Η Γερμανία είχε καταστραφεί και δεν φαινόταν στον ορίζοντα σύντομη δυνατότητα ανάκαμψής της, ενώ αφενός η Γαλλία αντιδρούσε σε τυχόν ευνοϊκή μεταχείρισή της, αφετέρου η Ρωσία δεν συμφωνούσε για την ενοποίησή της. Η Αγγλία ήταν υπερχρεωμένη, κυρίως απέναντι στις ΗΠΑ, και επιζητούσε μια λύση στο πρόβλημά της αυτό, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα στην ανάμειξή της στα πράγματα της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Στην Ελλάδα κλιμακωνόταν ο Εμφύλιος. Οι ΗΠΑ επιθυμούσαν να αναλάβουν ρόλο στα ελληνικά πράγματα παρέχοντας στο καθεστώς της Αθήνας οικονομική και στρατιωτική βοήθεια επιτρέποντας την απεμπλοκή των Άγγλων από την περιοχή.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη των ευρωπαϊκών χωρών.
Είχε λεχθεί σχετικά με τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι η Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου υπήρξε το πρώτο πεδίο δοκιμής του.
Το «ελληνικό πρόβλημα» υπήρξε καταλύτης για τις αμερικανικές πρωτοβουλίες του 1947 που επισημοποίησαν τη μετάβαση από τη συμμαχική ενότητα στην καθολική αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Η Ελλάδα αποτελούσε κλασική περίπτωση οικονομικής κατάρρευσης για πολιτικούς λόγους, το είδος που σχεδιάστηκαν να αντιμετωπίσουν το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, σηματοδοτώντας την αντίσταση των ΗΠΑ στη σοβιετική επεκτατικότητα. Το πρόγραμμα οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, που πρότεινε στις 12 Μαρτίου 1947 στο αμερικανικό Κογκρέσο ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν, έκανε την πρώτη μεγάλη τομή. Οι ΗΠΑ παρενέβαιναν πολιτικά, αρχικά με μικρό ορίζοντα ενός έτους, σε χώρες που αδυνατούσαν να προασπιστούν μόνες την εθνική τους ασφάλεια απέναντι σε εσωτερικές και εξωτερικές απειλές. Τη βοήθεια, που ανερχόταν σε 400 εκατομμύρια δολάρια - 300 εκατομμύρια δολάρια για την Ελλάδα και 100 εκατομμύρια δολάρια για την Τουρκία - θα διαχειρίζονταν ειδικές Αμερικανικές Αποστολές, επιφορτισμένες να χαράξουν μια συνολική στρατηγική σταθεροποίησης. Η αμερικανική παρέμβαση αλλοίωνε το απομονωτικό δόγμα των ΗΠΑ και άνοιγε τον δρόμο για την ανάληψη ηγετικού ρόλου στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Οι πόροι του Σχεδίου Μάρσαλ άρχισαν να διατίθενται το 1948. Στην Ελλάδα απορρόφησαν τη βοήθεια του Δόγματος Τρούμαν που εισέρρεε από το φθινόπωρο του 1947 υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Αποστολής Βοήθειας για την Ελλάδα, την AMAG (American Mission for Aid to Greece), η οποία περιελάμβανε ένα οικονομικό και ένα στρατιωτικό κλιμάκιο. Πλαισιωμένος από δεκάδες τεχνοκράτες, οικονομολόγους και συμβούλους διοίκησης, ο επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής ανέφερε στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών για την πορεία των εχθροπραξιών και την πρόοδο της ανασυγκρότησης, τις αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης και τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν για να αποδώσει η αμερικανική βοήθεια. Όταν το 1948 διαψεύσθηκαν οι αρχικές αισιόδοξες προβλέψεις για γρήγορη κατάπαυση του πυρός και εκδηλώθηκαν αντιθέσεις μεταξύ της AMAG και της διπλωματικής αντιπροσωπίας των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ο Αμερικανός πρέσβης έγινε κεντρικός συντονιστής όλων των αμερικανικών προγραμμάτων στην Ελλάδα.
Όταν άρχισε η εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα, η Ουάσινγκτον και η Αμερικανική Αποστολή γνώριζαν σε βάθος τα γενεσιουργά αίτια του Εμφυλίου και του οικονομικού χάους. Κοινό παρονομαστή αποτελούσαν χρόνιες δυσλειτουργίες της πολιτικής που κατακερμάτιζαν την οικονομική βοήθεια σε πλήθος ειδικών πελατειακών συμφερόντων, μέσω συνεχών πολιτικών παρεμβάσεων για διορισμούς και αλλαγές στρατηγικής.
Η παρεμβατικότητα των Αμερικανικών Αποστολών αυξανόταν όσο επέμεναν οι δημαγωγικές πολιτικές, οι επιλεκτικές εξυπηρετήσεις ψηφοφόρων και εκλογικών περιφερειών, η διασπάθιση της βοήθειας για εισαγωγή ειδών πολυτελείας αντί βασικών ειδών διατροφής και παραγωγής. Αμερικανοί σύμβουλοι συμμετείχαν με δικαίωμα ψήφου σε κομβικές υπηρεσίες, όπως η Νομισματική Επιτροπή, η Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής, η Διοίκηση Εξωτερικού Εμπορίου, η Επιτροπή Ενέργειας, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, το ΙΚΑ κ.ά. Λόγω της αργής προόδου τον πρώτο χρόνο, η AMAG αύξησε τον αριθμό των στελεχών της, ενώ αξιοποίησε νέους Έλληνες τεχνοκράτες. Το Σχέδιο Μάρσαλ υπήρξε «εργαστήρι» ανάδειξης στελεχών στην οικονομία και στην πολιτική, καθώς οι υψηλές απαιτήσεις των έργων του επέβαλλαν σύγχρονη κατάρτιση, ταχύτητα, καινοτομία, διεθνή αντίληψη και διυπουργικές συνέργειες, ιδιότητες ατροφικές στον παλαιό πολιτικό κόσμο τον επικεντρωμένο στις έριδες του Εθνικού Διχασμού.
Η ιδιαιτερότητα του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα ήταν ότι η μεταπολεμική ανασυγκρότηση δεν υπονομευόταν μόνο από την «πείνα, τη φτώχεια, την απελπισία και το χάος», όπως περιέγραφε ο Τζορτζ Μάρσαλ στις 5 Ιουνίου 1947, αλλά κυρίως από έναν εμφύλιο πόλεμο με διεθνείς διαστάσεις. Εδώ η ανοικοδόμηση έπρεπε να προχωρήσει παράλληλα και παρά τον πόλεμο. Σε αυτό τον διμέτωπο αγώνα δύσκολα διαχωρίζονταν τα στρατιωτικά από τα οικονομικά έργα. Ο τερματισμός του πολέμου ήταν προϋπόθεση για να προχωρήσει η ανασυγκρότηση. Η προοπτική σταθεροποίησης περνούσε μέσα από την παροχή των αναγκαίων προς το ζην. Η οικονομική βοήθεια αποτελούσε το 50%- 60% του συνολικού Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα. Τη μερίδα του λέοντος (50%) έλαβε το πρόγραμμα σίτισης.
Το υπόλοιπο χρηματοδότησε μισθούς, συντάξεις, δαπάνες υγείας και τη συντήρηση των ανταρτόπληκτων προσφύγων. Ειδικά για τον πρώτο χρόνο οι υπεύθυνοι του Σχεδίου Μάρσαλ αποτίμησαν θετικά τη συμβολή του στην Ελλάδα γιατί, μέσα σε συνθήκες Εμφυλίου, κάλυψε τις επισιτιστικές ανάγκες, προσέφερε βασικά μέσα παραγωγής και διακίνησης αγαθών, πρώτες ύλες και άρχισε να κινεί την παραγωγική δραστηριότητα. To Σχέδιο Μάρσαλ χρηματοδότησε επίσης τα 2/3 των κρατικών ελλειμμάτων, που είχαν ξεφύγει εκτός ελέγχου μεταξύ 1945 και 1948. O Εμφύλιος διαιώνιζε μια πολεμική οικονομία με αστρονομικό πληθωρισμό, μαύρη αγορά, τεράστια ελλείμματα και εξωτερικό χρέος απαγορευτικό για δανεισμό. Η ύπαιθρος ερήμωνε από τη βία, στις πόλεις θέριζαν η πείνα, οι αρρώστιες και η ανεργία. Στα τέλη του 1948 σχεδιάστηκε ένα ολοκληρωμένο Τετραετές Πρόγραμμα Οικονομικής Ανόρθωσης (Four-Year Plan of Economic Recovery), το οποίο ανακοινώθηκε πανηγυρικά από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρι Φ. Γκρέιντι και τον Έλληνα υπουργό Συντονισμού Στέφανο Στεφανόπουλο (Νοέμβριος 1948). Στόχος ήταν η δραστική μεταρρύθμιση του οικονομικού συστήματος με επίκεντρο την εκβιομηχάνιση και τις ξένες κεφαλαιακές επενδύσεις. Θα επέφερε μείωση του κρατικού προστατευτισμού, ενοποίηση και εκσυγχρονισμό υποδομών, συρρίκνωση αντιπαραγωγικών επιδομάτων, απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, προώθηση των εξαγωγών, εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, πάταξη της φοροδιαφυγής, δικαιότερο φορολογικό σύστημα, αλλαγές στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης. Για τη διετία που θα μεσολαβούσε ώσπου να αποδώσουν τα μέτρα (1949-50) προβλεπόταν συμπίεση μισθών και τιμών, περιορισμός της γκρίζας οικονομίας και της φοροδιαφυγής, εργασιακή ειρήνη μέσω ελέγχου του συνδικαλισμού, αποκατάσταση των ανταρτόπληκτων στις περιοχές που εκκαθαρίζονταν από τον Δημοκρατικό Στρατό, δημιουργία μιας πιο ευέλικτης δημόσιας διοίκησης. Η νομισματική σταθερότητα και η καταπολέμηση του υπερπληθωρισμού ήταν απαραίτητες για να ευοδωθούν τα σχέδια αξιοποίησης του εθνικού πλούτου, με βασικές βιομηχανίες που θα προωθούσαν την ανάπτυξη και θα προσέφεραν απασχόληση. Παράλληλα, περιείχε στρατηγικές για την καλλιέργεια του αναπτυξιακού ρόλου του κράτους. Επρόκειτο για βασική πτυχή σε όλες τις χώρες που έλαβαν βοήθεια, προκειμένου να επιτύχουν ρυθμούς υπερανάπτυξης με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Την εποχή του Σχεδίου Μάρσαλ στελεχώθηκαν επιθετικά οι κρατικές υπηρεσίες με αναπτυξιακή αποστολή και ενδυναμώθηκε η παρεμβατικότητά τους στον σχεδιασμό και στην άσκηση πολιτικής. Όχι τυχαία, οι ίδιοι οργανισμοί αποτέλεσαν μοχλούς αμερικανικής παρέμβασης.
Τελικά, το ελληνικό κράτος πρόνοιας δεν θεμελιώθηκε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Ο Πόλεμος της Κορέας ανέκοψε την αναπτυξιακή ορμή του Σχεδίου Μάρσαλ σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς έστρεψε το αμερικανικό ενδιαφέρον σε αμυντικές προτεραιότητες. Το γεγονός επισφράγισε η αντικατάσταση της ECA, το 1951, από νέο οργανισμό υπεύθυνο για τη χρηματοδότηση δράσεων της κοινής ασφάλειας (Mutual Security Agency). Οι περισσότερες χώρες της ζώνης Μάρσαλ είχαν προλάβει μέχρι τότε να ανασυγκροτήσουν κράτος και οικονομία και να εισέλθουν σε τροχιά απογείωσης. Στην Ελλάδα, το πρόγραμμα ανακόπηκε στη μέση της διαδρομής, με εκκρεμή ακόμη καίρια έργα. Το Τετραετές έμεινε μετέωρο εξαιτίας της «επιδεινούμενης διεθνούς κατάστασης». Στα τέλη του 1950 η Ουάσινγκτον ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση ότι επανεξέταζε όλα τα προγράμματα βοήθειας λόγω του Πολέμου της Κορέας: ό,τι δεν είχε ξεκινήσει θα αναθεωρείτο, ενώ θα δινόταν έμφαση σε αμυντικά προγράμματα και σε έργα άμεσης απόδοσης για την παραγωγή απαραίτητων αγαθών. Η εκβιομηχάνιση ανεστάλη, ενώ τα μέτρα δημοσιονομικής και οικονομικής προσαρμογής υλοποιήθηκαν αποσπασματικά. Διατηρήθηκαν οι αποπληθωριστικές πολιτικές προς χάριν της νομισματικής σταθερότητας, μαζί τους όμως και η ύφεση, η ανεργία, η κοινωνική δυσαρέσκεια. Η αγορά δεν φιλελευθεροποιήθηκε ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα να εδραιωθούν οι πελατειακές σχέσεις και να ανοίξουν οι δρόμοι της μετανάστευσης, εσωτερικής και εξωτερικής. Η Ελλάδα αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα της πλήρους απασχόλησης, που ήταν η άγκυρα νομιμοποίησης του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Εμφύλιος και διεθνείς απειλές συμπίεσαν τους οικονομικούς στόχους του Σχεδίου Μάρσαλ. Έτσι καθιερώθηκε η αντίληψη ότι η ανασυγκρότηση θυσιάστηκε για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού, εξυπηρετώντας τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ αντί των ελληνικών αναγκών. Η επικράτηση επί του Δημοκρατικού Στρατού απορρόφησε τα μισά περίπου κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ (40%-50%). Οι Αμερικανικές Αποστολές παρείχαν στον Ελληνικό Στρατό εξοπλισμό, εκπαίδευση, περίθαλψη. Ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Ομάδας της AMAG, της USAGG (United States Army Group Greece), στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ στήριξε τη στρατηγική του από το 1948 στην αρχή «περισσότεροι άνδρες, περισσότερα χρήματα, περισσότερα εφόδια» (“more men, more money, more equipment”). Η Ουάσινγκτον είχε μόλις απορρίψει την ιδέα αποστολής αμερικανικού στρατιωτικού σώματος προς αρωγή του ελληνικού στρατού. Υπέρτατη επιδίωξη κατέστη η ταχύτατη και άνευ όρων συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού με ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων και ανάπτυξη αποτελεσματικότερων επιχειρησιακών μεθόδων. Οι επιχειρήσεις του 1948 δεν είχαν αποδώσει όσο αναμενόταν, αλλά η εκπαίδευση, η πειθαρχία και το ηθικό του στρατού βελτιώνονταν σταθερά.
Καθοριστική για την έκβαση του εμφυλίου αποδείχτηκε η τοποθέτηση του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου ως αρχιστράτηγου τον Ιανουάριο του 1949. Ο Παπάγος είχε πολύτιμη εμπειρία σε τακτικές ανταρτοπολέμου από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, ενώ γνώριζε από άκρη σε άκρη την ελληνική μεθόριο από τα χρόνια που σχεδίαζε το μεταξικό σύστημα οχυρώσεων (1936-40). Το κύρος του ενέπνεε πειθαρχία στον στρατό. Πάνω από όλα, όμως, ο Παπάγος απέκλεισε τις παρεμβάσεις των πολιτικών δυνάμεων και της μοναρχίας. Ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την αμερικανική γραμμή, ότι έπρεπε να κρατηθεί ο στρατός μακριά από την πολιτική και η πολιτική μακριά από τον στρατό. Ο Παπάγος παρέμεινε αρχιστράτηγος και μετά τη λήξη του Εμφυλίου ως τον Μάιο του 1951, οπότε παραιτήθηκε για να ιδρύσει το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού.
Πρόβλημα δημιουργούσαν οι σχέσεις Στέμματος - Αμερικανικής Αποστολής οι οποίες δεν ήταν πάντα ανέφελες ούτε οι στόχοι τους συμβατοί. Οι βασιλείς προτιμούσαν ασταθείς πολυκομματικές κυβερνήσεις που μεγέθυναν τον διαιτητικό τους ρόλο. Ειδικά αφότου τελείωσε ο Εμφύλιος, δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν δύναμη σε αντιπάλους τους. Απέκρουαν τη στρατηγική της «λήθης» που ενστερνίζονταν οι Αμερικανοί είτε στην πλαστηρική είτε στην παπαγική-μαρκεζινική εκδοχή της. Επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν επιρροή στις ένοπλες δυνάμεις. Οι επιδιώξεις τους ματαιώθηκαν και συμβιβάστηκαν με τα νέα δεδομένα μετά την επικράτηση Παπάγου.
Το μέσο πίεσης των ΗΠΑ ήταν ακατανίκητο: η απειλή διακοπής της αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας. Χωρίς αυτήν δεν μπορούσε να επιβιώσει η Ελλάδα, πολύ λιγότερο οι πολιτικές της δυνάμεις. Οι ΗΠΑ δεν πραγματοποίησαν ποτέ την απειλή τους πέραν καθυστερήσεων στην απόδοση της βοήθειας για πολιτικούς λόγους. Οι πόροι άρχισαν να μειώνονται μόνο μετά το 1952, ενώ σταμάτησαν οριστικά το 1962. Αλλά η απειλή έφερε επανειλημμένως αποτελέσματα και αποδείχθηκε ο σημαντικότερος μοχλός πίεσης για την υλοποίηση των αμερικανικών πολιτικών.
Συνολικά, το Σχέδιο Μάρσαλ λειτούργησε στην Ελλάδα ως ένα πρόγραμμα δραστικής μεταρρύθμισης σε πολλαπλά επίπεδα, σύμφωνα με την αρχετυπική σύλληψη της Ουάσινγκτον. Στρεβλώσεις και καθυστερήσεις οφείλονταν στον διμέτωπο αγώνα που απαιτούσαν η ανασυγκρότηση και η στρατιωτική προσπάθεια. Οι τοπικές συνθήκες επέφεραν εντονότερη αμερικανική παρεμβατικότητα, ενώ οι μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες το 1950 εμπόδισαν την ανάκτηση του χαμένου χρόνου για μακρόπνοα έργα. Το Σχέδιο Μάρσαλ εισήγε πόρους και τεχνογνωσία για τη μεταπολεμική ανάδυση ενός ανταγωνιστικού κράτους πρόνοιας. Παρότι έμεινε ατελές, το νέο υπόδειγμα επέβαλε να περάσουν δυναμικά στο προσκήνιο πολιτικές, πολιτικοί και τεχνοκράτες νέας γενιάς.
Οι αυστηροί όροι του Σχεδίου Μάρσαλ πέτυχαν εκεί που είχε αποτύχει η κλασική εκ του μακρόθεν βοήθεια. Οι Αμερικανοί έκριναν το Σχέδιο επιτυχές με βάση την εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να στηριχθεί πια στις δικές της δυνάμεις ως σταθερή δημοκρατία και οικονομία το 1954, μόλις δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης.
Στοιχεία ελήφθησαν από σχετικό άρθρο της Κων/νας Μπότσιου