Αν και πολλοί θα ξεγελαστούν από τον τίτλο του σημερινού σημειώματος, νομίζοντας ότι αναφέρεται σε κάποιον πολιτικό (από τους πολλούς που θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός), η αλήθεια είναι ότι αφορά το ομότιτλο έργο του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι.
Αυτές τις μέρες αποφάσισα να ξεφύγω από την ενημέρωση στις πολιτικές εξελίξεις και να ολοκληρώσω την ανάγνωση βιβλίων που είχα ξεκινήσει να διαβάζω. Ανάμεσα σε αυτά διάβασα και το ολιγοσέλιδο διήγημα του ρώσου συγγραφέα με τον τίτλο "Το όνειρο ενός γελοίου".
Δεν θα κάνω ανάλυση, αφού δεν είμαι ειδικός· άλλωστε πιστεύω ότι τα λογοτεχνικά - όπως και τα άλλα έργα τέχνης - τα νιώθεις και πως χάνουν από την προσπάθεια περιγραφής τους με λέξεις.
Από αυτό, λοιπόν, το ανάγνωσμα διάλεξα τα πιο χαρακτηριστικά σημεία και πιστεύω πως οι αναγνώστες αυτού του blog θα καταλάβουν το λόγο που διάλεξα να μεταφέρω το συγκεκριμένο τμήμα του λογοτεχνικού αυτού έργου.

...Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ' αυτή την
άλλη γης, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας ηλιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον
παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού
αρχιπελάγους της γης μας∙ ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου κοντά στο αρχιπέλαγος.
Σ' εκείνα τα μέρη, όλα ήτανε ακριβώς όπως και σε
μας, κι όμως όλα ακτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι επίσημη χαρά, που έφτανε ως
το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς
την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια
ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι
είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να
ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή
του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη ‐ σμήνη τον αέρα, κι έρχονταν άφοβα ν'
ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα…
Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της
μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν.
Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους — ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης
μας δεν είχα δει τόση ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα
στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνεις κάτι σα μια μακρινή ανταύγεια,
μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε
ολοκάθαρα. Τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση
που είχε φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα
και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων!
Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα, από την πρώτη
ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνει το προπατορικό αμάρτημα: οι κάτοικοί της,
μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με
τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι οι ένοχοι προπάτορές μας, με
μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης ήτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί
οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα
χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου
κάναν ερωτήσεις∙ φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε: να διώξουνε
το γρηγορότερο αυτή την οδύνη που ήτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.