου Σκύλου». Αυτό σημαίνει, σκέφτομαι τώρα, πως από μικρός φοβόμουν περισσότερο το δημόσιο εξευτελισμό παρά το θάνατο.
Πολλούς μήνες πριν είχα σκεφτεί το άρθρο των γενεθλίων μου να μην είναι ένας τετριμμένος θρήνος για τα χρόνια που πέρασαν, αλλά ακριβώς το αντίθετο: μια αποθέωση του γήρατος. Άρχισα να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως ήμουν γέρος και νομίζω ότι ήταν λίγο πριν από εκείνη τη μέρα. Στα σαράντα δύο είχα πάει στο γιατρό για έναν πόνο στην πλάτη που μ’ ενοχλούσε στην αναπνοή. Αυτός δεν του έδωσε σημασία: «Είναι ένας πόνος φυσιολογικός για την ηλικία σας», είπε.
«Σ’ αυτή την περίπτωση», του είπα εγώ, «το αφύσικο είναι η ηλικία μου».
Ο γιατρός μου χαμογέλασε θλιμμένα. «Βλέπω πως είστε φιλόσοφος», παρατήρησε. Ήταν η πρώτη φορά που είχα σκεφτεί την ηλικία μου σε σχέση με τα γηρατειά, αλλά δεν άργησα να τα ξεχάσω. Συνήθισα να ξυπνώ κάθε μέρα μ' ένα διαφορετικό πόνο που άλλαζε θέση και μορφή όσο περνούσαν τα χρόνια. Μερικές φορές έμοιαζε με θανάσιμη σουβλιά και την επομένη χανόταν. Εκείνη την εποχή είχα ακούσει να λένε πως το πρώτο σύμπτωμα των γηρατειών είναι ότι αρχίζεις να μοιάζεις με τον πατέρα σου. Πρέπει να είμαι καταδικασμένος σε αιώνια νεότητα, σκέφτηκα τότε, γιατί η αλογίσια μούρη μου δε θα έμοιαζε ποτέ με την τραχιά του γηγενούς της Καραϊβικής, που ήταν ο πατέρας μου, ούτε με την αυτοκρατορική ρωμαϊκή κατατομή της μητέρας μου. Η αλήθεια είναι πως οι πρώτες αλλαγές είναι τόσο ανεπαίσθητες, που μόλις διακρίνονται, κι εξακολουθεί κανείς να βλέπει τον εαυτό του από μέσα όπως ήταν πάντα, αλλά οι άλλοι τις προσέχουν απέξω.
Την πέμπτη δεκαετία είχα αρχίσει να φαντάζομαι αυτό που θα ήταν τα γηρατειά, όταν πρόσεξα τα πρώτα κενά μνήμης. Έκανα άνω κάτω το σπίτι ψάχνοντας τα γυαλιά μου μέχρι που ανακάλυπτα ότι τα φορούσα ή έμπαινα με τα γυαλιά στο ντους ή έβαζα τα γυαλιά για το διάβασμα χωρίς να βγάλω τα άλλα για μακριά. Μια μέρα έφαγα πρωινό δύο φορές γιατί το ξέχασα κι έμαθα να αναγνωρίζω την αναστάτωση των φίλων μου όταν δεν τολμούσαν να μου πουν πως τους διηγιόμουν την ίδια ιστορία που είχα διηγηθεί την περασμένη εβδομάδα. Τότε πια είχα στη μνήμη μου έναν κατάλογο με γνωστά πρόσωπα κι άλλον ένα με τα ονόματα του καθενός, αλλά τη στιγμή του χαιρετισμού δεν κατάφερνα να ταιριάζω τα πρόσωπα με τα ονόματα...
...Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως εκείνες οι ιστορίες κρεβατιών θα ήταν καλό υλικό για να διηγηθώ τις δυστυχίες της παραστρατημένης μου ζωής κι ο τίτλος μού έπεσε από τον ουρανό: Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου. Ο δημόσιος βίος μου, αντίθετα, στερούνταν ενδιαφέροντος: ορφανός από πατέρα και μητέρα, ασήμαντος δημοσιογράφος, έξι φορές υποψήφιος στους τελικούς στα Ανθεστήρια της Καρθαγένης των Ινδιών και ο ευνοούμενος των γελοιογράφων λόγω της παροιμιώδους ασχήμιας μου. Δηλαδή μια χαμένη ζωή που είχε αρχίσει άσχημα από το απόγευμα που η μητέρα μου με πήρε από το χέρι στα δεκαεννιά μου για να δούμε αν θα κατάφερνα να δημοσιεύσω στην εφημερίδα "Ελ Διάριο ντε λα Πας" ένα χρονικό της σχολικής μου ζωής που είχα γράψει στο μάθημα των ισπανικών και της ρητορικής. Δημοσιεύτηκε την Κυριακή μ'έναν ελπιδοφόρο πρόλογο του διευθυντή. Μετά από χρόνια, όταν έμαθα πως η μητέρα μου είχε πληρώσει για εκείνη τη δημοσίευση, καθώς και για τις επόμενες επτά, ήταν πια αργά για να ντραπώ, γιατί η εβδομαδιαία στήλη μου πετούσε πλέον με τα δικά της φτερά κι επιπλέον ήμουν ο υπεύθυνος συντάκτης των τηλεγραφημάτων και μουσικοκριτικός...