3 Απριλίου 2013

Τα παιδιά, σήμερα πειραματόζωα, στο μέλλον πειθαρχημένοι υπήκοοι!

Πριν λίγες βδομάδες κουβέντιαζα με ένα ζευγάρι, ευτυχισμένους γονείς παιδιού 2 ετών. Υπερήφανοι, όπως όλοι οι γονείς σε ανάλογες περιπτώσεις, μου εκθείαζαν το βλαστάρι τους και τις πράξεις του, που αποδείκνυαν πόσο έξυπνο είναι. Κι εγώ ο άκαρδος, αντί να συναινέσω, τους ανέπτυξα τη θεωρία μου, ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με άπειρες δυνατότητες, οι οποίες τιθασεύονται από το εκπαιδευτικό σύστημα και το κοινωνικό περιβάλλον, έτσι ώστε να μπορούν να προβλέπονται και να ελέγχονται οι συμπεριφορές και οι αντιδράσεις τους.
Με έκπληξη βρήκα πριν λίγες μέρες ένα άρθρο που αναφερόταν σε αυτό ακριβώς το θέμα. Βέβαια, μόνο έκπληξη δεν δοκίμασα, όταν διάβασα σε ποιά χώρα πρωτοεφαρμόστηκε. 
Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να μην αναδημοσιεύσω σε αυτό το blog ένα τέτοιο άρθρο.



Κατασκευάζοντας τους υπηκόους του Μέλλοντος
«Πειραματόζωα» τα σημερινά παιδιά!
του Χρηστού Βαγενά



Η δήθεν «σύγχρονη παιδεία»
«H εκπαίδευση πρέπει να στοχεύει στην καταστροφή της ελεύ­θερης βούλησης κατά τρόπο τέτοιο ώστε, αφού οι μαθητές θα έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους, να είναι ανίκανοι σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους να σκεφθούν ή να πράξουν διαφορετικά από τις επιθυμίες των εκπαιδευτών τους... Ο Κοι­νωνικός Ψυχολόγος του μέλλοντος θα έχει υπό τον έλεγχό του έναν αριθμό τμημάτων μαθητών σχολικής ηλικίας, πάνω στους οποίους θα εφαρμόζει διαφορετικές μεθόδους, με στόχο την παραγωγή μιας αδιαμφισβήτητης πεποίθησης, για παράδειγμα ότι το χιόνι είναι μαύρο. Όταν η τεχνική θα έχει τελειοποιηθεί, κάθε κυβέρνηση που θα διαθέτει τον έλεγχο του εκπαιδευτι­κού συστήματος για πάνω από μια γενιά θα μπορεί να ελέγχει με ασφάλεια τους υπηκόους της, χωρίς την ανάγκη στρατού ή αστυνομίας». 
Η ανατριχιαστική παραπάνω διατύπωση ανήκει στον περίφημο Johann Gottlieb Fichte (1762-1814), τον αναγνωρισμέ­νο ακόμα και σήμερα ως βασικότερο θεμελιωτή και υπέρμαχο της εφαρμογής του συστήματος της κυβερνητικά ελεγχόμενης δωρεάν παιδείας που εφαρμόζεται από τα περισσότερα κράτη του κόσμου στις μέρες μας (από το «μνημειώδες» έργο ζωής του, που έμεινε στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού ως Wissenschaftslehre (Δόγμα της Επιστημονικής Γνώσης).
Όπως συμβαίνει συνήθως, οι αποκρουστικές για κάθε έννοια ελεύθερα σκεπτόμενου νου ιδέες και «φιλοσοφικοί» προβλη­ματισμοί του Fichte βρήκαν το πιο γόνιμο έδαφος σε μια ιδι­αίτερα «σκοτεινή» εποχή για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα στρα­τεύματα του Ναπολέοντα κατατρόπωναν στο πεδίο της μάχης τον Πρωσικό Στρατό (1806) και έντρομοι οι Πρώσοι προύχον­τες και ευγενείς αναζητούσαν έναν αποτελεσματικό τρόπο επαναθεμελίωσης του συστήματος εξουσίας τους στην κοινωνία κατά τρόπο τέτοιο, ώστε καμία απειλή να μην είναι σε θέση να το κλονίσει στο μέλλον. Η λύση στην οποία στράφηκαν (ανακηρύσσοντάς την, μάλιστα, ως «εθνική προτεραιότητα») ήταν η επιβολή ενός υποχρεωτικού κυβερνητικού συστήματος εκπαί­δευσης που είχε ως στόχο τη δημιουργία πειθαρχημένων μα­θητών, οι οποίοι θα εκπαιδεύονταν να ακολουθούν διαταγές, χωρίς ποτέ να αμφισβητούν την εξουσία.

Το σύστημα που εφαρμόστηκε απαιτούσε υποχρεωτική πα­ρακολούθηση, ενιαίες εθνικές εκπαιδευτικές διαδικασίες, εθνι­κές εξετάσεις για όλους τους μαθητές, ενιαίο εθνικό πρόγραμμα σπουδών για όλα τα επίπεδα και υποχρεωτικό νηπιαγωγείο. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, η αποτελεσματικότητα του νέου συ­στήματος ήταν τέτοια, ώστε προκάλεσε το ενδιαφέρον και των υπόλοιπων Δυτικών κρατών. Πλήθος εκπαιδευτικών εκπροσώ­πων από τα αυτοπροσδιοριζόμενα ως «πολιτισμένα κράτη» άρ­χισαν τότε να συρρέουν στη Γερμανία (μεταξύ αυτών και ο θεω­ρούμενος ως «πατέρας» του δημόσιου αμερικανικού εκπαιδευ­τικού συστήματος, Horace Mann [1796-1859]), με μοναδικό στόχο τη μελέτη, μεταφορά και προσαρμογή των αρχών του πρω­σικού εκπαιδευτικού μοντέλου στις χώρες καταγωγής τους. Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, κατά την οποία η ακόρεστη επιθυμία των ολιγαρχών για συσσώρευση πλούτου από τη βιομηχανική παραγωγή υπαγόρευε τη δημιουργία μαζι­κών αριθμών μερικώς μορφωμένων εργατών. Δεν πρέπει, λοι­πόν, να εκπλήσσει το γεγονός ότι, στο σύνολό τους, τα σχολικά συστήματα που διαμορφώθηκαν διέθεταν όλα τα χαρακτηρι­στικά μιας μονάδας βιομηχανικής παραγωγής.

Ακολουθώντας την αρχή του διαχωρισμού των πρώτων υλών της βιομηχανικής διαδικασίας, οι μαθητές διαχωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: α) σε εκείνους που ήταν πιο δεκτικοί στην απομνημόνευση, την υποταγή» την αποδοχή και μηχανική επα­νάληψη των αρχών που διδάσκονταν, οι οποίοι προορίζονταν για την παροχή υπηρεσιών στους εξουσιαστές από ανώτερα αξιώματα και β) στους υπολοίπους, που προορίζονταν να καλύψουν εργατικές θέσεις.
Η έναρξη της λειτουργίας των «σχολικών μονάδων» γινόταν (κατά τα πρότυπα των βιομηχανικών) νωρίς το πρωί με κου­δούνια, οι μαθητές χωρίζονταν σε «παρτίδες» με μοναδικό κρι­τήριο το «έτος παραγωγής» (τάξεις), εφαρμόστηκε η αρχή του επιμερισμού των εγκαταστάσεων, με τους μαθητές να μετακι­νούνται (όπως και τα προϊόντα, κατά τη διαδικασία της παρα­γωγής τους) από τη μία στην άλλη, και χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και ειδικές στολές (ώστε να είναι ξεκάθαρος ο διαχω­ρισμός ανάμεσα στους «επόπτες» της βιομηχανικής παραγωγής και τους «εποπτευόμενους»-μαθητές). Ενώ, ακριβώς όπως συμ­βαίνει και με τα ελαττωματικά, προϊόντα, όσοι μαθητές «απο­τύγχαναν» να ανταποκριθούν στις «προδιαγραφές παραγωγής», αποβάλλονταν από το σύστημα μέσα από συγκεκριμένες (συ­νήθως συνοπτικές) διαδικασίες «αξιολόγησης».
Χημική εξάρτηση και ψυχοφάρμακα για παιδιά 
Κάποτε τους μαθητές που, αδυνατώντας να προσαρμοστούν στα παραπάνω, αντιδρούσαν ή παρουσίαζαν ενδείξεις αυτού που έχει επικρατήσει να αναφέρεται ως «αποκλίνουσα συμπε­ριφορά», το σύστημα απλά τους απέρριπτε, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ανεπίδεκτους μαθήσεως» και τους άφηνε ελεύθερους να βρουν τον δρόμο τους στην κοινωνία. Σήμερα, όμως, θεω­ρεί τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών ως «ψυχικά ασθενείς» και επιβάλλει την αντιμετώπιση της «πάθησής» τους με ψυχο­φάρμακα (δίνοντας παράλληλα στις φαρμακευτικές εταιρίες την ευκαιρία να τους εντάξουν στο πελατολόγιό τους).

Η νέα «επιδημία» που σαρώνει τα τελευταία χρόνια τις μα­θητικές κοινότητες των Δυτικών κρατών ονομάζεται ADHD (Attention Deficit Hyperactivity Disorder - στα ελληνικά «Σύν­δρομο Ελλειμματικής Προσοχής») και για την αντιμετώπισή της προτείνονται από τους ειδικούς ακόμη και ιδιαίτερα «δρα­στικά» κατασταλτικά αντιψυχωσικά σκευάσματα (όπως τα πε­ρίφημα Ritalin, Vyvanse και Adderall) - με παρενέργειες που εκτείνονται από υπνηλία, αϋπνία, μια κατάσταση που θυμίζει το σύνδρομο Πάρκινσον (Parkinsonism) και ανεξέλεγκτη λει­τουργία των σιελογόνων αδένων, έως και ισχυρές παραισθή­σεις. Η φαρμακευτική αγωγή που συνίσταται για την αντιμε­τώπιση του Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής ουσιαστικά αναστέλλει τις συναισθηματικές αντιδράσεις των μικρών μα­θητών απέναντι στην καταπίεση που υφίστανται, καθιστώντας τους πιο «δεκτικούς» στις απαιτήσεις του σχολικού περιβάλ­λοντος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του αμερικανικού κέντρου πρόληψης και ελέγχου ασθενειών (CDCP), το 2007 μόνο στις ΗΠΑ είχαν διαγνωστεί ως πάσχοντες από το εν λόγω σύνδρομο περισσότεροι από 5,4 εκατ. μαθητές ηλικίας 4-17 ετών (ποσοστό 9,5% επί του συνόλου), καταγράφοντας μια εξαιρετικά ανησυχητική αυξητική τάση, καθώς τα νέα διαγνω­στικά τεστ φροντίζουν να περιλαμβάνουν ολοένα και περισσό­τερα παιδιά στην κατηγορία των «νοσούντων».

Σε ένα εξαιρετικό σχετικό άρθρο των New York Times, ο Alan Schwartz κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την ανεξέλεγκτη χορήγηση ψυχοφαρμάκων σε μικρούς μα­θητές, καταγράφοντας μέσα από μαρτυρίες ιατρών, γονέων και παιδιών μια νέα, ακόμα πιο επικίνδυνη τάση: την αυξανόμενη χρήση των εν λόγω σκευασμάτων από μαθητές που, χωρίς να αντιμετωπίζουν κανένα απολύτως πρόβλημα στη σχολική τους προσαρμογή και κοινωνική συμπεριφορά, βρίσκουν στα συνταγογραφούμενα για την αντιμετώπιση του Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής φάρμακα ένα σημαντικό βοήθημα για τη βελτίωση των σχολικών τους επιδόσεων, χρησιμοποιώντας τα ως ένα είδος «ντοπαρίσματος». Σε μια (μάλλον κυνική) παρα­δοχή, ο Αμερικανός παιδίατρος δρ. Michael Anderson αναφέ­ρει χαρακτηριστικά τα εξής: "Δεν έχω και μεγάλο περιθώριο επιλογής. Έχουμε αποφασίσει ως κοινωνία ότι είναι υπερβο­λικά ακριβό να τροποποιήσουμε το περιβάλλον των παιδιών. Επομένως, τροποποιούμε τα παιδιά"...

Σε καμία περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι το Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής είναι μια ανύπαρκτη πάθηση ή ότι δεν υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις παιδιών που ενδεχομέ­νως να ωφελούνται από τη χορήγηση φαρμακευτικών σκευα­σμάτων. Ωστόσο, ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια για τη ραγδαία εξάπλωση της σύγχρονης αυτής «επιδημίας» περισ­σότερο σε τομείς, όπως η χημική τους διατροφή (βλ. παρακάτω) ή η «ανακολουθία» ανάμεσα στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής και το «παρωχημένο» σύστημα εκπαίδευσης στο οποίο καλούν­ται να προσαρμοστούν, παρά στα ίδια τα παιδιά. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι νεαροί μαθητές γεννήθηκαν, ζουν και μεγαλώνουν σε μια ηλεκτρονική εποχή, με ταχύτατη ροή πλη­ροφοριών και ευρύτατη χρήση κάθε είδους οπτικών και ακου­στικών ερεθισμάτων. Κανείς δεν μπορεί να τα κατηγορήσει αν νιώθουν ότι «ασφυκτιούν», αδυνατώντας να βρουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον στο, ούτως ή άλλως, «βιομηχανικό» σχολικό τους περιβάλλον.

Κρατώντας τα παιδιά μακριά από τις οικογένειες τους 
Το 2007, σε συνέντευξή του (για το ντοκιμαντέρ Endgame του «αιρετικού» Alex Jones) ο Αμερικανός σκηνοθέτης Aaron Russo δήλωνε ότι, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Αμερικανός δικηγόρος Νικ Ροκφέλερ (γόνος της γνωστής δυναστείας) του είχε εμπιστευτεί ότι ο λόγος για τον οποίο η οικογένειά του είχε επιλέξει να χρη­ματοδοτήσει το γυναικείο κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών ήταν διπλός: αφ’ ενός, επειδή προσέβλεπαν στον διπλασιασμό των εσόδων τους από τη φορολόγηση της εργασίας και του υπό­λοιπου μισού του πληθυσμού, αφ’ ετέρου (το κυριότερο), επειδή ήθελαν να πάρουν στα χέρια τους τη διαπαιδαγώγηση των παι­διών μέσω της κρατικής εκπαίδευσης, απομακρύνοντάς τα όσο το δυνατόν περισσότερο από τις οικογένειές τους. Στην ίδια συ­νέντευξη, ο Russo μετέφερε και την παραδοχή των Ροκφέλερ ότι απώτερος στόχος των κινήσεων των διεθνών τραπεζιτών είναι να πιέσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό, ώστε να αποδεχθεί την τοποθέτηση μικροτσίπ, το οποίο θα τους δίνει τη δυνατό­τητα άσκησης απόλυτου κοινωνικού ελέγχου.

Σαν σε επιβεβαίωση των ισχυρισμών του Αμερικανού σκηνο­θέτη, τα τελευταία χρόνια στις χώρες-μέλη της ΕΕ και τις ΗΠΑ έχει σημειωθεί δραματική αύξηση στον αριθμό των παιδιών που οι Αρχές απομακρύνουν από τις οικογένειές τους ακόμα και για ασήμαντες αφορμές, συχνά με τη γνωμάτευση συνεργαζόμενων ειδικών που δεν μπήκαν καν στον κόπο να γνωρί­σουν τις εν λόγω οικογένειες από κοντά. Ειδικά στη Μεγ.Βρε­τανία το θέμα τελευταία έχει πάρει τεράστια έκταση, με ολοένα και περισσότερες καταγγελίες γονέων που κάνουν λόγο για κοινωνικούς λειτουργούς που επιλέγονται με αμφιλεγόμενα κριτήρια και απομακρύνουν τα παιδιά από τους γονείς τους, στερώντας τους ακόμα και το δικαίωμα να τα επισκεφθούν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Video games, κινούμενα σχέδια και pop κουλτούρα 
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι οι εξουσιαστές του πλανήτη έχουν ήδη προχωρήσει πολύ πέρα από το να ασκούν απλώς επιρροή στις ζωές των μαθητών, μέσα από τον έλεγχο του σημαντικού μέρους της ζωής τους εντός των σχολικών εγκαταστάσεων (μέσω των κυβερνητικών συστημάτων εκπαίδευσης). Όλα δεί­χνουν ότι ο νέος τους στόχος είναι ο ελεύθερος χρόνος των παι­διών, οι ώρες που οι νεαροί μαθητές περνούν εκτός σχολείου, και το μέσο που χρησιμοποιούν για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο είναι οι βιομηχανίες παραγωγής ταινιών κινούμενων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών (για τις νεαρότερες ηλικίες) και της περίφημης «ποπ κουλτούρας», που απευθύνεται σχεδόν απο­κλειστικά σε εφήβους.

Προσπερνώντας το λίγο-πολύ «γνωστό» (αν και εξαιρετικά σοβαρό) ζήτημα των υποσυνείδητων μηνυμάτων αποκρυφιστικού, καταναλωτικού, ακόμα και σεξουαλικού χαρακτήρα, με τα οποία έρχονται σε επαφή συστηματικά τα παιδικά, μυαλά και από τις τρεις παραπάνω βιομηχανίες ψυχαγωγίας (ακόμα και από εταιρίες θεωρούμενες ως «υπεράνω κάθε υποψίας», όπως π.χ. η Disney- βλ. ενδεικτικά http://quicklol.com/disney-subliminal-messages-collection/), θα δοθεί βάρος κυρίως στον τρόπο με τον οποίο τα παραπάνω συντελούν στον αρνη­τικό προγραμματισμό των παιδικών ψυχών.

Χάρη στα πρωτοποριακά πειράματα και τις έρευνες των θε­μελιωτών της Συμπεριφοριστικής ψυχολογίας Pavlov, Watson, Thorndike και Skinner, είναι γνωστοί οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συντελείται η μάθηση. Ένα αρνητικό, ή σωστότερα «ου­δέτερο» για τα παιδικά μυαλά ερέθισμα (όπως π.χ. η περίφημη πυραμίδα του αμερικανικού δολαρίου ή ένας σεξουαλικός υπαινιγμός σε μια ταινία κινούμενων σχεδίων), μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε δετικό, όταν ταυτίζεται με τη φυσική ικανοποίηση και τα δετικά συναισθήματα που αποκομίζει ένα παιδί όταν παρακολουθεί μια ταινία ή παίζει ένα παιχνίδι - διαδικασία που ενισχύεται με την επανάληψη.

Αυτό είναι κάτι πού φαίνεται να το γνωρίζουν καλύτερα οι ιθύνοντες των περισσότερων μεγάλων εταιριών παραγωγής κι­νούμενων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών και ποπ μουσικής, καθώς φροντίζουν ώστε τα «προϊόντα» τους να βρίθουν συνειδητών και ασυνείδητων αναφορών που, εκτός της ασυνείδητης εξοικείω­σης που επιφέρουν με τα παραπάνω σύμβολα, καλλιεργούν κα­ταναλωτική συμπεριφορά στα παιδιά, ενισχύουν κοινωνικά και «ρατσιστικά» στερεότυπα (όπως π.χ. αυτά του πλούτου ή της ομορφιάς), «μολύνουν» τα παιδικά μυαλά με έννοιες όπως αυτή του «εξουσιαστή» και του «εξουσιαζόμενου» και απενοχοποιούν στη σκέψη τους τη χρήση βίας.

Όμως τα «τραύματα» που προκαλούνται στους -ακόμα υπό διαμόρφωση- παιδικούς εγκεφάλους από τα παραπάνω, ενδέ­χεται να είναι ακόμα σοβαρότερα. Σε πείραμα που διεξήχθη στα τέλη του 2011 (υπό την επίβλεψη του Ελληνοαμερικανού Δημήτρη Χριστάκη, διευθυντή του Κέντρου Παιδικής Υγείας, Συμπεριφοράς και Ανάπτυξης στο Σηάτλ των ΗΠΑ), φάνηκε ξε­κάθαρα ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που είχαν παρα­κολουθήσει μια ταινία κινουμένων σχεδίων με σχετικά γρήγορη δράση υστερούσαν σημαντικά ως προς τη δυνατότητα αντίλη­ψης και εστίασης της προσοχής τους, σε σύγκριση με συνομη­λίκους τους που κατά το ίδιο διάστημα απλώς ζωγράφιζαν. Σημειωτέον ότι ένα παιδί ηλικίας 4-8 ετών παρακολουθεί τη­λεόραση κατά μέσο όρο 2-4,5 ώρες ημερησίως.

Άλλες έρευνες, όπως αυτή του Ιάπωνα καθηγητή Νευρολογίας στο πανεπιστήμιο Nihon του Τόκυο, Akio Mori (2002), έδειξαν ότι οι ομάδες νεαρών που αφιέρωναν από 2 έως 7 ώρες καθημερινά παίζοντας βιντεοπαιχνίδια απειλούνταν με σχεδόν μόνιμη καταστολή ορισμένων εγκεφαλικών λειτουργιών που συσχετίζονταν με τις συναισθηματικές λειτουργίες, τη δημι­ουργικότητα, την κοινωνικοποίηση και την ικανότητα ελέγχου της συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι, σε αντίθεση με όσους ασχολούνται από λίγο έως καθόλου με βιντεοπαιχνίδια, τα εγκεφαλικά κύματα Βήτα των συγκεκριμένων νεαρών gamers παρέμεναν σταθερά σε εξαιρετικά χα­μηλά επίπεδα, καταδεικνύοντας ότι οι «πα­θιασμένοι» παίκτες σπάνια χρησιμοποιούσαν το προμετωπιαίο τμήμα του εγκεφάλου τους. Τα μέλη αυτής της ομάδας παραδέχτηκαν στους ερευνητές ότι ήταν οξύθυμοι, αντιμετώπιζαν δυσκολίες συγκέντρωσης και τους προκαλούσαν δυσφορία οι φιλικές συναναστροφές.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε μια άλλη, εξαι­ρετικά ανησυχητική τάση που έχει λάβει τα τελευταία χρόνια ανεξέλεγκτες διαστάσεις: την ανεμπόδιστη πρόσβαση των εφή­βων σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου. Όπως έδει­ξαν οι έρευνες της Αμερικανίδας δρ. Judith A. Reisman, Ph.D. (The Psychopharmacology of Pictorial Pornography Restruc­turing Brain, Mind & Memory & Subverting Freedom of Speech, 2000), η έκθεση του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου ενός εφήβου σε πορνογραφικές εικόνες είναι ικανή να προκαλέσει αναδιαμόρφωση στις νευρωνικές συνάψεις, δημιουργώντας μό­νιμο εθισμό στις χημικές ουσίες (κυρίως ντοπαμίνη) που εκλύονται από τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης. Ειδικά σε αγόρια και κορίτσια εφηβικής ηλικίας, ο εθισμός αυτός (αντίστοιχος με αυτόν που προκαλείται από το κάπνισμα ή το αλκοόλ) είναι ικανός να αμβλύνει τη φυσιολο­γική σεξουαλική ικανότητα αντίδρασης σε ερεθίσματα, με απο­τέλεσμα μεγαλώνοντας τα συγκεκριμένα άτομα να δυσκολεύον­ται να αντλήσουν σεξουαλική ικανοποίηση από αυτό που θα αποκαλούσαμε ως φυσιολογική ερωτική δραστηριότητα.
Εμβόλια, «χημική» διατροφή και περιορισμός του IQ 
Τα μωρά έρχονται στον κόσμο ως πνευματικά ολοκληρωμένες, φωτεινές οντότητες, με άπειρο δυναμικό. Ωστόσο, οι κοινωνι­κές πρακτικές φροντίζουν να περιορίζουν σταδιακά αυτό το δυναμικό, ώστε να φτάσει σε σημείο να ανταποκρίνεται στα «μέτρα και τα σταθμά» που ορίζουν τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα. Η αρχή γι’ αυτό γίνεται από τις πρώτες κιόλας ημέ­ρες ζωής του βρέφους, με τον εμβολιασμό. Και είναι ενδεικτικό της πλύσης εγκεφάλου που έχει δεχτεί επί δεκαετίες η κοινω­νία το ότι ακόμα χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για το αυτονόητο: πως το να χορηγεί κανείς σε νεογνά (και μάλι­στα σε ενέσιμη μορφή) μείγματα που, μεταξύ άλλων, περιέχουν την ίσως πιο τοξική ουσία στον πλανήτη (υδράργυρος) είναι εξαιρετικά επικίνδυνη πρακτική.

Μια εξαιρετικά σημαντική πτυχή του ζητήματος που, παρά την ευρύτατη πληροφόρηση των τελευταίων ετών, εξακολουθεί να διαφεύγει από πολλούς είναι η επίδραση του υδραργύρου στην ανάπτυξη των εγκεφαλικών κυττάρων. Όπως έδειξαν οι έρευνες των δρ. Fritz Lorscheider και δρ. Naweed Syed, του πανεπιστημίου του Calgary του Καναδά (2000), τα ιόντα υδρα­ργύρου (ακόμα κι όταν ο υδράργυρος εισπνέεται σε μικροσκοπικές ποσότητες, σε αέρια μορφή) έχουν την τάση να προσκολλώνται στις μικροσκοπικές πρωτεϊνικές δομές των εγκεφαλικών νευρώνων, με αποτέλεσμα, εμποδίζοντας τον φυσιολογικό κυτ­ταρικό μεταβολισμό, να αναστέλλουν την ανάπτυξή τους και να τους καταστρέφουν, επιφέροντας ένα είδος εκφυλισμού που προσιδιάζει με εκείνον που προκαλεί η νόσος Αλτσχάιμερ.

Μπορεί οι Καναδοί επιστήμονες να ήταν από τους πρώτους που απέδειξαν την ακαταλληλότητα του υδραργύρου ως στοι­χείου για οποιαδήποτε ιατρική ή οδοντιατρική χρήση, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι οι μόνοι. Έκτοτε, δεκάδες ερευνών έχουν επαληθεύσει τους χειρότερους φόβους όλων εκείνων που μέχρι πρόσφατα χαρακτηρίζονταν ως «συνωμοσιολόγοι» (μόνο στους πρώτους μήνες του 2011 δημοσιεύτηκαν 6 αντίστοιχες έρευνες).

Η ομαλή νοητική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών δεν απειλείται μόνο από την παρουσία υδραργύρου στα εμβόλια και τα οδοντικά σφραγίσματα. Οι ειδικοί, εδώ και δεκαετίες, επισεί­ουν την προσοχή μας στην επικινδυνότητα των επεξεργασμένων τροφών, συνδέοντάς τις ακόμα και με αντικοινωνική ή επιθετική συμπεριφορά. Ωστόσο, ελάχιστοι φαίνονται να είναι ενή­μεροι για τη βλαπτική επίδραση σε κάθε είδους γνωστική λει­τουργία ενός από τα πλέον διαδεδομένα συστατικά που χρησι­μοποιούνται στην καθημερινή διατροφή: της ζάχαρης.
Όσο παράξενο και αν ακούγεται, δεν αποκλείεται η ζημιά που προκαλείται στα μυαλά των παιδιών από την κακής ποιότητας κρατική εκπαίδευση να είναι εφάμιλλη με εκείνη του «χημι­κού» τρόπου ζωής. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται δύο Αμερι­κανοί ειδικοί, ο δρ. George Land και η δρ. Beth Jarman Ph.D., συνιδρυτές του Κέντρου FarSight Group, με αντικεί­μενο μελέτης τη Δημιουργική Μεθοδολογία. Τα αποτελέσματα μιας πολυετούς έρευνας που διεξήγαγαν στις ΗΠΑ με τη συ­νεργασία 1.600 παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας αναφορικά με αυτό που αποκαλούν «Αποκλίνουσα Σκέψη» αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, και την κεντρική θεματολογία ενός εξαιρετικού βιβλίου (Breakpoint and Beyond: Mastering the Future Today, 1998), προκαλώντας έντονο προβληματισμό στην παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα.
Σε περισσότερες από 30 χώρες του εξωτερικού λειτουργούν (μόνο για πολύ «προνομιούχα» παιδιά) εδώ και πολλά χρόνια κάποια εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία ακολουθούν μια με­θοδολογία πολύ διαφορετική από αυτό που θα προσδιορίζαμε σήμερα ως «κλασική εκπαίδευση». Ο λόγος για τα «Δημοκρα­τικά Σχολεία», τα οποία έχουν δημιουργηθεί κατά το πρότυπο του περίφημου οικοτροφείου Summerhill School (το πρώτο του είδους που ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1921 από τον Alexan­der Sutherland Neill), και ακολουθούν ένα εντελώς διαφορε­τικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τον Απρίλιο του 2012, οι Αμερικανοί ερευνητές Rahul Agrawal και Fernando Gomez-Pinilla δημοσίευσαν στο ια­τρικό περιοδικό Journal of Physiology τα ευρήματα της εξαι­ρετικά σημαντικής έρευνας που πραγματοποιούσαν τον τελευ­ταίο καιρό, αναφορικά με την επίδραση του Μεταβολικού Συν­δρόμου (πάθηση που έχει να κάνει με τον μεταβολισμό της γλυ­κόζης και έχει συνδεθεί με την παχυσαρκία, καρδιαγγειακά προβλήματα και διαβήτη) στον εγκέφαλο. Αυτό που διαπίστω­σαν (μεταξύ άλλων) μετά από χορήγηση διατροφής πλούσιας σε γλυκόζη για διάστημα 6 εβδομάδων σε πειραματόζωα, ήταν σχεδόν ολική αποτυχία των εγκεφαλικών κυττάρων να επικοι­νωνήσουν μεταξύ τους, που εκδηλωνόταν με τη μορφή της απώλειας μνήμης και προσανατολισμού. Ευτυχώς η βλάβη δεν ήταν μόνιμη, αλλά τα πειραματόζωα ήταν σε θέση να αποκαταστήσουν τη φυσιολογική τους εγκεφαλική λειτουργία με δια­τροφή πλούσια σε Ωμέγα-3 λιπαρά.

Πέρα από τις γνωστές παθήσεις που έχουν κατά καιρούς συνδεθεί με την ευρεία κατανάλωση ζάχαρης (από απλή τερη­δόνα έως παχυσαρκία, μεταβολικές παθήσεις, διαβήτη και καρκίνο) σε όλες της τις μορφές, ο κίνδυνος για τους ανα­πτυσσόμενους εγκεφάλους των παιδιών είναι πραγματικά τε­ράστιος, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ζάχαρη σήμερα χρη­σιμοποιείται (και μάλιστα σε ανεξέλεγκτες ποσότητες) σε όλες σχεδόν τις παιδικές, και όχι μόνο, τροφές. Σημειωτέον ότι υπάρχουν σήμερα παιδιά που είναι κυριολεκτικά «εθισμένα» στη ζάχαρη - με ό,τι αυτό συνεπάγεται (στερητικό σύνδρομο, που εκδηλώνεται ως εκνευρισμός και χαμηλή αυτοεκτίμηση, συναισθήματα που αντικαθίστανται στιγμιαία από έντονη ευφορική διάθεση, μόλις καταναλώσουν ζάχαρη).

Κακή εκπαίδευση κατά δημιουργικότητας

Στα πλαίσια του ιδιότυπου «πειράματος» που διεξήγαγαν, διαμοίρασαν σε 1.600 παιδιά προσχολικής ηλικίας ένα φυλ­λάδιο που περιείχε 8 τεστ, βάσει του οποίου θα γινόταν η αξιο­λόγηση της δημιουργικής τους ευφυΐας (συγκεκριμένα, ζη­τούνταν από τα παιδιά να επινοήσουν όσο το δυνατόν περισ­σότερες χρήσεις για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο π.χ. μια γλάστρα). Προς έκπληξή τους, διαπίστωσαν ότι τα παιδιά είχαν δώσει απαντήσεις που τα κατέτασσαν στο επίπεδο τής ιδιο­φυίας, όσον αφορά στην επινοητικότητά τους, σε ποσοστό 98%. Πέντε χρόνια αργότερα, οι δύο Αμερικανοί ερευνητές αποφάσισαν να επαναλάβουν το ίδιο ακριβώς πείραμα με τα ίδια ακριβώς παιδιά, που πλέον βρίσκονταν στο δημοτικό, έχο­ντας ηλικίες 8-10 ετών. Όμως τα αποτελέσματα είχαν πλέον διαφοροποιηθεί σημαντικά, καθώς μόλις 32% των παιδιών κατάφεραν να επαναλάβουν τα ίδια υψηλά αποτελέσματα.

Στην τρίτη φάση του πειράματος (με τα ίδια παιδιά, που πλέον βρίσκονταν στο γυμνάσιο) τα αποτελέσματά τους είχαν πέσει ακόμα πιο χαμηλά, με το ποσοστό εκείνων που αρίστευ­σαν να ανέρχεται μόλις στο 10% (στους ενήλικες άνω των 25 ετών, μόλις το 2% καταφέρνει να «σκοράρει» τόσο υψηλά απο­τελέσματα σε παρόμοια τεστ).
Τα παραπάνω δεν αφήνουν παρά ελάχιστα περιθώρια αμφι­βολίας: κάτι πάει στραβά στον τρόπο που εκπαιδεύονται τα παιδιά μας...
Τα δημοκρατικά σχολεία
Βασισμένα στην αρχή της ελευθερίας, στα σχολεία αυτά τα πάντα αποφασίζονται με βάση τα ψηφίσματα μιας δημοκρατι­κής κοινότητας, στην οποία μετέχουν όλοι ανεξαιρέτως -μα­θητές και προσωπικό- με ίσο δικαίωμα ψήφου (η κοινότητα αυτή λειτουργεί και ως «δικαστήριο», στην περίπτωση επίλυ­σης διαφορών) . Οι μαθητές επιλέγουν οι ίδιοι τι, πώς, πότε και από ποιον θα διδαχθούν (συχνά προτιμάται ένας μαθητής με­γαλύτερου επιπέδου, παρά ένας καθηγητής), συγκροτώντας ομάδες-τμήματα στις οποίες συμμετέχουν ελεύθερα όλοι όσοι ενδιαφέρονται, ανεξαρτήτως ηλικίας. Επιπλέον, οι μαθητές έχουν το δικαίωμα ακόμα και να αντικαταστήσουν έναν καθη­γητή, αν αυτός ψηφιστεί ως ακατάλληλος.
Τα ιδιότυπα αυτά σχολεία-οικοτροφεία βρίσκονται συνήθως εγκατεστημένα μακριά από αστικά κέντρα, σε τοπία ιδιαίτε­ρης φυσικής ομορφιάς, και το μάθημα διεξάγεται σε όποιον χώρο επιλέξουν οι ίδιοι οι μαθητές. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, παρόλο που οι επιδόσεις των φοιτούντων στα δημοκρα­τικά σχολεία σε εισαγωγικές για τα πανεπιστήμια εξετάσεις είναι κατά κανόνα σημαντικά υψηλότερες από αυτές των υπό­λοιπων σχολείων (εφάμιλλες των καλύτερων ιδιωτικών), τα μα­θήματα που συνήθως επιλέγουν να διδαχθούν οι μαθητές δεν είναι καθόλου «συμβατικά»: τέχνες, κηπουρική, ξυλουργική, βοτανολογία, θέατρο, λογοτεχνία κ.ά. Στα εν λόγω εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν επικρατεί κανένα χάος. Υπάρχουν πολύ αυστηροί και συγκεκριμένοι κανόνες, οι οποίοι όμως αποφασίζονται από κοινού και τηρούνται με ευλάβεια, υπό την προϋπόθεση ότι σε καμία περίπτωση δεν αντιτίθενται στην πρω­ταρχική αρχή λειτουργίας σχολείων - αυτή της ελευθερίας των μαθητών.
Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω, ίσως το μόνο που απο­μένει να προσθέσουμε είναι η φράση του ιδρυτή των δημο­κρατικών σχολείων, Sutherland Neill: «Ο ρόλος ενός παιδιού είναι να ζήσει τη ζωή του»...

Δημοσιεύτηκε στο NEXUS μηνός Μαρτίου 2013
GreekBloggers.com