Στο χθεσινό post αναφέρθηκα επιγραμματικά στη συμπλήρωση ενός αιώνα από την έναρξη του Α΄Παγκόσμιου Πολέμου. Πιστεύω πως μέσα στο 2014 θα γίνουν πολλά αφιερώματα και θα γραφούν πολλά για όσα διαδραματίστηκαν στα τέσσερα εκείνα καταστροφικά χρόνια.
Σίγουρα, σχετικά κείμενα θα αναρτηθούν και σε αυτό το blog. Η Ιστορία, ως γνωστόν, διδάσκει και αλλοίμονο σε εκείνους που ξεχνάνε!
Για σήμερα, έχω ένα ενδιαφέρον άρθρο του κ.Ξενοφώντα Μπρουντζάκη, που αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, κατά τις παραμονές του πολέμου.
Σίγουρα, σχετικά κείμενα θα αναρτηθούν και σε αυτό το blog. Η Ιστορία, ως γνωστόν, διδάσκει και αλλοίμονο σε εκείνους που ξεχνάνε!
Για σήμερα, έχω ένα ενδιαφέρον άρθρο του κ.Ξενοφώντα Μπρουντζάκη, που αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, κατά τις παραμονές του πολέμου.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης
Στα νέα της δολοφονίας του διαδόχου της Αυστροουγγαρίας, η
ελληνική κυβέρνηση κράτησε στάση αναμονής. Γενικά στις τάξεις τής ελληνικής
κυβέρνησης επικρατούσε μεγάλη περίσκεψη για τις εξελίξεις. Οι ανησυχίες είχαν
βάση, μια και στην ουσία οποιαδήποτε νέα πολεμική σύγκρουση έθετε σε άμεσο
κίνδυνο τη συνθήκη του Βουκουρεστίου που υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1913 και
έβαλε τη σφραγίδα της στον νέο γεωγραφικό χάρτη των Βαλκανίων. Στη συνθήκη
αυτήν και παρά το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έλαβε ρητά όσα διεκδικούσε σύμφωνα
με τις πολεμικές της επιδόσεις (συγκεκριμένα, δεν της κατοχυρώθηκαν τα
απελευθερωμένα από το ελληνικό ναυτικό νησιά του Βορείου Αιγαίου), ήταν ανάμεσα
στους ευνοημένους.
Το βασικό ζήτημα για την Ελλάδα σε αυτές τις εξελίξεις ήταν
ότι στο ενδεχόμενο αυστροσερβικής σύρραξης έπρεπε να τηρήσει ουδετερότητα υπό
την προϋπόθεση να μην επιτεθεί η Βουλγαρία στη Σερβία. Εδώ, καλό είναι να
τονίσουμε ότι αυτή η απόφαση της Ελλάδας να παραμείνει ουδέτερη σε περίπτωση
τοπικού αυστροσερβικού πολέμου, αποτελούσε ξεκάθαρη παραβίαση της
ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας, η οποία προέβλεπε αμοιβαία στρατιωτική
υποστήριξη σε περίπτωση εμπλοκής σε πόλεμο με τρίτη δύναμη ενός από τα
συμβαλλόμενα μέρη. Μάλιστα, είχε προβλεφθεί και το ενδεχόμενο επιθέσεως από
μέρους της Βουλγαρίας, ενώ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη διεξήγαγε αμυντικό
πόλεμο με μιαν άλλη δύναμη. Ασκώντας μια πολιτική που καθοριζόταν ιδιαίτερα από
τις τοπικές συνθήκες, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε στις 20 Ιουλίου (2
Αυγούστου, με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε) ότι η χώρα μας θα τηρούσε
απέναντι στη Σερβία ευμενέστατη ουδετερότητα και θα ήταν διατεθειμένη να
αποκρούσει τυχόν βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας. Εξ άλλου η άποψη του
Βενιζέλου ήταν ότι η πολιτική της ουδετερότητας σε έναν τοπικό πόλεμο δεν τον
δέσμευε σε περίπτωση γενικού ευρωπαϊκού πολέμου. Οι ραγδαίες εξελίξεις, η
γενίκευση του πολέμου και ο άμεσος αντίκτυπός του στα Βαλκάνια επηρέασαν τη
θέση της Ελλάδας.
Αλλαγή ισορροπιών
Η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στον πόλεμο σήμαινε
αναγκαστικά ότι κάθε ουδέτερη βαλκανική χώρα δεν θα μπορούσε πλέον να καθορίσει
την πολιτική της δίχως να λάβει υπόψη της τα ευρύτερα στρατιωτικά και πολιτικά
δεδομένα του ευρωπαϊκού πολέμου. Αμέσως μετά την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων,
έγινε περισσότερο από φανερό, κυρίως στις ουδέτερες χώρες της Βαλκανικής
(Ελλάδα και Ρουμανία), ότι δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί η πολιτική αυτή που
ασκούσαν με τοπικά κριτήρια και η οποία προσέβλεπε αποκλειστικά στις βαλκανικές
ισορροπίες. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ρουμανία δεν είχαν λόγους να θέλουν να
διαταράξουν τις βαλκανικές ισορροπίες όπως αυτές προέκυψαν από τη συνθήκη του
Βουκουρεστίου.
Η γενίκευση του πολέμου, ωστόσο, ανάγκασε αυτές τις δυο
χώρες να λάβουν υπόψη τους τα νέα δεδομένα. Έτσι, για παράδειγμα, η στάση της
Ρουμανίας σχετικά με τα Βαλκάνια αναπόφευκτα θα επηρεαζόταν από τα γενικότερα
συμφέροντά της, οπότε θα έπρεπε να λάβει υπόψη της τη στάση των Μεγάλων
Δυνάμεων, δεδομένου ότι οι βλέψεις της στην Τρανσυλβανία στρέφονταν κατά της
Αυστροουγγαρίας. Το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για τη στάση της Ελλάδας, της οποίας
τα συμφέροντα πριν από τη γενίκευση του πολέμου περιορίζονταν αποκλειστικά στον
βαλκανικό χώρο. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη της
Ρουμανίας είτε κατά της Βουλγαρίας είτε κατά της Τουρκίας, επειδή τα συμφέροντα
της Ελλάδας και της Ρουμανίας, αν και δεν συγκρούονταν, δεν συνέπιπταν εντελώς.
Έτσι, η χώρα μας στη Βαλκανική εμφανιζόταν απομονωμένη κι αυτό ήταν ένας
βασικός παράγοντας που έπαιξε ρόλο στις αποφάσεις του Βενιζέλου ως προς τη
διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας.
Η πολιτική Βενιζέλου
Στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και εν όψει των
καταιγιστικών εξελίξεων, ο Βενιζέλος ασκούσε πολιτική προσωρινής ουδετερότητας
αναμένοντας την ευκαιρία και τη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων, προκειμένου
η Ελλάδα να εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ. Η άποψη
αυτή του Βενιζέλου ενισχύθηκε ιδιαίτερα όταν στις πολεμικές συγκρούσεις
ενεπλάκη και η Μεγάλη Βρετανία. Η απόφασή του να συμπορευτεί με την Αντάντ στον
πόλεμο βασιζόταν στην πεποίθησή του ότι ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου
στην Κεντρική Ευρώπη, η Βρετανία θα παρέμενε κυρίαρχη δύναμη στην Εγγύς
Ανατολή. Για αυτόν τον λόγο, οι τύχες της Ελλάδας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με
τις Δυτικές Δυνάμεις και ιδιαίτερα με τη Βρετανία.
Η πολιτική του Κωνσταντίνου
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής ο Κωνσταντίνος υποστήριζε
την άποψη του υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Στρέιτ, όπως και την εκτίμηση του
Γενικού Επιτελείου, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι για την τελική νίκη της
Γερμανίας. Εξ άλλου, όλοι αυτοί ήταν ιδεολογικά προσκολλημένοι στο γερμανικό
πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Ο Στρέιτ και το Γενικό Επιτελείο υποστήριζαν
πολιτική διαρκούς ουδετερότητας, με το σκεπτικό ότι η ευπρόσβλητη από τη θάλασσα
Ελλάδα δεν ήταν λογικό να πάρει το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων.
Η διαμάχη
Οι αντίθετες απόψεις για τη στάση που θα τηρούσε η Ελλάδα
στον Μεγάλο Πόλεμο δεν άργησαν να φέρουν τις πρώτες συγκρούσεις στο υπουργικό
συμβούλιο, αρχής γενομένης από τη σύσκεψη της 24ης Ιουλίου (6 Αυγούστου), στην
όποια ο Στρέιτ υποστήριξε ανοιχτά την πολιτική της «διαρκούς ουδετερότητας».
Από τη μεριά του ο Βενιζέλος, ιδιαίτερα ενοχλημένος από τη στάση του Στρέιτ,
υποστήριξε ότι η ουδετερότητα θα έπρεπε να είναι προσωρινή και να εγκαταλειφθεί
σε περίπτωση επίθεσης της Βουλγαρίας στη Σερβία ή στην περίπτωση που οι
Δυνάμεις της Αντάντ έκαναν ικανοποιητικές προτάσεις στην Ελλάδα για την έξοδό
της στον πόλεμο στο πλευρό τους. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν η
υποβολή παραιτήσεως του Στρέιτ από τη θέση του ως υπουργού των Εξωτερικών στην
κυβέρνηση Βενιζέλου. Ωστόσο, ο Βενιζέλος που επιθυμούσε να κερδίσει πολύτιμο
χρόνο και να προλάβει κυβερνητική κρίση δεν την έκανε αποδεκτή.
(Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης) Πηγή: www.topontiki.gr/