12 Φεβρουαρίου 2017

Στην Ελλάδα, οι τράπεζες προκάλεσαν την κρίση (του Éric Toussaint)

Ο γνωστός ιστορικός και πολιτικο-οικονομικός αναλυτής Éric Toussaint εκπόνησε πριν λίγες μέρες μια μελέτη με την οποία αποδεικνύει ότι η ελληνική κρίση που ξέσπασε το 2010 δεν είναι αποτέλεσμα υπέρμετρων δημόσιων δαπανών, αλλά προήλθε από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, καθώς και ότι το υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών καθώς και των χωρών που κυριαρχούν στην ευρωζώνη.
Από αυτή τη μελέτη παραθέτω στη συνέχεια το μεγαλύτερο τμήμα από την εισαγωγή, καθώς και κάποια άλλα χαρακτηριστικά σημεία.
Να σημειώσω, ότι στην εν λόγω μελέτη περιλαμβάνονται και πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν - σε αντίθεση με την κυριαρχούσα συστημική προπαγάνδα - ποιοι ευθύνονται για την επιβολή των μνημονίων (που οπωσδήποτε δεν είναι αυτοί που τα πληρώνουν), στοιχεία που θα παραθέσω σε επόμενο σημείωμα. 

... Για την περίοδο 1996-2008, εκ πρώτης όψεως, η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας μοιάζει με σαξές στόρυ! Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, στη συνέχεια, στην ευρωζώνη μοιάζει να πετυχαίνει. Το ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης είναι υψηλό, υψηλότερο από αυτό των πιο ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης.
Στην πραγματικότητα, η φαινομενική αυτή επιτυχία έκρυβε ένα ελάττωμα, όπως συνέβη σε πολλές άλλες χώρες: όχι μόνο στην Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρο, στις δημοκρατίες της Βαλτικής, στην Σλοβενία αλλά και στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Αυστρία,… τις οποίες η τραπεζική κρίση επηρέασε πολύ από το 2008. Και δεν πρέπει να ξεχάσουμε την Ιταλία, την οποία η τραπεζική κρίση πρόλαβε μερικά χρόνια αργότερα από τις άλλες οικονομίες. 
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η δημιουργία της ευρωζώνης γέννησε σημαντικές χρηματο-οικονομικές ροές, ασταθείς και συχνά κερδοσκοπικές, οι οποίες κατευθύνθηκαν από τις οικονομίες του Κέντρου (Γερμανία, Γαλλία, Μπενελούξ, Αυστρία…) προς τις χώρες της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σλοβενία, κλπ.). 
Οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα των οικονομιών του κέντρου δάνεισαν χρήματα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα των περιφερειακών οικονομιών διότι ήταν πιο επωφελές να επενδύσουν σε αυτές τις χώρες παρά στις εθνικές αγορές των οικονομιών του κέντρου. Η ύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος, του ευρώ, ενθάρρυνε τις ροές αυτές διότι δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος υποτίμησης σε περίπτωση κρίσης στις χώρες της περιφέρειας.

Αυτό δημιούργησε μια φούσκα ιδιωτικού χρέους, που αφορούσε κυρίως τον τομέα των ακινήτων αλλά και αυτόν της κατανάλωσης. Ο ισολογισμός των τραπεζών της περιφέρειας παρουσίασε σημαντική αύξηση. Στην Ιρλανδία, η κρίση εκδηλώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2008, όταν πτώχευσαν σημαντικές τράπεζες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ. Στην Ισπανία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, η κρίση ξέσπασε αργότερα, το 2009-2010.
Η έκρηξη της φούσκας του ιδιωτικού χρέους, το 2009-2010 (λόγω της διεθνούς ύφεσης που είχε ακολουθήσει την κρίση των subprimes στις ΗΠΑ και της διάδοσής της στις τράπεζες των ευρωπαϊκών οικονομιών του κέντρου), και ειδικότερα η κρίση του τραπεζικού τομέα, οδήγησαν σε μαζικές διασώσεις (bail-out) των ιδιωτικών τραπεζών. 
Οι διασώσεις αυτές προκάλεσαν τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους. Πράγματι, οι ενέσεις δημοσίων κεφαλαίων στις τράπεζες και οι άλλοι μηχανισμοί διάσωσης ήταν ιδιαίτερα ακριβοί.
Είναι προφανές ότι ΔΕΝ έπρεπε να πραγματοποιηθεί bail-out των τραπεζών και ότι ΔΕΝ έπρεπε να κοινωνικοποιηθούν οι ιδιωτικές ζημίες τους. 
Έπρεπε να γίνει bail-in των τραπεζών: να οργανωθεί η συντεταγμένη πτώχευσή τους και το κόστος της εξυγίανσης αυτής να πληρωθεί από τους μεγάλους ιδιώτες μετόχους και τους μεγάλους ιδιώτες πιστωτές. Έπρεπε επίσης να χρησιμοποιηθεί η ευκαιρία αυτή για να κοινωνικοποιηθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Δηλαδή, για να απαλλοτριωθεί ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας και να μετατραπεί σε δημόσια υπηρεσία. 
Όμως, υπήρχαν σημαντικοί δεσμοί, ακόμη και συνενοχή, μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών της ευρωζώνης και του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα. Οι κυβερνήσεις αποφάσισαν λοιπόν να χρησιμοποιήσουν το δημόσιο χρήμα για να σώσουν τις ιδιωτικές τράπεζες.
Εφόσον τα Κράτη της περιφέρειας δεν ήταν αρκετά ισχυρά οικονομικά για να οργανώσουν τα ίδια το bail-out των τραπεζών τους για να προστατεύσουν τις γαλλικές, γερμανικές και άλλες τράπεζες, οι κυβερνήσεις των οικονομιών του κέντρου (Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Αυστρία, κλπ.) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ενίοτε με την βοήθεια του ΔΝΤ) εφάρμοσαν τα θλιβερώς περίφημα Μνημόνια κατανόησης ή «πρωτόκολλα συμφωνίας». Χάρη σε αυτά τα μνημόνια, οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες και άλλα μεγάλα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας, της Γαλλίας, των χωρών του Μπενελούξ και της Αυστρίας (δηλαδή, ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας των οικονομιών του Κέντρου) κατάφεραν να μειώσουν την έκθεσή τους στις περιφερειακές οικονομίες. Οι κυβερνήσεις και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία αυτή για να ενισχύσουν την επίθεση του κεφαλαίου κατά της εργασίας αλλά και για να μειώσουν την δυνατότητα άσκησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη. 
Ο τρόπος με τον οποίο η ευρωζώνη κατασκευάστηκε και η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος είναι υπεύθυνοι για την κρίση των περιφερειακών χωρών που παρατηρούμε από το 2009-2010.
...
Έως το 1998, 70% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήταν δημόσιο. Οι πιστώσεις που χορηγούσαν οι τράπεζες εκπροσωπούσαν περί τα 80 δις € ενώ οι καταθέσεις εκπροσωπούσαν 85 δις €, σχέση που ήταν ένδειξη καλής υγείας (βλ. πιο κάτω). Στη συνέχεια, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Κατά την περίοδο 1998-2000, οι δημόσιες τράπεζες πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές στο ιδιωτικό κεφάλαιο και αναδύθηκαν τέσσερις μεγάλες τράπεζες που εκπροσωπούσαν το 65 % της τραπεζικής αγοράς: η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, η Alpha Bank, η Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς. Από τις τέσσερις αυτές τράπεζες, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας παρέμενε υπό έμμεσο έλεγχο του Κράτους.
Κατά την ίδια περίοδο η κυβέρνηση Σημίτη στήριξε τις ιδιωτικές τράπεζες (που μείωσαν τα επιτόκια των καταθέσεων) με μια επιθετική επικοινωνιακή εκστρατεία με στόχο να παρακινήσει τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης, τις επιχειρήσεις καθώς και τα συνταξιοδοτικά ταμεία να επενδύσουν στο χρηματιστήριο. Έτσι, η κυβέρνηση δεν φορολογούσε πλέον τις υπεραξίες των κινητών αξιών. Αυτή η οικονομία-καζίνο κατέληξε να δημιουργήσει μια χρηματιστηριακή φούσκα η οποία έσκασε το 2000, προκαλώντας δραματικές απώλειες στα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το συνταξιοδοτικό σύστημα που είχαν επενδύσει σημαντικά ποσά. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η χρηματιστηριακή φούσκα έδωσε την ευκαιρία στους πλούσιους επενδυτές να προχωρήσουν, ανενόχλητα, σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά πολύ κατά την δεκαετία του 2000. Τα νοικοκυριά, στα οποία οι τράπεζες και όλος ο ιδιωτικός εμπορικός τομέας (μεγάλη διανομή, αυτοκίνητα, κατασκευές,…) πρότειναν δελεαστικούς όρους πίστωσης, προσέφυγαν μαζικά στον δανεισμό, όπως και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες που μπορούσαν να δανείζονται με χαμηλό κόστος (χαμηλά πραγματικά επιτόκια που οφείλονταν ειδικότερα στον πληθωρισμό που ήταν σημαντικότερος στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις πιο βιομηχανοποιημένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Μπενελούξ, …). Πέραν αυτών, η μετάβαση στο ευρώ[9] είχε προκαλέσει σημαντική αύξηση του κόστους ζωής για τα νοικοκυριά, σε μια χώρα όπου οι δαπάνες για βασικά είδη διατροφής αποτελούσαν περίπου 50% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Ο ιδιωτικός δανεισμός ήταν ο κινητήριος μοχλός της οικονομίας της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία και σε άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ που προσχώρησαν στην ΕΕ. Χάρη στο ισχυρό ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες (στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε τις ελληνικές θυγατρικές των ξένων τραπεζών) μπορούσαν να επεκτείνουν τις διεθνείς τους δραστηριότητες και να χρηματοδοτήσουν τις εθνικές τους δραστηριότητες με μικρότερο κόστος. Και δανείστηκαν με φρενήρη ρυθμό.

Χάρη στην τεράστια ρευστότητα που τέθηκε στη διάθεσή τους από τις κεντρικές τράπεζες το 2007-2009, οι τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης (προπάντων οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες αλλά και οι ιταλικές, βελγικές, ολλανδικές, βρετανικές, του Λουξεμβούργου…) συνέχισαν να δανείζουν μαζικά την Ελλάδα (τόσο τον ιδιωτικό τομέα αλλά και τον δημόσιο τομέα). Πρέπει να προσθέσουμε σε αυτές και τράπεζες της Ελβετίας και των ΗΠΑ. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, για τους τραπεζίτες της Δυτικής Ευρώπης, η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ αποτέλεσε πρόσθετη ένδειξη εμπιστοσύνης και ήταν πεπεισμένοι ότι τα αντίστοιχα Κράτη τους θα τους στήριζαν σε περίπτωση προβλήματος. Τους τραπεζίτες αυτούς δεν τους απασχόλησε το αν η Ελλάδα ήταν σε θέση να αποπληρώσει το δανεισμένο κεφάλαιο και θεώρησαν ότι μπορούσαν να αναλάβουν πολύ υψηλά ρίσκα στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα, η Ιστορία τους δικαίωσε: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και, ειδικότερα, η γαλλική και η γερμανική κυβέρνηση παρείχαν αμέριστη στήριξη στους ιδιώτες τραπεζίτες της Δυτικής Ευρώπης. Αποδεχόμενοι όμως να κοινωνικοποιήσουν τις ζημίες των τραπεζών, οι ευρωπαίοι κυβερνώντες οδήγησαν τα δημόσια οικονομικά σε άθλια κατάσταση.

Η συντριπτική πλειοψηφία του εξωτερικού ελληνικού χρέους κατέχονταν από ευρωπαϊκές τράπεζες, ειδικότερα από γαλλικές, γερμανικές, ιταλικές, βελγικές, ολλανδικές, βρετανικές τράπεζες αλλά και τράπεζες του Λουξεμβούργου.

Στο τέλος του 3ου τριμήνου του 2009, η Ελλάδα είχε χρέος ύψους περίπου 390 δις δολαρίων. Σχεδόν τα τρία τέταρτα του χρέους αυτού βρίσκονται στην κατοχή ξένων θεσμών, κατά πλειοψηφία ευρωπαϊκών.

Οι ελληνικές τράπεζες ώθησαν τους πελάτες τους να καταφύγουν μαζικά στον δανεισμό για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωσή τους. Οι πιστώσεις προς τα νοικοκυριά πενταπλασιάστηκαν μεταξύ 2001 και 2008. Όσο για τον δανεισμό των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, πολλαπλασιάστηκε επί 2,5. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο, οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν τις χορηγήσεις δανείων προς το δημόσιο.

Το 1998, οι καταθέσεις στις τράπεζες αντιπροσώπευαν περισσότερο από το διπλάσιο των χορηγούμενων δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, σημάδι υγιούς κατάστασης. Αντίθετα, το 2008 η κατάσταση παρουσιάζει αρνητική εξέλιξη: οι καταθέσεις είναι πλέον λιγότερες σε σχέση με τα δάνεια.

Μια από τις ιδιαιτερότητες της κρίσης των ελληνικών τραπεζών συνίσταται στον συνδυασμό του μικρού ποσού των ιδίων κεφαλαίων και του αυξανόμενου αριθμού μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η αντίδραση των ελληνικών τραπεζών απέναντι στην κρίση που είχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό προκαλέσει και στην διεθνή ύφεση που κτύπησε την ελληνική οικονομία επιδείνωσε την κατάσταση. Ενώ η χορήγηση ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα στα πλαίσια του ευρωσυστήματος λάμβανε χώρα με πρόσχημα να βοηθηθούν οι τράπεζες ώστε να χορηγήσουν δάνεια στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να ανακάμψει η οικονομία, οι τράπεζες έπραξαν το αντίθετο. Οι ελληνικές τράπεζες έκλεισαν την βρύση του δανεισμού προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, γεγονός που επέτεινε την κρίση. 
Πρέπει βέβαια να προσθέσουμε ότι η πολιτική εντατικής λιτότητας που επέβαλαν η τρόικα και η ελληνική κυβέρνηση από το 2010 μείωσε τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αύξησε την τάση τους να αθετούν την υποχρέωση πληρωμής.

Αν πιστέψει κανείς τον κυρίαρχο σε διεθνές επίπεδο λόγο, το μνημόνιο του 2010 αποτελούσε την μοναδική δυνατή λύση στην κρίση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών. Σύμφωνα με αυτήν την ψευδή εξήγηση, το ελληνικό Κράτος επέτρεψε στους Έλληνες να επωφεληθούν ενός γενναιόδωρου συστήματος κοινωνικής προστασίας, ενώ δεν κατέβαλαν φόρους (υπενθυμίζουμε ότι η Κριστίν Λαγκάρντ, ως γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, δήλωσε ότι οι Έλληνες δεν πλήρωναν σχεδόν καθόλου φόρους, παραβλέποντας το γεγονός ότι στους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους γίνεται παρακράτηση των φόρων τους στην πηγή). Γι’ αυτούς τους ηθικολόγους της δεκάρας, είναι οι αλόγιστες δαπάνες οι οποίες, λένε, οδήγησαν σε δραματική αύξηση του δημόσιου χρέους και του δημόσιου ελλείμματος. Σύμφωνα με το αφήγημά τους πάντα, οι χρηματαγορές αντιλήφθηκαν τελικά τον κίνδυνο και αρνήθηκαν να συνεχίσουν την χρηματοδότηση των σπάταλων Ελλήνων. Μετά από την άρνηση αυτή, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ αποφάσισαν, σε μια μεγάλη κίνηση γενναιοδωρίας, να ενώσουν τις προσπάθειές τους και να προστρέξουν σε βοήθεια του ελληνικού λαού, αν και δεν το άξιζε, και συγχρόνως να υπερασπιστούν την μακροβιότητα της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής κατασκευής.

Στην πραγματικότητα, όπως έδειξε και η Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, η πραγματική αιτία της κρίσης προέρχονταν από τον τραπεζικό τομέα, τόσο εξωτερικό όσο κι εσωτερικό, και όχι από το δημόσιο χρέος. Το ιδιωτικό χρέος ήταν σαφώς ανώτερο από το δημόσιο χρέος.
Τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ/Κεντρική τράπεζα της Ελλάδας κυμαίνονταν μεταξύ 40 και 55 δις. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε μεταξύ 6 και 8% αυτής της πιστωτικής διευκόλυνσης της ΕΚΤ, ενώ οι ελληνικές τράπεζες δεν εκπροσωπούσαν παρά μόνο 2% των τραπεζικών ενεργητικών της ευρωζώνης.

Κατά την διάρκεια του φθινοπώρου του 2009, οι διευθύνοντες της ΕΚΤ άφησαν να εννοηθεί ότι σχεδίαζαν να θέσουν τέλος σε αυτήν την πιστωτική διευκόλυνση. Αυτό προκάλεσε εντονότατες ανησυχίες στην πλευρά των ξένων πιστωτών των ελληνικών τραπεζών αλλά και στους ίδιους τους Έλληνες τραπεζίτες. Αν οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν την αποπληρωμή των χρεών τους προς τις ξένες τράπεζες, υπήρχε κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή κρίση. Σύμφωνα με τους μεγάλους, ξένους, ιδιώτες πιστωτές των ελληνικών τραπεζών, η μοναδική λύση για να αποφευχθεί η πτώχευση των ελληνικών τραπεζών (και οι ζημίες που θα σήμαινε αυτή για τις ξένες τράπεζες) ήταν να γίνει η ανακεφαλαιοποίησή τους από το Κράτος το οποίο θα τους χορηγούσε επίσης εγγυήσεις ποσού σαφώς μεγαλύτερου από αυτό που τους είχε χορηγηθεί από τον Οκτώβρη του 2008. Αυτό συνεπάγονταν επίσης ότι η ΕΚΤ θα διατηρούσε την πιστωτική διευκόλυνση που τους είχε παράσχει.

Από την πλευρά του, ο Γιώργος Παπανδρέου, που μόλις είχε κερδίσει με μεγάλη διαφορά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, αντελήφθη ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τα μέσα να σώσει τους έλληνες τραπεζίτες παρ’ όλη την καλή του θέληση (βλέπε, την συνενοχή του) απέναντί τους. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι της Νέας Δημοκρατίας, που μόλις είχαν χάσει τις εκλογές, είχαν την ίδια άποψη.
Αντί να πράξει ώστε να επωμιστούν το κόστος αυτής της τραπεζικής κρίσης εκείνοι που έφεραν την ευθύνη της, τόσο ξένοι όσο και Έλληνες (δηλαδή, οι ιδιώτες μέτοχοι, οι διοικητές των τραπεζών, οι ξένες τράπεζες και άλλοι χρηματιστικοί οργανισμοί που είχαν συμβάλλει στην δημιουργία της κερδοσκοπικής φούσκας), ο Παπανδρέου δραματοποίησε την κατάσταση του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος για να δικαιολογήσει μιαν εξωτερική επέμβαση που θα έφερνε αρκετά κεφάλαια ώστε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση των τραπεζών. Η κυβέρνηση Παπανδρέου κατέφυγε στην παραποίηση των στατιστικών του ελληνικού χρέους, όχι για να το μειώσει (όπως υποστηρίζει το κυρίαρχο αφήγημα) αλλά για να το αυξήσει (βλ. το πλαίσιο με θέμα την παραποίηση). Ήθελε να αποφύγει σημαντικές ζημίες για τις ξένες τράπεζες (κατά κύριο λόγο γαλλικών και γερμανικών) και να προστατέψει τους ιδιώτες μετόχους καθώς και τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών. Επέλεξε να αφεθεί στην «διεθνή βοήθεια» αναφερόμενος στην ψευδή πρόφαση της «αλληλεγγύης» διότι ήταν βέβαιος πως δεν θα μπορούσε να πείσει το εκλογικό του σώμα να κάνει θυσίες για να προστατέψει τις μεγάλες γαλλικές, γερμανικές και άλλες τράπεζες και τους Έλληνες τραπεζίτες.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, πριν αρχίσουν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας, η χώρα μπορούσε να δανειστεί με πολύ συμφέροντα επιτόκια, τόσο πολύ οι τραπεζίτες, κυρίως, αλλά και άλλοι θεσμικοί επενδυτές (οι ασφαλιστικές εταιρίες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία) ήθελαν με ζήλο να της δανείσουν χρήματα. Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου 2009, εξέδωσε ομόλογα Δημοσίου (T-Bills) τρίμηνης λήξης πολύ χαμηλής απόδοσης (yield): 0,35 %. Την ίδια μέρα, πραγματοποίησε και άλλη έκδοση, ομολόγων εξάμηνης λήξης, με απόδοση 0,59 %. Επτά μέρες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 2009, εξέδωσε ομόλογα ενός έτους με απόδοση 0,94 %. Ήταν λιγότερο από έξι μήνες πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση όταν οι ξένες τράπεζες έκλεισαν την βρύση του δανεισμού. Οι οίκοι αξιολόγησης έδιναν εξαιρετική βαθμολογία στην Ελλάδα και στις τράπεζες που την δάνειζαν ξανά και ξανά. Δέκα μήνες αργότερα, για να εκδώσει ομόλογα εξάμηνης λήξης, έπρεπε να δώσει απόδοση 4,65% (δηλαδή, 8 φορές παραπάνω). Πρόκειται περί θεμελιώδους αλλαγής περιστάσεων. Τον Σεπτέμβριο του 2009, το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογα εξαετούς λήξης με 3,7 %, δηλαδή, απόδοση παρόμοια με αυτήν του Βελγίου ή της Γαλλίας και όχι πολύ διαφορετική από της Γερμανίας...
Όταν στις 20 Οκτωβρίου 2009 η ελληνική κυβέρνηση πούλησε T-Bills τριών μηνών με απόδοση 0,35 %, στόχευε να συγκεντρώσει το ποσό των 1.500 εκατομμυρίων ευρώ. Οι έλληνες και ξένοι τραπεζίτες (και άλλοι επενδυτές) πρότειναν σχεδόν 5 φορές αυτό το ποσό, ήτοι 7.040 εκατομμύρια. Τελικά, η κυβέρνηση αποφάσισε να δανειστεί 2.400 εκατομμύρια. Δεν θα ήταν υπερβολή, λοιπόν, να πούμε ότι οι τραπεζίτες επιζητούσαν να δανείσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.

...Αν το ΔΝΤ και η ΕΚΤ δεν επιθυμούσαν μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010, είναι διότι η γαλλική, η γερμανική, η ολλανδική αλλά και μερικές άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης ήθελαν να δώσουν χρόνο σε αυτές τις τράπεζες για να μεταπωλήσουν τους ελληνικούς τίτλους που είχαν αγοράσει και για να αποδεσμευτούν γενικά από την Ελλάδα. Και, πράγματι, οι ξένες τράπεζες ξεφορτώθηκαν τις απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας μεταξύ Μαρτίου 2010 και Μαρτίου 2012, οπότε και μια μείωση του ελληνικού χρέους έλαβε τελικά χώρα.

Αν η τότε ελληνική κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου δέχτηκε να μην γίνει κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους όταν τέθηκε σε εφαρμογή το μνημόνιο του Μαΐου του 2010, είναι διότι ήθελε επίσης να δώσει χρόνο στις ελληνικές τράπεζες να μεταπωλήσουν ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών τίτλων τους που κινδύνευαν να χάσουν αργότερα την αξία τους όταν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες θα είχαν μπορέσει να αποδεσμευτούν...

Συμπέρασμα
Η ελληνική κρίση που ξέσπασε το 2010 προκλήθηκε από τις τράπεζες (ξένες και ελληνικές) και όχι από υπερβάλλουσες δημόσιες δαπάνες από μέρους ενός δήθεν ιδιαίτερα γενναιόδωρου, στον κοινωνικό τομέα, Κράτους. Η κρίση ξέσπασε όταν οι ξένες ιδιωτικές τράπεζες έκλεισαν την βρύση των πιστώσεων, πρώτα στον ιδιωτικό και, μετά, στον δημόσιο τομέα. Το υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών καθώς και των χωρών που κυριαρχούν στην ευρωζώνη. Τα χρέη που απαιτούνται από την Ελλάδα από το 2010 είναι επονείδιστα διότι συσσωρεύτηκαν για να επιτευχθούν στόχοι οι οποίοι είναι σαφώς σε αντίθεση με τα συμφέροντα του πληθυσμού. Οι πιστωτές το γνώριζαν και εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Τα χρέη αυτά πρέπει να διαγραφούν.

GreekBloggers.com