25 Αυγούστου 2015

Η μετάλλαξη του Αλέξη (του Στ.Λυγερού) - μέρος 2o

Μετά την ανάρτηση του 1ου μέρους του άρθρου του κ.Στ.Λυγερού που δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στις αρχές του μήνα, σήμερα ολοκληρώνω με το 2ο (και τελευταίο) μέρος. 
Σε αυτό το τμήμα παρατίθενται από τον αρθρογράφο αποσπάσματα από την υπεράσπιση και τις δικαιολογίες του Αλέξη Τσίπρα για την ψήφιση του "δικού του" μνημονίου, τα οποία ο κ.Στ.Λυγερός κριτικάρει, ενώ παραθέτω σε παρένθεση και κάποια δικά μου συμπληρωματικά σχόλια, τα οποία θεωρώ ότι δεν διαφοροποιούνται από το πνεύμα του άρθρου.

Τα επιχειρήματα του Τσίπρα για την ψήφιση του 3ου μνημονίου

Η καλλιεργούμενη δημόσια εικόνα ενός πρωθυπουργού που διαπραγματεύθηκε σκληρά και τελικώς υπέκυψε στον εκβιασμό του ευρωιερατείου για να αποτρέψει τον στραγγαλισμό της Ελλάδας, αποσιωπά τις πολλές και μεγάλες ευθύνες του. Αντιθέτως, προσφέρει μία όχι αβάσιμη δικαιολογία για την αποδοχή του 3ου Μνημονίου. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την έκβαση της εν εξελίξει εσωκομματικής σύγκρουσης, αλλά και για τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι ψηφοφόροι του και διεθνείς αριστεροί κύκλοι.
Μπορεί ο Τσίπρας να μην αποδέχεται την ιδιοκτησία του 3ου Μνημονίου, αλλά το υπερασπίζεται σθεναρά. Δεν περιορίζεται μόνο στην υπόσχεση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλος του 2015. «Εάν δεν υπήρχε πολιτική αλλαγή, η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να έχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του 2015 και 4,5% από το 2016 και μετά… Σήμερα έχει την υποχρεώση να φτάσει το 2018 σε 3,5%. Το 2015 μπορεί να έχει και μηδέν και μείον και το 2016 να έχει 1%, το 2017 να έχει 1,5-2,5% ανάλογα με την οικονομική κατάσταση… Η διαπραγμάτευση γλύτωσε την ελληνική οικονομία πάνω από 15 δις». (Σημ.Π.Σ.: Πόσα όμως επιπλέον τη φόρτωσε;!)
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει και στην πολιτική. Χαρακτηρίζει τη συμφωνία «πύρρειο νίκη των δανειστών, μία μεγάλη ηθική νίκη της Ελλάδας και της κυβέρνησης της Αριστεράς και έναν επώδυνο συμβιβασμό». Πιστός στη φιλόδοξη αποστολή που έχει αναθέσει στον εαυτό του να αλλάξει την Ευρώπη δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι «η Ευρώπη δεν είναι ίδια μετά τη 12η Ιούλη». (Σημ.Π.Σ.: Η Ελλάδα όμως; Μήπως είναι σε χειρότερη θέση επιδεινούμενη μάλιστα από την συμφωνημένη υφεσιακή μνημονιακή πολιτική;)
Αυτό είναι υπερβολή. Οφείλουμε, ωστόσο, να παραδεχθούμε πως η γιγαντιαία διεθνής δημοσιότητα και οι δραματικές διαστάσεις που προσέλαβαν οι διαπραγματεύσεις για το ελληνικό πρόβλημα προκάλεσαν ένα σημαντικό κίνημα αλληλεγγύης και ένα μεγάλο άϋλο πολιτικό κόστος στη Γερμανία. Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ετέθη με ένταση στο τραπέζι η συζήτηση για εγκατάλειψη της λιτότητας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις τουλάχιστον για ουσιαστική διαφοροποίηση του κυρίαρχου δόγματος οικονομικής πολιτικής. (Σημ.Π.Σ.: Το κόστος της Γερμανίας είναι άυλο πολιτικό, της Ελλάδας όμως είναι υλικό, καταστροφικό για την κοινωνία)
Το κίνημα αλληλεγγύης αφύπνισε τον ακτιβιστή εαυτό του Τσίπρα: «Ο τρόπος για να φύγουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα τεράστιο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τα δεσμά της λιτότητας». Δεν μένει, όμως, μόνο σ’ αυτό. Παρακάτω περιγράφει την εικόνα που ο ίδιος προβάλει στον εαυτό του, στον ΣΥΡΙΖΑ και στους ψηφοφόρους για να διαφοροποιήσει τη μνημονιακή πολιτική του από την αντίστοιχη πολιτική των προκατόχων του: «Μέσα από ένα σχέδιο που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε γρήγορα, να ανασυνταχτούμε για να αντεπιτεθούμε. Και θα είναι σχέδιο της Αριστεράς αυτό. Δεν μπορεί να είναι σχέδιο ούτε της Δεξιάς ούτε της σοσιαλδημοκρατίας. Το σχέδιο της Δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας είναι να λένε ότι το Μνημόνιο αν δεν υπήρχε έπρεπε να το εφεύρουμε. Εμείς λέμε ότι το μνημόνιο είναι λάθος συνταγή (Σημ.Π.Σ.: Πάντως ο πρώτος που χαρακτήρισε έτσι το μνημόνιο ήταν ο Σαμαράς, όταν ήταν στην αντιπολίτευση). Οι συσχετισμοί ήταν ετεροβαρείς και αναγκαστήκαμε να το δεχθούμε. Δίνουμε τη μάχη να το ανατρέψουμε, να απεγκλωβιστούμε σταδιακά».
Για να πείσει, όμως, χρησιμοποιεί και ένα δεύτερο επιχείρημα, ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να διαχειριστεί την αναπόφευκτη μνημονιακή λιτότητα κατά τρόπο που θα επιβαρύνει πολύ λιγότερο τα μικρομεσαία στρώματα. «Διαχωρισμός ανάμεσα σε μία προοδευτική πολιτική και μια συντηρητική πολιτική μέσα στο στενό πλαίσιο της Ευρωζώνης δεν υπάρχει;» (Σημ.Π.Σ.: Κι όμως δεν υπάρχει για τον απλό λόγο ότι έχει εκμηδενιστεί και ο ρόλος της Δημοκρατίας εντός των κρατών μελών).
Το εν λόγω επιχείρημα συνδυάζεται και λειτουργεί ως πολιτικός μανδύας για τον κομματικό πατριωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Το να επιβιώσει η “πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση” αναγορεύθηκε εμμέσως πλην σαφώς σε αυτοσκοπό και γι’ αυτό λειτουργεί ως τρίτο επιχείρημα. Μπορεί αυτό να μη συνάδει με την αντίληψη ότι η Αριστερά υπάρχει για να προασπίζει τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά στο σημερινό κλίμα αυτά είναι ψιλά γράμματα.
Ο Τσίπρας χρησιμοποιεί και ένα τέταρτο τρόπο για να εξισορροπήσει τις αρνητικές εντυπώσεις στον χώρο της Αριστεράς από την αποδοχή του 3ου Μνημονίου. Επαγγέλεται το άνοιγμα μετώπου εναντίον της εγχώριας ολιγαρχίας, έχοντας συνείδηση πως αυτό συγκινεί όχι μόνο τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. «Εάν θεωρήσουμε ότι οι ξένοι ευθύνονται για όλα τα δεινά στον τόπο βγάζουμε λάδι την ολιγαρχία που οδήγησε τη χώρα στον γκρεμό…. Το σχέδιό μας πρέπει να αναπροσανατολιστεί. Σχέδιο μάχης και σύγκρουσης με την ολιγαρχία». Η πολιτική εναντίον της διαπλοκής και της διαφθοράς, άλλωστε, δεν προσκρούει στο Μνημόνιο. (Σημ.Π.Σ.: Τώρα πλέον που έχουν προκηρυχθεί εκλογές, ξέρουμε ότι και ο πόλεμος κατά της ολιγαρχίας έμεινε απλά μια ακόμα εξαγγελία που δεν έγινε πράξη)
Πριν πάμε στα εσωκομματικά, χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος που μιλάει πλέον για τον ρόλο της αστυνομίας, την οποία αποκαλεί «δημοκρατική αστυνομία». Αναφερόμενος στα πρόσφατα επεισόδια, αναρωτήθηκε: «Τί πρέπει να κάνει η δημοκρατική αστυνομία όταν υπάρχει ένας καταιγισμός βομβών μέσα σε μια διαδήλωση που κινδυνεύουν οι διαδηλωτές να καούν ζωντανοί; Πρέπει να το αφήσεις να εξελιχθεί μέχρις ότου καεί άνθρωπος;» (Σημ.Π.Σ.: Εδώ, η μόνη δημοκρατική απάντηση μπορεί να είναι η πρόληψη)
Είναι αληθές ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει υποκύψει στις πιέσεις να αντικαταστήσει τον αρμόδιο υπουργό Πανούση. Η παραπάνω δήλωσή του, όμως, είναι ένα βήμα περαιτέρω. Παραπέμπει σε πρωθυπουργό κι όχι στον άλλοτε ακτιβιστή ηγέτη. Η κομματική νεολαία, που είναι ο σημαιοφόρος της κατεστημένης κομματικής μυθολογίας, μετά τη μνημονιακή συμφωνία έχει και έναν πρόσθετο λόγο να πνέει μένεα. Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, που στο πολιτικό γονίδιό του είναι κόμμα διαμαρτυρίας, σε κόμμα εξουσίας είναι επώδυνη και αναπόφευκτα συνοδεύεται από εσωτερικά ρήγματα.
Τώρα που στον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ” του 4% οι φωνές αμφισβήτησης του Τσίπρα και κριτικής προς την κυβερνητική πολιτική έχουν προσλάβει διαστάσεις, ο πρωθυπουργός ανακαλύπτει τη διάκριση μεταξύ «κομματικού και κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ». «Έχουμε την αναντιστοιχία να έχουμε ένα κόμμα 30.000 μελών με μία κοινωνία που το στηρίζει τριών εκατομμυρίων…. Η συζήτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ανοίξει, να αντιστοιχηθεί με την κοινωνική βάση είναι μία συζήτηση που κακώς δεν την κάναμε τόσο καιρό».
Από αυτές εδώ τις στήλες έχουμε από πολύ καιρό επισημάνει την ιδεολογικοπολιτική αντίφαση ανάμεσα στον μικρό και στον μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στον κομματικό μηχανισμό και στο 36,5% που κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Όσο ο Τσίπρας ήταν ο εκφραστής της κομματικής γραφειοκρατίας, ηθελημένα (υπό την επήρρεια του δόγματος περί πρωτοπορείας) παρέκαμπτε αυτή την αντίφαση και την ανάγκη πολιτικής αντιστοίχισης. Τώρα την φέρνει στο τραπέζι, επειδή τον βολεύει για να δώσει με ευνοϊκότερους όρους την εσωκομματική μάχη.
Με τη διαφοροποίηση των διαφωνούντων στη Βουλή, ο πρωθυπουργός θυμήθηκε και τα προβλήματα, που δημιουργούν οι οργανωμένες τάσεις στο κόμμα. Αναφερόμενος σ’ αυτό το μοντέλο, είπε ότι «μπορεί να λειτουργεί πολυσυλλεκτικά και θετικά όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Όταν ένα κόμμα, όμως, ασκεί κυβερνητική εξουσία και αυτό το μοντέλο μεταφέρεται και στο Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να λειτουργήσει και να είναι αποτελεσματικό… Θα πρέπει οι συλλογικές αποφάσεις να τηρούνται από όλους τους βουλευτές, ειδάλλως, όπως λέει το καταστατικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, θα πρέπει οι βουλευτές, οι οποίοι έχουν διαφορετική άποψη, να παραδίδουν την έδρα τους». (Σημ.Π.Σ.: Πρόκειται για τη γνωστή "κομματική πειθαρχία" που θέλει τους βουλευτές άβουλα πρόβατα)
Ο πρωθυπουργός έχει δίκιο όταν λέει πως «δεν μπορεί να μεταφέρεται ο πολυκεντρισμός και εντός της κυβέρνησης και εντός της κοινοβουλευτικής Ομάδας». Όταν, όμως, υπάρχει αυτό το καθεστώς στο κόμμα πώς περίμενε ότι θα άλλαζε μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές; Ούτε επιτρέπεται να επικαλείται το καταστατικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για να ζητάει από τους διαφωνούντες να παραδώσουν την έδρα τους, όταν κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Η δήλωσή του αυτή αποπνέει μία αύρα αντικοινοβουλευτισμού που συναντάται συχνά στην Αριστερά.
Κατά τα άλλα, ο Τσίπρας έχει απόλυτο δίκιο πως «δεν μπορεί να υπάρχει αλακάρτ κυβερνητική πλειοψηφία». Όπως επίσης ότι «δεν μπορείς να λες εγώ καταψηφίζω τις προτάσεις της κυβέρνησης και την στηρίζω ταυτόχρονα». Την ερμηνεία αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης, όπου υπάρχει αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση, την δίνει ο ίδιος: «Υπάρχει μια διαφορά στρατηγικής. Εγώ την σέβομαι. Γι’ αυτό και δεν ζήτησα να υπάρξουν κυρώσεις».
Έσπευσε, όμως, να προσθέσει: «Πολύ φοβάμαι ότι είναι στο πλαίσιο κάποιων αποφάσεων ρήξης που είχαν ληφθεί εδώ και καιρό και έχουν ως απόληξη τη διάσπαση του χώρου. Είμαι ο εγγυητής της ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ και θα φθάσω μέχρι το τέλος την προσπάθεια να την εγγυηθώ. Αλλά εκβιασμένη ενότητα δεν υπάρχει πουθενά». Όλα δείχνουν πως η οριστικοποίηση της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ζήτημα χρόνου, παρότι και οι δύο πλευρές την προωθούν, χωρίς να θέλουν να την χρεωθούν.

 Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ της 2/8/2015
GreekBloggers.com