Η συμμετοχή της χώρας μας τόσο στις πολιτικο-οικονομικές ενώσεις (Ε.Ε. και
ευρωζώνη), όσο και στο ΝΑΤΟ ενδέχεται να μας αναγκάσουν να συνδράμουμε
τις δυνάμεις που θα αναλάβουν το έργο εκκαθάρισης του κράτους των
τρομοκρατών που έσπειρε τρόμο και θάνατο στο Παρίσι. Την πιθανή εμπλοκή της χώρας μας στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του ισλαμικού κράτους που έχει εξαγγείλει ο γάλλος πρόεδρος διερευνά ο Κωνσταντίνος
Λουκόπουλος* στο άρθρο του που αναδημοσιεύω στη συνέχεια.
Όχι μόνο η Γαλλία αλλά όλη η Ευρώπη, όλη η Δύση θα λέγαμε ξύπνησε το Σάββατο το πρωί σε ένα νέο περιβάλλον ασφαλείας. Από το διάγγελμα του Γάλλου Προέδρου κ. Ολάντ κρατάμε δύο πολύ κρίσιμες αναφορές, ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις συνιστούν πράξη πολέμου και ότι αυτές προήλθαν από το εξωτερικό. Πιστεύουμε αυτά ότι θα είναι τα βασικά επιχειρήματα για την «νομιμοποίηση» της μάχης τιμωρίας και εξάλειψης που θα δοθεί εναντίον της ισλαμιστικής τρομοκρατίας που όπως πλέον φαίνεται, ξεπηδάει από το λεγόμενο χαλιφάτο του ISIS.
Ο «στρατηγικός αιφνιδιασμός» που δυστυχώς επιτεύχθηκε από τους ισλαμιστές τρομοκράτες, αν και αναμένονταν τρομοκρατικές δράσεις, λόγω του χρόνου και του τρόπου (πολλαπλές συγχρονισμένες επιθέσεις) αλλά και του σημαντικού αριθμό απωλειών, προκάλεσε μία διάχυτη αμηχανία τόσο σε κυβερνήσεις όσο και στους πληθυσμούς των Χωρών μας.
Αυτή η αμηχανία σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του όλου θέματος και της εμπλοκής παγκοσμίων και περιφερειακών γεωπολιτικών παικτών στην κρίσιμη περιοχή Συρίας-Ιράκ, έχει κάνει διστακτικούς τους περισσότερους αναλυτές και τις διεθνείς δεξαμενές σκέψεως (think tanks) για μία πρώτη τοποθέτηση και εκτίμηση. Πολύ περισσότερο και εμείς δεν θα αποτολμήσουμε πρόωρη εκτίμηση για τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά κρίναμε σκόπιμο να μοιρασθούμε με τους αναγνώστες μας, κάποιους προβληματισμούς που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Ελλάδα αναμένοντας τα επόμενα βήματα της Γαλλίας, των Συμμάχων και των Εταίρων μας.
Τα ερωτήματα που τίθενται πλέον στη χώρα μας στο νέο πλέον περιβάλλον ασφαλείας, αφορούν στους τρόπους αντίδρασης σε αυτή την «έξωθεν επίθεση», στους δυνατούς αλλά και επιθυμητούς τρόπους εμπλοκής μας, ενώ ο προβληματισμός μας επεκτείνεται και στις πρωτογενείς αλλά και δευτερογενείς συνέπειες του πολέμου κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην περιοχή μας σε σχέση με τα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Στον «πόλεμο» αυτόν που φαίνεται ότι λόγω των απρόκλητων επιθέσεων στο Παρίσι θα πρωτοστατήσει η Γαλλία, οι «μάχες» θα είναι σε πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό και φυσικά σε στρατιωτικό επίπεδο και ελπίζουμε πάντα με την σκέψη… «και μετά τι»! Στο πολιτικό επίπεδο πιστεύουμε ότι τις επόμενες ημέρες η Γαλλική Κυβέρνηση θα ζητήσει αφ’ ενός μεν την πολιτική στήριξη της ΕΕ ως ενιαίας πολιτικής οντότητας - αν και σε αυτό τον τομέα η Ένωση δυστυχώς είναι… ανύπαρκτη - και αφ΄ ετέρου του ΝΑΤΟ σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 4 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου που αφορά στις διαβουλεύσεις που ζητάει ένα κράτος μέλος όταν απειλείται μεταξύ άλλων και η ασφάλεια του.
Παρεμπιπτόντως θεωρούμε ιδιαίτερα δυσχερές να γίνει επίκληση του άρθρου 5 προκειμένου η τρομοκρατική επίθεση στην Γαλλία να θεωρηθεί ως επίθεση εναντίον όλων των κρατών μελών όπως έγινε μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001 για τις ΗΠΑ λόγω εκτιμώμενης απουσίας Consensus και δημιουργίας άλλων εμπλοκών. Επομένως χωρίς περιστροφές και αριστερούς λεκτικούς ακροβατισμούς η Ελλάδα θα κληθεί με σαφή τρόπο να επιβεβαιώσει την υποστήριξη της.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την μορφή και την έκταση που θα πάρει η οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση τιμωρίας αλλά και εξάλειψης του ISIS ως απειλής για την παγκόσμια ασφάλεια. Αυτό είναι θέμα σχεδιασμού με βάση τις υφιστάμενες δυνατότητες. Την Ελλάδα η εγγύτητα στις πιθανές περιοχές επιχειρήσεων την καθιστά κρίσιμο εταίρο και «θέλει δεν θέλει»… εμπλέκεται. Και μία Ελλάδα που αγωνίζεται ασθμαίνοντας να συνέλθει από την οικονομική περιδίνηση στην οποία βρίσκεται και να σταθεί στα πόδια της δεν νομίζω ότι έχει άλλες δυνατότητες υποστήριξης πλέον των διευκολύνσεων και παροχής εγκαταστάσεων και λοιπών στρατιωτικών και πολιτικών υποδομών, με τον όρο οι Σύμμαχοι και Εταίροι μας να το «ενθυμούνται» την επόμενη ημέρα. Και θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί.
Η εντατικοποίηση των αεροπορικών επιδρομών που αργά ή γρήγορα θα πρέπει αναπόφευκτα να συγχρονισθούν και με την Ρωσία, δεν μπορούν από μόνες τους να καταβάλουν το ISIS και να το εκδιώξουν από τις περιοχές που κατέχει στην Συρία και στο Ιράκ. Απαιτούνται χερσαίες δυνάμεις που θα καταλάβουν το έδαφος που κατέχουν καταστρέφοντας ή εκδιώκοντας τους μαχητές του. Η Γαλλία αν και έχει μετά τις ΗΠΑ τις μεγαλύτερες εκστρατευτικές δυνατότητες στο ΝΑΤΟ, είναι αμφίβολο εάν μπορεί μόνη της αλλά και με άλλους συμμάχους να σχηματίσει έναν Συνασπισμό προθύμων που θα έστελναν χερσαίες δυνάμεις για να ενεργήσουν.
Απομένει λοιπόν με πολλές πιθανότητες μία παρόμοια πρακτική σαν αυτή που χρησιμοποιήθηκε από τον αμερικανο -βρετανικό Συνασπισμό στο Αφγανιστάν ως απάντηση στην 11η Σεπτεμβρίου, όταν, μετά τους συντριπτικούς βομβαρδισμούς των Ταλιμπάν, οι δυνάμεις της Βόρειας Συμμαχίας (αφγανική αντιπολίτευση) αφού εκπαιδεύθηκαν και πλαισιώθηκαν από Αμερικανούς και Βρεττανούς Στρατιωτικούς Συμβούλους αλλά και υποστηριζόμενες από ομάδες ειδικών δυνάμεων προέλασαν, κατατρόπωσαν τις δυνάμεις των Ταλιμπάν και κατέλαβαν την Καμπούλ και άλλες μεγάλες πόλεις.
Για το ποιος θα μπορούσε να αναλάβει ανάλογο με αυτόν της Βόρειας Συμμαχίας ρόλο, αναπόφευκτα οδηγούμαστε στους Κούρδους τόσο της Συρίας όσο και αυτούς του Ιράκ που παραθέτουν πλέον μία αξιόλογη χερσαία δύναμη, η οποία μάλιστα τις τελευταίες ημέρες έχει σημειώσει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των τζιχαντιστών του χαλιφάτου. Το κίνητρό τους θα ήταν να κερδίσουν την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους στο Ιρακινό Κουρδιστάν και μία διευρυμένη αυτονομία στην αυριανή Συρία. Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα γιατί «μπαίνει» ο παράγοντας Τουρκία.
Ένας περιφερειακός παίκτης με ηγεμονική πολιτική σαν την Τουρκία δεν θα αποδεχόταν κάτι τέτοιο που θα έθετε αργά ή γρήγορα σε κίνδυνο και την δική της ακεραιότητα λόγω και του δικού της κουρδικού προβλήματος. Στο οθωμανικό παζάρι που θα έκανε, τι θα ζητούσε άραγε για να συγκατατεθεί; Αιγαίο; Κύπρο; Ενεργειακά; Προβληματιζόμαστε για την «καραμπόλα» που θα μπορούσε να μας κτυπήσει.
Στο άναρχο διεθνές σύστημα δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και οι αρχές που διέπουν τις σχέσεις κρατών και συμμάχων. Ας επαγρυπνούμε και ας προβληματιστούμε για το πώς η υποστήριξη ή οποιαδήποτε εμπλοκή μας σε αυτή την νέα φάση του αγώνα κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατίας θα μας εξασφαλίσουν από ανεπιθύμητες μελλοντικές «καραμπόλες» σαν αυτή που προαναφέρθηκε και είναι καλώς ή κακώς ένα πιθανό σενάριο. Αξιόπιστα υποστηρίζουμε, αξιόπιστα υποστηριζόμαστε. Στην Ιστορία μας δεν παίξαμε και δεν θα παίξουμε τον ρόλο του «Επιτήδειου Ουδέτερου», ας τον παίξει η Τουρκία αυτόν τον ρόλο μιας και τον γνωρίζει καλά και σε μας απομένει να τον αναδεικνύουμε.
Ανήκουμε σε μία Πολιτικοοικονομική Ένωση, την ΕΕ και σε μία Συμμαχία, το ΝΑΤΟ, ενώ η ίδια η Γαλλία είναι πλέον ένας πολύτιμος στρατηγικός μας εταίρος. Η χώρα μας, παρά τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα, συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας με τα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτει σε ένα ευρύτερο ρευστό περιβάλλον. Αυτό ας είναι το σημαντικό μας πλεονέκτημα σε όποια απευκταία κατάσταση ενδεχομένως αντιμετωπίσουμε λόγω των γεωπολιτικών τεκτονικών αλλαγών και των νέων συσχετισμών που αναμένονται να συμβούν στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Όχι μόνο η Γαλλία αλλά όλη η Ευρώπη, όλη η Δύση θα λέγαμε ξύπνησε το Σάββατο το πρωί σε ένα νέο περιβάλλον ασφαλείας. Από το διάγγελμα του Γάλλου Προέδρου κ. Ολάντ κρατάμε δύο πολύ κρίσιμες αναφορές, ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις συνιστούν πράξη πολέμου και ότι αυτές προήλθαν από το εξωτερικό. Πιστεύουμε αυτά ότι θα είναι τα βασικά επιχειρήματα για την «νομιμοποίηση» της μάχης τιμωρίας και εξάλειψης που θα δοθεί εναντίον της ισλαμιστικής τρομοκρατίας που όπως πλέον φαίνεται, ξεπηδάει από το λεγόμενο χαλιφάτο του ISIS.
Ο «στρατηγικός αιφνιδιασμός» που δυστυχώς επιτεύχθηκε από τους ισλαμιστές τρομοκράτες, αν και αναμένονταν τρομοκρατικές δράσεις, λόγω του χρόνου και του τρόπου (πολλαπλές συγχρονισμένες επιθέσεις) αλλά και του σημαντικού αριθμό απωλειών, προκάλεσε μία διάχυτη αμηχανία τόσο σε κυβερνήσεις όσο και στους πληθυσμούς των Χωρών μας.
Αυτή η αμηχανία σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του όλου θέματος και της εμπλοκής παγκοσμίων και περιφερειακών γεωπολιτικών παικτών στην κρίσιμη περιοχή Συρίας-Ιράκ, έχει κάνει διστακτικούς τους περισσότερους αναλυτές και τις διεθνείς δεξαμενές σκέψεως (think tanks) για μία πρώτη τοποθέτηση και εκτίμηση. Πολύ περισσότερο και εμείς δεν θα αποτολμήσουμε πρόωρη εκτίμηση για τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά κρίναμε σκόπιμο να μοιρασθούμε με τους αναγνώστες μας, κάποιους προβληματισμούς που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Ελλάδα αναμένοντας τα επόμενα βήματα της Γαλλίας, των Συμμάχων και των Εταίρων μας.
Τα ερωτήματα που τίθενται πλέον στη χώρα μας στο νέο πλέον περιβάλλον ασφαλείας, αφορούν στους τρόπους αντίδρασης σε αυτή την «έξωθεν επίθεση», στους δυνατούς αλλά και επιθυμητούς τρόπους εμπλοκής μας, ενώ ο προβληματισμός μας επεκτείνεται και στις πρωτογενείς αλλά και δευτερογενείς συνέπειες του πολέμου κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην περιοχή μας σε σχέση με τα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Στον «πόλεμο» αυτόν που φαίνεται ότι λόγω των απρόκλητων επιθέσεων στο Παρίσι θα πρωτοστατήσει η Γαλλία, οι «μάχες» θα είναι σε πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό και φυσικά σε στρατιωτικό επίπεδο και ελπίζουμε πάντα με την σκέψη… «και μετά τι»! Στο πολιτικό επίπεδο πιστεύουμε ότι τις επόμενες ημέρες η Γαλλική Κυβέρνηση θα ζητήσει αφ’ ενός μεν την πολιτική στήριξη της ΕΕ ως ενιαίας πολιτικής οντότητας - αν και σε αυτό τον τομέα η Ένωση δυστυχώς είναι… ανύπαρκτη - και αφ΄ ετέρου του ΝΑΤΟ σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 4 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου που αφορά στις διαβουλεύσεις που ζητάει ένα κράτος μέλος όταν απειλείται μεταξύ άλλων και η ασφάλεια του.
Παρεμπιπτόντως θεωρούμε ιδιαίτερα δυσχερές να γίνει επίκληση του άρθρου 5 προκειμένου η τρομοκρατική επίθεση στην Γαλλία να θεωρηθεί ως επίθεση εναντίον όλων των κρατών μελών όπως έγινε μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001 για τις ΗΠΑ λόγω εκτιμώμενης απουσίας Consensus και δημιουργίας άλλων εμπλοκών. Επομένως χωρίς περιστροφές και αριστερούς λεκτικούς ακροβατισμούς η Ελλάδα θα κληθεί με σαφή τρόπο να επιβεβαιώσει την υποστήριξη της.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την μορφή και την έκταση που θα πάρει η οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση τιμωρίας αλλά και εξάλειψης του ISIS ως απειλής για την παγκόσμια ασφάλεια. Αυτό είναι θέμα σχεδιασμού με βάση τις υφιστάμενες δυνατότητες. Την Ελλάδα η εγγύτητα στις πιθανές περιοχές επιχειρήσεων την καθιστά κρίσιμο εταίρο και «θέλει δεν θέλει»… εμπλέκεται. Και μία Ελλάδα που αγωνίζεται ασθμαίνοντας να συνέλθει από την οικονομική περιδίνηση στην οποία βρίσκεται και να σταθεί στα πόδια της δεν νομίζω ότι έχει άλλες δυνατότητες υποστήριξης πλέον των διευκολύνσεων και παροχής εγκαταστάσεων και λοιπών στρατιωτικών και πολιτικών υποδομών, με τον όρο οι Σύμμαχοι και Εταίροι μας να το «ενθυμούνται» την επόμενη ημέρα. Και θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί.
Η εντατικοποίηση των αεροπορικών επιδρομών που αργά ή γρήγορα θα πρέπει αναπόφευκτα να συγχρονισθούν και με την Ρωσία, δεν μπορούν από μόνες τους να καταβάλουν το ISIS και να το εκδιώξουν από τις περιοχές που κατέχει στην Συρία και στο Ιράκ. Απαιτούνται χερσαίες δυνάμεις που θα καταλάβουν το έδαφος που κατέχουν καταστρέφοντας ή εκδιώκοντας τους μαχητές του. Η Γαλλία αν και έχει μετά τις ΗΠΑ τις μεγαλύτερες εκστρατευτικές δυνατότητες στο ΝΑΤΟ, είναι αμφίβολο εάν μπορεί μόνη της αλλά και με άλλους συμμάχους να σχηματίσει έναν Συνασπισμό προθύμων που θα έστελναν χερσαίες δυνάμεις για να ενεργήσουν.
Απομένει λοιπόν με πολλές πιθανότητες μία παρόμοια πρακτική σαν αυτή που χρησιμοποιήθηκε από τον αμερικανο -βρετανικό Συνασπισμό στο Αφγανιστάν ως απάντηση στην 11η Σεπτεμβρίου, όταν, μετά τους συντριπτικούς βομβαρδισμούς των Ταλιμπάν, οι δυνάμεις της Βόρειας Συμμαχίας (αφγανική αντιπολίτευση) αφού εκπαιδεύθηκαν και πλαισιώθηκαν από Αμερικανούς και Βρεττανούς Στρατιωτικούς Συμβούλους αλλά και υποστηριζόμενες από ομάδες ειδικών δυνάμεων προέλασαν, κατατρόπωσαν τις δυνάμεις των Ταλιμπάν και κατέλαβαν την Καμπούλ και άλλες μεγάλες πόλεις.
Για το ποιος θα μπορούσε να αναλάβει ανάλογο με αυτόν της Βόρειας Συμμαχίας ρόλο, αναπόφευκτα οδηγούμαστε στους Κούρδους τόσο της Συρίας όσο και αυτούς του Ιράκ που παραθέτουν πλέον μία αξιόλογη χερσαία δύναμη, η οποία μάλιστα τις τελευταίες ημέρες έχει σημειώσει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των τζιχαντιστών του χαλιφάτου. Το κίνητρό τους θα ήταν να κερδίσουν την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους στο Ιρακινό Κουρδιστάν και μία διευρυμένη αυτονομία στην αυριανή Συρία. Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα γιατί «μπαίνει» ο παράγοντας Τουρκία.
Ένας περιφερειακός παίκτης με ηγεμονική πολιτική σαν την Τουρκία δεν θα αποδεχόταν κάτι τέτοιο που θα έθετε αργά ή γρήγορα σε κίνδυνο και την δική της ακεραιότητα λόγω και του δικού της κουρδικού προβλήματος. Στο οθωμανικό παζάρι που θα έκανε, τι θα ζητούσε άραγε για να συγκατατεθεί; Αιγαίο; Κύπρο; Ενεργειακά; Προβληματιζόμαστε για την «καραμπόλα» που θα μπορούσε να μας κτυπήσει.
Στο άναρχο διεθνές σύστημα δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και οι αρχές που διέπουν τις σχέσεις κρατών και συμμάχων. Ας επαγρυπνούμε και ας προβληματιστούμε για το πώς η υποστήριξη ή οποιαδήποτε εμπλοκή μας σε αυτή την νέα φάση του αγώνα κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατίας θα μας εξασφαλίσουν από ανεπιθύμητες μελλοντικές «καραμπόλες» σαν αυτή που προαναφέρθηκε και είναι καλώς ή κακώς ένα πιθανό σενάριο. Αξιόπιστα υποστηρίζουμε, αξιόπιστα υποστηριζόμαστε. Στην Ιστορία μας δεν παίξαμε και δεν θα παίξουμε τον ρόλο του «Επιτήδειου Ουδέτερου», ας τον παίξει η Τουρκία αυτόν τον ρόλο μιας και τον γνωρίζει καλά και σε μας απομένει να τον αναδεικνύουμε.
Ανήκουμε σε μία Πολιτικοοικονομική Ένωση, την ΕΕ και σε μία Συμμαχία, το ΝΑΤΟ, ενώ η ίδια η Γαλλία είναι πλέον ένας πολύτιμος στρατηγικός μας εταίρος. Η χώρα μας, παρά τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα, συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και ασφάλειας με τα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτει σε ένα ευρύτερο ρευστό περιβάλλον. Αυτό ας είναι το σημαντικό μας πλεονέκτημα σε όποια απευκταία κατάσταση ενδεχομένως αντιμετωπίσουμε λόγω των γεωπολιτικών τεκτονικών αλλαγών και των νέων συσχετισμών που αναμένονται να συμβούν στο επόμενο χρονικό διάστημα.
* Ο Κωνσταντίνος
Λουκόπουλος είναι Ερευνητής - Αναλυτής στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και
Ασφάλειας. Είναι απόφοιτος της ΣΕΘΑ και έχει περατώσει Στρατηγικές Σπουδές
Ασφαλείας.
Πηγή: liberal.gr
Πηγή: liberal.gr