3 Απριλίου 2014

Τραπεζική Ενοποίηση (του Γιάννη Βαρουφάκη)

Με τις απόψεις του Γ.Βαρουφάκη συμφωνώ τις περισσότερες φορές. Κάποιες φορές όχι. Μια από τις περιπτώσεις που δεν συμφωνώ μαζί του είναι η θέση του υπέρ της τραπεζικής ενοποίησης. Στους λόγους της διαφωνίας μου αυτής θα αναφερθώ άλλη φορά, πάντως βασικά έγκειται στην μη πίστη μου στη βιωσιμότητα της ευρωζώνης εξαιτίας των προσώπων που λαμβάνουν τις αποφάσεις σήμερα, καθώς και του τρόπου που διαχειρίζονται την κρίση.
Τότε, γιατί αναδημοσιεύω άρθρο του γνωστού καθηγητή που αναφέρεται στην τραπεζική ενοποίηση; Επειδή με αυτά που γράφει, δικαιώνει τις απόψεις μου (κάτι που ωστόσο δεν επιθυμούσα) ότι με τις υπάρχουσες συνθήκες η τραπεζική ενοποίηση δεν είναι ωφέλιμη για τη χώρα μας.
Διαβάστε όμως κι εσείς το άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο HOT DOC.


Τραπεζική Ενοποίηση
Η πανούργα στρατηγική του Σόιμπλε και η θλιβερή στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης

Στα τέσσερα χρόνια που πέρασαν από τότε που ξέσπασε π κρίση του ευρώ, είχαμε πάνω από σαράντα ευρωπαϊκές συνόδους κορυφής. Μόνο σε μία εξ αυτών έγινε κάτι άξιο λόγου. Κάτι για το οποίο μπορούσαμε, ως ευρωπαίοι πολίτες, να νιώσουμε κάτι που θύμιζε ανακούφιση και περηφάνεια. Στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου του 2012.
Ήταν μια σύνοδος που θύμιζε όλες τις άλλες: κοινοτυπίες επί κοινοτυπιών, συζήτηση άνευ ουσίας, πλήρη επιβολή από τη γερμανική αντιπροσωπία της συνολικής σιωπής για τα ζητήματα που απειλούσαν να τινάξουν στον αέρα την ευρωζώνη. Λίγο πριν κλείσει η σύνοδος, εκεί που η κα Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε κοιτούσαν το ρολόι τους και ετοιμάζονταν να μαζέψουν τα χαρτιά τους και να φύγουν, δέχθηκαν ένα εντελώς απρόσμενο χτύπημα από έναν δικό τους άνθρωπο, τον δοτό πρωθυπουργό της Ιταλίας κ. Μάριο Μόντι, που έξι μήνες πριν είχε διοριστεί αντικαταστάτης του ανεκδιήγητου (αλλά εκλεγμένου) Μπερλουσκόνι από την κα Μέρκελ και τον κ. Σόιμπλε, σε αγαστή συνεργασία με το ιταλικό τραπεζικό και οικονομικό κατεστημένο.
Το πρόβλημα του κ. Μόντι ήταν ότι από την αρχή της πρωθυπουργίας του η Ιταλία κατέρρεε. Οι τράπεζες (με πρώτη και καλύτερη την Unicredit), ο ιδιωτικός τομέας και το δημόσιο αντιμετώπιζαν τριπλή πτώχευση α λα ελληνικά. Ο κ.Μόντι πιεζόταν να δανειστεί υπέρ των τραπεζιτών από την τρόικα υπό όρους λιτότητας που θα τίναζαν στον αέρα τη FIAT και τους μικροεπιχειρηματίες, και πάλι α λα ελληνικά. Οι αγορές οσφραίνονταν «αίμα» και τα επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας έπιασαν το 8%. Καταστροφή για μια οικονομία όπου το ονομαστικό εθνικό εισόδημα έπεφτε καθημερινά (αντί να ανέρχεται).
Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνόδου ο κ. Μόντι ήξερε ότι, αν επέστρεφε στη Ρώμη με άδεια χέρια, τόσο οι δικές του μέρες όσο και του ιταλικού κράτους ήταν μετρημένες. Επειδή, αν και δοτός, ο κ. Μόντι είχε εμπειρία συγκρούσεων στον πυρήνα της ΕΕ (όταν ήταν επίτροπος είχε συγκρουστεί με τη Microsoft και το Βερολίνο, και είχε βγει νικητής), βρήκε το σθένος να κάνει το κόλπο γκρόσο λίγο πριν λήξει η σύνοδος.
Την ώρα που οι ομόλογοί του ετοιμάζονταν να τα μαζέψουν και να επιστρέψουν στις έδρες τους, ο κ. Μόντι ζήτησε τον λόγο για να πει: «Δεν θα φύγει κανείς αν πρώτα δεν υπάρξει συμφωνία ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας θα γίνεται άμεσα, με κονδύλια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα οποία δεν θα καταγράφονται στο εθνικό δημόσιο χρέος μας». Η κα Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε έτριβαν τα μάτια τους και δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Πριν προλάβουν να μιλήσουν, παίρνει την ευκαιρία ο κ. Ραχόι (ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, η οποία βρισκόταν σε ακόμα πιο δεινή θέση από την Ιταλία) να συνηγορήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, νάσου και ο κατά τ’ άλλα σιωπηλός νεοεκλεγείς γάλλος πρόεδρος κ. Ολάντ να προσθέτει κι αυτός τη φωνή του στην πρόταση-απαίτηση Μόντι.
Εκείνη τη στιγμή η κα Μέρκελ απέδειξε την πολιτική οξυδέρκειά της. Την ώρα που ο κ. Σόιμπλε τα είχε χαμένα, η καγκελάριος έκανε έναν γρήγορο και πανέξυπνο ελιγμό για να υπονομεύσει τη λατινική συμμαχία Μόντι-Ραχόι-Ολάντ που τόσο απρόσμενα δημιουργήθηκε σε μερικά λεπτά της ώρας μπροστά στα έντρομα μάτια της. Δέχθηκε την πρόταση Μόντι! Υπό έναν όρο, που θα αποδεικνυόταν καίριος: Να προηγηθεί τραπεζική ενοποίηση. Νιώθοντας βαθιά δικαιωμένοι, οι Μόντι-Ραχόι-Ολάντ συμφώνησαν και περιχαρείς βγήκαν στο προαύλιο για να δηλώσουν την βαθιά τομή που  μόλις επέβαλαν στη Γερμανία. Την ίδια στιγμή η κα Μέρκελ έσκυβε στο αυτί του κ. Σόιμπλε, λέγοντάς του: «Δική σου δουλειά τώρα είναι να υπονομεύσεις την τραπεζική ενοποίηση, ώστε να μη γίνει ποτέ η άμεση ανακεφαλαιοποίηση που θέλει ο Μόντι». Έτσι κι έγινε.

Τι θα σήμαινε μια τραπεζική ενοποίηση και γιατί θα ήταν σημαντική
Ένα τραπεζικό σύστημα αποτελείται από τρία συστατικά:
(1) Κεντρική Τράπεζα, που εξασφαλίζει ρευστότητα στις ιδιωτικές τράπεζες.
(2) Εποπτική Αρχή, η οποία, υποτίθεται, ελέγχει τα βιβλία των τραπεζών και, καθώς το κράτος εγγυάται μεγάλο μέρος των καταθέσεων, έχει το δικαίωμα να προστάζει τις τράπεζες να βρουν νέα χρήματα ή, αν δεν τα καταφέρουν, να κλείσουν.
(3) Ταμείο, από το οποίο, στην περίπτωση που μια τράπεζα πτωχεύσει, αντλούνται οι πόροι που απαιτούνται για την καταβολή των εγγυημένων καταθέσεων ή και κεφάλαια από τα  οποία ανακεφαλαιοποιείται (και διασώζεται) πριν μεταπωληθεί.
Στην ευρωζώνη παρατηρείται το εξής παράδοξο: Ενώ το πρώτο συστατικό έχει εξευρωπαϊστεί και το μοιραζόμαστε από κοινού, η ΕΚΤ, τα συστατικά (2) και (3) παραμένουν απολύτως εθνικοποιημένα. Το πρόβλημα με την εθνική διάσταση του (3) είναι ότι, όταν το δημόσιο είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης αλλά πρέπει να δανειστεί μεγάλα ποσά για να εγγυοδοτήσει το Ταμείο, από το οποίο θα υποστηριχθούν οι τράπεζες, τόσο οι τράπεζες όσο και το δημόσιο πέφτουν στη μαύρη τρύπα της αλληλένδετης πτώχευσης. Όπως έγινε στην Ελλάδα, στην Ιταλία του κ. Μόντι, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία κλπ. Γι’ αυτό τον λόγο απαίτησε ο κ. Μόντι τον εξευρωπαϊσμό του (3) στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου 2012.
Η απάντηση της κας Μέρκελ ήταν: ΟΚ, να εξευρωπαϊστεί το (3), αλλά μόνο αφού εξευρωπαϊστεί και το (2). Δηλαδή, να περάσει η εποπτεία των τραπεζών από τις εθνικές εποπτικές Αρχές σε μια ευρωπαϊκή εποπτική Αρχή. Εύλογο το επιχείρημα: Για να ζητάμε τη χρηματοδότηση του Ταμείου (3) άμεσα από τον ευρωπαίο φορολογούμενο και να εξουσιοδοτούμε να ανακεφαλαιοποιεί τις τράπεζες, είναι σωστό οι τράπεζες να εποπτεύονται από μια κοινή, ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (2). Προφανώς ο κ. Μόντι δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί αυτή την πρόταση-θέση της γερμανίδας καγκελαρίου.
Πράγματι, αν είχε εφαρμοστεί αυτή η απόφαση εξευρωπαϊσμού της Εποπτικής Αρχής (2) και του Ταμείου (3), τότε ένας βασικός παράγοντας που συντηρεί την ευρωζωνική κρίση θα είχε εκλείψει, καθώς (α) τα κράτη μας δεν θα έπρεπε να δανείζονται εκ μέρους των τραπεζών και (β) θα έσπαγε η αμαρτωλή σχέση ντόπιων τραπεζιτών και ντόπιων πολιτικών.

Η στρατηγική Σόιμπλε 

«Δική σου δουλειά τώρα είναι να υπονομεύσεις την τραπεζική ενοποίηση, ώστε να μην γίνει ποτέ η άμεση ανακεφαλαιοποίηση που θέλει ο Μόντι». Τάδε έφη, στο αυτί του υπουργού της, η κα Μέρκελ λίγο μετά την αναπάντεχα γενναία στάση του κ. Μόντι στη σύνοδο του Ιουνίου 2012. Όπερ και έπραξε ο κ. Σόιμπλε, αρχής γενομένης με άρθρο του στους Financial Times, τον Αύγουστο του 2012, στο οποίο κατέγραψε τη στρατηγική του: Σκοπός μας είναι να κωλυσιεργήσουμε ως προς τον εξευρωπαϊσμό της Εποπτικής Αρχής, για να έχουμε λόγο να αρνηθούμε στον όποιον κ. Μόντι τον εξευρωπαϊσμό του Ταμείου, από το οποίο ανακεφαλαιοποιούνται και χρηματοδοτούνται οι αναδιαρθρώσεις των προβληματικών τραπεζών.
Η στρατηγική του ήταν πολύ απλή: «Δεν συμφωνήσαμε ότι για να γίνει άμεση ανακεφαλαιοποίηση θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε σε μια κοινή εποπτική Αρχή; Ωραία. Θα υπονομεύσω τόσο έντονα τη συμφωνία για την εποπτική αρχή, ώστε η άμεση ανακεφαλαιοποίηση θα παραπεμφθεί στις καλένδες. Κατόπιν, αφού θα έχω σπάσει το ηθικό των Λατίνων, θα τους προσφέρω την κοινή Εποπτική Αρχή υπό τον όρο ότι δεν θα υπάρξει κοινό ευρωπαϊκό Ταμείο ανακεφαλαιοποίησης. Με άλλα λόγια, θα μετατρέψω τον όρο που έθεσε η κα Μέρκελ ως αντάλλαγμα για την υλοποίηση της απαίτησης Μόντι-Ραχόι-Ολάντ σε αυτό που θα τους προσφέρω ώστε να μην υλοποιηθεί ποτέ η απαίτηση Μόντι-Ραχόι-Ολάντ!»
Όπερ και εγένετο. Μάλιστα, αγαπητέ αναγνώστη. Η τραπεζική ενοποίηση που αποφασίστηκε και την οποία μας παρουσιάζουν ως τεράστια επιτυχία δεν είναι παρά η υλοποίηση της στρατηγικής Σόιμπλε, που μόνο στόχο είχε πως να μην ενοποιηθούν πραγματικά τα τραπεζικά συστήματα της ευρωζώνης.

Τι αποφάσισαν; Ακτινογραφία της δήθεν τραπεζικής ενοποίησης που μόλις αποφασίστηκε

Ως προς την Κοινή Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, αυτή σπάει σε δύο όργανα. Τον ΜΕΜ (Μοναδικό Εποπτικό Μηχανισμό ή αγγλιστί Single Supervision Mechanism) και το ΜΜΕ (Μοναδικό Μηχανισμό Επίλυσης ή Single Resolution Mechanism). Ο MEM ιδρύεται ως παράρτημα της ΕΚΤ, αποτελείται από τεχνοκράτες και ελέγχει τα βιβλία 128 συστημικών τραπεζών. Ο ΜΜΕ αποτελείται από διορισμένα μέλη, τα οποία ουσιαστικά εκπροσωπούν τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Η διαδικασία που προβλέπεται για τη διάσωση ή το κλείσιμο μιας τράπεζας έχει ως εξής:

Ο ΜΕΜ (δηλαδή η ΕΚΤ) θα αποφαίνεται αν μια τράπεζα έχει πρόβλημα. Όμως, ο ΜΜΕ (δηλαδή οι πολιτικοί) θα έχει τη δυνατότητα να ζητά από τον ΜΕΜ να κινηθεί εναντίον κάποιας τράπεζας και, εάν ο ΜΕΜ αρνηθεί, δικαιούται να παρέμβει ο ΜΜΕ μόνος του. Παράλληλα η Γερμανία απέσπασε τη συμφωνία των άλλων ότι τα βιβλία των γερμανικών τραπεζών που θα τεθούν υπό το μικροσκόπιο του ΜΕΜ θα τα κρίνει το Βερολίνο...
Αν ΜΕΜ και ΜΜΕ, ή μόνο ο ΜΜΕ, αποφασίσουν ότι η τράπεζα X πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθεί ή και να κλείσει (όπως π.χ. η Λαϊκή Τράπεζα), τότε ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποφασίσει κάτι τέτοιο και να κινήσει τη σχετική διαδικασία.
Όλη αυτή η διαδικασία πρέπει να αρχίσει και να ολοκληρωθεί εντός ενός Σαββατοκύριακου, ώστε να μην πανικοβληθούν καταθέτες και αγορές.
Και τα χρήματα για υποστήριξη, διάσωση και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που θα βρεθούν; Με άλλα λόγια, η επιτυχία του κ. Μόντι (να επιβάλει στην κα Μέρκελ την αποδοχή της Αρχής για άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών) επέζησε ή την πήρε το ποτάμι; Η απάντηση έρχεται από το στόμα του κ. Σόιμπλε, του οποίου αποστολή ήταν να αποδομήσει την επιτυχία Μόντι. Να τι δήλωσε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών την προηγούμενη εβδομάδα στη συνέντευξη Τύπου μετά την ανακοίνωση συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την τραπεζική ενοποίηση:
«Η αμοιβαιοποίηση του κόστους επίλυσης και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών έχει αποκλειστεί δια παντός!» Σταράτα λόγια. Ο κ. Σόιμπλε θριαμβευτικά μας είπε πως η άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (που τον ανάγκασε ο κ. Μόντι να συζητήσει και να αποδεχθεί επί της αρχής) δολοφονήθηκε κοινή συναινέσει. Αυτό είπε ο κ. Σόιμπλε. Αλλά για να συγκαλύψει αυτή την ταφόπλακα που τοποθέτησε έντεχνα η γερμανική πλευρά (με τη συναίνεση των δικών μας) επί της απαίτησης Μόντι, η τελική συμφωνία περιείχε κάτι που κάποιος που δεν έχει εντρυφήσει στο πρόβλημα μπορεί να εκλάβει ως μια γερμανική υποχώρηση στην απαίτηση Μόντι για ένα κοινό ευρωπαϊκό ταμείο για τις τράπεζες. Τι είναι αυτό το κάτι; Πρόκειται για ένα πράγματι κοινό ευρωπαϊκό ταμείο, από το οποίο προβληματικές τράπεζες μπορεί να χρηματοδοτούνται. Ποιος όμως θα χρηματοδοτεί αυτό το ταμείο; Ιδού το ερώτημα. Κατά τη γερμανική απαίτηση δεν θα προικοδοτηθεί ποτέ με χρήματα γερμανών ή άλλων ευρωπαίων φορολογούμενων (άμεσα ή μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, του ESM) ή από την ΕΚΤ. Oι ίδιες οι τράπεζες θα χρηματοδοτούν το ταμείο διάσωσής τους, είναι η απάντηση.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται σωστό: οι τραπεζίτες να πληρώνουν ένα ασφάλιστρο σε περίπτωση ατυχήματος της τράπεζάς τους και με τρόπο που να μην επιβαρύνεται ο φορολογούμενος. Όπως γίνεται και στις ΗΠΑ, όπου οι τράπεζες καταβάλουν ασφάλιστρα στο αντίστοιχο αμερικανικό ομοσπονδιακό ταμείο (το FDIC), το οποίο, με τη σειρά του, τις βοηθά σε μια δύσκολη στιγμή.
Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα: Η μέγιστη διαφορά μεταξύ του ευρωπαϊκού (υπό ίδρυση κοινού) ταμείου και του αμερικανικού (του FDIC) είναι ότι το αμερικανικό έχει από πίσω του την Κεντρική Τράπεζα (το Fed), η οποία, όταν χρειάζεται, του παράσχει όσο χρήμα έχει ανάγκη (όπως, π.χ., έκανε το 2008 που κατέρρεε το χρηματοπιστωτικό σύμπαν). Σε αντίθεση, το ευρωπαϊκό ταμείο δεν θα έχει τίποτα και κανέναν να το υποστηρίζει. Το συνολικό ποσό με το οποίο θα το προικίσουν (λίγο-λίγο) oι τράπεζες εντός της επόμενης οκταετίας (όπως προβλέπει η συμφωνία) ανέρχεται σε 55 δισ. ευρώ. Δεν αρκούν ούτε για τη διάσωση μιας μεσαίας ευρωπαϊκής τράπεζας. Μάλιστα σε μια κρίση σαν αυτή του 2008 ή του 2011 το ταμείο αυτό θα εξαντληθεί εντός πέντε λεπτών της ώρας! Και τότε τι θα γίνει; Η απάντηση που δίνει η επίσημη ΕΕ είναι ότι θα επιτρέπεται στο ταμείο να δανείζεται από τις αγορές. Ποιος όμως θα του δανείζει κατά τη διάρκεια μιας τραπεζικής κρίσης, όταν όλοι γνωρίζουν ότι δεν θα έχει λαμβάνειν νέους σοβαρούς πόρους, ότι δεν έχει πρόσβαση στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης κι ότι απαγορεύεται στην ΕΚΤ να το βοηθήσει; Κανείς, είναι η απάντηση. Οπότε τι θα γίνει; Απλώς oι τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν από τα κράτη. Όπως καί πριν την τραπεζική ενοποίηση! Αυτό εξηγεί τον τίτλο της παρακάτω ενότητας:

Πολύ κακό για το τίποτα. Ή μάλλον πολύ κακό για το πολύ χειρότερο

Η κίνηση του κ. Μόντι ήταν κίνηση ουσίας. Η στρατηγική του κ. Σόιμπλε (από τότε μέχρι σήμερα που εντέλει στέφθηκε με επιτυχία) ήταν κίνηση ακύρωσης της ουσίας Μόντι και δημιουργίας μιας νέας γραφειοκρατίας που θα εξασφαλίσει την στο διηνεκές ακύρωση της σωστής και επί της ουσίας κίνησης Μόντι.
Από οικονομικής πλευράς, ένα είναι το ζητούμενο μιας πραγματικής τραπεζικής ενοποίησης: Η αμοιβαιοποίηση του κόστους διάσωσης των τραπεζών. Αυτό που, εν συντομία, ζήτησε ο κ. Μόντι. Η τραπεζική ενοποίηση που μόλις επετεύχθη αποκλείει αυτή την αμοιβαιοποίηση. Φτιάχτηκε για να υπάρξει ενοποίηση κατ’ όνομα αλλά ποτέ κατ’ ουσία.
Θα μου πείτε: Προς τι οι ατελείωτες συζητήσεις, οι αντιπαραθέσεις, οι ολονύκτιες διαβουλεύσεις για να φτάσουμε στην τραπεζική μη ενοποίηση; Όλη αυτή η ενέργεια πολιτικών, ευρωβουλευτών, επιτρόπων και παρατρεχάμενων σπαταλήθηκε σε εντελώς ανούσια ζητήματα, για τα οποία αρέσκονται να τσακώνονται στις Βρυξέλλες: Πόσες επιτροπές θα δημιουργηθούν, πού θα εδρεύουν, ποιος θα εκπροσωπείται σε ποια, ποιος θα έχει το δικαίωμα να μιλήσει πρώτος, ποια επιτροπή θα διαθέτει βέτο επί των υπολοίπων κλπ. Για όλα αυτά συμφώνησαν. Έχοντας ξοδέψει όλη τους την ενέργεια σε αυτή την ατέρμονη κουβέντα, ίσως καν να μην πρόσεξαν ότι ο κ. Σόιμπλε κατάφερε έναν στόχο διετίας: Το πώς να μη γίνει τραπεζική ενοποίηση, αλλά να ονομαστεί τραπεζική ενοποίηση η μη ενοποίηση!
Κάποιοι θα πουν ότι τα παραλέω. Ότι, ναι μεν δεν είναι τέλεια αυτή η ενοποίηση, αλλά ότι είναι ένα βήμα. Ότι έτσι προχωρά η ΕΕ. Βήμα-βήμα, από κρίση σε κρίση, βάζοντας το ένα λιθαράκι πάνω στο άλλο. Δεν είναι καλύτερα να έχουμε προχωρήσει στη σωστή κατεύθυνση ακόμα κι αν δεν προχωρήσαμε αρκετά; Μήπως ο τίτλος της παρούσας ενότητας έπρεπε να είναι: Πολύ κακό για το λίγο; Δεν είναι καλύτερο το λίγο από το τίποτα;
Η απάντησή μου είναι ένα μεγάλο όχι. Γιατί; Επειδή η μη συμφωνία θα ήταν καλύτερη από αυτή τη συμφωνία. Επειδή το νέο σύστημα που δημιούργησαν ώστε να δολοφονηθεί η ιδέα του κ. Μόντι είναι ακόμα χειρότερο από εκείνο το απαράδεκτο σύστημα που είχαμε ως τώρα. Θα σας δώσω τρεις βασικούς λόγους.
Στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης, συμφωνήθηκε ότι τα έως τώρα κόστη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (π.χ. τα 50 δισ. που δανείστηκε το ελληνικό δημόσιο υπέρ των τραπεζιτών), δεν θα περάσουν ποτέ στο κοινό Ταμείο και ποτέ των ποτών στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM). Με άλλα λόγια, ένας εθνικός στόχος (δηλαδή η διαγραφή των 50 δισ. υπέρ των τραπεζών από το ελληνικό δημόσιο χρέος) απεμπολήθηκε με την υπογραφή του έλληνα υπουργού Οικονομικών. Συμφωνήθηκε και κάτι άλλο. Όταν μια τράπεζα αποκτά πρόβλημα, από τούδε και στο εξής, θα εφαρμόζεται το κυπριακό μοντέλο: Κούρεμα των δανειστών της τράπεζας, ενίσχυσή της με δημόσιο χρήμα, κούρεμα μη εγγυημένων καταθέσεων και, μόνο τότε, χρηματοδότηση από το κοινό Ταμείο.
Δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλες μαύρες τρύπες, τις οποίες το ελληνικό δημόσιο επ’ ουδενί δεν θα μπορεί να καλύψει με νέο δημόσιο χρέος, η συνυπογραφή της συμφωνίας τραπεζικής ενοποίησης από την κυβέρνησή μας αποτελεί συναίνεση στην εν δυνάμει επανάληψη του περσινού κυπριακού δράματος στην Ελλάδα. Η δημιουργία του ΜΕΜ (Μοναδικού Εποπτικού Μηχανισμού) ως παραρτήματος της ΕΚΤ θα στεγνώσει κι άλλο την αγορά από δάνεια. Γιατί; Επειδή οι τραπεζίτες γνωρίζουν πια ότι θα τους ελέγχει ο ΜΕΜ από τη Φρανκφούρτη και όχι ο φίλος κ. Προβόπουλος εξ Αθηνών ορμώμενος. Επειδή όμως ο ΜΕΜ δεν θα διαθέτει χρήματα για να τους διασώζει ή να τους ανακεφαλαιοποιεί, το μόνο που θα απαιτεί από αυτούς είναι μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση - δηλαδή, μεγαλύτερο κλάσμα ιδίων κεφαλαίων προς δάνεια που έχουν δώσει. Καθώς δεν θα μπορούν οι τραπεζίτες να αυξήσουν τον αριθμητή του κλάσματος αυτού (γιατί δεν μπορούν να αντλήσουν νέα κεφάλαια), ο μόνος τρόπος να αυξάνουν το κλάσμα είναι να μειώνουν τον παρονομαστή - δηλαδή, να μειώνουν την τραπεζική πίστη (τα δάνεια που δίνουν στις επιχειρήσεις) ακόμα περισσότερο, συντηρώντας και ενισχύοντας την κρίση...
Το δεύτερο έγκλημα της παρούσας κυβέρνησης 

Πριν δύο μήνες βρισκόμουν στη Ουάσιγκτον, όπου συνομίλησα για την ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση με στελέχη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και του ΔΝΤ. Ένα πράγμα μου έκανε εντύπωση: Και οι δύο, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, πίστευαν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνυπογράψει αυτή την τραπεζική ενοποίηση. Για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή, αν είναι να υπογράψουμε αυτό που διακαώς ήθελε ο κ. Σόιμπλε, έπρεπε να πουλήσουμε ακριβά την υπογραφή μας - π.χ. αποσπώντας δέσμευση για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους μας. Δεύτερον, επειδή (όπως εξήγησα πιο πάνω), συνυπογράφοντας, δεσμευόμαστε επισήμως να εφαρμόσουμε το κυπριακό μοντέλο εάν και όταν οι εν Ελλάδι τράπεζες θα έχουν εξοκείλει και πάλι, αφού θα έχουν εξαντληθεί τα 50 δισ. που δανειστήκαμε για αυτές. «Γιατί να δεσμευτείτε σε κάτι τέτοιο;» ήταν το ρητορικό ερώτημα ενός συνομιλητή μου.
Κι όμως. Όχι μόνο συνυπέγραψε η κυβέρνησή μας αυτό το εξάμβλωμα της δήθεν τραπεζικής ενοποίησης, αλλά  το έκανε από τη θέση της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προεδρία της ΕΕ υποτίθεται ότι δίνει σε μια χώρα τη δυνατότητα, εντός αυτών των έξι μηνών, να προωθήσει το εθνικό της συμφέρον, επηρεάζοντας την ατζέντα και έμμεσα ακυρώνοντας αποφάσεις που συγκρούονται με το εθνικό συμφέρον. Πού κάτι τέτοιο! Η κυβέρνησή μας όχι μόνο προσυπέγραψε, αλλά και απαιτεί από εμάς να την δοξάσουμε για το επίτευγμά της. Θα μου πείτε: Τι περίμενες από μια κυβέρνηση που απέρριψε την πρόσκληση του ΔΝΤ για μια από κοινού προσπάθεια διαγραφής μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους ώστε να μη θιχτεί ο κ. Σόιμπλε; Σωστά. Απλώς είναι επιλογή μου να παραμένω αισιόδοξος, απαιτώντας ακόμα και από αυτή την κυβέρνηση να δρα με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Και να απογοητεύομαι κάθε φορά...
GreekBloggers.com