Ψάχνοντας να βρω συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με κάποιο θέμα που διάβαζα και ξεφυλλίζοντας παλαιότερα τεύχη του περιοδικού ΑΒΑΤΟΝ, έπεσα πάνω στο άρθρο-σχόλιο του Γιώργου Στάμκου που αναδημοσιεύω σ'αυτό το post, γραμμένο 10 χρόνια πριν, τέτοια εποχή το 2003.
Μου έκανε εντύπωση η - σε πολύ μεγάλο βαθμό - ακριβής περιγραφή της ελληνικής πραγματικότητας, η οποία δεν έχει αλλάξει και πολύ - αφού εξαρτάται βασικά από την ελληνική νοοτροπία - αλλά και η πρόβλεψη για την θέση που θα βρισκόταν η χώρα μας, αν συνέχιζε να ακολουθεί αταλάντευτα την ίδια πορεία.
Αποφεύγω, βέβαια, να ρίχνω το βάρος για την άσχημη θέση που έχουμε βρεθεί στους πολίτες, αφού η συμπεριφορά τους εξαρτάται από τους κατέχοντες την εξουσία, εφόσον αυτοί ορίζουν τους νόμους και τους κανόνες με βάση τους οποίους ενεργούμε.
Το συγκεκριμένο άρθρο το αναδημοσιεύω για να δείξω, ότι η τωρινή μας θέση έχει προβλεφτεί από κάποιους (που όμως τότε ποιός τους έδινε σημασία;), όπως και τώρα, από κάποιους θα προβλέπεται η μελλοντική μας θέση, αλλά ποιός ξέρει ποιοί είναι αυτοί; (όχι πως θα τους δίναμε σημασία...).
Η Ανατομία του Ελληνικού Συνδρόμου (του Γιώργου Στάμκου - Αύγ. 2003)
Στις αρχές του 21ου αιώνα, σ' έναν κόσμο αβεβαιότητας και μεταβατικότητας, η Ελλάδα μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια χώρα που θυσιάζει το μέλλον της για χάρη του παρόντος. Μια ολόκληρη κοινωνία προτιμά την προσωπική κατανάλωση, παρά την επένδυση σε κοινωνικά αγαθά από τα οποία μπορούν να ωφεληθούν και οι μελλοντικές γενιές. Η κατανάλωση κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι της αποταμίευσης. Το συλλογικό συμφέρον υποχωρεί προς όφελος του ατομικού. Η ούτως ή άλλως έμφυτη τάση των Ελλήνων προς τον ατομισμό ενισχύεται, καθώς η ηγεμονία της αγοράς και του καταναλωτισμού γίνεται ολοένα και πιο αδιαμφισβήτητη. Η «προσωπική ελευθερία» γίνεται σημαία σε βάρος των κοινών αξιών και του συλλογικού συμφέροντος. Όλο και περισσότεροι Έλληνες ενεργούν με γνώμονα την προσωπική τους ικανοποίηση, βυθιζόμενοι σταδιακά σε μια ηδονιστική κουλτούρα, που λατρεύει το εφήμερο περιφρονώντας το διαχρονικό.Μια από τις πρώτες επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς είναι η αδυναμία των σημερινών Ελλήνων να αναπαράγουν τον ίδιο τους τον πληθυσμό, κάτι που εκφράζεται με τη ραγδαία πτώση των γεννήσεων την τελευταία εικοσαετία (148.000 γεννήσεις το 1980, μόλις 100.000 το 2001). Η γέννηση ενός παιδιού φαντάζει βουνό και γι' αυτό αναβάλλεται. Οι νέοι Έλληνες, η γενιά του «Baby Boom» των δεκαετιών του 1960 και 1970, αποφεύγουν το γάμο, βλέποντάς τον όχι ως ένωση ανθρώπων, αλλά ως μια πρόσκαιρη τακτοποίηση που μπορεί να αναβληθεί. Ο γάμος θεωρείται «ασύμφορος» οικονομικά και ασφυκτικός ψυχολογικά. Οι «τεχνοκράτες Νάρκισσοι» τον θεωρούν «επένδυση υψηλού ρίσκου», ενώ η αβεβαιότητα της νέας οικονομίας, η αστάθεια του εισοδήματος και η ανεργία, τον διαλύουν πολύ εύκολα. Οι Ελληνίδες, αν αποφασίσουν να κάνουν παιδί, το κάνουν σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες, κι επειδή συνήθως εργάζονται, δεν προσφέρουν σ' αυτό και την καλύτερη γονεϊκή φροντίδα. Συχνά πληρώνουν άλλους για να φροντίσουν τα παιδιά τους, κάτι που ωστόσο θα πληρώσουν μελλοντικά με την αποδυνάμωση των σχέσεων με τα ενήλικα πλέον παιδιά τους. Τα εγωκεντρικά «τερατάκια» του αύριο έχουν ήδη γεννηθεί...
Οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών αυξάνονται αριθμητικά (από 6,5% του πληθυσμού το 1951, έφθασαν στο 18% το 2001 και προβλέπεται να εκτιναχθούν στο 35% το 2050) αλλά περιθωριοποιούνται, εφόσον η σοφία της ηλικίας τείνει να υποτιμάται σε μια κοινωνία που έχει εστιαστεί στο εφήμερο, στην ηδονή της στιγμής, στη λατρεία των νιάτων, καθώς όλοι προσπαθούν να φαίνονται όσο γίνεται πιο νέοι: Οι 50άρηδες προσπαθούν να φαίνονται 30άρηδες και οι 30άρηδες προσπαθούν να μοιάσουν τους έφηβους. Εμφανίζεται έτσι σε μαζικό επίπεδο ένας παλιμπαιδισμός, που σε συνδυασμό μ' έναν υπερτροφικό εγωκεντρισμό, στρέφει τους Νεοέλληνες στις παρορμητικές αγορές, στην απληστία, στα καπρίτσια της μόδας και στην άμεση ικανοποίηση των ακόρεστων ορέξεών τους για κάθε τι καινούργιο και εξωφρενικό.
ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΜΕΛΛΟΝ
Όλα αυτά όμως αποτελούν συνταγή για ένα σκοτεινό μέλλον. Αδυνατώντας να αναπαράγει τον πληθυσμό της η Ελλάδα γερνά, γίνεται «γκρίζα» και αποκτά όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά μιας παρακμάζουσας κοινωνίας. Αυτό τονίζει και η διάχυτη έλλειψη ενδιαφέροντος για το μέλλον. Το αύριο μας φαίνεται πολύ μακρινό. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει πραγματική θέληση κι ενδιαφέρον για τη δρομολόγηση λύσης στο ασφαλιστικό ζήτημα, το οποίο θα βαρύνει δυσβάστακτα τις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων. Ο χρονικός ορίζοντας του Νεοέλληνα είναι απελπιστικά στενός, εστιασμένος στο παρόν, όπως φανερώνει και η αδυναμία προγραμματισμού σε βάθος χρόνου. Η αίσθηση του μέλλοντος εξασθενεί κι εμφανίζεται μια λαϊκή κουλτούρα της κενότητας (π.χ. reality show) και του ατομικισμού.
Η «γκρίζα» Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα υποφέρει από ένα σύνδρομο, που απειλεί την κοινωνική της συνοχή και τις μελλοντικές της προοπτικές. Ένα σύνδρομο, που οφείλεται κυρίως σε δημογραφικά αίτια (υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού), αλλά έχει όμως πολλές παθογενείς εκφάνσεις. Η συλλογική απάθεια, η εσωστρέφεια, η σύγχυση, ο ανορθολογισμός, η απολίθωση σε ξεπερασμένες παραδόσεις, η προσκόλληση στην ιεραρχία, η «λατρεία της καρέκλας», η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η κομματοκρατία, τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», τα συντεχνιακά συμφέροντα, τα αργά κοινωνικά αντανακλαστικά, οι πνευματικές αγκυλώσεις, το κιτς, η τηλεοπτική αποβλάκωση, ο υποβόσκων ρατσισμός, η θρησκευτική αναβίωση, η ματαιόσχολη αντιπαράθεση Ελληνοκεντριστών-Νεοορθόδοξων, ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και προπαντός ο νεοσυντηρητισμός, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού που μπορεί να ονομαστεί «ελληνικό σύνδρομο», το οποίο στραγγαλίζει τις δυνατότητες και τις προοπτικές των δημιουργικών Ελλήνων.
«Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο επιστήμονα; Να μείνει στην Ελλάδα ή να φύγει στο εξωτερικό;», ρώτησε δημοσιογράφος της εφημερίδας Μακεδονία (23-03-2003) τον παγκοσμίου φήμης Έλληνα κβαντικό φυσικό Δημήτρη Νανόπουλο.«Θα του έλεγα να σηκωθεί και να φύγει όσο το δυνατόν νωρίτερα. Το μυαλό το έχουμε, αλλά αυτό που γίνεται εδώ είναι κάτι το απαράδεκτο. Υπάρχει μια ολόκληρη πλεκτάνη συμφερόντων και κάπου ανάμεσα κάνουμε και λίγη έρευνα», απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο διάσημος Έλληνας κβαντικός φυσικός, συνοψίζοντας λίγο πολύ αυτό που γνωρίζουμε όλοι: Στην Ελλάδα η δημιουργικότητα συνεχίζει να καταπνίγεται και οι ταλαντούχοι Έλληνες καλά θα κάνουν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, για να ξεδιπλώσουν τις δεξιοτεχνίες τους και να εκμεταλλευτούν τις ιδέες τους.
Ο λόγος βέβαια δεν είναι οικονομικός, μιας και η Ελλάδα έπαψε προ πολλού να είναι «ψωροκώσταινα». Με βάση το επίπεδο ανάπτυξης βρίσκεται στην 24η θέση παγκοσμίως, (Σημ.Π.Σ.: θυμίζω, 10 χρόνια πριν) έχοντας πίσω της 176 χώρες, ενώ η ένταξή της στο σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, της χαρίζει οικονομική σταθερότητα και προοπτικές ανάπτυξης. Το γεγονός πως η Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα είναι ουσιαστικά μια «τεχνολογική έρημος», στην οποία σπανίζει η έρευνα και η ανάπτυξη, οι καινοτομίες και η επιχειρηματικότητα στις νέες τεχνολογίες, δεν οφείλεται στην έλλειψη οικονομικών πόρων. Πόροι υπάρχουν, αλλά σπαταλούνται στην κατανάλωση και όχι σε επενδύσεις στρατηγικής σημασίας για τη μελλοντική θέση της χώρας, όπως είναι οι υποδομές, η παιδεία, η έρευνα και η ανάπτυξη.
Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Από την άλλη, η διατήρηση ενός καταναλωτικού επιπέδου ζωής, που είναι υψηλότερο σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητές τους, οδηγεί όλο και περισσότερους Έλληνες στην υπερχρέωση, στα δάνεια και στην «πλαστική εξάρτηση» από τις πιστωτικές κάρτες. Τα χαμηλά επιτόκια και η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης έσπρωξαν πολλούς Έλληνες στην παγίδα των τραπεζών, που – σημειωτέον - δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα αλλά επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν διαχειριζόμενες τα χρήματα που τους εμπιστευτήκαμε ως καταθέτες.
Σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τη μονοτονία της καθημερινότητας και αναζητώντας υποκατάστατα που θα αναπληρώσουν το κενό που αφήνει μέσα του η ανεπάρκεια των ανθρώπινων σχέσεων, ο Έλληνας των αρχών του 21ου αιώνα καταφεύγει όλο και πιο συχνά στην υπερκατανάλωση. Ωστόσο η παροδική ικανοποίηση που αισθάνεται τη στιγμή της αγοράς δίνει πολύ γρήγορα τη θέση της στην κατάθλιψη, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι να καταφεύγουν σε νέες αγορές, αποφεύγοντας έτσι να έρθουν αντιμέτωποι με την ουσία των προβλημάτων τους. Έτσι, η «καταναλωτική θεραπεία» τους -στην οποία καταφεύγουν περισσότερο οι γυναίκες και γενικά οι νεότεροι στην ηλικία- όχι μόνο δεν τους ανακουφίζει, αλλά τους επιτείνει σε τελική ανάλυση τη θλίψη και τη δυστυχία.
Βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε. το 33% των καταναλωτών εμφανίζουν εθισμό στη δαπάνη και στις «βιαστικές ή περιττές αγορές», με αποτέλεσμα να βυθίζονται ολοένα και περισσότερο σε υπέρογκα χρέη, χωρίς να λύνουν το πρόβλημα της παγερής θλίψης που τους καταδιώκει. Παγιδευμένοι σε μια κοινωνία κερδισμένων και χαμένων, όπου επικρατεί η πεποίθηση πως πετυχημένος είναι εκείνος που έχει περισσότερη οικονομική και υλική ευημερία, οι σημερινοί Έλληνες, παρά τις πρόσκαιρες «καταναλωτικές θεραπείες» τους, αισθάνονται ολοένα και πιο δυστυχισμένοι...
ΤΗΛΕΝΑΡΚΩΣΗ MADE IN GREECE
'Οπως και σε πολλές Δυτικές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα, ο καναπές σκοτώνει τη ζωή! Την πραγματική ζωή και όχι την απομίμηση της ζωής. Ο καναπές, σε συνδυασμό με την τηλεόραση, απομυζά τα τελευταία απομεινάρια της ζωτικής ενέργειας του σύγχρονου Έλληνα, καθιστώντας τον κούφιο ολόγραμμα, που υπάρχει αλλά δεν ζει.
Η ελληνική τηλεόραση, κυρίως η ιδιωτική, πρέπει να είναι από τις πλέον πνευματικά επιζήμιες τηλεοράσεις στον κόσμο. Τουλάχιστον αυτό λέει η εμπειρία όσων έζησαν εκτός Ελλάδας. 'Οποιος παίρνει την ηρωική απόφαση να κλείσει την τηλεόραση και να σταματήσει για κάποιο διάστημα να την παρακολουθεί, με έκπληξη διαπιστώνει πως γίνεται καλύτερος άνθρωπος, πως η ζωή του αποκτά ξαφνικά νόημα. Και αυτό πραγματικά συμβαίνει, καθώς η τηλεόραση δεν μας αποβλακώνει απλώς, αλλά μας εκτελεί διανοητικά «εκ του συστάδην».
Ειδικά η ελληνική τηλεόραση αντιπροσωπεύει μια συλλογική νοητική παθολογία που εκφράζεται με την επέλαση της σαχλαμάρας, της κακογουστιάς, τη λαϊκή χυδαιότητα, την έκπτωση των αξιών, τη φτήνια και την αποθέωση της κενότητας. Με αναγουλιαστική αναίδεια αναδεύει ασταμάτητα τα μικροαστικά κατακάθια της νεοελληνικής μετριότητας. Και σαν αχόρταγος κανίβαλος στο τέλος καταβροχθίζει τον ίδιο της τον εαυτό, για να τον ξεράσει αμέσως μετά...
Το σίγουρο πάντως είναι πως η τηλεόραση έχει την πραγματική εξουσία στη σύγχρονη «επικοινωνιακή» δημοκρατία, επειδή διαμορφώνει την εικόνα που έχει η ελληνική κοινωνία για τον εαυτό της. Είναι ο καθρέπτης μας, άσχετα αν δεν μας αρέσει το είδωλό μας σ' αυτόν. Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν γκρινιάζουμε, έχουμε την τηλεόραση που μας αξίζει.
Λένε πως η δημοκρατία είναι το πολίτευμα των παραπόνων. Το παράπονο είναι μια ξεπεσμένη εκδοχή της επανάστασης. Η ελληνική κοινωνία έχει χάσει την επαναστατική της ορμή - η αδρεναλίνη της έχει φτάσει στο ναδίρ - καθώς ακόμη και η αριστερά, που παραδοσιακά ήταν συνεπαρμένη από τον επαναστατικό πυρετό, εγκατέλειψε τους αγώνες, τις πορείες και τα οδοφράγματα, φόρεσε παντόφλες, έπιασε το τηλεκοντρόλ και λούφαξε στο σαλόνι χαζεύοντας τηλεόραση.
Καθώς, όμως, η αδρεναλίνη της αριστεράς έπεσε, ανέβηκε ταυτόχρονα εκείνη της ακροδεξιάς, η οποία τροφοδοτείται τα τελευταία χρόνια από την ξενοφοβία και το ρατσισμό, που μαστίζει σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της Ελλάδας. Το σημερινό αρρωστημένο φαινόμενο του «τηλεμάρκετινγκ εθνικισμού», που ευδοκιμεί κυρίως σε περιθωριακά τοπικά κανάλια της Θεσσαλονίκης, (Σημ.Π.Σ.: ο συγγραφέας τού άρθρου ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη) αντιπροσωπεύει στην ουσία μια προσαρμογή του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού στις συνθήκες μιας πλήρως εμπορευματοποιημένης τηλεδημοκρατίας. Άλλωστε, τα ίδια τα φαινόμενα του λαϊκισμού και του ανορθολογισμου, που ποτέ δεν έπαψαν να διαβρώνουν την ελληνική κοινωνία, οφείλονται στην αποτυχία του ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της. Ουσιαστικός εκσυγχρονισμός δεν σημαίνει ασφαλώς «μια αυτοματοποιημένη τεχνοκρατική διαδικασία αντιγραφής Δυτικών προτύπων, αλλά επιλογή σύγκρουσης υπέρ του εξορθολογισμού της ελληνικής κοινωνίας στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης, της σχέσης κράτους-πολιτών και στην άμβλυνση των λαϊκιστικών πιέσεων» (Νίκος Μουζέλης).
Η αδυναμία της Ελλάδας να εκσυγχρονιστεί ουσιαστικά και να έρθει σε δημιουργική ρήξη με το συντηρητικό της εαυτό -μια ρήξη που θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σύγχρονης κοινωνίας των πολιτών- είναι και η κύρια αιτία της παρουσίας ενός διάχυτου ρεύματος λαϊκισμού και ανορθολογισμού στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, ακόμη και ανάμεσα στα πιο μορφωμένα τμήματά της. Αυτό εξηγεί ως ένα βαθμό και την ύπαρξη μιας νεοελληνικής παθογένειας, που εμποδίζει τους κατοίκους αυτής της χώρας να ελευθερώσουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και να προοδεύσουν.
Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ «ΓΚΡΙΖΑΣ» ΕΛΛΑΔΑΣ
Αναμφίβολα το γκρίζο δεν είναι χρώμα που ταιριάζει στην Ελλάδα. Πώς μπορεί μια χώρα, που στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου έχει ταυτιστεί με φως, ήλιο, θάλασσα και πρόσχαρους ανθρώπους, να είναι «γκρίζα»; Κι όμως!
Η Ανατομία του Ελληνικού Συνδρόμου (του Γιώργου Στάμκου - Αύγ. 2003)
Στις αρχές του 21ου αιώνα, σ' έναν κόσμο αβεβαιότητας και μεταβατικότητας, η Ελλάδα μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια χώρα που θυσιάζει το μέλλον της για χάρη του παρόντος. Μια ολόκληρη κοινωνία προτιμά την προσωπική κατανάλωση, παρά την επένδυση σε κοινωνικά αγαθά από τα οποία μπορούν να ωφεληθούν και οι μελλοντικές γενιές. Η κατανάλωση κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι της αποταμίευσης. Το συλλογικό συμφέρον υποχωρεί προς όφελος του ατομικού. Η ούτως ή άλλως έμφυτη τάση των Ελλήνων προς τον ατομισμό ενισχύεται, καθώς η ηγεμονία της αγοράς και του καταναλωτισμού γίνεται ολοένα και πιο αδιαμφισβήτητη. Η «προσωπική ελευθερία» γίνεται σημαία σε βάρος των κοινών αξιών και του συλλογικού συμφέροντος. Όλο και περισσότεροι Έλληνες ενεργούν με γνώμονα την προσωπική τους ικανοποίηση, βυθιζόμενοι σταδιακά σε μια ηδονιστική κουλτούρα, που λατρεύει το εφήμερο περιφρονώντας το διαχρονικό.Μια από τις πρώτες επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς είναι η αδυναμία των σημερινών Ελλήνων να αναπαράγουν τον ίδιο τους τον πληθυσμό, κάτι που εκφράζεται με τη ραγδαία πτώση των γεννήσεων την τελευταία εικοσαετία (148.000 γεννήσεις το 1980, μόλις 100.000 το 2001). Η γέννηση ενός παιδιού φαντάζει βουνό και γι' αυτό αναβάλλεται. Οι νέοι Έλληνες, η γενιά του «Baby Boom» των δεκαετιών του 1960 και 1970, αποφεύγουν το γάμο, βλέποντάς τον όχι ως ένωση ανθρώπων, αλλά ως μια πρόσκαιρη τακτοποίηση που μπορεί να αναβληθεί. Ο γάμος θεωρείται «ασύμφορος» οικονομικά και ασφυκτικός ψυχολογικά. Οι «τεχνοκράτες Νάρκισσοι» τον θεωρούν «επένδυση υψηλού ρίσκου», ενώ η αβεβαιότητα της νέας οικονομίας, η αστάθεια του εισοδήματος και η ανεργία, τον διαλύουν πολύ εύκολα. Οι Ελληνίδες, αν αποφασίσουν να κάνουν παιδί, το κάνουν σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες, κι επειδή συνήθως εργάζονται, δεν προσφέρουν σ' αυτό και την καλύτερη γονεϊκή φροντίδα. Συχνά πληρώνουν άλλους για να φροντίσουν τα παιδιά τους, κάτι που ωστόσο θα πληρώσουν μελλοντικά με την αποδυνάμωση των σχέσεων με τα ενήλικα πλέον παιδιά τους. Τα εγωκεντρικά «τερατάκια» του αύριο έχουν ήδη γεννηθεί...
Οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών αυξάνονται αριθμητικά (από 6,5% του πληθυσμού το 1951, έφθασαν στο 18% το 2001 και προβλέπεται να εκτιναχθούν στο 35% το 2050) αλλά περιθωριοποιούνται, εφόσον η σοφία της ηλικίας τείνει να υποτιμάται σε μια κοινωνία που έχει εστιαστεί στο εφήμερο, στην ηδονή της στιγμής, στη λατρεία των νιάτων, καθώς όλοι προσπαθούν να φαίνονται όσο γίνεται πιο νέοι: Οι 50άρηδες προσπαθούν να φαίνονται 30άρηδες και οι 30άρηδες προσπαθούν να μοιάσουν τους έφηβους. Εμφανίζεται έτσι σε μαζικό επίπεδο ένας παλιμπαιδισμός, που σε συνδυασμό μ' έναν υπερτροφικό εγωκεντρισμό, στρέφει τους Νεοέλληνες στις παρορμητικές αγορές, στην απληστία, στα καπρίτσια της μόδας και στην άμεση ικανοποίηση των ακόρεστων ορέξεών τους για κάθε τι καινούργιο και εξωφρενικό.
ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΜΕΛΛΟΝ
Όλα αυτά όμως αποτελούν συνταγή για ένα σκοτεινό μέλλον. Αδυνατώντας να αναπαράγει τον πληθυσμό της η Ελλάδα γερνά, γίνεται «γκρίζα» και αποκτά όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά μιας παρακμάζουσας κοινωνίας. Αυτό τονίζει και η διάχυτη έλλειψη ενδιαφέροντος για το μέλλον. Το αύριο μας φαίνεται πολύ μακρινό. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει πραγματική θέληση κι ενδιαφέρον για τη δρομολόγηση λύσης στο ασφαλιστικό ζήτημα, το οποίο θα βαρύνει δυσβάστακτα τις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων. Ο χρονικός ορίζοντας του Νεοέλληνα είναι απελπιστικά στενός, εστιασμένος στο παρόν, όπως φανερώνει και η αδυναμία προγραμματισμού σε βάθος χρόνου. Η αίσθηση του μέλλοντος εξασθενεί κι εμφανίζεται μια λαϊκή κουλτούρα της κενότητας (π.χ. reality show) και του ατομικισμού.
Η «γκρίζα» Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα υποφέρει από ένα σύνδρομο, που απειλεί την κοινωνική της συνοχή και τις μελλοντικές της προοπτικές. Ένα σύνδρομο, που οφείλεται κυρίως σε δημογραφικά αίτια (υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού), αλλά έχει όμως πολλές παθογενείς εκφάνσεις. Η συλλογική απάθεια, η εσωστρέφεια, η σύγχυση, ο ανορθολογισμός, η απολίθωση σε ξεπερασμένες παραδόσεις, η προσκόλληση στην ιεραρχία, η «λατρεία της καρέκλας», η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η κομματοκρατία, τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», τα συντεχνιακά συμφέροντα, τα αργά κοινωνικά αντανακλαστικά, οι πνευματικές αγκυλώσεις, το κιτς, η τηλεοπτική αποβλάκωση, ο υποβόσκων ρατσισμός, η θρησκευτική αναβίωση, η ματαιόσχολη αντιπαράθεση Ελληνοκεντριστών-Νεοορθόδοξων, ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και προπαντός ο νεοσυντηρητισμός, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού που μπορεί να ονομαστεί «ελληνικό σύνδρομο», το οποίο στραγγαλίζει τις δυνατότητες και τις προοπτικές των δημιουργικών Ελλήνων.
«Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο επιστήμονα; Να μείνει στην Ελλάδα ή να φύγει στο εξωτερικό;», ρώτησε δημοσιογράφος της εφημερίδας Μακεδονία (23-03-2003) τον παγκοσμίου φήμης Έλληνα κβαντικό φυσικό Δημήτρη Νανόπουλο.«Θα του έλεγα να σηκωθεί και να φύγει όσο το δυνατόν νωρίτερα. Το μυαλό το έχουμε, αλλά αυτό που γίνεται εδώ είναι κάτι το απαράδεκτο. Υπάρχει μια ολόκληρη πλεκτάνη συμφερόντων και κάπου ανάμεσα κάνουμε και λίγη έρευνα», απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο διάσημος Έλληνας κβαντικός φυσικός, συνοψίζοντας λίγο πολύ αυτό που γνωρίζουμε όλοι: Στην Ελλάδα η δημιουργικότητα συνεχίζει να καταπνίγεται και οι ταλαντούχοι Έλληνες καλά θα κάνουν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, για να ξεδιπλώσουν τις δεξιοτεχνίες τους και να εκμεταλλευτούν τις ιδέες τους.
Ο λόγος βέβαια δεν είναι οικονομικός, μιας και η Ελλάδα έπαψε προ πολλού να είναι «ψωροκώσταινα». Με βάση το επίπεδο ανάπτυξης βρίσκεται στην 24η θέση παγκοσμίως, (Σημ.Π.Σ.: θυμίζω, 10 χρόνια πριν) έχοντας πίσω της 176 χώρες, ενώ η ένταξή της στο σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, της χαρίζει οικονομική σταθερότητα και προοπτικές ανάπτυξης. Το γεγονός πως η Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα είναι ουσιαστικά μια «τεχνολογική έρημος», στην οποία σπανίζει η έρευνα και η ανάπτυξη, οι καινοτομίες και η επιχειρηματικότητα στις νέες τεχνολογίες, δεν οφείλεται στην έλλειψη οικονομικών πόρων. Πόροι υπάρχουν, αλλά σπαταλούνται στην κατανάλωση και όχι σε επενδύσεις στρατηγικής σημασίας για τη μελλοντική θέση της χώρας, όπως είναι οι υποδομές, η παιδεία, η έρευνα και η ανάπτυξη.
Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Από την άλλη, η διατήρηση ενός καταναλωτικού επιπέδου ζωής, που είναι υψηλότερο σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητές τους, οδηγεί όλο και περισσότερους Έλληνες στην υπερχρέωση, στα δάνεια και στην «πλαστική εξάρτηση» από τις πιστωτικές κάρτες. Τα χαμηλά επιτόκια και η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης έσπρωξαν πολλούς Έλληνες στην παγίδα των τραπεζών, που – σημειωτέον - δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα αλλά επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν διαχειριζόμενες τα χρήματα που τους εμπιστευτήκαμε ως καταθέτες.
Σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τη μονοτονία της καθημερινότητας και αναζητώντας υποκατάστατα που θα αναπληρώσουν το κενό που αφήνει μέσα του η ανεπάρκεια των ανθρώπινων σχέσεων, ο Έλληνας των αρχών του 21ου αιώνα καταφεύγει όλο και πιο συχνά στην υπερκατανάλωση. Ωστόσο η παροδική ικανοποίηση που αισθάνεται τη στιγμή της αγοράς δίνει πολύ γρήγορα τη θέση της στην κατάθλιψη, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι να καταφεύγουν σε νέες αγορές, αποφεύγοντας έτσι να έρθουν αντιμέτωποι με την ουσία των προβλημάτων τους. Έτσι, η «καταναλωτική θεραπεία» τους -στην οποία καταφεύγουν περισσότερο οι γυναίκες και γενικά οι νεότεροι στην ηλικία- όχι μόνο δεν τους ανακουφίζει, αλλά τους επιτείνει σε τελική ανάλυση τη θλίψη και τη δυστυχία.
Βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε. το 33% των καταναλωτών εμφανίζουν εθισμό στη δαπάνη και στις «βιαστικές ή περιττές αγορές», με αποτέλεσμα να βυθίζονται ολοένα και περισσότερο σε υπέρογκα χρέη, χωρίς να λύνουν το πρόβλημα της παγερής θλίψης που τους καταδιώκει. Παγιδευμένοι σε μια κοινωνία κερδισμένων και χαμένων, όπου επικρατεί η πεποίθηση πως πετυχημένος είναι εκείνος που έχει περισσότερη οικονομική και υλική ευημερία, οι σημερινοί Έλληνες, παρά τις πρόσκαιρες «καταναλωτικές θεραπείες» τους, αισθάνονται ολοένα και πιο δυστυχισμένοι...
ΤΗΛΕΝΑΡΚΩΣΗ MADE IN GREECE
'Οπως και σε πολλές Δυτικές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα, ο καναπές σκοτώνει τη ζωή! Την πραγματική ζωή και όχι την απομίμηση της ζωής. Ο καναπές, σε συνδυασμό με την τηλεόραση, απομυζά τα τελευταία απομεινάρια της ζωτικής ενέργειας του σύγχρονου Έλληνα, καθιστώντας τον κούφιο ολόγραμμα, που υπάρχει αλλά δεν ζει.
Η ελληνική τηλεόραση, κυρίως η ιδιωτική, πρέπει να είναι από τις πλέον πνευματικά επιζήμιες τηλεοράσεις στον κόσμο. Τουλάχιστον αυτό λέει η εμπειρία όσων έζησαν εκτός Ελλάδας. 'Οποιος παίρνει την ηρωική απόφαση να κλείσει την τηλεόραση και να σταματήσει για κάποιο διάστημα να την παρακολουθεί, με έκπληξη διαπιστώνει πως γίνεται καλύτερος άνθρωπος, πως η ζωή του αποκτά ξαφνικά νόημα. Και αυτό πραγματικά συμβαίνει, καθώς η τηλεόραση δεν μας αποβλακώνει απλώς, αλλά μας εκτελεί διανοητικά «εκ του συστάδην».
Ειδικά η ελληνική τηλεόραση αντιπροσωπεύει μια συλλογική νοητική παθολογία που εκφράζεται με την επέλαση της σαχλαμάρας, της κακογουστιάς, τη λαϊκή χυδαιότητα, την έκπτωση των αξιών, τη φτήνια και την αποθέωση της κενότητας. Με αναγουλιαστική αναίδεια αναδεύει ασταμάτητα τα μικροαστικά κατακάθια της νεοελληνικής μετριότητας. Και σαν αχόρταγος κανίβαλος στο τέλος καταβροχθίζει τον ίδιο της τον εαυτό, για να τον ξεράσει αμέσως μετά...
Το σίγουρο πάντως είναι πως η τηλεόραση έχει την πραγματική εξουσία στη σύγχρονη «επικοινωνιακή» δημοκρατία, επειδή διαμορφώνει την εικόνα που έχει η ελληνική κοινωνία για τον εαυτό της. Είναι ο καθρέπτης μας, άσχετα αν δεν μας αρέσει το είδωλό μας σ' αυτόν. Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν γκρινιάζουμε, έχουμε την τηλεόραση που μας αξίζει.
Λένε πως η δημοκρατία είναι το πολίτευμα των παραπόνων. Το παράπονο είναι μια ξεπεσμένη εκδοχή της επανάστασης. Η ελληνική κοινωνία έχει χάσει την επαναστατική της ορμή - η αδρεναλίνη της έχει φτάσει στο ναδίρ - καθώς ακόμη και η αριστερά, που παραδοσιακά ήταν συνεπαρμένη από τον επαναστατικό πυρετό, εγκατέλειψε τους αγώνες, τις πορείες και τα οδοφράγματα, φόρεσε παντόφλες, έπιασε το τηλεκοντρόλ και λούφαξε στο σαλόνι χαζεύοντας τηλεόραση.
Καθώς, όμως, η αδρεναλίνη της αριστεράς έπεσε, ανέβηκε ταυτόχρονα εκείνη της ακροδεξιάς, η οποία τροφοδοτείται τα τελευταία χρόνια από την ξενοφοβία και το ρατσισμό, που μαστίζει σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της Ελλάδας. Το σημερινό αρρωστημένο φαινόμενο του «τηλεμάρκετινγκ εθνικισμού», που ευδοκιμεί κυρίως σε περιθωριακά τοπικά κανάλια της Θεσσαλονίκης, (Σημ.Π.Σ.: ο συγγραφέας τού άρθρου ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη) αντιπροσωπεύει στην ουσία μια προσαρμογή του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού στις συνθήκες μιας πλήρως εμπορευματοποιημένης τηλεδημοκρατίας. Άλλωστε, τα ίδια τα φαινόμενα του λαϊκισμού και του ανορθολογισμου, που ποτέ δεν έπαψαν να διαβρώνουν την ελληνική κοινωνία, οφείλονται στην αποτυχία του ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της. Ουσιαστικός εκσυγχρονισμός δεν σημαίνει ασφαλώς «μια αυτοματοποιημένη τεχνοκρατική διαδικασία αντιγραφής Δυτικών προτύπων, αλλά επιλογή σύγκρουσης υπέρ του εξορθολογισμού της ελληνικής κοινωνίας στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης, της σχέσης κράτους-πολιτών και στην άμβλυνση των λαϊκιστικών πιέσεων» (Νίκος Μουζέλης).
Η αδυναμία της Ελλάδας να εκσυγχρονιστεί ουσιαστικά και να έρθει σε δημιουργική ρήξη με το συντηρητικό της εαυτό -μια ρήξη που θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σύγχρονης κοινωνίας των πολιτών- είναι και η κύρια αιτία της παρουσίας ενός διάχυτου ρεύματος λαϊκισμού και ανορθολογισμού στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, ακόμη και ανάμεσα στα πιο μορφωμένα τμήματά της. Αυτό εξηγεί ως ένα βαθμό και την ύπαρξη μιας νεοελληνικής παθογένειας, που εμποδίζει τους κατοίκους αυτής της χώρας να ελευθερώσουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και να προοδεύσουν.
Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ «ΓΚΡΙΖΑΣ» ΕΛΛΑΔΑΣ
Αναμφίβολα το γκρίζο δεν είναι χρώμα που ταιριάζει στην Ελλάδα. Πώς μπορεί μια χώρα, που στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου έχει ταυτιστεί με φως, ήλιο, θάλασσα και πρόσχαρους ανθρώπους, να είναι «γκρίζα»; Κι όμως!
Κατά τη γνώμη μου η σημερινή Ελλάδα τείνει όλο και περισσότερο να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας «γκρίζας» χώρας, που χαρακτηρίζεται από τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού της, την εμφάνιση ενός μεταμοντέρνου νεοσυντηρητισμού και μιας παθογένειας, που έχω προηγουμένως περιγράψει ως «ελληνικό σύνδρομο». Σίγουρα το επίθετο «γκρίζο» δεν έχει να κάνει με την εξωτερική όψη της Ελλάδας, που παραμένει η ίδια. Έχει να κάνει όμως με την ψυχή, τους διανοητικούς ορίζοντες και την κοσμοθέαση αρκετών κατοίκων της, που είναι ένας συνδυασμός άσπρου-μαύρου, δηλαδή γκρι. Προσωπικά δεν θα ήθελα να ζήσω σε μια Ελλάδα που μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο «γκρίζα». Δεν θα ήθελα να παγιδευτώ στο «Matrix» μιας «ασπρόμαυρης» Ελλάδας. Δεν θα ήθελα να βλέπω όλο και περισσότερους συμπατριώτες μου -ελλείψει άλλου σκοπού- να αναδεύονται με βδελυρή ικανοποίηση στη χλιαρή λάσπη της νεοελληνικής μετριότητας, ούτε και να αποκτούν ασπρόμαυρες κοσμοθεάσεις.
Δεν είμαι ούτε απαισιόδοξος, ούτε «μιζερολόγος». Αντίθετα πιστεύω πως η Ελλάδα μπορεί να έχει ραντεβού με ένα λαμπρό μέλλον, με μια δεύτερη αναγέννηση, αν καταφέρει και ξεπεράσει τα σημερινά αδιέξοδα και συμπλέγματά της. Σημειώστε πως, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο πρόβλημα της σημερινής Ελλάδας δεν είναι οικονομικό ή γεωπολιτικό. Είναι διανοητικό και κατ' επέκταση πνευματικό...
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ Σεπτ-Οκτ 2003)