Το
κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη, που αναδημοσιεύω στη συνέχεια, έχει
γραφτεί αρκετά χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση που τα τελευταία χρόνια
ταλαιπωρεί τόσο και τη χώρα μας. Όμως, είναι εντυπωσιακό πόσο επίκαιρο
φαντάζει, αφού έχει επαληθευτεί από τα λάθη που έγιναν στην πράξη από
αυτούς που κάνουν ασκήσεις επί χάρτου, αλλά αρνούνται να καταλάβουν πόσο
απέχει η πραγματικότητα από τη θεωρία.
Ο
μεγάλος διανοητής απαντάει σε ερωτήματα όπως, αν μπορεί να υπάρξει
εξασφαλισμένη ισορροπία σε μια καπιταλιστικού τύπου οικονομία ή αν μπορεί να επιτευχθεί ορθολογικότητα στα συστατικά που συνθέτουν μια τέτοια
οικονομία. Η ανάλυσή του, αν και όχι τόσο εκτεταμένη, είναι εν τούτοις
εξαιρετικά διεξοδική και περιεκτική, ενώ θα βρούμε σε αυτή τις
απαντήσεις για τις αστοχίες των μνημονίων που οδήγησαν στον εκτροχιασμό
της ελληνικής οικονομίας.
Θα
ήμουν αιθεροβάμμων αν πρότεινα σε όλους εκείνους - εντός και εκτός
Ελλάδας - να διαβάσουν αυτό το κείμενο, που αποτελεί μάθημα στοιχειωδών
οικονομικών. Και αυτό, επειδή δεν πιστεύω ότι στόχος τους είναι η
διάσωση της χώρας μας, αλλά η επιθυμία τους να απομυζήσουν κάθε ελληνικό
περιουσιακό στοιχείο που θα αποφέρει κέρδος σε όλους αυτούς που
διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους και κάθε τους ενέργεια αποβλέπει στην
αύξησή τους. Αυτό εξηγεί και γιατί όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται
και ψηφίζονται από την (Α)βουλή πόρω απέχουν από μια σωστή οικονομική
πολιτική που θα οδηγούσε τη χώρα σε ανάπτυξη.
Αλλά όλα αυτά εξηγούνται στις παραγράφους που ακολουθούν...
Η ενεργός πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας
Επί πάρα πολύ
χρόνο, η νέα «οικονομική επιστήμη» απασχολήθηκε μόνο με παράγοντες που καθορίζουν
τις τιμές των επί μέρους εμπορευμάτων, υπό συνθήκες στατικής «ισορροπίας». Οι
οικονομολόγοι πίστευαν, ή έκαναν πως πίστευαν, ότι οι ίδιοι παράγοντες που
προσδιορίζουν την τιμή ενός «ιδανικού» εμπορεύματος, υπό «ιδανικές» συνθήκες
(τέλειος ανταγωνισμός κ.λπ.) προσδιόριζαν περίπου όλες τις τιμές
(συμπεριλαμβανομένης της «τιμής της εργασίας» και της «τιμής του κεφαλαίου»), που
με τη σειρά τους προσδιόριζαν κάθε τι το σημαντικό στην οικονομία: την συνολική
ισορροπία της, την διανομή του εθνικού εισοδήματος, την κατανομή των
παραγομένων πόρων στις διάφορες κατηγορίες χρηστών και χρήσης, και - ζήτημα που
παρέμενε σε μια νεφελώδη αοριστία - την μακροπρόθεσμη εξέλιξη. Όλο αυτό όφειλε,
με μικρές διορθώσεις, να προκύψει από τις καμπύλες κόστους και των οριακών
χρησιμοτήτων, για τις οποίες θα μπορούσε να αποδειχθεί, σχεδόν με το αζημίωτο, ότι
διασταυρώνονταν πάντοτε σε άριστα σημεία «ισορροπίας». Το γεγονός ότι το θεμελιώδες
χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι η ορμητική και βίαιη αναστάτωση της οικονομίας
και της κοινωνίας, πράγμα που σημαίνει αδιάκοπη αναπαραγωγή ασυνεχειών, δεν φαίνεται
να τους δημιουργούσε αϋπνίες.
Οι σημερινοί ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι εξακολουθούν να υποτονθορύζουν
τον ίδιον αυτό σκοπό, sotto voce πλέον, αλλά κανένας δεν φαίνεται πια να τον παίρνει στα σοβαρά.
Ασφαλώς τούτο οφείλεται στο ότι το πλάσμα του τέλειου ανταγωνισμού, καθαρού και
τέλειου ή τελείως τέλειου, διαλύθηκε σαν καπνός και
στο ότι, ακόμα και στα χαρτιά, είναι αδύνατον να περάσουμε από την πραγματικότητα
των ολιγοπωλιακών αγορών σε γενικές «ισορροπίες», χωρίς να αριστοποιήσουμε τα
κέρδη των ολιγοπωλίων ή, ακριβέστερα, των φατριών που τα διευθύνουν. Και επί
πλέον, η ενεργός παγκοσμιοποίηση της
καπιταλιστικής παραγωγής, με τις κολοσσιαίες διαφορές των συνθηκών παραγωγής
που εμφανίζει, μεταξύ των από μακρού εκβιομηχανισμένων και των ήδη «αναδυομένων»
χωρών, καθιστά απλούστατα γελοίο κάθε αίτημα ομοιογένειας, έστω και κατά
προσέγγιση, των «συντελεστών παραγωγής» σε πλανητική κλίμακα.
Για την «κλασσική»
φάση του καπιταλισμού, ήτοι περίπου μέχρι το 1975, τρεις ομάδες προβλημάτων ετίθεντο
σε κάθε οικονομική ανάλυση που θα ήθελε να κρατήσει μια σοβαρότητα σχετικά με την
πραγματικότητα και με τις όψεις της οικονομίας - τις σημαίνουσες όψεις, τόσο για
την κατάσταση, όσο και για την εξέλιξη της κοινωνίας. Την πρώτη ομάδα την όρισε
με μεγάλη σαφήνεια ο Ricardo και την επεξεργάστηκε εκ
νέου ο Marx. Πρόκειται για τη διανομή του
κοινωνικού προϊόντος («εθνικό εισόδημα»). Επηρεάζει έντονα την κατανομή των πόρων
ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες («τομείς») της παραγωγής. Η δεύτερη αφορά στη
σχέση μεταξύ διαθεσίμων παραγωγικών πόρων («κεφάλαιο» και εργασία) και της πραγματικής
κοινωνικής ζήτησης, σχέση, από την οποία εξαρτάται η πλήρης απασχόληση ή η
υποαπασχόληση αυτών των πόρων. Συνδέεται στενά με την τρίτη, που αναφέρεται
στην εξέλιξη της οικονομίας, δηλαδή την πραγματική ή επιθυμητή αύξηση της
παραγωγής. Οι τρεις ομάδες βρίσκονται σε στενή επικοινωνία, διότι,
παραδείγματος χάριν, η διανομή του εισοδήματος είναι ο κύριος παράγων που ρυθμίζει
την κατανομή των πόρων, και αυτή, με τη σειρά της, παίζει ουσιαστικό ρόλο τόσο
στην ποσότητα όσο και στο περιεχόμενο της επένδυσης, και ως εκ τούτου στις
μελλοντικές εξελίξεις της οικονομίας.
Αν παραβλέψουμε
τις λεπτομέρειες, τις περιοριστικές συνθήκες και τις ειδικές περιπτώσεις και
αν, σε ένα πρώτο στάδιο, δεν συνυπολογίσουμε τον παράγοντα του εξωτερικού
εμπορίου (π.χ. θεωρώντας υποθετικά μια παγκόσμια οικονομία περίπου ομοιογενή),
η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι εκπληκτικά απλή. Η διανομή των
εισοδημάτων μεταξύ κοινωνικών τάξεων και εν συνεχεία μεταξύ των κοινωνικών
ομάδων, εξαρτάται ουσιαστικά από τον συσχετισμό των μεταξύ τους δυνάμεων. Αυτή η
διανομή ρυθμίζει σε πρώτη προσέγγιση την κατανομή των πόρων μεταξύ κατανάλωσης
και επένδυσης. Σε γενικές γραμμές, οι εργαζόμενοι δαπανούν ό,τι κερδίζουν, οι
κατέχοντες κερδίζουν ό,τι δαπανούν - καταναλίσκουν ένα μικρό μέρος του
εισοδήματος τους και επενδύουν το μεγαλύτερο - ή δεν το επενδύουν, οπότε το μέρος
αυτό του εισοδήματος εξαφανίζεται, ενώ συγχρόνως εμφανίζεται μια κατάσταση υποαπασχολήσεως.
Από το στοιχείο αυτό προσδιορίζεται επίσης η διανομή της επένδυσης μεταξύ
βιομηχανιών που παράγουν καταναλωτικά αγαθά και βιομηχανιών που παράγουν μέσα
παραγωγής. Η «συνολική ισορροπία» - η κατά προσέγγιση ισότητα της ικανότητος
προσφοράς, ήτοι απασχολήσεως τόσο του διαθεσίμου κεφαλαίου και της διαθεσίμου εργατικής
δυνάμεως, όσο και της πραγματικής, ήτοι ενεργού ζητήσεως -εξαρτάται εν πρώτοις από
την ποσότητα της επένδυσης. Αν θεωρήσουμε δεδομένο το σύνολο των μισθών και των
εισοδημάτων που προορίζονται για κατανάλωση, η ισορροπία θα υπάρξει μόνον εάν οι
επιχειρήσεις επενδύσουν ό,τι απαιτείται ώστε να απορροφηθεί σχεδόν η παραγωγική
ικανότητα των βιομηχανιών που παράγουν μέσα παραγωγής. Τίποτα δεν απαγορεύει να
κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά επίσης τίποτα δεν διασφαλίζει ότι θα το κάνουν. Αυτό εξαρτάται
από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων ο κυριότερος διαμορφώνεται από τις
προσδοκίες τους σχετικά με την μελλοντική ζήτηση των προϊόντων τους. Γι’ αυτές
τις προσδοκίες λίγα λογικά πράγματα μπορούν να ειπωθούν, γενικά και εκ των προτέρων.
Εξ ού οι επαναλαμβανόμενες διακυμάνσεις του επιπέδου δραστηριότητος και τα «ατυχήματα»
που μπορούν να φτάσουν μέχρι μείζονες υφέσεις ή φάσεις έντονου πληθωρισμού.
Αν
θεωρήσουμε κατά πρώτη προσέγγιση τον ρυθμό της τεχνικής προόδου (συνεπώς και
την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας) ως κατά το μάλλον ή ήττον σταθερό,
αυτές οι προσδοκίες και το επίπεδο της επένδυσης που επιβάλλουν, θα
προσδιορίσουν μακροπρόθεσμα το ποσοστό της μεγέθυνσης της οικονομίας. Στην
περίπτωση αυτή οι τάσεις θα επηρεάζονται από το σύνολο της παρελθούσης εμπειρίας
της καπιταλιστικής οικονομίας που είναι η εμπειρία μιας μέσης ανάπτυξης. Θα
υπάρξει λοιπόν «μακροπρόθεσμα» μια ευνοϊκή προς την μεγέθυνση στρεβλωμένη τάση,
αλλά επίσης και ένα περιθώριο σημαντικής αβεβαιότητος σε κάθε ιδιαίτερη στιγμή
για κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, που σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των
προηγουμένων διακυμάνσεων επί του υπάρχοντος σταθερού κεφαλαίου, αποκλείει
μακροπρόθεσμα μια εξισορροπημένη και «στάσιμη» μεγέθυνση (σε ποσοστό λίγο ως
πολύ σταθερό, steady). Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο μπορεί, και πρέπει
προφανώς, να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες (επιτάχυνση ή επιβράδυνση της
τεχνικής προόδου, δημογραφικές διακυμάνσεις, άνοιγμα νέων γεωγραφικών ζωνών
προς αξιοποίηση κ.ο.κ.).
Όλα
αυτά δεν μας
επιτρέπουν να ομιλούμε ούτε για μια εξασφαλισμένη ισορροπία, ούτε για
έναν
άριστο ρυθμό μεγέθυνσης ή ένα επίπεδο άριστης παραγωγής, ούτε για μια
μεγιστοποίηση της κοινωνικής χρησιμότητας, ούτε για αμοιβή της εργασίας
σύμφωνα
με το «οριακό προϊόν» της, ούτε για ένα φυσικό ποσοστό του κέρδους ή του
τόκου,
ούτε για κανέναν άλλον από τους Ερωτιδείς ή τις Νύμφες που διακοσμούν τα
εγχειρίδια
οικονομίας. Ειδικά, τα κέρδη των επιχειρήσεων δεν καθορίζονται από το
«οριακό
κόστος» του προϊόντος τους (που ορίζει μόνο, και αυτό σε ομαλό χρόνο,
ένα
κατώτατο όριο στην τιμή πωλήσεως), αλλά από την τιμή που μπορούν να
επιτύχουν (επιβάλλουν,
αποσπάσουν) για το προϊόν τους, δεδομένης της καταστάσεως, στην οποία
βρίσκεται η ζήτησή του. Το γεγονός αυτό από μόνο του αποκλείει κάθε
συζήτηση για την
«ορθολογικότητα» της κατανομής των πόρων μέσα στην οικονομία.
Ιδού μια
απαρίθμηση γεγονότων που δείχνουν συγκεκριμένα τα συστατικά της οικονομικής «ορθολογικότητας»
στον καπιταλισμό.
• Κάθε επιχείρηση επενδύει κατά πρώτον λόγο στην
δική της γραμμή παραγωγής και όχι εκεί όπου το κέρδος θα ήταν «οριακά
υψηλότερο» (συνεπώς «κοινωνικά προτιμότερο»). Αν διακινδυνεύσει να επενδύσει σε
άλλους τομείς, τούτο οφείλεται στο ότι προβλέπει πως εκεί το ποσοστό κέρδους θα
είναι αισθητά υψηλότερο.
• Όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις (ακόμα κι αυτές
του συνοικιακού εμπορίου), βρίσκονται σε κατάσταση ολιγοπωλίου, και όχι
ανταγωνισμού - για να μην πούμε μονοπωλίου ή συνεννόησης των παραγωγών υπό τη
μία ή την άλλη μορφή.
• Το γεγονός αυτό οδηγεί στον συγκεχυμένο
χαρακτήρα της έννοιας του «εμπορεύματος» ως ομοιογενούς προϊόντος και του «τομέα»
ως συνόλου επιχειρήσεων οι οποίες παράγουν «το ίδιο προϊόν».
• Οι αποφάσεις της
επιχείρησης, να επενδύσει ή όχι, να αυξήσει ή να περιορίσει την παραγωγή, λαμβάνονται
πάντα ση βάση μιας πληροφόρησης αποσπασματικής και στρεβλωμένης - στις
σημαντικές επιχειρήσεις, αυτές οι αποφάσεις είναι το αποτέλεσμα εσωτερικών
αντιμαχιών ανάμεσα σε «ειδικούς» και γραφειοκρατικές κλίκες, δεν είναι το αποτέλεσμα
μιας «ορθολογικής διαδικασίας αποφάσεως». Παρεκκλίνουν έντονα
προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για την διατήρηση της διευθυντικής ομάδας, όπως το έδειξαν
ήδη από την δεκαετία τού 1960 οι μελέτες του Robin Marris.
• Η εσωτερική κατάσταση της επιχείρησης
εμφανίζεται λίγο ως πολύ αδιαφανής για τους διευθύνοντες, λόγω της γραφειοκρατικοποίησης
της επιχείρησης και της αντίστασης των εργαζομένων.
• Η «αγορά κεφαλαίου» (και της
πίστεως) είναι καθ’ ολοκληρίαν «ατελής»· πρώτον, διότι τα διατιθέμενα κεφάλαια
κατευθύνονται κατά προτίμηση προς τις περιοχές απ’ όπου
αντλήθηκαν, δεύτερον, διότι η κατάσταση των δανειστών είναι αδιαφανής, και
τρίτον, λόγω των ισχυρότατων δεσμών που υπάρχουν μεταξύ τραπεζών και
βιομηχανίας.
• Σε στενή σχέση με το προηγούμενο σημείο, το
«κεφάλαιο», ως εξουσία διαθέσεως παραγωγικών πόρων και ιδίως της εργασίας των
άλλων, είναι εν μέρει αποχωρισμένο από την ιδιοκτησία ή την κατοχή αξιών. Το ουσιώδες
είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε τέτοιους πόρους, που μπορεί να εξασφαλισθεί
μέσω άλλων διόδων (τραπεζική πίστη για παράδειγμα).
• Η «εκτίμηση» των υπαρχουσών στην αγορά επιχειρήσεων
είναι νεφελώδης, διότι εξαρτάται από τις προσδοκίες τις σχετικές με τα
μελλοντικά τους κέρδη και το προβλεπόμενο «μέσο ποσοστό» κέρδους.
• Η παραγωγή (και η αγορά εργασίας, μέχρις
ενός σημείου) είναι πλήρης ευκαιριακών προσόδων.
• Η ατομική ιδιοκτησία επί της γης δημιουργεί
μια απόλυτη έγγειο πρόσοδο που δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμία
οικονομική δικαιολόγηση.
• Η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα. H
παραγωγή και η αναπαραγωγή της δεν μπορούν να ρυθμισθούν από μια «αγορά».
• Η πραγματική αποδοτικότητα της εργασίας (ή το
πραγματικό ποσοστό αμοιβής/φυσικής
απόδοσης) είναι σε μεγάλο βαθμό απροσδιόριστη.
Στη σημερινή φάση του καπιταλισμού, ήτοι εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα,
όλα τα παραπάνω διατηρούν την ορθότητά τους, νέοι όμως παράγοντες ανατρέπουν
την συνολική προοπτική. Έτσι, η ενεργός παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, που
κατέστη δυνατή χάρη στις νέες εξελίξεις, τεχνολογικές εξελίξεις (εν ολίγοις, την
σχεδόν ολοκληρωτική εξάλειψη, από την ποσοτική άποψη, της σημασίας της εξειδικεύσεως
της εργασίας στην υλική παραγωγή, που έθεσε έτσι στη διάθεση του παγκοσμίου
κεφαλαίου δισεκατομμύρια πεινασμένων ανά τον κόσμο) και εξελίξεις πολιτικές
(τον αφοπλισμό των κυβερνήσεων ως προς την οικονομική τους πολιτική, και κυρίως
την πλήρη απελευθέρωση των διεθνών ροών κεφαλαίου), είχε αυτό το φαινομενικά
παράδοξο αποτέλεσμα, να καταστρέψει την ομοιογένεια των οικονομικών συνθηκών
παραγωγής ανά τον κόσμο, την ίδια ακριβώς στιγμή που εγκαθίστατο μια πραγματικά
παγκόσμια αγορά. Κάθε συζήτηση περί προσδιορισμού των τιμών ή και οποιουδήποτε
άλλου μεγέθους -συμπεριλαμβανομένων και των καπιταλιστικών κερδών- από
παράγοντες «ορθολογικούς» καθίσταται υπό τις συνθήκες αυτές γελοία.