Ο Πολωνός συγγραφέας/δημοσιογράφος Ryszard Kapuściński στο βιβλίο του "Ταξίδια με τον Ηρόδοτο" συνδυάζει τις περιγραφές που περιέχονται στα βιβλία του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα/ταξιδευτή με τις δικές του εμπειρίες από τις αποστολές του για ρεπορτάζ, στα οποία τον έστελνε η εφημερίδα του. Η αγάπη του για τον Ηρόδοτο είναι εμφανής και το βιβλίο του είναι πλημμυρισμένο από αυτήν.
Στο απόσπασμα που αναδημοσιεύω στη συνέχεια αναφέρεται στην επιθυμία του ανθρώπου να ταξιδεύει και στην ανάγκη των Ελλήνων να είναι ελεύθεροι (κάτι που, βέβαια, δεν ισχύει πλέον).
...Αλλά
πώς ο Ηρόδοτος που είναι Έλληνας, θα μπορούσε να ξέρει τι λένε οι Πέρσες ή οι
Φοίνικες που κατοικούν μακριά, οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή της Λιβύης; Ήξερε
γιατί ταξίδεψε στις χώρες τους, ρωτούσε, παρατηρούσε και ως αποτέλεσμα των
προφορικών μαρτυριών και της έρευνας που διεξήγαγε ο ίδιος συσσώρευσε τη γνώση
του. Δηλαδή η πρώτη του ενέργεια ήταν το ταξίδι. Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και
στην περίπτωση όλων των ρεπόρτερ; Η πρώτη μας σκέψη δεν είναι πριν απ' όλα να
ταξιδέψουμε; Το ταξίδι είναι πηγή, είναι θησαυρός είναι πλούτος. Μόνο
ταξιδεύοντας ο ρεπόρτερ αισθάνεται ο εαυτός του, αισθάνεται σαν στο σπίτι του.
Διαβάζοντας
τον Ηρόδοτο, ανακάλυπτα σταδιακά σε αυτόν μια αδελφή ψυχή. Tι
τον παρακινούσε; Τι τον ωθούσε στη δράση; Τι τον παρότρυνε να αναλαμβάνει τους
κόπους του ταξιδιού, να ρισκάρει τις αλλεπάλληλες περιοδείες; Πιστεύω ότι ήταν
το ενδιαφέρον του για τον κόσμο. Ο πόθος, να βρεθεί εκεί, πάση θυσία να τον δει
με τα ίδια του τα μάτια, οπωσδήποτε να τον ζήσει.
Κατά
βάθος πρόκειται για ένα πάθος που εκδηλώνεται σπάνια. Ο άνθρωπος είναι από τη
φύση του ένα ον που δένεται με τον τόπο∙
από τότε που μπόρεσε να ασχοληθεί με τη γεωργία και να αφήσει πίσω του την
επικίνδυνη και φτωχική ζωή του συλλέκτη ή του κυνηγού, έκατσε ευτυχισμένος στο
κομματάκι της γης του, το περιέφραξε από τους άλλους με τοίχο ή σύνορο, έτοιμος
να χύσει το αίμα του γι' αυτό το δικό του μέρος, να δώσει ακόμα και τη ζωή
του. Εάν έφευγε από αυτό, το έκανε υπό το κράτος της βίας, κυνηγημένος από την
πείνα, το λοιμό ή τον πόλεμο, ή για καθαρά επαγγελματικούς λόγους για να
εξασφαλίσει καλύτερη δουλειά ή να εργαστεί ως ναυτικός, πλανόδιος έμπορος,
οδηγός καραβανιών. Αλλά να γυρίζει χρόνια ολόκληρα τον κόσμο με τη δική του
αβίαστη θέληση για να τον γνωρίσει, να εμβαθύνει σ'αυτόν, να τον κατανοήσει;
Τέτοιοι άνθρωποι ήταν πάντα λίγοι.
Αλλά
από πού άντλησε ο Ηρόδοτος ένα τέτοιο πάθος; Ίσως από το ερώτημα που γεννήθηκε
στο παιδικό του μυαλό - πού στο καλό βρέθηκε αυτό το πλοίο; Γιατί τα παιδιά,
καθώς παίζουν με την άμμο στην ακροθαλασσιά, βλέπουν μακριά, στη γραμμή του
ορίζοντα, να προβάλλει έξαφνα ένα πλοίο που, καθώς πλησιάζει στη στεριά,
γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Αλλά από
πού ξεφύτρωσε αυτό; Αναμφίβολα, τα περισσότερα παιδιά δεν θέτουν στον εαυτό
τους τέτοια ερωτήματα. Και να, που ξαφνικά ένα από αυτά, καθώς φτιάχνει
σπιτάκια στην άμμο, μπορεί να αναρωτηθεί: από πού ήρθε αυτό το πλοίο;
Αφού αυτή
η γραμμή, πολύ πολύ μακριά, φαινόταν να είναι το τέλος του κόσμου! Μήπως πίσω
από αυτήν τη γραμμή υπήρχε κάποιος άλλος κόσμος; Και πίσω από αυτόν ακόμα
κάποιος άλλος; Ποιος άραγε; Και το παιδί αρχίζει να αναζητάει απάντηση. Και
αργότερα, όταν μεγαλώσει, ψάχνει την απάντηση αυτή ακόμα πιο επίμονα, με
μεγαλύτερη, ανικανοποίητη περιέργεια.
Κάποια
απάντηση τη δίνει ήδη ο ίδιος ο δρόμος. Η κίνηση. Το ταξίδι. Ναι, το βιβλίο του
Ηροδότου γεννήθηκε από το ταξίδι, και ήταν το πρώτο μεγάλο ρεπορτάζ στην
παγκόσμια λογοτεχνία. Ο συγγραφέας του διαθέτει τη διαίσθηση του ρεπόρτερ, το
μάτι και το αυτί του ρεπόρτερ. Είναι ακατάβλητος, πρέπει να περάσει τη θάλασσα,
να διασχίσει τη στέπα, να μπει βαθιά στην έρημο∙ ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί για
όλα αυτά. Μας καταπλήσσει με την αντοχή του, ποτέ δεν παραπονείται για κούραση,
τίποτα δεν τον αποθαρρύνει, δεν λέει ούτε μια φορά ότι κάτι φοβάται.
Τι είναι
αυτό που τον κατευθύνει την ώρα που ατρόμητος και ακούραστος ξεκινάει τη μεγάλη
του περιπέτεια; Πιστεύω ότι ήταν η γεμάτη αισιοδοξία πίστη που εμείς οι
σύγχρονοι έχουμε ήδη χάσει προ πολλού: Ότι ο κόσμος είναι δυνατόν να περιγραφτεί.
Ο Ηρόδοτος
μου κέντρισε το ενδιαφέρον από την αρχή. Συχνά έριχνα ματιές στο βιβλίο του,
επέστρεφα σε αυτό, στους ήρωές του, στις σκηνές που περιγράφει, στις δεκάδες
αφηγήσεις στις αμέτρητες παρεκβάσεις. Προσπαθούσα συνεχώς να εισχωρήσω σε αυτό
τον κόσμο, να τον γνωρίσω, να εξοικειωθώ μαζί του.
Δεν ήταν
δύσκολο. Κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν και περιέγραφε
τους ανθρώπους και τον κόσμο, σου δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου με κατανόηση
και καλοσύνη, ήρεμου, εγκάρδιου και καλοσυνάτου· ένας εντάξει τύπος. Δεν έχει
κακίες δεν έχει μίση. Προσπαθεί να τα καταλάβει όλα, να κατανοήσει γιατί
κάποιος συμπεριφέρεται έτσι και όχι αλλιώς. Δεν θεωρεί υπεύθυνο τον άνθρωπο ως
άτομο, αποδίδει, όμως ευθύνες στο σύστημα που του επιβάλλεται, δεν είναι το άτομο
εκ φύσεως κακό, διεφθαρμένο, τιποτένιο, κακό είναι το σύστημα μέσα στο οποίο
αυτό ζει. Γι'αυτό είναι ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας και της
δημοκρατίας, και αντίπαλος του δεσποτισμού, της μοναρχίας και της τυραννίας,
καθώς πιστεύει ότι μόνο στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να
συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια, να είναι ο εαυτός του, να μπορεί να δείχνει
ανθρωπιά. Κοιτάξτε, φαίνεται να λέει ο Ηρόδοτος, μια μικρή ομάδα ελληνικών
κρατιδίων κατανίκησε τη μεγάλη ανατολική δύναμη, μόνο και μόνο γιατί οι Έλληνες
αισθάνονταν ελεύθεροι, και για την ελευθερία αυτή ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τα
πάντα...