27 Αυγούστου 2015

Πού οφείλεται η αποξένωση του πολιτικού κόσμου από την κοινωνία;

Πόσες φορές οι πολίτες δεν παραξενεύτηκαν (και πολλοί, ίσως, και να αγανάκτησαν) ακούγοντας πολιτικούς να ερμηνεύουν το αποτέλεσμα εκλογών (ή/και του δημοψηφίσματος) δίνοντας νόημα πολύ διαφορετικό από αυτό που ήθελαν να δώσουν οι ψηφοφόροι μπαίνοντας στο παραβάν.
Η αμφιβολία μου είναι αν σκόπιμα δίνουν την ερμηνεία που τους βολεύει ή αν πράγματι είναι τόσο αποξενωμένοι από την κοινωνία, ώστε δεν μπορούν να αντιληφθούν ούτε κατά ελάχιστον πώς σκέφτονται οι πολίτες.
Στο άρθρο που παραθέτω στη συνέχεια, ο κ.Ν.Ιωάννου ακτινογραφεί αυτή την αποξένωση του πολιτικού κόσμου από τους πολίτες.

Ο χαμένος βαθμός ικανοποίησης (του Νώτη Γ. Ιωάννου)

Ιστορικό δίδαγμα, καθολικής μάλιστα αποδοχής, συνιστά το γεγονός ότι η Μεταπολίτευση εξέθρεψε με σπουδή το απόλυτο, καταλυτικό φαινόμενο της κομματοκρατίας.
Η πολιτειακή μεταβολή προς την Δημοκρατία, η ελευθερία προς την οποία περήφανα τότε ανατείναμε ψυχή και ελπίδες, έμελλε εξ αρχής, δυστυχώς, να φαλκιδευτεί καίρια υπό την στρεβλή εξουσιαστική αντίληψη ότι τα πολιτικά κόμματα, εκκινώντας ως θεσμικοί εκφραστές της λαϊκής βούλησης, κρατούν, δηλαδή άρχουν, κυριαρχούν ρυθμιστικά, πλην όμως αθέμιτα, επί κάθε άλλου θεσμού Δημοκρατικής νομιμότητας, ακόμη και Συνταγματικής περιωπής (Υγεία, Παιδεία, Δικαιοσύνη).
Σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια Μεταπολιτευτικού βίου και αδιάλειπτης διασποράς της, η κομματοκρατία, γιγαντωμένη στην πραγματική ζωή, όχι στους μύθους, δαιδαλώδης πέρα από κάθε φαντασία, έχει παρεμβατικά διαποτίσει κάθε θεσμό, τομέα, εκδήλωση, σημείο και πτυχή της Δημόσιας ζωής. Δεν υπάρχει διάρθρωση του Διοικητικού μηχανισμού ή της λειτουργίας του Κράτους, αξιολογική διαδικασία ή δικαιοδοσία, ανέγγιχτη από το μακρύ της χέρι και τις ποικίλες μεθοδεύσεις της, από την λαθροχειρία και το νομιμοφανές, έως το νομότυπο, όταν υποκρύπτει σκανδαλώδης εύνοια.

Έχει βέβαια η ίδια εκφυλιστική αντίληψη, της κομματοκρατίας, συνακόλουθα εμποτίσει συνειδήσεις, αλλοτριώνοντας τες στην διαφθορά, μεταλλάσσοντάς τες στην φαυλότητα, έχει διαπλάσει νοοτροπίες και κατεστημένα, έχει διαμορφώσει ζωές και ανθρώπους, στρατούς ανθρώπων, στοιχηδόν δικαιολογημένα (;) στον συρμό της, προκειμένου υπό την κομματική αιγίδα να αποκατασταθούν ή να ανελιχθούν επαγγελματικά.
Δεν ανήκει όμως στα όρια του παρόντος η, έτσι κι αλλιώς, δυσχερής μελέτη της φύσεως του φαινομένου, όπως και η ανίχνευση των αιτίων που το γέννησαν και το αναπαράγουν, ούτε βέβαια πρόκειται για παράθεση των δεινών και των ανισοτήτων που σώρευσε μέχρι τώρα στον τόπο, αλλά και στις ζωές των πολιτών που απλά δεν αξιοποίησαν το σωτήριο κομματικό εφαλτήριο.
Στόχευση εν προκειμένω, είναι να αναδειχθεί από το χάος που ενδημεί στην κομματοκρατία, ένα μόνο, αλλά κυρίαρχο και νευραλγικό, επιχείρημα εναντίον της, με διάχυτες συνέπειες για τους πολίτες.
Από το προεκτεθέν λοιπόν ακροθιγώς, ως προοίμιο, ευρύ φάσμα αυτής της πολιτικής παθογένειας που μάλλον αποτελεί την προμετωπίδα της Ελληνικής Δημόσιας ζωής, αποσπάται και εκτίθεται εδώ μόνο εκείνο το διακριτό τμήμα της, που αφορά συνολικά την σχέση επικοινωνίας των πολιτικών κομμάτων με τους υποστηρικτές και ψηφοφόρους τους, πρωτίστως απλούς φίλους και συμπαθούντες ή έστω μέλη τους, ακόμη όμως και στελέχη, ενίοτε.
Αλήθεια, καταρχήν, υφίσταται στοιχειωδώς οργανωμένη σχέση επικοινωνίας των κομμάτων προς την κοινωνία;
Έχουν πράγματι τα κόμματα στραμμένο το βλέμμα στην κοινωνία, όπως διατείνονται;
Το ερώτημα είναι φυσικά νοηματικά ενιαίο και μόνη η διατύπωσή του, έχοντας ως μέτρο την κοινή αίσθηση, απογυμνώνει την κομματική οργανωτική δομή, αλλά και τα στελέχη της.
Οι κατά τόπους κομματικές οργανώσεις συνέρχονται μόνο από τα ενεργά και συμμετέχοντα μέλη, αριθμός συντριπτικά μικρός σε σχέση με τη συνολική πολιτική επιρροή στο εκλογικό σώμα, όσο δε η ενδοκομματική βαθμίδα και ιεραρχία ανεβαίνει, τόσο ο αριθμός συρρικνούται στα λεγόμενα επιτελικά στελέχη.
Εξ αυτών, τα καλούμενα ως προβεβλημένα, θα πλαισιώσουν τον πέριξ της ηγετικής ομάδας πυρήνα, στο επίμηκες τραπέζι των Συνεδρίων, όταν σπανίως ή εκτάκτως συνέλθουν, όπου οι παρακαθήμενοι κήρυκες κατ’ ουσίαν θα επαναβεβαιώσουν την κομματική αυθεντία, διεκπεραιώνοντας έτσι περίπου ένα είδος ρουτίνας, ενώ οι σύνεδροι, επίσης μέλη, θα περιοριστούν παθητικά στο χειροκρότημα, ανάμεσα σε ευθύγραμμες ιαχές και επευφημίες που βοούν ότι τελικά …προήδρευσε η ομοιογένεια, όχι αυτή που δημιουργεί, αλλά αυτή που συνθλίβει την ατομικότητα.
Ακόμη όμως και όσοι λάβουν το λόγο, ομιλούν εκ του βήματος απευθυνόμενοι σε εκατοντάδες ή χιλιάδες ακροατών, χωρίς καν τη δυνατότητα απόκρισης, πόσο μάλλον επικοινωνίας.

Η ίδια εγγενής αδυναμία ισχύει και για τις παντοειδείς ομιλίες, οι οποίες όμως και πάλι απευθύνονται κατά κανόνα στην κομματική κάστα ή σε όσους προαλείφονται γι’ αυτήν.
Υπάρχει όμως, άραγε, μη οργανωμένη, αυθόρμητη ας πούμε, επικοινωνία των κομμάτων προς την κοινωνία; Δηλαδή επικοινωνία εκδηλωμένη έμπρακτα ως επαγρύπνηση και ευαισθησία που αληθινά, έστω άτακτα, επανέρχεται με ενδιαφέρον, με ζέση προς τον πολίτη;
Ασφαλώς όχι, αφού τα κατ’ ευφημισμόν πρωτοκλασάτα στελέχη, συνήθως ουδέν έργο επιτελούν από το να παριστάνουν τους λαοποιμένες εντός του κομματικού γραφείου. Πρόκειται για κομματικούς γραφειοκράτες, όπως εύστοχα τους χαρακτήρισε αείμνηστος Έλληνας διανοούμενος.
Συμπέρασμα είναι ότι τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, η πλατιά μάζα των πολιτών, η μεγάλη δεξαμενή των ψηφοφόρων, όπως άχαρα αποκαλείται, από όπου όλα τα πολιτικά κόμματα καλούνται να αλιεύσουν προτιμήσεις, η κοινωνία των εν δυνάμει υποστηρικτών και ψηφοφόρων, μελών ή όχι, η κοινωνία της ανησυχίας και της αμφισβήτησης, της κρίσης και της ευαισθησίας, της σκέψης και των ιδεών, η κοινωνία των πολιτών που μετακινούνται πολιτικά, ακόμη και ιδεολογικά αν θέλετε, σαν να θέλουν να θυμίσουν ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε καν στην πολιτική, η κοινωνία των ωραίων και έως τέλους αναποφάσιστων, που μετά το εκλογικό παραβάν παραμένουν ανικανοποίητοι, η κοινωνία όσων δεν ξέρουν ή δεν απαντούν στις δημοσκοπήσεις, όσων απέχουν στις εκλογές ή ψηφίζουν λευκό και άκυρο, όλη αυτή η κοινωνία των ετερόκλητων ανθρώπων και των ανθρώπινων διακυμάνσεων, η μία και μοναδική, παραμελείται συστηματικά, αν δεν αγνοείται, από τα πολιτικά κόμματα, συλλήβδην.
Ενημερώνεται βεβαίως, πληροφορείται για το λόγο και τη δράση των κομμάτων, αλλά μόνο από τα Μ.Μ.Ε., μέσω των οποίων και διαμορφώνεται, όπως λέγεται, η κοινή γνώμη, χωρίς καθόλου να υποτιμάται ο θετικός ρόλος του Διαδικτύου, σχετικά προσφάτως.
Αυτό όμως, δεν είναι ακριβώς επικοινωνία, ξεκάθαρα πράγματα, την υποβοηθά μεν, αλλά δεν είναι.
Κατ’ ακριβολογία βέβαια, συνιστά μορφή έμμεσης επικοινωνίας, πρωταρχικής, αποφασιστικής σημασίας για τη Δημοκρατία. Εύλογα τα κόμματα στράφηκαν στο θεσμικό ρόλο των Μ.Μ.Ε., αποβλέποντας ακριβώς στην μαζικότητα της απήχησής τους, περιήλθαν όμως στο διαχρονικό μεταπολιτευτικά λάθος, συνειδητό και ασύγγνωστο σε κάθε περίπτωση, να περιφρονήσουν κυριολεκτικά την κοινωνία.
Η έπαρση, η υπεροψία, υπό την ακατάσχετη ροπή της κομματικής τάξης για εξουσία, διαπέρασαν τον πολιτικό λόγο εξαρχής. Απέχει λοιπόν παρασάγγας το να συνομιλείς με τους εκπροσώπους των Μ.Μ.Ε. – δημοσιογράφους, όσο κι αν μεταφέρουν με ακρίβεια τα ερωτήματα και τις αγωνίες, τον παλμό της κοινωνίας για την τρέχουσα εκάστοτε επικαιρότητα, από το να συνομιλείς με τους ίδιους τους πολίτες, τους φορείς της λαϊκής βούλησης.
Η επικοινωνία απαιτεί αμεσότητα, δηλαδή συνάντηση και διάλογο. Είναι ένα μέγεθος που δεν υποκαθίσταται, μια κατ’ εξοχήν σύνθετη δραστηριότητα, ενεργή και δρώσα, δηλαδή κτίζεται με την ανταλλαγή, κατακτάται με επιχειρήματα και αμοιβαιότητα, μέσα από ερωτήματα και απαντήσεις, ανταπαντήσεις, απόψεις και επανατοποθετήσεις, απορίες, αμφισβητήσεις και διαψεύσεις, επαληθεύσεις και επαγωγές, διακοπές και εντάσεις, ακόμη και σιωπή, όταν είναι σημαίνουσα.
Η επικοινωνία πραγματώνεται μέσα από ώσμωση και θαυμαστές ζυμώσεις, δεν διεκπεραιώνεται, ούτε πληρούται, με εξαγγελίες και τοποθετήσεις κομματικών στελεχών ή ακόμη και στερεότυπες, άνυδρες συζητήσεις στην τηλεόραση, στις οποίες πλέον καταλήξαμε να αποβλέπουμε μόνο στην επάρκεια και τον συντονισμό του δημοσιογράφου, αδιαφορώντας σχεδόν για τους καλεσμένους του.
Στην χρονική διαδρομή της Μεταπολίτευσης, υπό την φρενίτιδα της προβολής και της δημοσιότητας, τα κόμματα διαδοχικά ανέδειξαν ως τηλεαστέρες μακράς καριέρας, ξέπνοους και αποστειρωμένους από το λαϊκό αίσθημα και τις κοινωνικές εξελίξεις κομματάρχες, απολύτως αβασάνιστους στο να ανιχνεύσουν την δυναμική που υποκινεί και διαμορφώνει τη λαϊκή βούληση.
Αυτοί οι κομματικοί γραφειοκράτες δίχως έρμα, μεταξύ άλλων ομοσταύλων τους, αποστέωσαν τον πολιτικό λόγο καθιστώντας τον μια κενολογία διανθισμένη με ρητορείες πολιτικής δήθεν γοητείας, ενώ έστρεψαν την πλάτη στους πολίτες καταργώντας εν τοις πράγμασιν το δημόσιο διάλογο, ο οποίος φυσικά δε νοείται χωρίς τη συμμετοχή του υποκειμένου της πολιτικής, δηλαδή την κοινωνία. Αντί δηλαδή να γίνουν οι εκφραστές, η γρηγορούσα συνείδηση της κοινωνίας, έχτισαν συντεχνίες.
Παρά την πλήρη αποξένωση της από την καθημερινότητα των πολιτών, υπό την πρωτοκαθεδρία της στους τηλεοπτικούς δέκτες, η κομματική ελίτ σπεύδει απτόητη, με περισπούδαστο ύφος γκουρού της ανάλυσης, να ερμηνεύσει δημοσκοπικά ή εκλογικά ποσοστά, αναζητώντας, όπως διακηρύσσει, την αληθή λαϊκή βούληση.
Πώς όμως να την ανιχνεύσει, όταν δεν γνωρίζει την λαϊκή ταυτότητα, δηλ. το προφίλ των ψηφοφόρων, το πώς και γιατί ψηφίζουν, όπως ψηφίζουν; Όταν δεν έχεις, στο μέτρο του δυνατού, εναργή πολιτική εικόνα της κοινωνίας, δεν μπορείς να δεις τους πολίτες πίσω από τους αριθμούς, βλέπεις μόνο αριθμούς.
Μοιραία λοιπόν ασχολούνται με αριθμούς και συγκυρίες, αντί να βγουν με ζήλο στους δρόμους, χωρίς σταματημό, να αντιληφθούν οι ίδιοι βιωματικά την ανθρωπογεωγραφία του εκλογικού σώματος, την ετερογένεια και τις ρευστότητές της, τις εκφάνσεις της πριν και μετά την κάλπη, να την ψηλαφίσουν δια ζώσης, συναντώντας την κατ’ ιδίαν αλλά και σε forum, δηλ. οργανωμένες συναθροίσεις, ελεύθερης, ακομμάτιστης, κυρίως απροκατάληπτης πολιτικής συζήτησης και προβληματισμού, όπου ο πολίτης θα δρα ως συνδιαμορφωτής του πολιτικού λόγου. Η ελληνική κοινωνία είναι από ετών έτοιμη και ώριμη να αφομοιώσει νοοτροπίες ουσίας και να καθιερώσει θεσμούς προαγωγής του πολιτικού γίγνεσθαι.
Να συναντήσει διαλεκτικά, η κάθε κομματική εκπροσώπηση, πέραν των υποστηρικτών της, ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, να συναντηθεί με τους πάντες ανεξαιρέτως, ιδιαιτέρως όσους κάνουν το πολιτικό παζλ αστάθμητο, ασφαλώς και τους αποπολιτικοποιημένους, να εξετάσει την κλίμακα προσέλκυσης ή απαρέσκειας που τους μετακινεί πολιτικά ή τους καθηλώνει στην αποχή, να δει ξεχωριστά τη διαμαρτυρία του λευκού, διότι συνιστά συμμετοχή, να διερευνήσει τη σιωπή άλλων πολιτών, όταν γίνεται υπεκφυγή, πρόσχημα.
Να ασχοληθεί επιτέλους, συστηματικά, με την κομματική ένταξη, όχι βέβαια την ιδιότητα του μέλους, αλλά με το πώς κάποιος αποφασίζει να ψηφίσει ένα πολιτικό κόμμα, πώς επιλέγει, με τι κριτήρια, έχει τεράστια, πολλαπλή σημασία. Οι πολίτες προσέρχονται ως ψηφοφόροι, κάθε ένας και πάντοτε με τον υποκειμενισμό, την ατομικότητά του, για διαφορετικούς όμως λόγους, ακόμη κι όταν επιλέγουν το ίδιο κόμμα.
Άλλος, ψηφίζοντας, εκφράζει ιδεολογικοπολιτική στέγαση, άλλος εκφράζει προτίμηση, αμιγώς ή όχι, σε πρόσωπα του ιδίου κόμματος, άλλος μεταφέρει σύμφωνος την πολιτική επιλογή που του κληροδότησαν οι γονείς του για το ίδιο πάντα κόμμα, άλλος διαφωνεί απολύτως μαζί τους μέχρι να φτάσει στην κάλπη, όπου τελικά συμπλέει για το ίδιο κόμμα, αφού στην Ελλάδα ο πολιτικός απογαλακτισμός από την οικογένεια είναι ακόμη σπάνιος, άλλος συνειδητά επιλέγει το ίδιο κόμμα μόνο για την αντιπολίτευση, οξύμωρο αλλά ακριβές, δεν θα το ψήφιζε εάν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να έρθει στην εξουσία.
Δεν υπάρχει λόγος να εξαντληθεί η περιπτωσιολογία, η πολυμορφία της προτίμησης, ακόμη και προς το ίδιο κόμμα, σηματοδοτεί την διαφορετικότητα ενός εκάστου εξ ημών, ας την αποδεχτούν οι κομματικοί ταγοί και τα επιτελεία τους, ας την μεταδώσουν στα μέλη τους, ας την εντάξουν στον λόγο τους. Δεν είναι οι ψηφοφόροι, δεν είμαστε, αν θέλετε, αυτοί που νομίζουν ή που θέλουν τα κόμματα να είμαστε, όσο επιχειρούν να μας ποδηγετήσουν χωρίς ενόραση, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς όνειρα.
Τόσες υποδείξεις, ως εδώ, για τόση κομματική παθογένεια που προεξετέθη, μαρτυρούν αδιάψευστα ότι οι πολίτες, στην πλειοψηφία τους ακόμη, προσέρχονται στις κάλπες, όχι υπό την κομματική έμπνευση και καθοδήγηση, κάθε άλλο, αλλά γιατί η πολιτική τους αφορά, απλά. Αντίθετα, η κομματική τάξη προκαλεί τόση άπωση, ώστε να έχει πολιτικά εκτοπίσει ή εξορίσει αν θέλετε, πάνω από το 1/3 των Ελλήνων, που σταθερά απέχουν στις εκλογές, αυτό λέγεται ερημιά, στην καρδιά των πολιτών με συναίσθηση.
Ας κοπάσουν λοιπόν οι ηχηρές, άδειες θριαμβολογίες πάνω από εκλογικά ποσοστά, ας σταματήσουν οι φιέστες, οι κομματικές παράτες, τα ξύλινα κοστούμια, η έπαρση, οι κόρνες, η εξουσιομανία, τα ταρατατζούμ. Ας επικρατήσει σύνεση, μετριοπάθεια, καταλαγή.
Ήρθε πια ο καιρός, το κομματικό σύστημα, φυσικά ανά πολιτικό κόμμα, δίπλα στη στήλη με το εκλογικό εκάστοτε ποσοστό του, να προσθέτει γόνιμα ως κουλτούρα του και μια υγιή, διαρκή, ενστικτώδη ανησυχία για το αν αυτό το ποσοστό είναι πράγματι απόρροια της ποιότητας του πολιτικού λόγου και της δράσης του στην κοινωνία των πολιτών ή όχι, καταρχήν. Εάν όντως είναι, στο μέτρο που κάθε φορά θα είναι, τότε θα εκφράζει ανάλογο βαθμό ικανοποίησης.
Η διακύμανση του, η ανά συγκυρία ρευστότητα του, αν θέλετε, καθιστά φυσικά τον επακριβή καθορισμό του βαθμού ικανοποίησης δυσχερή. Στην κοινωνία των διαρκών μεταβλητών, εξάλλου, όπου οι ενιαίες απαντήσεις δεν ενδείκνυνται, δηλαδή απαγορεύονται, δεσπόζει η σχετικότητα και επιβάλλεται η περίσκεψη. Μόνη της όμως, αφ’εαυτής, η έστω κατά προσέγγιση, ακόμη και κατά σοβαρή απόκλιση ανίχνευση του ζητούμενου βαθμού ικανοποίησης, ως εγκατεστημένη, εμπεδωμένη κομματική νοοτροπία, συνιστά αυτόματα και ραγδαία πραγματική μεταβολή στον πολιτικό χώρο, συνιστά αξία στα πολιτικά ήθη, τέτοια που προάγει την κομματική αντίληψη τόσο ώστε να την εξανθρωπίζει, αφού κάνει καλύτερους, περισσότερο συμμετοχικούς όλους εμάς τους κοινωνούς του πολιτικού λόγου.
Μετά από σαράντα χρόνια καθυστέρησης στον υπόνομο, άλλως ειπείν σε τραγική υποβάθμιση, είναι ιστορικά αναγκαίο, κυρίως όμως είναι δίκαιο, η ψήφος του Έλληνα πολίτη να αποκτήσει για πρώτη φορά διαβάθμιση, ανάλογα με το εάν τη συνοδεύει κάποιος βαθμός ικανοποίησης ή όχι.
GreekBloggers.com