Για να ξεφύγω λίγο από τα τρέχοντα θέματα της ζοφερής πραγματικότητας, τις τελευταίες μέρες ξεφυλλίζω διάφορα βιβλία που τα είχα αφήσει στην άκρη, παραπονεμένα.
Σε ένα από αυτά* στάθηκα στο κεφάλαιο που ασχολείται με την αλληλοεπίδραση της σκέψης με τη γλώσσα. Το βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω ένα μεγάλο μέρος από αυτό το κεφάλαιο, περιλαμβάνοντας και τις επικρατέστερες θεωρίες πάνω στο θέμα.
Στο εν λόγω χωρίο, από το Σοφιστή του
Πλάτωνα, προσδιορίζεται η σχέση αλληλεξάρτησης του “εσωτερικού λόγου” ως
διάνοιας και του “εξωτερικού λόγου” ως ομιλίας. Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι η σκέψη
είναι ο εσωτερικός διάλογος που διεξάγει η ψυχή με τον εαυτό της, ενώ ο λόγος,
η ομιλία, είναι η σκέψη που “διαρρέει” από την ψυχή προς το εξωτερικό με τη
μορφή του φωνητικού ρεύματος. Χαρακτηριστικό που αποδεικνύει την σχέση αλληλεξάρτησης
της γλώσσας και της σκέψης είναι το γεγονός ότι, στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, η
λογική διανόηση όσο και η γλωσσική εκφορά δηλώνονται με έναν κοινό όρο, τη λέξη
“λόγος”, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες, όπως π.χ τη Λατινική, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ ratio (reor) και oratio (oro).
Θεωρία του μπιχεβιορισμού
Την άποψη του Πλάτωνα υιοθετούν τον 20ο
αιώνα οι συμπεριφοριστές, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Watson, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η σκέψη είναι υποφωνηματικός
λόγος, με την έννοια ότι όταν οι άνθρωποι σκέφτονται δεν επιτελούν τίποτα άλλο
από τη λειτουργία του εσωτερικού διαλόγου. Η υποφωνούμενη γλώσσα θεωρείται
δομικό στοιχείο, αν όχι ταυτόσημο, της σκέψης, άρα η σκέψη υπάγεται στη γλώσσα
ως μία από τις ποικίλες εκφάνσεις του εκτεταμένου ρεπερτορίου της. Οι πρώτες αμφισβητήσεις
αυτής της άποψης ξεκινούν από τους Smith, Brown, Thomas, Goodman (1947), μετά από πειραματικές έρευνες που
διεξήγαγαν σε άτομα με μυϊκή παράλυση. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, το
άτομο που βρισκόταν σε κατάσταση μυϊκής παράλυσης και δεν ήταν σε θέση να
εκτελέσει καμιά απολύτως μυϊκή κίνηση (ούτε και αρθρωτικές
κινήσεις), μπορούσε να κατανοεί τι συνέβαινε γύρω του, να θυμάται και να
σκέφτεται. Η σκέψη, σε αυτή την περίπτωση, αποδείχθηκε ως μια εσωτερική λειτουργία,
η οποία δεν σχετίζεται με άλλες κινητικές λειτουργίες (φωνητικές πραγματώσεις),
αλλά υφίσταται ανεξάρτητα από αυτές (Cohen, 1983, Anderson, 1985). Ακόμη, σύμφωνα με τη θεωρία
ανάλυσης της γνωστικής αναπαράστασης, οι μνημονικές αναπαραστάσεις που
αποθηκεύονται στη μνήμη δεν είναι οι λέξεις καθεαυτές, αλλά η αφηρημένη
αναπαράσταση του σημασιολογικού περιεχομένου των γλωσσικών πληροφοριών (Anderson, 1985).