25 Ιουνίου 2014

Π.Ρουμελιώτης: Οι πρώτες συζητήσεις στο ΔΝΤ για την Ελλάδα το 2010

Πολλές φορές έχει γίνει αναφορά στο βιβλίο του Παναγιώτη Ρουμελιώτη "Το Άγνωστο Παρασκήνιο της Προσφυγής στο ΔΝΤ". Αυτό είναι φυσιολογικό εφόσον ο συγγραφέας του, λόγω της θέσης του στο ΔΝΤ εκείνη την περίοδο, είναι ο πλέον αρμόδιος να μας δώσει την πληρέστερη δυνατή καταγραφή των γεγονότων που προηγήθηκαν της υπαγωγής της χώρας μας σε καθεστώς υποτέλειας και της εκχώρησης κάθε δικαιώματός της στους ξένους "δανειστές".
Από αυτό το βιβλίο διάλεξα ένα άκρως διαφωτιστικό απόσπασμα, στο οποίο περιλαμβάνονται οι πρώτες συζητήσεις που έγιναν στο Ταμείο για το θέμα της Ελλάδας. 
Γνωρίζοντας πλέον τα αποτελέσματα των ενεργειών εκείνων που βασίστηκαν στο καταγεγραμμένο αυτό σκεπτικό των "εμπειρογνωμόνων" του, μπορούμε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας τόσο για την ικανότητα αυτών που τα αποφάσισαν, όσο και για τον πατριωτισμό αυτών που δέχτηκαν να τα εφαρμόσουν!
(Τα bold στο κείμενο δικά μου)


ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΝΤ
 (ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010)
Την 1η Απριλίου 2010, το ΔΣ του Ταμείου συνεδρίασε στις 11 π.μ. με θέμα την Ελλάδα. Ο Ντομινίκ Στρος Καν με είχε ενημερώσει για τις επαφές του τόσο με την ελληνική κυβέρνηση όσο και με τους ηγέτες της Ευρωζώνης. Υπογράμμισε ότι δεν έπρεπε να γίνουν λάθη από την πλευρά των τελευταίων. Και επανέλαβε τη θέση του ότι, αν η Ελλάδα ζητούσε τη χρηματοδοτική στήριξη του ΔΝΤ, η διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη από 3 χρόνια, σε αντίθεση με ό,τι είχε προβλέψει η ΕΕ. Η χρηματοδοτική στήριξη του ΔΝΤ προς την Ελλάδα θα καθοριζόταν ανάλογα με την αντίστοιχη χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωζώνης, αλλά και ανάλογα με τη δυνατότητα της Ελλάδας να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Παράλληλα, επισήμανε ότι οι κανόνες του ΔΝΤ θα έπρεπε να γίνουν σεβαστοί από τους Ευρωπαίους και προειδοποίησε ότι μια ενδεχόμενη διαφωνία ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ευρωζώνη σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Τέλος, επέμεινε ότι, με καταληκτική ημερομηνία την 8η Απριλίου 2010, η Ελλάδα θα έπρεπε να ζητήσει προληπτικά τη συνδρομή του ΔΝΤ, δηλαδή τη δέσμευση κάποιων χρηματοδοτικών πόρων του Ταμείου, ανεξάρτητα αν τελικά θα τους χρησιμοποιούσε ή όχι. Έτσι θα καθησυχάζονταν οι αγορές και το ελληνικό spread θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί.
Οι θέσεις αυτές του Ντομινίκ Στρος Καν ήταν γνωστές στους Ευρωπαίους εταίρους και τις ελληνικές Αρχές.

Από την πλευρά τους, οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου είχαν διαπιστώσει τα εξής:
-    Η ελληνική οικονομία δεν ήταν ανταγωνιστική. Η ανταγωνιστικότητα της περιορίστηκε κατά 25% μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ενώ ο πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος από το μέσο κοινοτικό όρο. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών πληρωμών παρέμενε σε υψηλό επίπεδο (11% του ΑΕΠ), ακόμα και σε περιόδους ύφεσης. Είχαν εφαρμοστεί λίγες μεταρρυθμίσεις και η οικονομία παρέμενε σχετικά κλειστή.
-    Η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών ήταν αρνητική. Στη διάρκεια της περιόδου 2000-2009, οι αυξήσεις μισθών και επιδομάτων, οι φορολογικές απαλλαγές και οι μειώσεις των φόρων είχαν οδηγήσει στον περιορισμό των φορολογικών εσόδων κατά 3% του ΑΕΠ, στη διεύρυνση των δαπανών κατά 8% του ΑΕΠ, στην επιδείνωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 11% του ΑΕΠ, και στην αύξηση του δημόσιου χρέους στο 115% του ΑΕΠ το 2009.
-    Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης καθιστούσαν μη διαχειρίσιμο το βάρος του δημόσιου χρέους. Καθώς η Ελλάδα δε διέθετε εθνικό νόμισμα για να το υποτιμήσει και, άρα, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω μιας εσωτερικής υποτίμησης και της απαραίτητης δημοσιονομικής προσαρμογής, θα οδηγούνταν σε μια σοβαρή μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, των μισθών, των συντάξεων κ.λπ. Ήταν αναγκαία η επιβολή μεσοπρόθεσμων φορολογικών μέτρων για να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
-    Η δημοσιονομική προσαρμογή έπρεπε να γίνει με ρεαλιστικό τρόπο. Ακόμα και αν για μια πενταετία λαμβάνονταν ετησίως μέτρα της τάξης του 2-2,5% του ΑΕΠ ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος θα αυξανόταν στο 150% του ΑΕΠ το 2013. Αν η προσαρμογή γινόταν σε μικρότερο χρονικό διάστημα -αν, δηλαδή, μειωνόταν το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ το 2012 (όπως η Ευρωζώνη απαίτησε από την Ελλάδα να κάνει), τότε το εγχείρημα θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Θα περιοριζόταν σημαντικά η εγχώρια κατανάλωση, η οποία στήριζε κυρίως την ανάπτυξη λόγω του κλειστού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, με συνέπεια να είναι μεγαλύτερη η ύφεση και να υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις. Εξάλλου, οι μειώσεις στις δαπάνες και οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν περισσότερο χρόνο, ώστε να αποφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
-Το τραπεζικό σύστημα αποτελούσε ένα μεγάλο επιπλέον κίνδυνο. Μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν υπό πίεση και είχαν χάσει την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε ρευστότητα. Οι καταθέσεις είχαν μειωθεί. Οι τράπεζες είχαν αναγκαστεί να προσφύγουν στην ΕΚΤ, όμως η λύση αυτή δεν ήταν μακροπρόθεσμη. Καθώς θα αυξάνονταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να πραγματοποιήσει κεφαλαιακές ενέσεις για να σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα και να διασφαλίσει τις καταθέσεις. Έτσι, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους θα αυξάνονταν ακόμα περισσότερο.
- Οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα παρέμεναν υψηλές. Επειδή η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα απαιτούσε χρόνο και το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος θα αυξανόταν για μια επταετία, οι δανειακές ανάγκες υπολογίζονταν σε περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως το 2010-2012. Ακόμα και αν σε ετήσια βάση λαμβάνονται διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα της τάξης του 2 έως 2,5% του ΑΕΠ, το χρέος θα συνέχιζε την ανοδική του πορεία και δε θα υπήρχαν αρκετοί πόροι για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος.
- Οι κεφαλαιαγορές ήταν φοβισμένες. Οι αγορές αντιλαμβάνονταν τις δυσκολίες αυτές και θα άρχιζαν να πιέζουν μέσω της αύξησης του ελληνικού spread. Οι αγορές χρειάζονταν διαβεβαιώσεις άτι η Ελλάδα δε θα οδεύσει σε χρεοκοπία πριν δεσμεύσουν περισσότερα κεφάλαια στη χώρα. Τέλος, όσο πιο γρήγορα ενεργούσε η Ελλάδα μαζί με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, τόσο πιο εύκολα θα μειωνόταν το ελληνικό spread.
Η θέση του ΔΝΤ ήταν διαφορετική από την τιμωρητική στάση των «σκληρών» της Ευρωζώνης, οι οποίοι επιδίωκαν μικρή περίοδο προσαρμογής, αυστηρή λιτότητα, περιορισμό της κατανάλωσης, άμεσες μεταρρυθμίσεις και υψηλό επιτόκιο δανεισμού. Επιπλέον, το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι θα υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις εξαιτίας της μεγαλύτερης και σοβαρότερης ύφεσης στην περίπτωση που η Ελλάδα εφάρμοζε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής το οποίο είχε προτείνει η Ευρωζώνη, δηλαδή η Γερμανία και οι σύμμαχοί της στο Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωζώνης.
Δυστυχώς, όμως, το ΔΝΤ δεν επέμεινε μέχρι τέλους στις απόψεις του και η Ευρωζώνη κατάφερε να περάσει τους δικούς της στόχους. Οι προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων του Ταμείου επαληθεύτηκαν και η Ελλάδα πλήρωσε ένα υψηλό τίμημα, καθώς συρρικνώθηκε το ΑΕΠ της, αυξήθηκε η ανεργία, διογκώθηκε το δημόσιο χρέος, αποσταθεροποιήθηκε η κοινωνική συνοχή και η χύτρα βυθίστηκε σε πολιτική αστάθεια. Οι μετέπειτα προσπάθειες των Ευρωπαίων για χρονική επέκταση της αποπληρωμής του δανείου, μείωση του επιτοκίου και αναδιάρθρωση του χρέους έγιναν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, όταν οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη είχαν αποκτήσει δραματικές διαστάσεις και τα περιθώρια ελιγμών είχαν περιοριστεί σημαντικά.
Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε συμμαχήσει με το ΔΝΤ και να απαιτήσει καλύτερους όρους προσαρμογής και χρηματοδοτικής στήριξης από την Ευρωζώνη. 'Ομως, η άκαμπτη στάση των Γερμανών, των Ολλανδών, των Αυστριακών και των Φιλανδών, που εκβίαζαν εμμέσως πλην σαφώς την Ελλάδα με το δίλημμα «είτε θα δεχτείτε το μνημόνιο είτε θα εγκαταλείψετε την Ευρωζώνη», απέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση από το να κρατήσει μια σκληρή στάση.
Ο εκβιασμός των «σκληρών» της Ευρωζώνης αποδείχτηκε αποτελεσματικός, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τυχόν άρνηση της Ευρωζώνης να στηρίξει την Ελλάδα θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωζώνη. Και αυτό όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει στη Συνθήκη της ΕΕ διάταξη με την οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη, αλλά και επειδή η Ευρωζώνη ήταν απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από μια χρεοκοπία ή μια εθελοντική έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Εκείνη την εποχή, το μόνο που ενδιέφερε τη Γερμανία και τη Γαλλία ήταν να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των τραπεζών τους, που είχαν αγοράσει μαζικά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η έκθεση των ξένων τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ξεπερνούσε τα 76 δισεκατομμύρια ευρώ το Δεκέμβριο του 2009.
Για αυτό το λόγο, αλλά και για να αποφύγουν τις αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης από μια πιθανή πτώχευση της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης ήταν προετοιμασμένες για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας με τα απαραίτητα κεφάλαια, προκειμένου η χώρα μας να αποπληρώσει ένα μεγάλο ποσοστό των ελληνικών ομολόγων που είχαν στην κατοχή τους οι ξένες τράπεζες (κυρίως οι γερμανικές και οι γαλλικές) και να μην αναγκαστούν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης να αποζημιώσουν τις τράπεζές τους με λεφτά των φορολογουμένων τους ως συνέπεια μιας πιθανής άρνησης της Ελλάδας να αποπληρώσει τα ομόλογό της...
GreekBloggers.com