Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη της θεωρίας του συμβολισμού συνίσταται στην αντιπαράθεση του συμβολικού με το ιστορικό γεγονός. Ξεκινώντας από τη θέση πως υπάρχουν σύμβολα που κινούνται μόνο μέσα στη συμβολική τους διάρθρωση, υποτίθεται, λανθασμένα, πως σε όλα ή σχεδόν όλα τα υπερβατικά συμβάντα που παρουσιάζονται ταυτοχρόνως σαν ιστορικά και συμβολικά μαζί μπορεί να πρόκειται για μια απλή μεταμόρφωση του συμβολικού υλικού σε μυθολογικό κι από εκεί σε ιστορικό.
Ενάντια σ’ αυτό το λάθος αντιδρούν οι πιο γνωστοί ιστορικοί. Ο Μιρσέα Ελιάντε βεβαιώνει πως «οι δύο θέσεις δεν είναι παρά φαινομενικά μόνο ασυμβίβαστες..., Ο συμβολισμός προσθέτει μια νέα διάσταση σ’ ένα αντικείμενο ή μια πράξη, χωρίς μ’ αυτό να παραβιάζει την άμεση ή “ιστορική” του αξία: Όταν εφαρμόζεται σ’ ένα αντικείμενο ή σε μία πράξη, τα μετατρέπει σε “ανοιχτά γεγονότα”». Σ’ αυτή την θέση βλέπουμε καθαρά ριζωμένη τη διαφορά ανάμεσα στο ιστορικό και στο συμβολικό, καθώς επίσης και την πάντα ενυπάρχουσα πιθανότητα μιας γέφυρας που θα μπορέσει να ενώσει αυτές τις δύο μορφές της πραγματικότητας. Ο σκεπτικισμός που υπαινίσσεται ελαφρώς ο εν λόγω καθηγητής, οφείλεται προφανώς στην επιστημονική του εκπαίδευση, σε μια εποχή που η επιστήμη, εξειδικευμένη στην ανάλυση, έχει να επιδείξει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα στην περιοχή του πραγματικού, αλλά δεν της είναι δυνατόν να συλλάβει την ολότητα σαν ένα οργανικό σύνολο, δηλαδή, σαν μία «πολλαπλότητα στην ενότητά της» μιας κατάστασης που η άρνησή της έχει σωστά τοποθετηθεί από τον Μάρτιν Μπούμπερ, όταν λέει ότι ο κόσμος σήμερα στερείται της εικόνας του, γιατί αυτή μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσα από μια παγκόσμια σύνθεση γνώσεων.
Πολύ συχνά συναντάμε την τάση πως η παραδοχή της συμβολικής έννοιας απορρίπτει αναγκαστικά την σημασιολογική και την ιστορική - μια τέτοια αντίληψη πηγάζει από άγνοια του νόμου των ανταποκρίσεων, που αποτελεί θεμέλιο κάθε συμβολισμού και που κάτω απ’ αυτόν όλα τα πράγματα, ξεκινώντας ουσιαστικά από μια μεταφυσική αρχή που είναι η πηγή της πραγματικότητάς του, μεταφράζει και εκφράζει αυτή την αρχή με ένα δικό του τρόπο και στο δικό του επίπεδο ύπαρξης, έτσι που, από το ένα επίπεδο στο άλλο, όλα τα πράγματα ανταποκρίνονται και ενώνονται για να συμπέσουν στην ολική παγκόσμια αρμονία.
Σε όσα αναφέρθηκαν σκιαγραφείται η άποψη πως το συμβολικό κατ’ ουδένα τρόπο αποκλείει το ιστορικό, αφού μπορούν και οι δύο μορφές να θεωρηθούν σαν λειτουργία μιας τρίτης: της μεταφυσικής αρχής, της πλατωνικής «ιδέας», ή και σαν αμοιβαίες εκφράσεις ενός διαφορετικού επιπέδου σημασιολόγησης...
Άρα, το συμβολικό, που είναι ανεξάρτητο από το ιστορικό, όχι μόνο δεν το αποκλείει, αλλά αντίθετα τείνει να το ριζώσει στην πραγματικότητα, μέσα από τον παραλληλισμό και την αναλογία μεταξύ της συλλογικής ψυχικής ή ατομικής σφαίρας και της κοσμικής.
Συνεπώς, από το βάθος αυτής της μυστικής ρίζας όλων των συστημάτων σημασιολόγησης (είτε βασίζεται στην πνευματική αρχή είτε στο «συλλογικό ασυνείδητο» και στην υπόθεση πως πρέπει να ξεχωρίζουν), κλίνουμε κατά την παραδοχή της υπόθεσης του γενικού φόντου και της μοναδικής καταγωγής όλων των συμβολικών παραδόσεων. Αν αυτή η ενότητα εκδηλώθηκε στο χώρο και στο χρόνο σαν εστιακό σημείο ή αν προέρχεται από το «συλλογικό ασυνείδητο» είναι άλλη υπόθεση. Εδώ, όταν αναφερόμαστε στην «παράδοση» εννοούμε τη συνέχεια που συμβολίζει, ενσυνείδητη ή ασυνείδητη, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στην πάροδο του χρόνου.