20 Ιανουαρίου 2014

Ο Μαρκ Μαζάουερ για τη ελληνική κρίση

Οι περισσότεροι από εσάς πιστεύω ότι γνωρίζετε τον Άγγλο ιστορικό Mark Mazower, ο οποίος ειδικεύεται στα της περιοχής μας (Ελλάδα και γενικότερα στα Βαλκάνια). Ως εκ τούτου παρακολουθεί συνεχώς τα τεκταινόμενα στη χώρα μας και γράφει συχνά άρθρα που μας αφορούν.
Τον Απρίλη του 2013 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'Nation' άρθρο του με τίτλο "No Exit? Greece's Ongoing Crisis", στο οποίο αναφέρεται στην ελληνική κρίση λαμβάνοντας ως πηγές άρθρα και βιβλία γραμμένα από Έλληνες αρθρογράφους, οικονομολόγους και μελετητές. Το εν λόγω άρθρο του Mazower μεταφράστηκε από τον Κώστα Αγιαννιτόπουλο για λογαριασμό του online περιοδικού ΧΡΟΝΟΣ και - λόγω της σχετικά μεγάλης έκτασής του - αναδημοσιεύω παρακάτω μερικά μόνο αποσπάσματα.




 
Αδιέξοδο; η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης

Η σημερινή κρίση έφερε στο φως μια εντελώς διαφορετική όψη της «μετάβασης στη δημοκρατία» και όσων την ακολούθησαν

Η εσφαλμένη διάγνωση και η εσφαλμένη θεραπεία

Παρότι η Ελλάδα υπέφερε πάντοτε από ένα χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, η μεγάλη επέκταση του δημοσίου τομέα ξεκίνησε μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Και παρόλο που το φορολογικό σύστημα της χώρας παρέμεινε άδικο και οπισθοδρομικό γιατί στηριζόταν στην έμμεση φορολογία, αυτή η καινούρια σχέση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δημιούργησε νέα προβλήματα σε ένα κράτος με έτσι κι αλλιώς περιορισμένη ικανότητα συλλογής φόρων, προβλήματα που τελικά αποδείχτηκαν ανυπέρβλητα. Την περίοδο της δραχμής, ο συνδυασμός στασιμότητας των δημοσίων εσόδων και αύξησης των κοινωνικών προσδοκιών –η επιθυμία να συγκλίνει η Ελλάδα προς το επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, υγειονομικής περίθαλψης και παιδείας που είχε κατακτηθεί στη μεταπολεμική Ευρώπη– απαιτούσε συνεχείς υποτιμήσεις του νομίσματος και εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα έναν χρόνιο πληθωρισμό. Συνεπώς, οι ρίζες των σημερινών προβλημάτων φτάνουν πιο πίσω από την περίοδο του ενιαίου νομίσματος και της εγκαθίδρυσης ενός νέου συστήματος σταθερών ισοτιμιών, πράγμα που αποδείχτηκε πιο δεσμευτικό για τα ευρωπαϊκά κράτη απ’ ό,τι ο παλαιότερος κανόνας του χρυσού. Η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκε στη δεκαετία του 1990 χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, καθώς προκάλεσε συν τοις άλλοις μια επιστροφή σε μια παραγωγική βάση που χαρακτηριζόταν από χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο, όπως η επεξεργασία τροφίμων και η χειροτεχνία.

Αυτή είναι η εικόνα που αναδεικνύει η πολύτιμη συλλογή δοκιμίων Οικονομική κρίση και Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε το 2011 από τη νεοπαγή Επιστημονική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας και αποτελεί ένδειξη της αναβίωσης της μαρξιστικής θεωρίας που συντελείται στην Αθήνα της κρίσης. Δείγμα της προσέγγισης αυτής μπορεί κανείς να διαβάσει και στα αγγλικά, στα κείμενα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Βαρουφάκη. Στο έργο του Ο παγκόσμιος Μινώταυρος, που δημοσιεύτηκε επίσης το 2011, η οικονομική κρίση του 2008 αποδίδεται στη συστημική κατάρρευση του μεταπολεμικού μοντέλου συσσώρευσης κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Στο Οικονομική κρίση και Ελλάδα μπορεί κανείς να βρει πληθώρα στοιχείων και επιχειρημάτων που ρίχνουν φως στον χαρακτήρα της διαδικασίας εκδημοκρατισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Στο πιο εντυπωσιακό ίσως δοκίμιο του βιβλίου, ο οικονομολόγος Γιώργος Σταθάκης (που πρόσφατα εκλέχτηκε βουλευτής με το αριστερό αντιπολιτευόμενο κόμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: υποστηρίζει ότι τα προγράμματα λιτότητας που υπαγόρευσε η τρόικα από το 2010 και εξής θα πρέπει να θεωρηθούν η συνέχεια μιας σειράς σταθεροποιητικών προγραμμάτων που ξεκίνησαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Όλα προσπάθησαν να θεραπεύσουν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας μέσω της περικοπής δαπανών και της μείωσης μισθών, και όλα απέτυχαν – όχι διότι η εφαρμογή τους ήταν πλημμελής, αλλά διότι στηρίζονταν στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και έτσι έκαναν εσφαλμένη διάγνωση και ακολούθησαν εσφαλμένη θεραπεία. Στην Ελλάδα είναι πολύ ευκολότερο να περικόψει κανείς τις κρατικές δαπάνες παρά να αυξήσει το ποσοστό των κρατικών εσόδων από την άμεση φορολογία εισοδήματος, ποσοστό που σήμερα έχει πέσει περίπου στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Κατά τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, υποστηρίζει ο Σταθάκης, σχεδιάστηκε συνειδητά ένα σύστημα που διασφάλιζε την απαλλαγή από τη φορολογία για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Η μεγάλη πολιτική πρόκληση για τη χώρα δεν είναι τόσο το οφθαλμοφανές πρόβλημα της διαφθοράς όσο τα περιορισμένα κρατικά έσοδα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το Εθνικό Σύστημα Υγείας και η ανώτατη εκπαίδευση γνώρισαν στην Ελλάδα μια φάση ανάπτυξης – η οποία όμως δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών για τους συγκεκριμένους τομείς που υποχρηματοδοτούνται, με αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών. Την ίδια περίοδο η χώρα ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα σε εξοπλιστικά προγράμματα: η Ελλάδα είναι αναλογικά ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές όπλων παγκοσμίως. Αν συγκρίνουμε τον ελληνικό προϋπολογισμό με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, διαπιστώνουμε ότι οι κρατικές δαπάνες είναι κοντά στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ποσοστά, όμως το σκέλος των εσόδων υστερεί κατά πολύ.
......................................

Οι ευθύνες του Κώστα Σημίτη και το σκάνδαλο της Siemens
Αν και τα προβλήματα αυτά εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980, οι περισσότεροι από τους συγγραφείς του Οικονομική κρίση και Ελλάδα εστιάζουν κυρίως στις αποφάσεις που ελήφθησαν από τη δεκαετία του 1990 και μετά, καθώς η Ελλάδα άφησε πίσω της το οικονομικό μοντέλο που βασίστηκε στη δραχμή και στην επιδίωξη μιας σχετικής αυτάρκειας. Αυτό το μοντέλο, το οποίο είχε υποστηρίξει ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντικαταστάθηκε από ένα πιο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, το οποίο προϋπέθετε πληρέστερη ένταξη στις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές. Αρκετά από τα κείμενα του τόμου ασκούν δριμεία κριτική στον διάδοχο του Παπανδρέου, τον Κώστα Σημίτη, υπέρμαχο των μεταρρυθμίσεων, ο οποίος απολαμβάνει γενικού σεβασμού. Ο Σημίτης διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας (και αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) από το 1996 ώς το 2004, και έχοντας την εμπειρία ενός παλιότερου προγράμματος σταθεροποίησης (αλλά και μια στάση νηφάλιας αντίθεσης στη δημαγωγία και την αριστερή φρασεολογία του Παπανδρέου), έθεσε ως στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας και την πλήρη ένταξή της στην ευρωζώνη. Τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής στο ενιαίο νόμισμα θα αντιστάθμιζαν, κατά τις εκτιμήσεις των εκσυγχρονιστών, τη λιτότητα που θα έπρεπε να επιβληθεί προκειμένου να αποκαθαρθεί η ελληνική οικονομία από τις πληθωριστικές τάσεις.

Η νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία που αποτελούσε προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο ευρώ εξάλλου θεωρούνταν αυτή καθαυτήν κάτι θετικό. Σύμφωνα όμως με την οπτική των περισσότερων συγγραφέων του Οικονομική κρίση και Ελλάδα –που ασκούν στον Σημίτη κριτική εξ αριστερών και είναι πιο αυστηροί με το νέο μεταρρυθμιστικό ΠΑ.ΣΟ.Κ. απ’ ό,τι με το αρχικό ριζοσπαστικό και κρατικιστικό κίνημα–, η πολιτική του Σημίτη συνέβαλε στην κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς στην ελληνική οικονομία πολύ πιο ριζικά και αποτελεσματικά απ’ ό,τι οποιαδήποτε πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως την εποχή του Σημίτη έγιναν μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις και ότι, ενώ οι μισθοί συμπιέστηκαν προς τα κάτω (σε αυτό συνέβαλε και η εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών), η κυβέρνηση και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τα επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα. Παρότι η δομή της παραγωγής δεν μετασχηματίστηκε, οι ελληνικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν τη νέα βαλκανική ενδοχώρα, ενώ ο τραπεζικός τομέας απέκτησε θυγατρικές εταιρείες στη Ρουμανία και την Τουρκία. Το όνειρο είχε ως εξής: η Ελλάδα να γίνει η Σιγκαπούρη των Βαλκανίων, ένας ευρωπαϊκός χρηματοοικονομικός κόμβος στην Ανατολική Μεσόγειο. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν η ένταξη στο ευρώ, η οποία τελικά επιτεύχθηκε με ολίγη δημιουργική λογιστική. Ο στόχος φάνηκε να επιτυγχάνεται: το annus mirabilis του 2004 η χώρα κέρδισε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και φιλοξένησε με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ωστόσο τα υποβόσκοντα προβλήματα της οικονομίας όχι μόνο παρέμεναν άλυτα, αλλά έμελλε να επιδεινωθούν. Η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση σε ευρωπαϊκά και διεθνή κεφάλαια και τις μεγάλες κρατικές δαπάνες, δημιούργησαν τις τέλειες συνθήκες για μια νέα, νοσηρή διαπλοκή του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικού τύπου νεοφιλελευθερισμός δεν σήμανε την αποδυνάμωση του ρόλου του κράτους. Αντιθέτως, ενώ η οικονομική κατάσταση κάποιων τομέων της ελληνικής κοινωνίας επιδεινώθηκε, το κράτος (και πίσω από αυτό, το κυβερνών κόμμα) «βολεύτηκε» βρίσκοντας νέους κολλητούς, όπως η Goldman Sachs, οι ελάχιστες μεγάλες ελληνικές τράπεζες που ξεπρόβαλλαν θριαμβευτικά μετά τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές της δεκαετίας του ’90, και ξένες εταιρείες τηλεπικοινωνιών και εξοπλισμών.

Ίσως μόνο σήμερα είναι δυνατό να αξιολογηθούν οι πραγματικές διαστάσεις του σκανδάλου διαφθοράς της Siemens που ξετυλίγεται όλα αυτά τα χρόνια. Ο από παλιά εδραιωμένος στην Ελλάδα βιομηχανικός γίγαντας του Μονάχου –με πωλήσεις που ανήλθαν σε 96 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο για τα έτη 2010-11– ήταν ο βασικός προμηθευτής των ενσύρματων και ασύρματων δικτύων της χώρας, έθετε σε λειτουργία τους φωτεινούς σηματοδότες της πρωτεύουσας και απολάμβανε μια στενή και επικερδή σχέση με τον εξωφρενικά ζημιογόνο Ο.Σ.Ε., καθώς και με τον στρατό. Το 2005, η Ελλάδα ξεκίνησε μια έρευνα στο σύστημα ασφαλείας που υποτίθεται ότι όφειλε να είχε τοποθετήσει η Siemens για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του προηγούμενου έτους. Σύντομα, μια έρευνα του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. έφερε στο φως ένα παγκόσμιο σχέδιο διαφθοράς από τα στελέχη της Siemens. Ένας από τους εμπλεκόμενους Έλληνες πολιτικούς είναι το παλαίμαχο στέλεχος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Άκης Τσοχατζόπουλος. Τον Απρίλιο του 2012, την ώρα που η λαϊκή κατακραυγή για το σκάνδαλο είχε κορυφωθεί εξαιτίας της εξαθλίωσης που έφερε η λιτότητα, ο Τσοχατζόπουλος συνελήφθη στο μέγαρό του στο κέντρο της Αθήνας και μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στη φυλακή, κατηγορούμενος για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση: η Siemens φαίνεται ότι είχε στη μισθοδοσία της πολλούς πολιτικούς και από τα δύο κόμματα. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας στην Ελλάδα Μιχάλης Χριστοφοράκος διέφυγε από τη χώρα τον Μάιο του 2009. Συνελήφθη, αργότερα τον ίδιο χρόνο, στη Γερμανία και κρίθηκε προφυλακιστέος από δικαστήριο του Μονάχου. Κατέβαλε μια υπέρογκη εγγύηση για να διασφαλίσει την αποφυλάκισή του και έκτοτε έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η υπόθεση της Siemens δεν αποκαλύπτει μόνο τους στενούς δεσμούς μεταξύ γερμανικών επιχειρήσεων και Ελλήνων πολιτικών, αλλά αποτελεί επίσης τεκμήριο του πόσο βαθιά έφτανε το καρκίνωμα της διαφθοράς στη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων και την εν γένει κρατική πολιτική ανάθεσης δημοσίων έργων. Ωστόσο, όπως τονίζουν πολλοί από τους συγγραφείς του βιβλίου Οικονομική κρίση και Ελλάδα, ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα από τη διαφθορά και το ξέπλυμα χρήματος αποτελεί η δημοσιονομική ανευθυνότητα του ίδιου του ελληνικού κράτους. Η Siemens ήταν ιδεολογικά ουδέτερη, εξαγόραζε πολιτικούς και των δύο μεγάλων κομμάτων. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το ευρύτερο ζήτημα των κρατικών δαπανών, η ιδεολογία αποτέλεσε «κεφάλαιο προς επένδυση» και η εποχή Σημίτη φάνταζε πρότυπο ακεραιότητας και κοινής λογικής σε σύγκριση με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που τη διαδέχτηκε κατά την περίοδο 2004 έως 2009.
……………………………………………

Η υποτιθέμενη ελληνική ιδιαιτερότητα, τα δύο Δ.Ν.Τ. και οι ευθύνες της Γερμανίας

Σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τις θέσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά παρ’ όλα αυτά εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι το 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, του οποίου ο τίτλος θυμίζει το βιβλίο του Ha-Joon Chang 23 Things They Don’t Tell You About Capitalism (2010). Το βιβλίο του Χρίστου Λάσκου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου επιχειρεί να διαλύσει ορισμένους κοινούς μύθους σχετικά με την ελληνική οικονομία. Οι συγγραφείς επικαλούνται μια σειρά αδιάσειστων στοιχείων: το επίπεδο της παραγωγικότητας στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλό και οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν σημαντική αύξηση μετά το 1995. Ο δημόσιος τομέας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος και δεν υπάρχουν ενδείξεις για μαζική αποχώρηση των ιδιωτών επενδυτών. Οι συγγραφείς τονίζουν επίσης τη βαθιά ανισότητα που προέκυψε από τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και χρηματιστικοποίησης οι οποίες συντελέστηκαν επί εποχής Σημίτη: σε μια σχετικά μικρή χρονική περίοδο η Ελλάδα, μια από τις χώρες με τη μικρότερη ανισότητα στην Ευρώπη, έγινε μια από τις πιο άνισες χώρες. Και όπως ορθά επισημαίνουν, μεγάλο μέρος της κριτικής που δέχτηκε η Ελλάδα (σχετικά με την αποβιομηχάνιση, την απροθυμία να βελτιωθούν οι μηχανισμοί είσπραξης των κρατικών εσόδων ή να αυξηθούν οι φόροι) αφορά προβλήματα που είναι κοινά σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ζήτημα εδώ είναι ότι η θεραπεία της τρόικας δεν αποδίδει – όχι μόνο επειδή έριξε την οικονομία σε μια αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση που καθιστά βέβαιη τη διαρκή απόκλιση από τους στόχους που έχουν τεθεί, αλλά κυρίως επειδή η προσέγγιση της τρόικας, που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και αντιτίθεται στα συμφέροντα των εργαζομένων, αγνοεί κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες: πρώτον, ότι στην Ελλάδα πρέπει οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι να πληρώσουν περισσότερους φόρους και όχι λιγότερους, και δεύτερον, ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν θα έρθει παρά μόνο αν γίνουν πολύ περισσότερες επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) στην έρευνα και την ανάπτυξη.
 
Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
GreekBloggers.com