9 Νοεμβρίου 2013

Τα Οικονομικά της Γερμανίας του Μεσοπολέμου

Η ιστορία διδάσκει. 
Τα τελευταία τρία χρόνια ακούγεται πολύ συχνά η σύγκριση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας με τη γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Πολλοί είναι αυτοί που δεν ξέρουν τί ακριβώς συνέβαινε εκείνα τα χρόνια, που ακολούθησαν την ήττα της Γερμανίας στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βρήκα ένα άρθρο του Γιώργου Καρακατσάνη που περιγράφει πολύ συνοπτικά την οικονομική κατάσταση της Γερμανίας μεταξύ 1919 και 1933. Το αναδημοσιεύω για όσους δεν αρέσκονται στις λεπτομερείς ιστορικές εξιστορήσεις.

Ανάμεσα στις άλλες σκέψεις που μου γεννήθηκαν ξαναδιαβάζοντας για εκείνη την περίοδο, είναι και αυτή: "Η Γερμανία τότε ηττήθηκε σε έναν πόλεμο που η ίδια προκάλεσε και γι'αυτό αναγκάστηκε να αποζημιώσει τους νικητές για την οικονομική ζημιά που τους είχε προκαλέσει. Σήμερα, πάλι η Γερμανία έχει προκαλέσει έναν (οικονομικό) πόλεμο που έχει καταστρέψει τα κράτη της νότιας Ευρώπης, μέχρι στιγμής. Όταν θα ηττηθεί και σ'αυτόν τον πόλεμο, θα κληθεί να αποζημιώσει τα κράτη που κατέστρεψε;" Τι ρωτάω; σκέφτεστε τώρα. 'Ονειρα φθινοπωρινής νυκτός.   
Και μια άλλη σκέψη: "Η Γερμανία έζησε αυτή την "περιπέτεια", επειδή έχασε έναν πόλεμο. Η Ελλάδα ποιόν πόλεμο έχασε; Ο δικός της πόλεμος ήταν η εναλλαγή στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, τα δυο κόμματα που συνεχίζουν το έργο τους ενωμένα πλέον".
Και μην πει κάποιος ότι τα μνημόνια είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης, γιατί υπάρχουν και άλλα κράτη που αντιμετωπίζουν τις ίδιες "δυσκολίες", αλλά δεν τους έχουν επιβληθεί μνημόνια υποτέλειας.
Ας δούμε, όμως, τι γράφει στο άρθρο του ο Γ.Καρακατσάνης...



Η κρίση που περνάει η χώρα περιγράφεται από πολλούς σαν πρωτόγνωρη και συγκρίνεται μόνο με την καταστροφή που επιφέρει ένας πόλεμος. Η Ελλάδα παρουσιάζεται σαν τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης. Μια χώρα πλήρως αφερέγγυα και ανάξια της εμπιστοσύνης των εταίρων της. Τα χρέη της χώρας είναι αδύνατο να αποπληρωθούν και οι δανειστές μας αναγκάζονται να επιβάλλουν αποικιοκρατικούς όρους για να εισπράξουν τα χρήματα που τους οφείλονται. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει βρεθεί σε παρόμοια θέση πολλές φορές στο παρελθόν. Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα που έχει βρεθεί σε παρόμοια δύσκολη θέση. Ακόμα και η Γερμανία, η οποία σήμερα κρατάει τα σκήπτρα της ηθικής στην Ευρώπη και είναι υπέρμαχος της σωστής δημοσιονομικής διαχείρισης έχει βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση στο παρελθόν. Οι ομοιότητες μάλιστα με τη σημερινή Ελλάδα είναι συγκλονιστικές.

Ήταν το έτος 1919. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει. Η Γερμανία είχε υποστεί μια ταπεινωτική ήτα. Η ήττα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που είχε υποστεί η Γερμανία στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η χώρα δεν είχε καταληφθεί από τους εισβολείς ούτε είχε ισοπεδωθεί. Αντίθετα η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία είχε αναγκαστεί να συνθηκολογήσει. Σε ένα βαγόνι τρένου στο δάσος του Compiègne [1] υπογράφηκε η συνθήκη των Βερσαλλιών. Η Γερμανία θεωρήθηκε ένοχη για όλες τις ζημιές και τις απώλειες που υπέστησαν οι σύμμαχοι κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1921 μια επιτροπή αποτελούμενη από αντιπροσωπείες των συμμάχων όρισε τις αποζημιώσεις που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία στα 269 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα. Σημαντικό μέρος των πληρωμών θα γινόταν σε είδος, ατσάλι, άνθρακας, τηλεγραφόξυλα κλπ.. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε 100.000 τόνους χρυσού. Πάνω από το 50% όλου του χρυσού που είχε εξορυχθεί ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία, ο οποίος υπολογιζόταν στις 165.000 τόνους. Αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά το χρέος μειώθηκε στα 226 δισεκατομμύρια μάρκα.
Η Γερμανία ξεκάθαρα δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει αυτό το χρέος. Το 1923 η Γερμανία κήρυξε στάση πληρωμών στην παράδοση άνθρακα και ατσαλιού. Σαν αντίποινα Γάλλοι και Βέλγοι στρατιώτες κατέλαβαν την κοιλάδα του Ruhr, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες γερμανικές βιομηχανίες ατσαλιού και άνθρακα. Η κατοχή της κοιλάδας είχε καταστροφικά αποτελέσματα στο ηθικό των Γερμανών, των οποίων η παραγωγικότητα έπεσε δραματικά στη θέα Βέλγων και Γάλλων στρατιωτών να φορτώνουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παρήγαγαν και να τα μεταφέρουν στις χώρες τους.
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως ονομαζόταν η πρώτη δημοκρατία που γνώριζε η Γερμανία αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα στην προσπάθειά της να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις που προέκυπταν από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Υποχρεώσεις που μεγάλο τμήμα της Γερμανικής κοινωνίας δε θεωρούσε εφαρμοστέες. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που υπέγραψαν τη συνθήκη θεωρήθηκαν προδότες, μιας και ο λαός μέχρι το τέλος πίστευε ότι ο πόλεμος θα κερδηθεί. Τους ονόμαζαν εγκληματίες του Νοέμβρη. Η περίοδος μεταξύ της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία χαρακτηρίστηκε από μηδενική εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Οι κυβερνήσεις που σχηματιζόταν ήταν πολύ βραχύβιες και αποτελούνταν από μικρής συνοχής κυβερνητικούς συνασπισμούς. Το βασικό πρόβλημα για το λαό ήταν ότι δε μπορούσε να εκλέξει τους πολιτικούς που ήθελε. Ψήφιζε απλώς ένα κόμμα και στο τέλος ανάλογα με την εκλογική δύναμη κάθε κόμματος, αυτό εξέλεγε βουλευτές από μια λίστα προτεραιότητας.
Το 1923 είχε γίνει ξεκάθαρο ότι η Γερμανία δε θα μπορούσε να αποπληρώσει το χρέος της. Η λύση που προτάθηκε ήταν η επιμήκυνση. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του σχεδίου Dawes η Γερμανία θα πλήρωνε 1 δις μάρκα την πρώτη χρονιά, παίρνοντας χρόνο μέχρι να ανακάμψει η οικονομία της και 2,5 δις τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα αμερικανικές τράπεζες δάνεισαν μεγάλα ποσά στη Γερμανία με μοναδικό σκοπό την ανάπτυξη της οικονομίας της. Τα χρήματα μόνο για λίγο έμειναν στη Γερμανία. Χρησιμοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της Γερμανίας προς τους συμμάχους.
Παρά τις προσπάθειες το σχέδιο Dawes δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η Γερμανία συνέχισε να μαραζώνει. Ο πληθωρισμός κάλπαζε και ο λαός εξαθλιωνόταν. Οι σύμμαχοι, οι οποίοι επιτηρούσαν από κοντά τη Γερμανική οικονομία εισήγαγαν νέο σχέδιο. Το σχέδιο Young. Το σχέδιο προέβλεπε ένα άνω του 50% κούρεμα του χρέους της χώρας. Επιπρόσθετα οι ετήσιες πληρωμές των 2,5 δις που προέβλεπε το σχέδιο Dawes χωρίστηκαν στα δύο. Το ένα τρίτο ήταν αδιαπραγμάτευτο. Η Γερμανία θα το πλήρωνε ήθελε δεν ήθελε. Τα άλλα δύο τρίτα θα μπορούσαν να μη πληρωθούν. Οι τόκοι τους, που θα συσσωρεύονταν, θα χρηματοδοτούνταν από μια κοινοπραξία αμερικανικών τραπεζών. Παράπλευρα το σχέδιο προέβλεπε την ίδρυση μιας διεθνούς τράπεζας, η οποία θα χειριζόταν τις πληρωμές των αποζημιώσεων. Έτσι προέκυψε η Τράπεζα Διεθνών Συμβιβασμών.
Παρά τα σχέδια Dawes και Young το χρέος συνέχισε να είναι μη εξυπηρετήσιμο. Η πολιτική αστάθεια κατέστησε τη χώρα ακυβέρνητη. Το 1930 επιστρατεύθηκε ο Heinrich Brüning, τεχνοκράτης που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Brüning πίστευε ότι η Γερμανία δε θα μπορούσε να ορθοποδήσει αν δεν αποπλήρωνε το χρέος της. Ακολούθησε μια καταστροφική πολιτική εσωτερικής υποτίμησης ως αντιστάθμισμα στον πληθωρισμό που μάστιζε την οικονομία για μια δεκαετία. Μείωσε τις κρατικές δαπάνες (επιδόματα ανεργίας και μισθούς στο δημόσιο) και αύξησε τους φόρους σε μια προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων με σκοπό την αποπληρωμή του χρέους. Επέβαλε φόρους στη μπίρα, τον καπνό, τη ζάχαρη, το μεταλλικό νερό, ακόμα και στους άγαμους άνδρες.
Στο μεταξύ το ναζιστικό κόμμα κέρδιζε σε δημοφιλία. Το 1932 ο Brüning εγκατέλειψε το αξίωμά του. Υπήρξε ο προτελευταίος καγκελάριος της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μετά το πέρας της θητείας του ως Καγκελάριος, άφησε τη χώρα και έγινε καθηγητής στο Harvard.
Το 1933 το ναζιστικό κόμμα ήρθε στην εξουσία και ανέστειλε τις πληρωμές αποζημιώσεων…
 [1] Στο ίδιο βαγόνι ανάγκασε ο Χίτλερ τους Γάλλους να υπογράψουν τη συνθήκη παράδοσής τους το 1940, ενώ πριν το τέλος του πολέμου διέταξε την ανατίναξή του, για να αποφύγει τη δεύτερη συνθηκολόγηση της Γερμανίας στο ίδιο σημείο.
GreekBloggers.com