14 Φεβρουαρίου 2014

Κυπριακό: Ένας άλλος δρόμος (του Σταύρου Λυγερού)

Άλλη μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ξεκινάει, και αυτή τη φορά οι αισιόδοξες φωνές μοιάζουν να είναι περισσότερες. Έχουν δίκιο όμως;
Κατά πάσα πιθανότητα το νέο σχέδιο θα είναι χειρότερο από το απορριφθέν το 2004 σχέδιο Ανάν, εφόσον η Κύπρος βρίσκεται σήμερα σε κατά πολύ δυσμενέστερη θέση από τότε. 
Φυσικά, οι συνομιλίες δεν θα γίνουν μόνο ανάμεσα στις δυο κυπριακές κοινότητες, αλλά αυτό μπορεί να θεωρηθεί θετικό; Αφού μάλιστα, εκτός των άλλων, θα ανακατευτούν και οι Γερμανοί;
Ας αφήσουμε όμως κάποιον πολύ περισσότερο ειδικό, τον κ.Σταύρο Λυγερό, να μας περιγράψει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και να κάνει τις δικές του προτάσεις.




Ένας άλλος δρόμος


Η επικείμενη κοινή ανακοίνωση των Αναστασιάδη και Έρογλου για την έναρξη των διαπραγματεύσεων επιβεβαιώνει με τα όσα προβλέπει για τη συνταγματική πτυχή, ότι το μόνο που οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να περιμένουν από τη Γραμματεία του ΟΗΕ είναι σχέδια τύπου Ανάν. Στα σχεδόν σαράντα χρόνια των συνομιλιών σταδιακά και υπό τον τίτλο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» έχει παγιωθεί ένα «διαπραγματευτικό κεκτημένο» που οδηγεί σε παραλλαγές της ίδιας εκτρωματικής λύσης. Η συμβίωση των δύο κοινοτήτων έχει νόημα μόνο με όρους πραγματικής ομοσπονδίας χωρίς εσωτερικούς φραγμούς και παρεμβατικά δικαιώματα. Τόσο η Άγκυρα όσο και οι Τουρκοκύπριοι όμως δεν επιθυμούν τέτοιο γάμο, γεγονός που καθιστά το ενδεχόμενο αυτό μη ρεαλιστικό.

Για να προσανατολιστεί η διαπραγματευτική διαδικασία προς μια βιώσιμη λύση, που να ανταποκρίνεται με ρεαλισμό στις υφιστάμενες συνθήκες, πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική αναθεώρηση. Κριτήριό της πρέπει να είναι η συλλογική ασφάλεια και ευημερία του κυπριακού Ελληνισμού, ο οποίος στο δημοψήφισμα του 2004 ψήφισε στο συντριπτικό 76% «Όχι» για λόγους αυτοσυντήρησης. Με δεδομένο όμως το συσχετισμό δυνάμεων στο νησί, για να είναι πολιτικά ρεαλιστική μια νέα προσέγγιση πρέπει να εκκινεί από τις βασικές επιδιώξεις των δύο πλευρών.

Με την επανένωση της Μεγαλονήσου να είναι πρακτικά ανέφικτη, οι Ελληνοκύπριοι επιδιώκουν πρωτίστως την ανάκτηση εδάφους και την ασφάλειά τους. Αντιστοίχως, οι Τουρκοκύπριοι επιδιώκουν την αναγνώριση δικού τους κράτους και τη συμμετοχή στην ΕΕ για λόγους ευημερίας και δυνατοτήτων. Στη βάση των εκατέρωθεν επιδιώξεων υπάρχουν περιθώρια για ένα συμβιβασμό που να προβλέπει ως πακέτο, δηλαδή ως αδιάσπαστο σύνολο:

- Την εφαρμογή της αρχής «έδαφος έναντι αναγνώρισης». Επιστροφή εδάφους στους Ελληνοκύπριους με αντάλλαγμα την αναγνώριση τουρκοκυπριακού κράτους.

- Τα δύο κυπριακά κράτη θα έχουν πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στην επικράτειά τους. Αυτό σημαίνει ότι ο ενεργειακός πλούτος που έχει ανακαλυφθεί ή μπορεί να ανακαλυφθεί στα νότια της Κύπρου θα ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στο ελληνοκυπριακό κράτος. Αντιθέτως κάθε συνεταιρική λύση σημαίνει μοίρασμα αυτού του πλούτου στα δύο συνιστώντα κρατίδια της κοινής ανακοίνωσης και των σχεδίων τύπου Ανάν.

- Τα δύο κυπριακά κράτη θα συγκροτήσουν μια ένωση ανεξάρτητων κρατών, η οποία θα συμμετέχει ως τέτοια στην ΕΕ. Το τουρκοκυπριακό κράτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αυτόνομη συμμετοχή και ούτε η ίδια η ΕΕ θα ήθελε κάτι τέτοιο. Στην Κύπρο δεν θα υπάρχει κοινή κυβέρνηση.

Απλώς μία θεσμοθετημένη διαβούλευση των αντίστοιχων ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κρατικών οργάνων. Κάθε κράτος θα έχει τη δική του οικονομία, το δικό του μερίδιο από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και τη δική του ξεχωριστή ευθύνη έναντι της ΕΕ. Με άλλα λόγια, στα κοινοτικά όργανα θα συμμετέχουν από κοινού και με μία ψήφο οι εκπρόσωποι των δύο κυπριακών κρατών. Όπου συμφωνούν, θα ψηφίζουν. Όπου διαφωνούν, θα απέχουν.

- Την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, όπως επίσης την κατάργηση των εγγυητριών δυνάμεων και του επεμβατικού δικαιώματος. Το κάθε κυπριακό κράτος θα έχει δική του Εθνοφρουρά και δυνάμεις ασφαλείας. Ρόλο εγγυητή μπορεί να αναλάβουν από κοινού η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να έχει λόγο και η Άγκυρα. Θα ήταν σκόπιμο η κυπριακή ένωση να ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία.

- Την απαγόρευση παροχής υπηκοότητας σε πολίτες τρίτων κρατών για να μην ανατραπεί η υφιστάμενη πληθυσμιακή ισορροπία.

- Τη ρύθμιση του ζητήματος των Τούρκων εποίκων. Θα παραμείνουν όσοι ζουν πάρα πολλά χρόνια στο νησί και έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριους/ες. Οι υπόλοιποι θα επιστρέψουν στην Τουρκία. Ένα ειδικό διεθνές ταμείο μπορεί να χρηματοδοτήσει την επιστροφή τους.

- Οι Ελληνοκύπριοι θα ανακτήσουν τις περιουσίες τους στο Βορρά και οι Τουρκοκύπριοι στο Νότο. Και οι μεν και οι δε θα έχουν όλα τα δικαιώματα που έχει κάθε Ευρωπαίος στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Για ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνουν απαλλοτριώσεις με πλήρη αποζημίωση των νόμιμων ιδιοκτητών, ενώ θα παρέχεται και η δυνατότητα εθελούσιας ανταλλαγής περιουσιών.

Προφανώς το προτεινόμενο σχέδιο λύσης είναι διχοτομικό. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η διχοτόμηση υπάρχει de facto και η υπό διαπραγμάτευση λύση τύπου Ανάν όχι μόνο την καθιστά και de jure, αλλά και κατά τρόπο που μετατρέπει και τη σημερινή ελεύθερη Κύπρο σε όμηρο της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, οι όροι των σχεδίων τύπου Ανάν είναι πολύ πολύ δυσμενέστεροι για τους Ελληνοκύπριους απ' ό,τι το προτεινόμενο βελούδινο ημιδιαζύγιο στο πλαίσιο και υπό την εποπτεία της ΕΕ. Μεταξύ των κρατών-μελών της EE oι φραγμοί είναι ελάχιστοι σε σύγκριση με αυτά που προβλέπονται κάτω από τον τίτλο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία».

Προφανώς μια τέτοια λύση θα περιορίσει το θεσμικό ρόλο της ελληνοκυπριακής πλευράς στους κόλπους της ΕΕ, δεδομένου ότι η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία είναι ελληνοκυπριακό κράτος. Οι περιορισμοί όμως θα είναι πολύ μεγαλύτεροι εάν ισχύσει κάθε άλλη συνεταιρική λύση. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων, άλλωστε, μπορεί να τα προωθεί στο πλαίσιο της ΕΕ η Ελλάδα. Από την πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι έχουν σοβαρά κίνητρα να αποδεχτούν μια τέτοια λύση, επειδή ικανοποιούνται τα δύο βασικά αιτήματά τους. Πρώτον, η αναγνώριση του δικού τους κράτους. Δεύτερον, η ένταξή τους στην ΕΕ.

Από μια τέτοια λύση οι Ελληνοκύπριοι δεν θα κερδίσουν μόνο εδάφη- θα αποφύγουν και όλες τις καταστροφικές συνέπειες σχεδίων τύπου Ανάν, όπως τις δυσλειτουργικότητες, τις δικοινοτικές τριβές, τους περιορισμούς στις τρεις ελευθερίες, την εξάρτηση από διορισμένους ξένους δικαστές - διαιτητές, την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων και το επεμβατικό τους δικαίωμα στο σύνολο της Μεγαλονήσου. Χωρίς περιορισμούς οι Ελληνοκύπριοι θα μετακινούνται, θα εγκαθίστανται και θα δραστηριοποιούνται οικονομικά στη Βόρεια Κύπρο, θα μπορούν να πωλήσουν ή να εκμεταλλευτούν τις περιουσίες τους. Κυρίως όμως θα έχουν δίπλα τους το μικρό τουρκοκυπριακό κράτος, που θα χορεύει πλέον σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς και σταδιακά θα αυτονομείται από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας.

Αυτός είναι ο λόγος που κατά πάσα πιθανότητα η Άγκυρα θα επιχειρήσει να τορπιλίσει μια τέτοια λύση. Προφανώς δεν έχει καμία πρόθεση ουσιαστικά να τεθεί εκτός Κύπρου. Δεν θα έχει όμως τα σημερινά επιχειρήματα ότι βρίσκεται στη Μεγαλόνησο για να προστατεύει τους Τουρκοκύπριους και για να τους δίνει διέξοδο από το καθεστώς διεθνούς απομόνωσής τους. Εάν, όπως αναμένεται, αρνηθεί να συζητήσει μια τέτοια λύση, θα έρθει σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα πληρώσει διπλωματικό κόστος. Στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης θα είναι αυτή -και όχι οι Ελληνοκύπριοι- που δεν θέλουν λύση του Κυπριακού.

Μια τέτοια λύση θα εκτονώσει και τις εθνοτικές αντιθέσεις γιατί η κάθε κοινότητα θα είναι αφεντικό στην επικράτειά της, αλλά στη βάση του ευρωπαϊκού δικαίου. Με άλλα λόγια, θα αρθούν οι αιτίες που τροφοδοτούν τις προκαταλήψεις και τις διαμάχες. Στις σχέσεις των δύο κυπριακών κρατών θα επικρατήσουν τα κριτήρια της οικονομικής συνεργασίας με θετικές συνέπειες για την καλή γειτονία. Αντιθέτως οι λύσεις τύπου Ανάν, εκτός από αφόρητα ετεροβαρείς είναι και συνταγή για πρόκληση νέων εθνοτικών αντιπαραθέσεων και κρίσης. Είναι προφανές ότι η ομοσπονδία έχει προ πολλού εκτοπιστεί από το τραπέζι, παρότι παραμένει ως τίτλος. Στην πράξη το δίλημμα είναι ανάμεσα σε σχέδιο τύπου Ανάν και σε μια λύση όπως αυτή που σκιαγραφήσαμε. Εάν η Λευκωσία προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση, θα υποχρέωνε και τη διεθνή κοινότητα να επανεξετάσει τη στάση της. Μια τέτοια λύση, άλλωστε, είναι συμβατή με τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα. Το 2004, αμέσως μετά το «Όχι» στο δημοψήφισμα, η ελληνοκυπριακή πλευρά όφειλε να κλείσει τον προηγούμενο κύκλο διαπραγματεύσεων και να αναζητήσει λύση από μηδενική βάση. Η ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ όμως ήταν -και παραμένει- εγκλωβισμένη σε στερεότυπα δεκαετιών που συντηρούν ψευδαισθήσεις. Σε σημαντικό βαθμό το ίδιο ισχύει και για την πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων. Πατούν σε δύο βάρκες. Από τη μια απορρίπτουν λύσεις τύπου Ανάν. Από την άλλη όμως επιμένουν στο -λόγω της τουρκικής άρνησης- μη ρεαλιστικό στερεότυπο της συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους σ' ένα διζωνικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος. Γι' αυτό και σύντομα ο Ελληνισμός θα ξαναέρθει αντιμέτωπος με σχέδιο τύπου Ανάν. Μόνο που τώρα βρίσκεται σε πολύ δυσμενέστερη θέση απ'ό,τι το 2004.
GreekBloggers.com