Το έργο της φιλοσοφίας ορίζεται συχνά ως «εννοιολογική ανάλυση». Ωστόσο, η ίδια η έννοια της παραμένει ασαφής εξαιτίας της ποικιλίας των πρακτικών των φιλοσόφων που επικαλούνται αυτόν τον ορισμό. Έτσι γεννιέται η υποψία ότι ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο για να αντιπαρατεθεί η φιλοσοφία με κάτι άλλο παρά για να οριστεί θετικά η φιλοσοφική έρευνα, υπογραμμίζοντας κυρίως τον διαχωρισμό της από την επιστημονική έρευνα.
Η ταύτιση της φιλοσοφίας με την ανάλυση των καθημερινών γλωσσικών χρήσεων αποτελεί μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της και απόδοσης σαφών μεθόδων έρευνας. Πίσω από αυτή την απόπειρα, όμως, διαφαίνεται και ένα άγχος «διάσωσης» της φιλοσοφίας ως κλάδου.
Σε μεγάλο βαθμό, το αίτημα αυτό προκύπτει από μια συχνά άρρητη σύγκριση της φιλοσοφίας με την επιστήμη. Η φιλοσοφία καλείται να ανακτήσει το κύρος που φαίνεται να έχει πλέον η επιστήμη, καθώς οι επιστήμονες συμφωνούν μεταξύ τους, ενώ τα παραδοσιακά φιλοσοφικά προβλήματα μοιάζουν άλυτα ύστερα από αιώνες ενασχόλησης. Η προσπάθεια μετεξέλιξης της φιλοσοφίας σε κάτι νέο στηρίζεται έτσι στην αντίθεση με την επιστήμη, η οποία εμφανίζεται να υπερτερεί.
Αγωνιώδης μοιάζει να είναι η απόπειρα διάσωσης του κύρους της φιλοσοφίας σε ένα περιβάλλον όπου, μετά τη ραγδαία πρόοδο των θετικών επιστημών, πολλοί παραδοσιακά φιλοσοφικοί τομείς έχουν αποσπαστεί και εξελιχθεί σε αυτόνομες επιστήμες. Η αστρονομία, τα μαθηματικά και η ψυχολογία, που κάποτε ανήκαν στη φιλοσοφία, αποτελούν πλέον ανεξάρτητους κλάδους, ενώ ζητήματα όπως η κατ’ αίσθηση αντίληψη ή η εμπειρική γνώση θεωρούνται προβλήματα που μόνο η επιστήμη μπορεί να επιλύσει.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η γλωσσική στροφή έρχεται να θέσει ως κέντρο του φιλοσοφικού στοχασμού τη γλώσσα και αποπειράται να στηρίξει όλα της τα συμπεράσματα σε αυτήν. Αυτό που μοιάζει να αναζητείται είναι μια γλώσσα, η οποία θα λύσει αυτομάτως τα φιλοσοφικά προβλήματα. Για τον Russell, τους λογικούς ατομιστές και τους λογικούς θετικιστές, το ζητούμενο ήταν η επινόηση μιας ιδεατής γλώσσας, που θα απέκλειε διφορούμενα και αμφισημίες. Για τη φιλοσοφία της κοινής γλώσσας, γλώσσα-πρότυπο είναι η καθημερινή γλώσσα. Αυτή θα πρέπει να αναλυθεί και βάσει αυτής θα πρέπει να ελεγχθεί κάθε φιλοσοφικό συμπέρασμα.
Η κοινή γλώσσα αντιμετωπίζεται ως το ελάχιστο κοινό έδαφος, το οποίο μπορεί να παράσχει ασφαλή «δεδομένα» στη φιλοσοφία και να οδηγήσει τους φιλοσόφους στην πολυπόθητη ομοφωνία. Η φιλοσοφία μοιάζει να αναζητεί στη γλώσσα μια «αντικειμενική» μέθοδο τεκμηρίωσης, μια μέθοδο τεκμηρίωσης δηλαδή που φαίνεται να έχει ως πρότυπο τις μεθόδους των επιστημών. Ιδίως στον Austin, αλλά και στον Wittgenstein, η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως το κοινό έδαφος που μπορεί να προσφέρει ασφαλή δεδομένα και να χαρίσει στη φιλοσοφία ένα κύρος αντίστοιχο με εκείνο των επιστημών.