7 Απριλίου 2014

Ο κριτικός ρόλος των διανοούμενων κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη

Η συζήτηση για την εκκωφαντική απουσία του κριτικού λόγου των ελλήνων διανοούμενων σχετικά με τις δυσκολίες που βιώνει ο ελληνικός λαός κατά τη διάρκεια των μνημονιακών αυτών χρόνων δεν έχει σταματήσει.
Μπορεί όμως και -κατ'εξαίρεση- κάποιος, που θεωρείς αξιόλογο πνευματικό άτομο, όχι απλά να πάρει θέση σε κάποιο πολιτικό θέμα, αλλά να στρατευτεί κάτω από τη σημαία κόμματος, που θεωρείς ότι διαδραματίζει ύποπτο ρόλο στα πολιτικά πράγματα, γεγονός που σε γεμίζει απογοήτευση. Πρόκειται όμως για προσωπική άποψη που ίσως να είναι και άκρως μειοψηφική... μπορεί όμως και όχι!
Πάντως, η συζήτηση για το ρόλο που πρέπει -ή δεν πρέπει- να διαδραματίζουν διανοούμενοι και φιλόσοφοι απέναντι στην πολιτική που ασκείται κάθε φορά, δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Όπως φαίνεται στο κείμενο που αναδημοσιεύω στη συνέχεια από το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη "Η Άνοδος της Ασημαντότητας" ο προβληματισμός για τη στάση που οφείλουν να κρατούν οι πνευματικοί άνθρωποι απασχολούσε ανέκαθεν τους πολίτες. 



...Πρέπει ν’ απαλλαγούμε τόσο από την υπερτίμηση όσο και από την υποτίμηση του ρόλου του διανοου­μένου. Υπήρξαν στην Ιστορία στοχαστές και συγγραφείς που άσκησαν τεράστια επίδραση -όχι πάντα ευεργετική, άλλωστε. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι ασφαλώς ο Πλάτων, αφού ακόμα και σήμερα όλος ο κόσμος, έστω και αν δεν το ξέ­ρει, σκέφτεται με πλατωνικούς όρους. Αλλά ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να εκφραστεί σχετικά με την κοινωνία, την ιστορία, τον κόσμο, εισέρχεται στο πεδίο των κοινωνικο-ιστορικών δυνάμεων και παίζει ένα ρόλο, που μπορεί να είναι από απειροελάχιστος έως σημαντικός. Το να λέ­με πως αυτός ο ρόλος είναι ρόλος «εξουσίας» συνιστά κατά τη γνώμη μου γλωσσική κατάχρηση. Ο συγγραφέας, ο στοχαστής, με τα ιδιαίτερα μέσα που του δίνουν η καλλιέργεια, οι ικανότητές του, ασκεί επίδραση στην κοινωνία. Αυτό όμως αποτελεί απλώς μέρος του ρόλου του ως πολίτη: λέει αυτό που πιστεύει και παίρνει το λόγο με δική του ευθύνη. Αυτή την ευθύνη κανείς δεν μπορεί να την αποποιηθεί, ακόμη και όποιος δεν μιλά και ως εκ τούτου αφήνει τους άλλους να μιλούν και τον κοινωνικό χώρο να καταλαμβάνεται από τερατώδεις, ίσως, ιδέες...


...Κι εδώ χρειάζεται μια διευ­κρίνιση: η δουλειά του διανοούμενου θα έπρεπε να είναι μια δουλειά κριτική, και πράγματι αυτόν το ρόλο έπαιξε συχνά στην Ιστορία. Για παράδειγμα, τη στιγμή της γέννησης της φιλοσοφίας στην Ελλάδα οι φιλόσοφοι αμφισβητούν τις κατεστημένες συλλογικές παραστάσεις, τις ιδέες για τον κόσμο, για τους θεούς, για τη σωστή τάξη της πόλεως. Αρκετά γρήγορα όμως επέρχεται εκφυλισμός: oι διανοούμενοι εγκαταλείπουν, προδίδουν τον κρι­τικό τους ρόλο και γίνονται εκλογικευτές του υπάρχοντος, απολογητές της καθεστηκυίας τάξης. Το πιο ακραίο, αλλά και πιο εύγλωττο σίγουρα παράδειγμα, έστω και μόνο επειδή ενσαρκώ­νει τη μοίρα και την αναγκαία σχεδόν κατάληξη της κληρονομη­μένης φιλοσοφίας, είναι ο Χέγκελ, ο οποίος διακηρύσσει στο τέ­λος : «Ό,τι είναι λογικό είναι πραγματικό. Και ό,τι είναι πραγμα­τικό είναι λογικό». Στα πρόσφατα χρόνια έχουμε δυο χτυπητές περιπτώσεις του ίδιου φαινομένου: στη μεν Γερμανία τον Χάιντεγκερ και τη βαθιά του προσχώρηση, πέρα από συγκυριακές μεταβολές και ανεκδοτολογικά γεγονότα, στο «πνεύμα» του να­ζισμού, στη δε Γαλλία τον Σάρτρ, ο οποίος, από το 1952 τουλάχι­στον και μετά, δικαιολόγησε τα σταλινικά καθεστώτα και, όταν ήρθε σε ρήξη με τον τρέχοντα κομμουνισμό, έγινε υποστηρικτής του Κάστρο, του Μάο κ.λπ.
Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει πολύ στην ουσία, μόνο στην έκφρασή της. Μετά την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων και την κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού, οι δυτικοί διανοούμενοι στην πλειονότητά τους περνούν τον και­ρό τους εξυμνώντας τα δυτικά καθεστώτα ως καθεστώτα «δημο­κρατικά», που μπορεί να μην είναι ιδεώδη (δεν γνωρίζω τι μπο­ρεί νά σημαίνει αυτή η έκφραση), αλλά πάντως είναι τα καλύτε­ρα ανθρωπίνως δυνατά καθεστώτα, και δηλώνοντας ότι οποιαδήποτε κριτική αυτής της ψευδοδημοκρατίας οδηγεί κατευθείαν στο Γκουλάγκ. Κι έτσι έχουμε την ακατάσχετη επανάληψη της κριτικής του ολοκληρωτισμού, που φτάνει με καθυστέρηση εβδομήντα, εξήντα, πενήντα, σαράντα, τριάντα, είκοσι χρόνων (πολλοί σημερινοί «αντιολοκληρωτικοί» υποστήριζαν τον μαοϊσμό ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70) και που επιτρέπει την αποσιώπηση των καυτών προβλημάτων του παρόντος: της αποσύνθεσης των δυτικών κοινωνιών, της απάθειας, του κυνισμού και της δια­φθοράς που βασιλεύουν στην πολιτική, της καταστροφής του πε­ριβάλλοντος, της κατάστασης των εξαθλιωμένων χωρών κ.λπ. Ή πάλι, άλλη υποπερίπτωση του ίδιου φαινομένου, βλέπουμε κάποιους ν’ αποτραβιούνται στον πλαστικό πύργο τους και μέσα σ´αυτόν να κανακεύουν τα πολύτιμα προσωπικά τους δημιουργήματα...

... Εδώ και πολλά χρόνια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει άμεσο πέρασμα από τη φιλοσο­φία στην πολιτική. Η συγγένεια φιλοσοφίας και πολιτικής έγκει­ται στο ότι και οι δύο σαν στόχο τους έχουν την ελευθερία, την αυτονομία μας -ως πολιτών και ως σκεπτόμενων ανθρώπων- και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ως αφετηρία μια βούληση -στηριγμένη στη σκέψη, διαυγής, αλλά πάντως βούληση- που στόχο της έχει την ελευθερία. Δεν υπάρχει ορθολογική θεμελίωση του Λόγου, ούτε ορθολογική θεμελίωση της ελευθερίας. Υπάρχει βέβαια, και στη μια και στην άλλη περί­πτωση, μια λογική δικαιολόγηση -αυτή όμως έρχεται εκ των υστέρων, και στηρίζεται σ’ εκείνο που γίνεται δυνατόν για τους ανθρώπους μόνο χάρη στην αυτονομία. Το εύστοχον, από την πολιτική άποψη, της φιλοσοφίας συνίσταται στο ότι η φιλοσοφι­κή κριτική και διαύγαση επιτρέπουν την καταστροφή των ψευδών φιλοσοφικών (ή θεολογικών) προϋποθέσεων, οι οποίες ακριβώς τόσο συχνά χρησίμευσαν στη δικαιολόγηση των ετερόνομων καθεστώτων...

GreekBloggers.com