9 Ιανουαρίου 2014

Η καταστροφική οικονομική πολιτική και η Καμπύλη του Laffer

Με την Καμπύλη του Laffer έχουμε ασχοληθεί και άλλη φορά σε αυτό το blog (εδώ). Και έχουμε γνωστοποιήσει την πεποίθησή μας ότι αυτό το σχετικά απλό μάθημα οικονομίας το αγνοούν οι φωστήρες (εισαγόμενοι και ιθαγενείς) που αποφασίζουν για τις τσέπες, αλλά ουσιαστικά για τις ζωές των ελλήνων πολιτών.
Το παρακάτω άρθρο περιγράφει τις αστοχίες των κυβερνώντων, εξαιτίας των οποίων έχουν φορτωθεί με τόσα βάρη οι πλάτες μας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όσο και όσοι κι αν τους τα επισημαίνουν, αυτοί εξακολουθούν να μας οδηγούν στον ίδιο καταστροφικό δρόμο. Άρα, πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχουν δίκιο εκείνοι που λένε πως τα δυο κόμματα εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία.

(Σημειώνεται ότι το παρακάτω άρθρο έχει γραφεί πριν από περίπου δυο μήνες)

Distress ...Story
και η - αγνοημένη - Καμπύλη του Laffer

(του Γιώργου Ηλιόπουλου)

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας θλιβερής τριετίας, παρά την καταιγιστική επικοινωνιακή εκστρατεία τρόμου που έχει εξαπολύσει η πολιτική ηγεσία της χώρας και οι συ­νεργάτες της, συνεχώς πολλαπλασιάζονται οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται ότι στην Ελλάδα εξελίσσονται καταστάσεις που δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά με τη συνηθισμένη πολι­τική και κοινωνική φρασεολογία.
Ένα τελευταίο δείγμα αυτής της απίστευτης ανακολουθίας αποτελεί και το περιβόητο... «Success Story», με το οποίο βομ­βαρδίζονται ανελέητα και ανάλγητα οι πολίτες. Όμως από τις αρχές του 2012, πολλούς μήνες πριν από το «Success Story», η Natixis, ο επενδυτικός βραχίονας του δεύτερου σε μέγεθος γαλλικού ομίλου, BPCE, προειδοποιεί πως η Ελλάδα ακολου­θεί έναν καταστροφικό δρόμο χωρίς επιστροφή, επισημαίνοντας πως η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και η μεί­ωση του κόστους εργασίας δεν πρόκειται να αποκαταστήσουν τη ρευστότητα, παρά τα όσα ισχυρίζονταν τότε το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, με τη συναίνεση της Ε.Ε. Αντίθετα, η χώρα κινείται από τις αρχές του 2012 στη δεξιά (και αρνητική) πλευρά της κα­μπύλης του Laffer, δεδομένο που συνεπάγεται πως η εντεινόμενη περιοριστική οικονομική πολιτική θα επιδεινώσει τα ελ­λείμματα, καθώς επικρατούν αρνητικές συνθήκες στη ζήτηση.
Η πολυδιαφημιζόμενη μείωση του κόστους εργασίας (που ήδη είναι χαμηλό σε σχέση με την παραγωγικότητα) θα συντελέσει στην οικονομική εξαθλίωση, λόγω τού ότι, απλούστατα, θα προκαλέσει πλήρη κατάρρευση της ζήτησης. Η λύση, κατά τη NATIXIS, οφείλει να βασιστεί στη σταδιακή ακύρωση μεγά­λου μέρους του ελληνικού χρέους, ώστε να αποκατασταθεί η οικονομική σταθερότητα και να ανακάμψει δραστικά η ρευ­στότητα. Ταυτόχρονα επιβάλλεται η αναδιάρθρωση της Οικονο­μίας και η δημιουργία ελκυστικών συνθηκών για επενδύσεις, με στόχο τη μείωση της φρικαλέας ανεργίας.





Η συσσώρευση περιοριστικών μέτρων δεν έχει πλέον καμία ου­σιαστική έννοια, λόγω τού ότι δεν αποκαθιστούν τη ρευστότητα της Οικονομίας και δεν αντιμετωπίζουν με κανένα τρόπο τα πραγματικά προβλήματα της χώρας. Η καμπύλη Laffer, που συσχετίζει τους φόρους με τα φορολογικά έσοδα, κινείται αρ­νητικά από τις αρχές του 2012, γεγονός που συνεπάγεται πως κάθε πρόσθετη αύξηση των φόρων μειώνει τα φορολογικά έσο­δα, αντί να τα αυξάνει, καθώς επιδρά σε βάρος της ζήτησης στην αγορά, μειώνοντας τους φόρους που αποδίδονται στα δη­μόσια ταμεία. Παρά τα μέτρα και τη μεγάλη μείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων με την αναδιάρθρωσή τους, το χρέος αυξάνεται αντί να μειώνεται και, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαμορφώνεται από το 176,7% του ΑΕΠ το 2012, στο 188,4% του ΑΕΠ για το 2013.

Η δημοσιονομική κατάρρευση είναι πλέον εμφανέστατο πως αποτελεί απόρροια της απότομης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας που επηρεάζει καταθλιπτικά την προσφορά και τη ζήτηση, με συνέπεια τη μείωση της παραγωγής σε όλα τα επίπεδα και την αύξηση της ανεργίας. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων περιορίζει τη ζήτηση, με συνεπακόλουθο να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα αποεπένδυσης και παραγω­γικότητας στις επιχειρήσεις - και αυτή η εξέλιξη δεν επιτρέπει με κανένα τρόπο την αποκατάσταση της ρευστότητας στη χώρα. Από την άλλη πλευρά, η εμμονή στη μείωση του κόστους ερ­γασίας, με βάση την υπόθεση της αύξησης της ανταγωνιστικό­τητας, είναι απόλυτα λανθασμένη, καθώς οποιαδήποτε υπό­θεση βασίζεται αποκλειστικά σε αυτό το κόστος, συνιστά απλούστατα κενό γράμμα.

Στην Ελλάδα, κάθε εργατοώρα κοστίζει, σύμφωνα με τα στοι­χεία της EUROSTAT, 15,67 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και των εργοδοτικών εισφορών, σε αντιπαραβολή με τα 25,80 για την Ιταλία, 22,29 για την Ισπανία και 10,32 για την Πορτογα­λία. Δηλαδή, με τη λογική αυτής της υπόθεσης, το κόστος ερ­γασίας στον ευρωπαϊκό Νότο, οφείλει να οδηγηθεί στα επίπεδα της Πορτογαλίας για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότη­τας. Όμως εάν το κόστος συσχετισθεί με την παραγωγικότητα, τότε κάθε εργατοώρα αποτιμάται για την Ελλάδα στα 15,59 ευρώ, έναντι 28,29 της Ιταλίας, 22,51 της Ισπανίας και 20,83 της Πορτογαλίας. Δηλαδή, ο Έλληνας εργαζόμενος είναι μα­κράν ανταγωνιστικότερος των υπολοίπων εργαζόμενων του ευ­ρωπαϊκού Νότου.

Ο συσχετισμός πιστοποιεί πως το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο κόστος εργασίας, το οποίο ούτως ή άλλως δεν θεραπεύει το πρόβλημα της ρευστότητας, αλλά στο μικρό μέγεθος των πα­ραγωγικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα και σε μία σωρευτική ύφεση που, με αφετηρία το 2008, προσεγγίζει πλέον το 28%. Επιπλέον η χώρα επιβαρύ­νεται από τη λειτουργία ενός υπερτροφικού δημόσιου τομέα, που επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τα 2/3 της οικονομικής δραστηριότητας, στραγγαλίζοντας τους παραγωγικούς τομείς. Η κατάσταση αντικατοπτρίζεται ανάγλυφα στις Ετήσιες Εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως διακρίνεται στον σχετικό πί­νακα, όπου όμως τα μεγέθη του 2011 και του 2012 προέρ­χονται από το Υπουργείο Οικονομικών, λόγω τού ότι οι εκθέ­σεις δημοσιοποιούνται συνήθως δεκαοκτώ μήνες μετά τη λήξη της εξεταζόμενης περιόδου.
Οι Ετήσιες Εκθέσεις καταγράφουν, μεταξύ άλλων, τα πάσης φύσεως εντάλματα πληρωμής του δημοσίου, όπως και τα Έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, δηλαδή έσοδα από τη φο­ρολογία εισοδήματος, τον ΦΠΑ και άλλες σταθερές πηγές. Α­ποκαλύπτεται πως οι δαπάνες του Δημοσίου κινούνται ελαφρά χαμηλότερα από τα 120 δισ. ευρώ στη διετία 2011-2012 (εφό­σον επικυρωθούν τα μεγέθη από το Ελεγκτικό Συνέδριο), ενώ τα έσοδα δεν έχουν τη δυνατότητα να επανέλθουν καν στα επίπεδα του 2008, λόγω κυρίως της επίδρασης της καμπύλης Laf­fer. Επιδεινώνονται, μάλιστα, από την ύπαρξη 58 δισ. ευρώ ανείσπρακτων οφειλών προς τις εφορίες.



Αυτές οι αρνητικές συνθήκες διαμορφώνουν και το δυσμενές λειτουργικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ελλη­νικές τράπεζες, με συνέπεια να προκαλείται αρνητικός αντί­κτυπος στα κεφάλαια, τη χρηματοδότηση, την κερδοφορία αλ­λά και την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού (assets) των ελληνικών τραπεζών. Το αποτέλεσμα προκαλεί δραματική αδυ­ναμία στον τραπεζικό κλάδο για να υποστηρίξει την έξοδο της χώρας από την κρίση. Εξετάζοντας τα βασικά μεγέθη των ελ­ληνικών τραπεζών, μόνο απαισιοδοξία μπορεί να αναδυθεί από τους αριθμούς που, στυγνά και χωρίς ωραιοποιήσεις, αποκα­λύπτουν το μέγεθος του προβλήματος.

Οι κρατικές ή ημικρατικές τράπεζες εξακολουθούν να οφεί­λουν 29-30 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι από τις τέσσερις αποκαλούμενες συστημικές τράπεζες οι τρεις έχουν καλύψει το 10% των αυξήσεων κεφαλαίου, ενώ η τελευταία έχει περιέλθει υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, λόγω αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης αύξη­σης κεφαλαίου. Οι ίδιες τράπεζες εμφανίζουν 91 δισ. ευρώ εξάρτηση από το ευρωσύστημα μέσω του ELA και της ΕΚΤ, από τα οποία 70 δισ. ευρώ αποτελούν την αντληθείσα ρευστό­τητα από την ΕΚΤ και τα 21 δισ. από το ταμείο ELA της Τρά­πεζας της Ελλάδος. Ταυτόχρονα το χάσμα των χορηγήσεων προς τις καταθέσεις φθάνει τα 70 δισ. ευρώ, δηλαδή τα δάνεια είναι δραματικά περισσότερα, παρά τη ραγδαία συρρίκνωση τόσο των δανείων, όσο και των καταθέσεων.

Σε όλα αυτά προστίθεται και ο δυνητικός κίνδυνος της πε­ραιτέρω αύξησης των επισφαλειών, καθώς έχουν υπερβεί τα 55 δισ. ευρώ, έναντι αρχικής εκτίμησης της Blackrock για 31 - μέγεθος το οποίο έχει αξιοποιηθεί για τον καθορισμό των α­ναγκαίων ποσών για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Αν η επιδείνωση στα προβληματικά δάνεια ενταθεί έως τη λήξη του 2013, προσεγγίζοντας το 30% των χορηγήσεων, όπως προ­βλέπει η Moody’s, τότε θα υπάρξει υποχρεωτικά νέος κύκλος ανακεφαλαιοποίησης στις τράπεζες και το κεφάλαιο ασφα­λείας (capital buffer) των 5 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματο­πιστωτικής Σταθερότητας θα εξαφανισθεί, με ό,τι αυτό συνεπά­γεται για τις καταθέσεις, παρά τις περί του αντιθέτου διαβε­βαιώσεις.

Τα χρηματοδοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών τραπεζών, όπως επίσης και τα επίπεδα της ρευστότητάς τους, παρά τα όσα προβάλλονται είτε στα εκπεμπόμενα δαπανηρά διαφημιστικά μηνύματα, είτε μέσω των συνεχών διαβεβαιώσεων, θα παραμείνουν αναιμικά, αφού οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκλειστεί από τις αγορές και παραμένουν σχεδόν απόλυτα εξαρτημένες από τη χρηματοδότηση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.


Δυστυχώς ο τραπεζικός τομέας οδηγείται σε πλήρη κατάρρευση στη χώρα. Βέβαια, με δεδομένη την κεντρική ευρωπαϊκή στρατηγική, το βάρος της ανακεφαλαιοποίησης εστιάζεται για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους στις λεγάμενες τέσσερις συστημικές τράπεζες (ΕΤΕ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ALPHA EUROBANK), δημιουργώντας όμως πολλά ερωτήματα για το μέλλον των υπόλοιπων μικρών τραπεζών και των ελάχιστων συνεταιριστικών (άλλος ένα βάναυσα κακοποιημένος θεσμός). Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας διάσωσης επιτάσσει, μεταξύ άλλων, μια βίαιη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, που θα επιβάλει μια νέα πραγματικότητα επί δικαίων και αδίκων. Όμως με ορατή πλέον και νέα απόπειρα διάσωσης, οι αγωνίες και οι προβληματισμοί εντείνονται.


Στην Ελλάδα κυοφορούνται, μεταξύ των πολλών άλλων φοβιών, η φοβία της χρεωκοπίας, η φοβία της αποκαλούμενης κρατικοποίησης και ο μύθος του αφελληνισμού των τραπεζών, που προξενούν φοβερό πονοκέφαλο στους τραπεζίτες. Το πρόβλημα εντείνει η αβεβαιότητα σχετικά με τις διοικητικές δομές που θα προκύψουν μετά τις διαδικασίες διάσωσης του τραπεζικού κλάδου. Όλα αυτά είναι φυσικό να απασχολούν τους κύριους μετόχους και τα υψηλόβαθμα στελέχη τους, και δυστυχώς μονοπωλούν την πλειοψηφία του χρόνου τους, σε μια προσπάθεια διάσωσης των θέσεών τους στο Μετοχικό Κεφάλαιο και τα Διοικητικά Συμβούλια των πάλαι ποτέ κραταιών τραπεζών τους. Θα αντιληφθούν πάντως και αυτοί, με σκληρό τρόπο, όπως και η πλειοψηφία των υπόλοιπων Ελλήνων, ότι δίδονται πλέον μάχες οπισθοφυλακής χωρίς μέλλον.


Αναμφίβολα οι τράπεζες θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να κατέχουν κομβική θέση στην ελληνική Οικονομία, λόγω τού ότι, στα πλαίσια τής υπό διαμόρφωση ευ­ρωπαϊκής στρατηγικής (εάν και εφόσον υλοποιηθεί), θα έχει μικρή σημασία εάν το μετοχικό κεφάλαιο θα παραμείνει στον έλεγχο Ελλήνων ή ξένων. Η σύνθεση, όμως, των Διοικητικών Συμβουλίων αποτε­λεί μία εντελώς διαφορετική υπόθεση, αφού η αποστολή των τραπεζών δεν περιορίζεται στην κυκλοφορία του χρήματος. Ο έλεγχος των κεφαλαίων, αλλά κυρίως η εγχώρια γνώση της λει­τουργίας της παραγωγής και της αγοράς, δημιουργεί ευκαι­ρίες αλλά και ευθύνες που επιβάλλουν λήψη πρωτοβουλιών, τις οποίες μόνον ελληνικά στελέχη έχουν τη δυνατότητα να λά­βουν, με την προϋπόθεση ότι κινούνται με βάση τα πραγμα­τικά δεδομένα και όχι τις οποιεσδήποτε κομματικές επιταγές και τα πελατειακά συμφέροντα.

Είναι βέβαιο ότι η δομή και οι παίκτες της τραπεζικής κο­νίστρας, καθώς και η δραστηριοποίηση τους, θα αλλάξουν δρα­ματικά. Όμως η προσήλωση στις διαδικασίες αυτές, χωρίς να εξετάζονται άλλες εναλλακτικές λύσεις, με την προοπτική το αναβαπτισμένο τραπεζικό σύστημα να αποκτήσει βηματισμό, συνεπάγεται την απώλεια πολύτιμου χρόνου και υπάρχει πολύ σημαντικός κίνδυνος να απειληθεί θανάσιμα η ευκαιρία διά­σωσης της Ελληνικής Οικονομίας.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο NEXUS Δεκεμβρίου 2013
GreekBloggers.com