6 Φεβρουαρίου 2014

Τι προβλέπει η συνθήκη της Λισσαβόνας για την έξοδο χώρας από την Ε.Ε.

Μπορεί ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης/ της ευρωζώνης να αποχωρήσει από αυτήν;
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση/ η ευρωζώνη να αποβάλει ένα μέλος της;
Αυτά τα ερωτήματα έχουν απασχολήσει πολλούς, λόγω της ρευστής πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας, κυρίως, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη γενικότερα.
Το άρθρο που αναδημοσιεύω πιο κάτω απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα λαμβάνοντας υπόψη τα περιλαμβανόμενα σχετικά στη συνθήκη της Λισσαβόνας (άρθρο 50).

Ως τροφή για σκέψη επισημαίνω το σημείο που αναφέρει ότι σε περίπτωση αποχώρησης ενός κράτους -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- από την ευρωζώνη θα έπρεπε να γίνει "επιστροφή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) των κεφαλαίων συνεισφοράς της αποχωρούσας εθνικής κεντρικής τράπεζας και επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων που είχαν μεταφερθεί στο Ευρωσύστημα..."



Γιατί είναι δύσκολη η έξοδος από το ευρώ

Τις νομικές δυσκολίες που παρουσιάζει η έξοδος ενός κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη παρουσιάζει έρευνα του Τμήματος Μελετών και Αναλύσεων της Merit Securities και ο κ. Θεόδωρος Στάθης.

Βασισμένη σε νομική μελέτη της Ε.Κ.Τ. (Withdrawal and expulsion from the EU and EMU: some reflections, by Phoebus Athanassiou, December 2009), η Merit σημειώνει τα εξής:

«Μέχρι πρόσφατα, το να μίλαγε κανείς για απόσχιση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα άγγιζε τη σφαίρα του παράλογου λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή της ΕΕ στην ειρήνη και σταθερότητα της Ευρώπης, την συνεχή επέκταση των συνόρων της, την επιτυχία των διευρύνσεων της και την έλξη που ασκεί στα ευρωπαϊκά κράτη. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την εθελοντική έξοδο από την ΟΝΕ, έναν από τους σημαντικότερους τομείς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία θεωρείται ευρέως ότι:
α. απέτρεψε νομισματικές κρίσεις,
β. συνέβαλε στην οικονομική ολοκλήρωση, την ανάπτυξη της αγοράς και της ευημερίας σε ολόκληρη την ΕΕ, και
γ. βελτίωσε την ανθεκτικότητα κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ έναντι των εισαγόμενων κρίσεων.

Ο σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να εξετάσει τις νομικές παραμέτρους μιας εκούσιας ή αναγκαστικής εξόδου ενός κράτους μέλους από την ΕΕ ή/και την ΟΝΕ και ουσιαστικά χωρίζεται σε τρία μέρη:
α. Εξετάζει το θέμα της εθελούσιας αποχώρησης κράτους μέλους από την ΕΕ ή/και την ΟΝΕ.
β. Εξετάζει τα νομικά και εννοιολογικά ζητήματα που προκύπτουν από μια πιθανή απέλαση ενός κράτους μέλους από την ΕΕ ή/και την ΟΝΕ.
γ. Παρέχει μια επισκόπηση των επιπτώσεων μιας εξόδου κράτους μέλους από την ΕΕ ή/και την ΟΝΕ


Επιπρόσθετα, θα υποστηριχθεί ότι μονομερή αποχώρηση από την ΕΕ δεν θα ήταν, για λόγους δημοσίου διεθνούς δικαίου, εφικτή, αν και μπορούν να υπάρξουν σοβαρές αντιρρήσεις για αυτό και ότι η αποχώρηση από την ΟΝΕ χωρίς παράλληλη αποχώρηση από την ΕΕ είναι νομικά αδύνατη. Όσον αφορά την αποβολή ενός κράτος μέλους, είτε από την ΕΕ είτε από την ΟΝΕ, το συμπέρασμα είναι ότι, ενώ αυτό μπορεί να είναι δυνατόν σε πρακτικό επίπεδο – έστω και έμμεσα, ελλείψει ρητού μηχανισμού στην Συνθήκη για την Ε.Ε. – μια αποβολή είτε από την ΕΕ ή την ΟΝΕ θα ήταν τόσο δύσκολη, εννοιολογικά, νομικά και πρακτικά, που η πιθανότητα της θα ήταν κοντά στο μηδέν.

Α. Μονομερής αποχώρηση από την Ε.Ε. ή την ΟΝΕ

Η διάκριση μεταξύ μονομερούς και διαπραγματεύσιμης αποχώρησης είναι σημαντική, δεδομένου ότι οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με την ύπαρξη ενός νομικού δικαιώματος υπαναχώρησης μπορεί να αφορά μόνο μια μη διαπραγματεύσιμη αποχώρηση (διαπραγματεύσιμες αποχωρήσεις, είναι πάντα δυνατές).
Καμία συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση με εξαίρεση τη Συνθήκη για ίδρυση της ευρωπαϊκής κοινότητας χάλυβα και άνθρακα δεν εμπεριείχε ρήτρα για την αποχώρηση ενός κράτους μέλους μέχρι και τη Συνθήκη της Λισσαβόνας η οποία προβλέπει την αποχώρηση (μονομερής ή διαπραγματεύσιμη) ενός κράτους μέλους. Οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους συνέβαινε αυτό ήταν για να αποφευχθεί η αμφισβήτηση της δέσμευσης ενός κράτους μέλους να τηρήσει αυτά που είχε συμφωνήσει, η αποτροπή μιας τέτοιας δυνατότητας και να αποφευχθεί η εκπόνηση μιας διαδικασίας αποχώρησης και των συνεπειών της. Ο τρίτος λόγος παρόλο που φαίνεται ασήμαντος, στην πραγματικότητα αποτελεί έναν κανονικό σκόπελο. Για παράδειγμα μια πιθανή αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την ΟΝΕ θα είχε ως συνέπεια (α) τη δημιουργία ενός νέου νομίσματος ή την επαναφορά της παλαιότερης ισοτιμίας του κράτους μέλους, (β) την επιστροφή των κεφαλαίων συνεισφοράς της αποχωρούσης εθνικής κεντρικής τράπεζας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κεφαλαίων και την επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων που είχαν μεταφερθεί στο Ευρωσύστημα και (γ) την πλήρη μεταβίβαση της νομισματικής κυριαρχίας πίσω στην αποσχισθείσα εθνική κεντρική τράπεζα με όλες τις πρακτικές δυσκολίες και οι νομικές αβεβαιότητες που αυτή συνεπάγεται για εκκρεμείς πράξεις νομισματικής πολιτικής, ιδίως στην περίπτωση μονομερούς αποχώρησης. Σε ότι αφορά το κράτος μέλος που θα αποχωρήσει από την ΕΕ, οι περιπλοκές που περιβάλλουν την αποχώρηση είναι πολλές και επηρεάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπο εντός ή εκτός του εδάφους του. Η παραπάνω μη ύπαρξη σαφών κανόνων και διαδικασιών από το πρωτογενές δίκαιο της ένωσης σε κάθε περίπτωση μπορεί να μεταφραστεί με δύο τρόπους: είτε ότι το δικαίωμα του αποχώρησης του κράτους μέλους προϋπήρχε καθώς θα μπορούσε να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα και να αποχωρήσει από την Ένωση, είτε ότι η μη ύπαρξη σαφών κανόνων και διαδικασιών ήταν σκόπιμη και η αποχώρηση ήταν ανέφικτη εξ αρχής και τόνιζε τη δέσμευση των κρατών μελών για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Η συνθήκη της Λισσαβόνας στο άρθρο 50 προβλέπει την αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 50 αναφέρει:

1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.
2. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218,παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3. Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.
4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου238,παράγραφος 3, στοιχείο β), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Εάν το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτησή αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49.

Το παραπάνω άρθρο της Συνθήκης εγείρει δύο τουλάχιστον εύλογα ζητήματα. Πρώτον, η ρήτρα αποχώρησης φαίνεται να ενδείκνυται εάν μόνο ένα ή δύο κράτη μέλη όφειλαν να αποσύρουν κάθε φορά, αλλά όχι για μια μαζική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, και ίσως το πιο σοβαρό, είναι ότι η ρήτρα αποχώρησης δεν περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις για την απόσυρση του κράτους μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ.

Το παραπάνω ζήτημα δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητα της απουσίας μιας τέτοιας ρήτρας και αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες. Γενικότερα σε αντίθεση με τη συμμετοχή της ΕΕ, η συμμετοχή στην ΟΝΕ αποτελεί νομική υποχρέωση για όλα τα κράτη μέλη. Έτσι, ενώ ένα κράτος μέλος μπορεί να είναι ελεύθερο να καταγγείλει τη συμμετοχή του στην ΕΕ και να αντιτίθεται στις υποχρεώσεις του έναντι στη συνθήκη ακόμα και στο σύνολό τους, δεν θα είναι ελεύθερο να ανακαλέσει την απόφασή του να ενταχθεί στην ΟΝΕ και να υπερβεί μία δεσμευτική υποχρέωση, βάσει της Συνθήκης ΕΚ, εκτός αν αποχωρήσει και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδιανόητο στα μάτια του κοινοτικού νομοθέτη για την τρίτη φάση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Νομισματική και Οικονομική Ένωση) καθώς θεωρεί την υιοθέτηση του ευρώ του αμετάκλητη και τη νομισματική ολοκλήρωση ως μη αναστρέψιμη. Το γεγονός ότι οι απαιτήσεις για την ένταξη στην ΕΕ (κριτήρια της Κοπεγχάγης) διαφέρουν από εκείνες που ισχύουν για την προσχώρησης στη ευρωζώνη (κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ) δεν έχει καμία σημασία. Η ΟΝΕ είναι ένα υποσύνολο της ΕΕ, για αυτό και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας - που βρίσκεται στο επίκεντρο του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος - έχει προσαρτηθεί ως πρωτόκολλο της συνθήκης ΕΚ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μια έξοδος κράτους μέλους από την ΕΕ αυτόματα σημαίνει και έξοδο από την ΟΝΕ.

Συμπερασματικά τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν, πριν από την Συνθήκη της Λισαβόνας, να αποσυρθούν μονομερώς είτε από την ΕΕ ή κατά μείζονα λόγο από την ΟΝΕ και ότι ο μόνος τρόπος για να το πράξουν νομικά, θα ήταν με τη διαπραγμάτευση συμφωνίας με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της. Μια τέτοια συμφωνία κατ’ ανάγκη συνεπάγεται την τροποποίηση της Συνθήκης και απαιτεί την ομόφωνη συγκατάθεση των εταίρων της σύμφωνα με το άρθρο 48 της ΣΕΕ. Το πόσο πιθανό είναι ορισμένα κράτη μέλη να επιθυμούν να αποχωρήσουν οικιοθελώς (όσο θερμά τους και να το επιθυμούν τα υπόλοιπα κράτη μέλη) μπορεί να είναι αποκλειστικά θέμα υποθέσεων. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι μια αποχώρηση ενός κράτους μέλους θα συνεπαγόταν τόσο σοβαρές νομικές και πρακτικές δυσκολίες. που ακόμη και διαπραγματεύσεις με την καλύτερη πίστη δεν θα αρκούσαν για να τις ξεπεράσουν.

Β. Συλλογικό «δικαίωμα αποβολής» από την Ε.Ε. ή ΟΝΕ

Η αναγνώριση του δικαιώματος της μονομερούς απόσχισης από τους συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβόνας αναπόφευκτα προτρέπει και το ακόλουθο ερώτημα: εάν τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποχωρήσουν οικιοθελώς, δεν θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα για τα υπόλοιπα κράτη μέλη τους να τους απομακρύνουν από την ΕΕ, εάν η συμμετοχή τους θεωρείται ανεπιθύμητη ή επιβλαβής από τους εταίρους τους και ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου οι τελευταίοι να αδυνατούν να τους πείσει να αποχωρήσει από την ΕΕ ή ΟΝΕ εθελοντικά;

Υπό ποιες προϋποθέσεις και σύμφωνα με ποιες διαδικασίες θα μπορούσε ένα τέτοιο δικαίωμα αποβολής να ασκείται; Η προοπτική αποβολής ήρθε στο προσκήνιο τον Ιούνιο του 2008, όταν οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι απορρίψανε τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο μία από τα πιο οξείες κρίσεις στην πρόσφατη ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πιο κοντινή αναφορά στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο σε ότι αφορά την αναγνώριση του δικαιώματος της αποβολής είναι το άρθρο 7 ΣΕΕ, που επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αναστείλει προσωρινά ορισμένα δικαιώματα ενός κράτους μέλους (συμπεριλαμβανομένων και των δικαιωμάτων ψήφου του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) αν υπάρχει σοβαρή και διαρκής παραβίαση από ένα κράτος μέλος των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα πρώτο βήμα για την αποβολή ενός κράτους μέλους, αλλά δεν είναι το ίδιο με του οριστική αποβολή. Έτσι μια αποβολή ενός κράτους μέλους από τα υπόλοιπα είναι νομικά ατεκμηρίωτη και θα συνιστούσε μία άνευ αδείας τροποποίηση της Συνθήκης. Επιπλέον, εκτός από το ότι είναι πολιτικά σχεδόν αδιανόητο, να αναγκαστεί ένα κράτος μέλος να αποβληθεί από την ΕΕ ή την ΟΝΕ, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει τεράστιες νομικές περιπλοκές. Αυτό, ίσως, εξηγεί γιατί η αποβολή δεν έχει, και δεν μπορεί ποτέ, να συμπεριληφθεί σε κάποια Συνθήκη. Σε γενικές γραμμές, ενώ οι περιπλοκές που θα δημιουργούσε μια τέτοια ενέργεια δεν θα διέφεραν ποιοτικά από εκείνες που αφορούν την εθελοντική αποχώρηση ενός κράτους μέλους, η επίλυσή των εν λόγω περιπλοκών θα ήταν ακόμη πιο πολύπλοκη σε αυτήν την περίπτωση, λόγω του κινδύνου δημιουργίας νομικών προβλημάτων από δυσαρεστημένα φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα ή ακόμα και από χώρες, από την αμφισβήτηση της απώλειας των δικαιωμάτων που έχουν αποκτήσει εκείνες ή οι υπήκοοι/πολίτες τους να έχουν αποκτήσει από τη συμμετοχή τους στην ΕΕ και η επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους για διατήρηση αυτών στο διηνεκές ως εμπόδιο για την αποβολή.

Έμμεσος τρόπος για αποβολή από την Ένωση

Από τη στιγμή που άμεσα δεν είναι δυνατό να εκδιωχθεί ένα κράτος μέλος από τους κόλπους της Ένωσης πρέπει να εξεταστεί η πιθανότητα ύπαρξης ενός έμμεσου τρόπου. Μια εναλλακτική λύση και κάπως πιο ριζοσπαστική θα ήταν κάποια κράτη μέλη να συμφωνήσουν σε μια νέα συνθήκη με βάση εταιρική σχέση, με ανεξάρτητη θεσμική δομή εκτός του πλαισίου της «παλαιάς ΕΕ» και να δημιουργήσουν μία νέα Ευρωπαϊκή Ένωση που θα επικυρωθεί μόνο από τα κράτη που θα θέλουν να συμμετέχουν σε αυτή τη νέα οντότητα αποκλείοντας τα ανεπιθύμητα. Μια τέτοια ενέργεια αφενός θα προκαλούσε διάσπαση της Ευρώπης, αφετέρου θα απαιτούσε μια τεράστια πολιτική προσπάθεια από την πλευρά των κρατών μελών που θα συμμετέχουν και συνεπάγεται επίσης άλλη μια περιπέτεια για την υπογραφή μιας νέας Συνθήκης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι εντελώς απρόβλεπτο.

Γ. Επιπτώσεις μιας εξόδου κράτους-μέλους από την Ε.Ε. ή και την ΟΝΕ

Υιοθέτηση νέου νομίσματος ή η επαναφορά της παλαιάς ισοτιμίας του νομίσματος που χρησιμοποιούσε το κράτος μέλος πριν από την είσοδο του στην ΟΝΕ

- Η επιστροφή των κεφαλαίων συνεισφοράς της αποχωρούν εθνικής κεντρικής τράπεζας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κεφαλαίων και την επιστροφή των συναλλαγματικών διαθεσίμων που είχαν μεταφερθεί στο Ευρωσύστημα

- Η πλήρης μεταβίβαση της νομισματικής κυριαρχίας πίσω στην αποσχισθείσα εθνική κεντρική τράπεζα με όλες τις πρακτικές δυσκολίες και οι νομικές αβεβαιότητες που αυτή συνεπάγεται για εκκρεμείς πράξεις νομισματικής πολιτικής, ιδίως στην περίπτωση μονομερούς αποχώρησης.

- Ακόμη και αν αποβληθεί ένα κράτος μέλος από την ευρωζώνη τίθεται ένα θέμα σχετικά με την κυκλοφορία του ευρώ στην επικράτειά του αφενός καθώς τρίτες (πλέον) χώρες δεν μπορούν επίσημα να χρησιμοποιούν το ευρώ ως νόμισμά τους, αφετέρου υπάρχει η δυνατότητα μέσω νομισματικών συμφωνιών ορισμένα κράτη ή διεθνείς οργανισμοί (βλέπε Σαν Μαρίνο, Μονακό, Βατικανό) να το χρησιμοποιούν.

- Σε ότι αφορά το κράτος μέλος που θα αποχωρήσει από την ΕΕ, οι περιπλοκές που περιβάλλουν την αποχώρηση είναι πολλές και επηρεάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπο εντός ή εκτός του εδάφους του».

Πηγή: www.capital.gr
 
GreekBloggers.com