29 Ιανουαρίου 2016

Γεωστρατηγικοί στόχοι των ΗΠΑ στην περιοχή


Τα τελευταία αυτά μνημονιακά χρόνια δείχνουμε (και από αυτό το blog) τους Γερμανούς ως υπεύθυνους των δεινών που επιβάλλονται στους συμπολίτες μας. Όχι πως δεν είναι έτσι, αλλά ξεφυλλίζοντας το βιβλίο με τίτλο "Η Μεγάλη Σκακιέρα" του Zbigniew Brzezinski που κυκλοφόρησε το 1997, στο οποίο ο συγγραφέας αναλύει την αμερικανική στρατηγική για την κατάκτηση της πρωτοκαθεδρίας σε όλο τον πλανήτη, έκανα και κάποιες δεύτερες σκέψεις. Ίσως τις ίδιες σκέψεις κάνετε κι εσείς διαβάζοντας το κεφάλαιο "Ο Κεντρικός Στόχος της Αμερικής" που διάλεξα να αναδημοσιεύσω από αυτό το βιβλίο.

Το κεντρικό ζήτημα για την Αμερική είναι πώς να οικοδομηθεί μια Ευρώπη που να βασίζεται στη γαλλο-γερμανική σχέση, μια Ευρώπη που να είναι βιώσιμη, που να παραμείνει συνδεδεμένη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να διευρύνει το πεδίο του συνεργατικού δημοκρατικού διεθνούς συστήματος, από το οποίο εξαρτιέται τόσο πολύ η αποτελεσματική άσκηση της αμερικανικής παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. Επομένως, δεν είναι ζήτημα επιλογής μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Χωρίς τη μια ή την άλλη, δεν θα υπάρξει Ευρώπη.
Τρία γενικά συμπεράσματα προκύπτουν από τη συνεχιζόμενη συζήτηση:
1. Η αμερικανική δέσμευση στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι αναγκαία για να αντισταθμίσει την εσωτερική κρίση ηθικής και στόχου που υποσκάπτει την ευρωπαϊκή ζωτικότητα, για να ξεπεραστεί η διαδεδομένη ευρωπαϊκή υποψία ότι τελικά η Αμερική δεν ευνοεί τη γνήσια ευρωπαϊκή ενότητα και για να εγχύσει στο ευρωπαϊκό διάβημα την απαιτούμενη δόση δημοκρατικού ζήλου. Αυτό απαιτεί τη σαφή δέσμευση της Αμερικής ότι θα αποδεχτεί τελικά την Ευρώπη ως παγκόσμιο εταίρο της Αμερικής.

2. Βραχυπρόθεσμα, δικαιολογούνται η τακτική αντίθεση στη γαλλική πολιτική και η υποστήριξη στη γερμανική ηγεσία. Μακροπρόθεσμα, η ευρωπαϊκή ενότητα θα συνεπάγεται υποχρεωτικά μια πιο διακριτή ευρωπαϊκή πολιτική και στρατιωτική ταυτότητα, προκειμένου μια γνήσια Ευρώπη να γίνει πραγματικότητα. Αυτό απαιτεί κάποια προοδευτική προσαρμογή στη γαλλική άποψη για την κατανομή δύναμης εντός των διατλαντικών θεσμών.
3. Ούτε η Γαλλία, ούτε η Γερμανία είναι επαρκώς ισχυρές για να οικοδομήσουν από μόνες τους την Ευρώπη ή για να λύσουν με τη Ρωσία τα αμφιλεγόμενα ζητήματα που είναι εγγενή στον καθορισμό του γεωγραφικού πεδίου της Ευρώπης. Αυτό απαιτεί την ενεργητική, επικεντρωμένη και αποφασιστική συμμετοχή της Αμερικής, ιδιαίτερα μαζί με τους Γερμανούς, στον καθορισμό του πεδίου της Ευρώπης και επομένως στην αντιμετώπιση ευαίσθητων -ιδιαίτερα για τη Ρωσία- ζητημάτων, όπως η ενδεχόμενη θέση των Βαλτικών Δημοκρατιών και της Ουκρανίας στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Μια ματιά και μόνο στο χάρτη των εκτεταμένων ευρασιατικών εδαφών υπογραμμίζει τη γεωπολιτική σημασία που έχει το ευρωπαϊκό προγεφύρωμα για την Αμερική, καθώς και τη μέτρια από γεωγραφική άποψη έκτασή του. Η διατήρηση αυτού του προγεφυρώματος και η επέκτασή του ως εφαλτηρίου για τη δημοκρατία βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με την ασφάλεια της Αμερικής. Το υπάρχον χάσμα μεταξύ του παγκόσμιου ενδιαφέροντος της Αμερικής για σταθερότητα και για τη στενά σχετιζόμενη μ’ αυτή διάδοση της δημοκρατίας, από τη μια, και της εμφανούς αδιαφορίας της Ευρώπης για αυτά τα ζητήματα, από την άλλη (παρότι η Γαλλία αυτοανακηρύσσεται παγκόσμια δύναμη), πρέπει να κλείσει και μπορεί να σμικρυνθεί μόνο αν η Ευρώπη αρχίσει να αποκτά όλο και περισσότερο συνομοσπονδιακό χαρακτήρα. Η Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει ενιαίο έθνος- κράτος, λόγω της ύπαρξης ποικίλων ισχυρών εθνικών παραδόσεων, αλλά μπορεί να γίνει μια οντότητα που μέσω κοινών πολιτικών θεσμών να αντανακλά συσσωρευτικά κοινές δημοκρατικές αξίες, να ταυτίζει τα συμφέροντά της με την οικουμενικοποίησή τους και να ελκύει σαν μαγνήτης τους συγκατοίκους της στον ευρασιατικό χώρο.

Αν αφεθούν μόνοι τους, οι Ευρωπαίοι διατρέχουν τον κίνδυνο να απορροφηθούν από τα εσωτερικά κοινωνικά προβλήματά τους. Η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης συσκότισε το μακροχρόνιο κόστος της εμφανούς επιτυχίας της. Αυτό το κόστος είναι βλαπτικό από οικονομική και πολιτική άποψη. Η κρίση πολιτικής νομιμότητας και οικονομικής ζωτικότητας, την οποία αντιμετωπίζει σε αυξανόμενο βαθμό η Δυτική Ευρώπη -αλλά είναι ανίκανη να ξεπεράσει-, έχει βαθιές ρίζες στην ευρεία επέκταση της χρηματοδοτούμενης από το κράτος κοινωνικής δομής, που ευνοεί τον πατερναλισμό, τον προστατευτισμό και τον τοπικισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτισμική κατάσταση που συνδυάζει τη δραπέτευση προς τον ηδονισμό με την πνευματική κενότητα - κατάσταση την οποία μπορούν να εκμεταλλευτούν εθνικιστές εξτρεμιστές ή δογματικοί ιδεολόγοι.

Αυτή η κατάσταση, αν παραμείνει ανεξέλεγκτη, θα μπορούσε να αποδειχτεί θανάσιμη για τη δημοκρατία και για την ιδέα της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, αυτά τα δύο ζητήματα συνδέονται μεταξύ τους, γιατί τα νέα προβλήματα της Ευρώπης -είτε είναι τα προβλήματα των μεταναστών είτε ο οικονομικο-τεχνολογικός ανταγωνισμός με την Αμερική και την Ασία, για να μη μιλήσουμε για την ανάγκη πολιτικά σταθερής μεταρρύθμισης των υπαρχουσών κοινωνικο-οικονομικών δομών- μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο σε ένα όλο και διευρυμένο ηπειρωτικό πλαίσιο. Μια Ευρώπη που είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της -δηλαδή, μια Ευρώπη που θεωρεί ότι πρέπει να παίξει παγκόσμιο ρόλο στην προώθηση της δημοκρατίας και στον ευρύτερο προσηλυτισμό στις βασικές ανθρώπινες αξίες- θα είναι το πιθανότερο μια Ευρώπη σταθερά εχθρική στον πολιτικό εξτρεμισμό, τον στενό εθνικισμό ή τον κοινωνικό ηδονισμό.

Δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τους παλιούς φόβους για ένα διμερή γερμανο-ρωσικό διακανονισμό, ούτε να υπερβάλουμε τις συνέπειες της γαλλικής τακτικής φλερταρίσματος με τη Μόσχα, που θα προέκυπταν από την αποτυχία των συνεχιζόμενων ακόμη προσπαθειών της Ευρώπης να ενωθεί, προκειμένου να καλλιεργήσουμε το ενδιαφέρον για τη γεωπολιτική σταθερότητα της Ευρώπης και για τη θέση της Αμερικής σε αυτή. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε τέτοια αποτυχία θα είχε, πιθανώς, ως συνέπεια να επαναληφθούν κάποιοι μάλλον παραδοσιακοί ευρωπαϊκοί ελιγμοί. Θα δημιουργούσε σίγουρα ευκαιρίες για τη γεωπολιτική επιβεβαίωση είτε της Ρωσίας είτε της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι αν η σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης περιέχει κάποια διδάγματα, αυτά είναι ότι ούτε η επιτυχία της μιας ούτε η επιτυχία της άλλης θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Εντούτοις, το λιγότερο που θα συνέβαινε σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι η Γερμανία θα γινόταν, πιθανώς, πιο κατηγορηματική και σαφής στον καθορισμό των εθνικών συμφερόντων της.

Τώρα, τα συμφέροντα της Γερμανίας συμφωνούν με τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και μάλιστα εξυψώνονται εντός αυτών των οργανισμών. Ακόμη και οι εκπρόσωποι του αριστερού σχηματισμού Συμμαχία 90/Πράσινοι υποστήριξαν την επέκταση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, αν ακινητοποιηθεί η διαδικασία ενοποίησης και διεύρυνσης της Ευρώπης, υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι τότε θα αναδυόταν ένας πιο εθνικιστικός προσδιορισμός της αντίληψης της Γερμανίας για την ευρωπαϊκή «τάξη», δυνητικά επιβλαβής για την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο ηγέτης (Σημ.: τότε) των Χριστιανοδημοκρατών στην Ομοσπονδιακή Βουλή εξέφρασε αυτά τον τρόπο σκέψης, όταν δήλωσε ότι η Γερμανία δεν είναι πια «το δυτικό προπύργιο εναντίον της Ανατολής, γίναμε το κέντρο της Ευρώπης», προσθέτοντας απροκάλυπτα ότι «στις μακρόχρονες περιόδους κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα... η Γερμανία συμμετείχε δημιουργώντας τάξη στην Ευρώπη». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η Μεσευρώπη, αντί να είναι μια ευρωπαϊκή περιοχή στην οποία υπερέχει οικονομικά η Γερμανία, θα γινόταν μια περιοχή καταφανούς γερμανικής πολιτικής πρωτοκαθεδρίας, καθώς και η βάση για μια πιο μονομερή γερμανική πολιτική απέναντι στην Ανατολή και τη Δύση.

Τότε, η Ευρώπη θα έπαυε να είναι το ευρασιατικό προγεφύρωμα της αμερικανικής δύναμης και το δυνητικό εφαλτήριο για την επέκταση του παγκόσμιου δημοκρατικού συστήματος στην Ευρασία. Γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να υπάρξει σαφής και απτή αμερικανική υποστήριξη στην ενοποίηση της Ευρώπης. Αν και, τόσο στη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης της Ευρώπης όσο και εντός της διατλαντικής συμμαχίας ασφάλειας, η Αμερική διακήρυξε συχνά την υποστήριξή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και στήριξε τη διεθνική συνεργασία στην Ευρώπη, έχει δράσει επίσης σαν να προτιμά να διαπραγματεύεται δύσκολα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα με μεμονωμένα ευρωπαϊκά κράτη και όχι με αυτή καθ’ εαυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επιμονή την οποία δείχνει κατά διαστήματα η Αμερική να έχει τη δική της φωνή στις ευρωπαϊκές διαδικασίες λήψης αποφάσεων τείνει να ενισχύσει τις ευρωπαϊκές υποψίες ότι η Αμερική ευνοεί τη συνεργασία των Ευρωπαίων μεταξύ τους, όταν αυτοί ακολουθούν την αμερικανική καθοδήγηση, όχι όμως όταν διαμορφώνουν πολιτικές για την Ευρώπη. Έτσι, η Αμερική στέλνει ένα λανθασμένο μήνυμα.

Η δέσμευση της Αμερικής, όσον αφορά την ενότητα της Ευρώπης, θα εξακολουθήσει να ηχεί κούφια μέχρις ότου η Αμερική είναι έτοιμη όχι μόνο να διακηρύξει σαφώς ότι είναι έτοιμη να αποδεχτεί τις συνέπειες που θα υπάρξουν αν η Ευρώπη γίνει αληθινά Ευρώπη, αλλά και να δράσει αναλόγως. Για την Ευρώπη, η τελική συνέπεια θα ήταν μια σχέση πραγματικού εταίρου με την Αμερική αντί της θέσης του ευνοημένου, αλλά υφιστάμενου συμμάχου. Και σχέση πραγματικών εταίρων σημαίνει ότι αυτοί μοιράζονται τις αποφάσεις, καθώς και τις υπευθυνότητες. Η αμερικανική υποστήριξη σε αυτή την υπόθεση θα βοηθούσε στην ενδυνάμωση του διατλαντικού διαλόγου και θα παρακινούσε τους Ευρωπαίους να συγκεντρώσουν πιο σοβαρά την προσοχή τους στο ρόλο που θα μπορούσε να παίξει στον κόσμο μια αληθινά σημαντική Ευρώπη.

Είναι αντιληπτό ότι κάποτε μια πραγματικά ενωμένη και ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να γίνει παγκόσμιος πολιτικός αντίζηλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Σίγουρα, θα μπορούσε να γίνει δύσκολος οικονομικός-τεχνολογικός ανταγωνιστής, ενώ τα γεωπολιτικά συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή και αλλού θα μπορούσαν να αποκλίνουν σημαντικά από εκείνα της Αμερικής. Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια ισχυρή και με ενιαία πολιτική αντίληψη Ευρώπη δεν είναι πιθανή στο ορατό μέλλον. Σε αντίθεση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Αμερική την εποχή του σχηματισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, οι αντιστάσεις των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες και το πάθος για μια διεθνική Ευρώπη έχει εξασθενίσει.

Οι πραγματικές εναλλακτικές προοπτικές για τις επόμενες μία ή δύο δεκαετίες είναι οι εξής: Μια επεκτεινόμενη και ενοποιούμενη Ευρώπη, που επιδιώκει -αν και διατακτικά και σπασμωδικά-το στόχο της ηπειρωτικής ενότητας. Μια Ευρώπη σε αδιέξοδο, που δεν προχωρεί πολύ πέρα από την τωρινή φάση ολοκλήρωσης και γεωγραφικής έκτασης, με την Κεντρική Ευρώπη να παραμένει η γεωπολιτική περιοχή που δεν ανήκει σε κανέναν. Ή ως πιθανό αποτέλεσμα του αδιεξόδου, μια Ευρώπη που κατακερματίζεται προοδευτικά, επιστρέφοντας στις παλιές αντιζηλίες της. Σε μια Ευρώπη σε αδιέξοδο, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να εξασθενίσει η ταύτιση της Γερμανίας με την Ευρώπη, προκαλώντας έναν πιο εθνικιστικό καθορισμό των γερμανικών κρατικών συμφερόντων. Για την Αμερική, η πρώτη επιλογή είναι σαφώς η καλύτερη, αλλά είναι μια επιλογή που απαιτεί να ενεργοποιηθεί η αμερικανική υποστήριξη, προκειμένου να υλοποιηθεί.

Σε αυτό το στάδιο της διατακτικής οικοδόμησης της Ευρώπης, δεν χρειάζεται η Αμερική να εμπλακεί άμεσα στις πολύπλοκες διαμάχες για ζητήματα όπως αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις για θέματα εξωτερικής πολιτικής στη βάση της πλειοψηφίας (θέση που ευνοούν ιδιαίτερα οι Γερμανοί), αν το Ευρωκοινοβούλιο θα πρέπει να αποκτήσει αποφασιστικές νομοθετικές εξουσίες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Βρυξελλών να γίνει πραγματικά η ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία, αν οι χρονικές προθεσμίες για την εφαρμογή της συμφωνίας για την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση θα πρέπει να χαλαρώσουν και, τέλος, αν η Ευρώπη θα πρέπει να είναι μια ευρεία συνομοσπονδία ή μια οντότητα πολλών επιπέδων, με έναν ομοσπονδιακό εσώτερο πυρήνα και μια κάπως χαλαρότερη εξωτερική στεφάνη. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξετάσουν λεπτομερώς οι Ευρωπαίοι μεταξύ τους και είναι περισσότερο από πιθανό ότι η πρόοδος σε όλα αυτά τα ζητήματα θα είναι άνιση, διακοπτόμενη και τελικά θα προωθηθεί μόνο μέσα από περίπλοκους συμβιβασμούς.

Εντούτοις, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα έχει πραγματοποιηθεί το 2000, ίσως αρχικά μεταξύ έξι έως δέκα μελών από τα τωρινά δεκαπέντε μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό θα επιταχύνει την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης πέραν της νομισματικής διάστασης, ενθαρρύνοντας περαιτέρω την πολιτική ολοκλήρωσή της. Έτσι, μέσα από μια διακοπτόμενη διαδικασία και έχοντας έναν πιο ενσωματωμένο εσωτερικό πυρήνα, καθώς και ένα χαλαρότερο εξωτερικό στρώμα, η ενιαία Ευρώπη θα γίνει σημαντικός πολιτικός παίκτης στην ευρασιατική σκακιέρα.

Πάντως, η Αμερική δεν θα έπρεπε να δώσει την εντύπωση ότι προτιμά μια χαλαρότερη, έστω και ευρύτερη, ευρωπαϊκή ένωση, αλλά θα έπρεπε να εκδηλώσει, με λόγια και πράξεις, την προθυμία της να διαπραγματευτεί τελικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τον παγκόσμιο εταίρο της στον τομέα της πολιτικής και της ασφάλειας και όχι απλώς ως μια περιφερειακή κοινή αγορά αποτελούμενη από κράτη σύμμαχα των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω του ΝΑΤΟ. Για να κάνει πιο αξιόπιστη αυτή τη δέσμευση και έτσι να προχωρήσει πέρα από τη ρητορική για σχέσεις εταίρων, η Αμερική θα έπρεπε να προτείνει και να πάρει την πρωτοβουλία για κοινό σχεδιασμό μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση νέων διμερών διατλαντικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων.
.....................
Στο μεταξύ, μέχρι να αναδυθεί μια ευρύτερη και πιο ενοποιημένη Ευρώπη -και αυτό, ακόμη και υπό τις καλύτερες συνθήκες, δεν θα γίνει σύντομα-, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εργάζονται στενά τόσο με τη Γαλλία όσο και με τη Γερμανία, προκειμένου να βοηθήσουν να αναδυθεί μια πιο ενοποιημένη και ευρύτερη Ευρώπη. Έτσι, το κεντρικό πολιτικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η Αμερική σε σχέση με τη Γαλλία θα συνεχίσει να είναι το πώς θα τη δελεάσει να προχωρήσει σε στενότερη ατλαντική πολιτική και στρατιωτική ενσωμάτωση, χωρίς να διακυβευτεί η αμερικανο-γερμανική σύνδεση, και σε σχέση με τη Γερμανία, το πώς θα εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη που επιδεικνύει στη γερμανική ηγεσία σε μια Ατλαντική Ευρώπη, χωρίς να προ- καλέσει ανησυχία στη Γαλλία και στη Βρετανία, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Θα ήταν χρήσιμο να επιδειχθεί εκ μέρους της Αμερικής μεγαλύτερη ευελιξία σχετικά με τη μελλοντική μορφή της Συμμαχίας, προκειμένου να υπάρξει τελικά μεγαλύτερη γαλλική υποστήριξη στην προς ανατολάς επέκταση της Συμμαχίας. Μακροπρόθεσμα, μια ζώνη ολοκληρωμένης στρατιωτικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ και στις δυο πλευρές της Γερμανίας θα δέσμευε σταθερά τη Γερμανία σε ένα πολυμερές πλαίσιο και αυτά θα ήταν κάτι σημαντικά για τη Γαλλία. Επιπλέον, η επέκταση της Συμμαχίας θα αύξανε την πιθανότητα να γίνει το Τρίγωνο της Βαϊμάρης (Γερμανία, Γαλλία και Πολωνία) ένα διακριτικό μέσο που θ’ αντισταθμίζει κάπως τη γερμανική ηγεσία στην Ευρώπη. Αν και η Πολωνία στηρίζεται στη γερμανική υποστήριξη για να πετύχει την είσοδό της στη Συμμαχία (και θεωρεί άδικους τους τωρινούς γαλλικούς δισταγμούς όσον αφορά μια τέτοια επέκταση), από τη στιγμή που θα μπει στη Συμμαχία, είναι πιο πιθανό να αναδειχθεί μια κοινή γαλλο-πολωνική γεωπολιτική προοπτική.

Πάντως, η Ουάσινγκτον δεν θα πρέπει να χάνει από τα μάτια της το γεγονός ότι η Γαλλία είναι αντίπαλος για ζητήματα που αφορούν στην ταυτότητα της Ευρώπης ή τις εσωτερικές διεργασίες του ΝΑΤΟ, μόνο όσον αφορά τον βραχύχρονο ορίζοντα. Και είναι ακόμη πιο σημαντικό να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η Γαλλία είναι ουσιαστικός εταίρος στο σημαντικό καθήκον του στενού εναγκαλισμού, σε μόνιμη βάση, μιας δημοκρατικής Γερμανίας εντός της Ευρώπης. Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της γαλλο-γερμανικής σχέσης και η επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ προς ανατολάς θα πρέπει να ενισχύσει τη σημασία αυτής της σχέσης ως του εσώτερου πυρήνα της Ευρώπης. Τέλος, η Γαλλία δεν είναι αρκετά ισχυρή ούτε για να παρεμβάλει προσκόμματα στις γεωστρατηγικές θεμελιώδεις επιλογές της ευρωπαϊκής πολιτικής της Αμερικής ούτε για να γίνει από μόνη της ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη.
........................
Η Γερμανία αποτελεί ένα διαφορετικό ζήτημα. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας, αλλά πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς οποιαδήποτε δημόσια υποστήριξη του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη. Αυτή η ηγεσία μπορεί να είναι πρόσφορη για μερικά ευρωπαϊκά κράτη -όπως εκείνα της Κεντρικής Ευρώπης, που εκτιμούν τη γερμανική πρωτοβουλία υπέρ της επέκτασης της Ευρώπης προς ανατολάς- και μπορεί οι Δυτικοευρωπαϊκοί να την ανέχονται όσο καιρό ασκείται υπό την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, αλλά μακροπρόθεσμα η οικοδόμηση της Ευρώπης δεν μπορεί να στηριχτεί σε αυτή. Πάρα πολλές αναμνήσεις επιβιώνουν ακόμη, πάρα πολλοί φόβοι είναι πιθανό να βγουν στην επιφάνεια. Μια Ευρώπη την οποία οικοδομεί και στην οποία ηγείται το Βερολίνο δεν είναι δυνατή. Γι’ αυτό το λόγο, η Γερμανία χρειάζεται τη Γαλλία, η Ευρώπη χρειάζεται τη γαλλο-γερμανική σύνδεση και η Αμερική δεν μπορεί να επιλέξει μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Το ουσιαστικό ζήτημα σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ είναι ότι πρόκειται για διαδικασία που συνδέεται εξ ολοκλήρου με την επέκταση της Ευρώπης. Για να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση μια ευρύτερη, γεωγραφικά, κοινότητα -με έναν πιο ενσωματωμένο γαλλο-γερμανικό ηγετικό πυρήνα και λιγότερο ενσωματωμένα εξωτερικά στρώματα- και για να στηρίζει μια τέτοια Ευρώπη την ασφάλειά της στη συνεχιζόμενη συμμαχία με την Αμερική, ο πιο εκτεθειμένος γεωπολιτικά τομέας της, η Κεντρική Ευρώπη, δεν μπορεί να αποκλειστεί επιδεικτικά από το να συμμετάσχει στο αίσθημα ασφάλειας που απολαμβάνει η υπόλοιπη Ευρώπη μέσω της διατλαντικής συμμαχίας. Ως προς αυτό, η Αμερική και η Γερμανία συμφωνούν. Γι’ αυτές, η ώθηση για διεύρυνση είναι πολιτική, ιστορική και εποικοδομητική. Δεν προέρχεται από εχθρότητα εναντίον της Ρωσίας ούτε από φόβο για τη Ρωσία ούτε από την επιθυμία να απομονωθεί η Ρωσία.

Επομένως, η Αμερική πρέπει να εργαστεί ιδιαίτερα στενά με τη Γερμανία για να προωθηθεί η προς ανατολάς επέκταση της Ευρώπης. Η αμερικανο-γερμανική συνεργασία και κοινή ηγεσία σε αυτό το ζήτημα είναι ουσιαστικές. Η επέκταση θα πραγματοποιηθεί αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία ενθαρρύνουν από κοινού τους άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ να υποστηρίξουν αυτό το βήμα, είτε διαπραγματευτούν αποτελεσματικά κάποιο διακανονισμό με τη Ρωσία, αν αυτή είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί, είτε δράσουν σθεναρά, έχοντας δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι το καθήκον οικοδόμησης της Ευρώπης δεν μπορεί να υποταγεί στις αντιρρήσεις της Μόσχας. Η συνδυασμένη αμερικανο-γερμανική πίεση είναι ιδιαίτερα αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ομοφωνία όλων των μελών του ΝΑΤΟ, γιατί κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν θα μπορέσει να αρνηθεί, αν η Αμερική και η Γερμανία πιέζουν από κοινού.

Τελικά, σε αυτή την προσπάθεια διακυβεύεται ο μακροπρόθεσμος ρόλος της Αμερικής στην Ευρώπη. Η νέα Ευρώπη είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και για να παραμείνει γεωπολιτικά αυτή η νέα Ευρώπη τμήμα του «ευρω-ατλαντικού» χώρου, η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι ουσιαστική. Πράγματι, μια συνεκτική πολιτική των ΗΠΑ για την Ευρασία ως σύνολο δεν θα είναι δυνατή, αν η προσπάθεια να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, την οποία προώθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, μπλοκαριστεί και κλονιστεί. Αυτή η αποτυχία θα ήταν πλήγμα στην αξιοπιστία της αμερικανικής ηγεσίας, θα συνέτριβε την έννοια της επεκτεινόμενης Ευρώπης, θα απογοήτευε τους Κεντροευρωπαίους και θα μπορούσε να πυροδοτήσει ρωσικές γεωπολιτικές βλέψεις για την Κεντρική Ευρώπη, που τώρα βρίσκονται εν υπνώσει ή ψυχορραγούν. Για τη Δύση, θα ήταν ένας αυτοτραυματισμός, που θα έβλαπτε θανάσιμα τις προοπτικές για έναν πραγματικά ευρωπαϊκό πυλώνα σε μια ενδεχόμενη ευρασιατική αρχιτεκτονική ασφάλειας και για την Αμερική δεν θα ήταν μόνο περιφερειακή ήττα, αλλά παγκόσμια ήττα.
GreekBloggers.com