12 Φεβρουαρίου 2018

Ο κόσμος των Ιδεών και η Αλήθεια κατά τον Πλάτωνα

Αρκετές φορές έχει αναφέρει ο Πλάτωνας σε διαλόγους του, ότι ο άνθρωπος από τη γέννησή του φέρει μέσα του ανεκδήλωτες γνώσεις, ιδιότητες και εμπειρίες, καθώς και ότι η θεωρούμενη ως μάθηση δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ανάκληση γνώσεων από προηγούμενες ζωές. (σχετικό είναι και το post της 15/1/2017, στο οποίο είχα αναφερθεί στο θέμα της αρετής παίρνοντας έναυσμα από τον διάλογο του Πλάτωνα Μένων)
Το σημερινό κείμενο αφορά στην αναζήτηση της Αλήθειας.  
Οι σοφιστές έλεγαν ότι «αν αναζητούμε την αλήθεια, δεν μπορούμε, εξ ορισμού, να την βρούμε ποτέ», αφού για να την βρει κάποιος πρέπει να έχει το σχετικό – το «αληθινό» - κριτήριο, το οποίο δεν μπορεί να κατέχει αφού δεν γνωρίζει την αλήθεια.
Η συνέχεια είναι από το βιβλίο του Luc Ferry "Η ωραιότερη ιστορία της Φιλοσοφίας"*
Ο Πλάτωνας απαντά στο σόφισμα με μια θεωρία βασισμένη σ’ αυτό που αποκαλεί «ανάμνηση», δηλαδή την ανάμνηση των ιδεών με τις οποίες η ψυχή μας βρισκόταν σε επαφή προτού ενσαρκωθεί στο σώμα μας με τη γέννησή μας. Πριν από τη γέννησή τους, οι άνθρωποι κατοικούσαν σ' αυτό τον «κόσμο των Ιδεών», ένα είδος παραδείσου όπου ήταν συγκεντρωμένες οι ψυχές και γενικότερα, οι Ιδέες, που δίνουν τη μορφή και τις ιδιότητές τους σε όλα τα όντα και σε όλα τα πράγματα, των οποίων είναι η ίδια η αλήθεια. Χωρίς σώμα και αισθητήρια όργανα που πολύ συχνά παραπλανούν, η ψυχή, σ’ αυτόν τον καθαρά νοερό κόσμο, μπορούσε να ατενίζει τις καθαρές Ιδέες, για παράδειγμα εκείνες των μαθηματικών, χωρίς να περνά από το παραμορφωτικό βλέμμα των ματιών του σώματος, καταφεύγοντας μόνο στη δύναμη της νόησης: Η ψυχή έβλεπε τότε άμεση την αλήθεια και ήταν σε πλήρη συμφωνία μαζί της.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, η γέννηση συνιστά αναπόφευκτα μια πτώση με τη σχεδόν βιβλική έννοια του όρου: κατάπτωση, παρακμή, καταστροφή. Ρίχνει την ψυχή στη φυλακή του σώματος, όπου βρίσκεται εκτεθειμένη σε όλα τα πιθανά λάθη, εφόσον οι αισθήσεις είναι απατηλές. Γιατί απατηλές; Ας αναφέρουμε αμέσως την επιχειρηματολογία της οποίας την ουσία ο Καρτέσιος θα επαναλάβει στο περίφημο χωρίο του δεύτερου από τους Μεταφυσικούς στοχασμούς, που ασχολείται, με το παράδειγμα του κεριού. Το κερί εμφανίζεται σε στερεά και άοσμη μορφή όταν είναι κρύο, ενώ ρευστοποιείται και γίνεται αρωματικό όταν το πλησιάζουμε στη φωτιά. Αν περιοριστούμε στις αισθητηριακές μας εντυπώσεις, θα συμπεράνουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Μόνο η νόηση, που αναλύει με κριτικό τρόπο τις πληροφορίες των αισθήσεων, επιτρέπει να ανακαλύψουμε την αλήθεια, δηλαδή ότι βρισκόμαστε μπροστά σε δύο καταστάσεις του ίδιου υλικού. Το ίδιο ισχύει για τις τρεις καταστάσεις του νερού αναλόγως με τη θερμοκρασία στην οποία βρίσκεται (στερεό, υγρό, αέριο) και για πολλές άλλες καταστάσεις όπου οι αισθήσεις μας αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους.
Η θέση του Πλάτωνα είναι ότι η ψυχή μας γνώρισε την αλήθεια στον κόσμο των Ιδεών, αλλά η πτώση της γέννησης, φυλακίζοντάς τη στο σώμα μας, μας έκανε να ξεχάσουμε, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, όλα όσα ξέραμε. Το βρέφος είναι στην αρχή «οργισμένο»: Αυτή η πτώση φαίνεται δύσκολη και οδυνηρή. Έχει παραδοθεί σε όλες τις ανάγκες, σε όλες τις επιθυμίες, σε όλους τους φόβους που μπορεί κανείς να φανταστεί, άρα είναι εντελώς απομακρυσμένο από την έννοια της αλήθειας δεν ξέρει τίποτα, δεν μπορεί να μιλήσει για τίποτα και δεν έχει ακόμα καμιά αληθινή, επαρκή γνώση του κόσμου που το περιβάλλει.
Μετά την εποχή της καθαρά νοερής ενατένισης στην οποία επιδίδονταν οι ψυχές στον κόσμο των Ιδεών, και ύστερα από αυτή της πλήρους αμνησίας που συνοδεύει τη γέννηση, μπορεί να έρθει επιτέλους μια τρίτη εποχή, που είναι η βάση της πλατωνικής θεωρίας της αλήθειας: Υποβάλλοντας σε μεθοδική κριτική τις αισθητηριακές αντιλήψεις μας και τις κοινές πεποιθήσεις, ξαναβρίσκουμε τις αληθινές Ιδέες που είχαμε ξεχάσει. Για τον Πλάτωνα, η γνώση είναι λοιπόν αναγνώριση, αναθύμηση, ανάμνηση. Καταλαβαίνουμε τώρα ότι ο πλατωνικός διάλογος είναι, κατεξοχήν, το μέσον που ευνοεί μια τέτοια ανάμνηση, αφού οδηγεί στην απαλλαγή μας από τις λανθασμένες γνώμες (που δεν αντέχουν στην ορθολογική κριτική) και προσανατολίζει έτσι τη νόησή μας, όσο ελευθερώνεται από τις παρωπίδες της, στη «σωστή κατεύθυνση», για να ξαναβρεί τις αληθινές Ιδέες και να τις αναγνωρίσει ως αληθινές. Αυτή είναι η λειτουργία του πλατωνικού διαλόγου: να μας κάνει να ξαναβρούμε μέσα μας την αλήθεια που είχαμε γνωρίσει αλλά την ξεχάσαμε τη στιγμή της πτώσης μας στον υλικό κόσμο. Η μέθοδος για να το επιτύχουμε είναι η «μαιευτική» του Σωκράτη: όπως η μαία ξεγεννά μητέρες, αυτή ξεγεννά τη διάνοια.
Αυτή η θέση μιας γνώσης σε τρεις χρόνους -η πληρότητα μαζί με τις Ιδέες, η αμνησία της γέννησης, έπειτα η ανάμνηση- απαντά στο σοφιστικό παράδοξο για το οποίο μιλούσαμε: Αφού είχα ήδη γνωρίσει την αλήθεια (πριν από τη γέννησή μου), μπορώ να την αναγνωρίσω όταν θα την αντικρίσω. Όπως θα πει αργότερα ο Σπινόζα, verum index sui, «το αληθινό δείχνει τον εαυτό του».

*Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου
GreekBloggers.com