Πόσο έχουν ωφελήσει τα μνημόνια τους Έλληνες πολίτες (που - αντίθετα από πολίτες άλλων κρατών - είναι κλέφτες, τεμπέληδες, ψεύτες κι έχουν ένα σωρό άλλα ελαττώματα) και πως οι Γερμανοί είναι φίλοι μας και θέλουν το καλό μας (και να μας στρώσουν!), το έχουμε εμπεδώσει ακούγοντας ολημερίς τις "αναλύσεις" των συστημικών καναλιών. Και αρκεί, φυσικά, να μην βλέπουμε την εξέλιξη των πραγματικών οικονομικών στοιχείων της χώρας αλλά και του νοικοκυριού μας.
Δεν κάνει κακό όμως να διαβάζουμε αναλύσεις και άλλου ύφους, όπως αυτή του Θέμη Τζήμα που αναδημοσιεύω στη συνέχεια.
Η πολιτειακή κρίση στην Ιταλία δεν αποτελεί μια επανάληψη απλά της κρίσης στην Ελλάδα αλλά μια ποιοτική αναβάθμισή της. Θυμίζει πώς ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός έχει «καταπιεί» τον πολιτικό φιλελευθερισμό, επιδεικνύοντας οριακά και όχι πάντα, ανοχή ακόμα και στις τυπικές εκδηλώσεις του τελευταίου. Καταδεικνύει μάλιστα, γιατί και πώς η Ευρωζώνη μετατρέπεται σε μεγεθυντικό φακό της παραπάνω συνθήκης, εντείνοντας εξαιτίας όχι των «αντί- συστημικών» αλλά των «συστημικών» της δυνάμεων τη δική της, υπαρξιακή κρίση.
Στην Ιταλία είχαμε δημοκρατικές εκλογές - με βάση τα δυτικά πρότυπα. Και πάλι με βάση τα δυτικά πρότυπα, μετά τις εκλογές είχαμε μια πρόταση κυβερνητικού συνασπισμού της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, το πρόγραμμα του οποίου για την οικονομία απείχε από τις θεωρούμενες ως ριζοσπαστικές υποσχέσεις των δύο κομμάτων αρκετά έως πολύ.
Υποσχέσεις που είχαν να κάνουν με μια μάλλον θολή Κεϋνσιανή πρόταση και οι οποίες μετεκλογικά μετετράπησαν σε ένα μείγμα οικονομικού φιλελευθερισμού, με «ολίγη» από κεϋνσιανή αναδιανομή εισοδημάτων και δειλές προσπάθειες ανάταξης της παραγωγικής δυναμικής της Ιταλίας. Στην πιο «ριζοσπαστική» του ανάγνωση και σε ό,τι αφορά την προτεινόμενη οικονομική πολιτική θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για ένα δεξιό, σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα.
Και όμως: σε μια πρωτοφανή του κίνηση, ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του τη βούληση της πλειοψηφίας, μη δεχόμενος ευρωσκεπτικιστή υπουργό οικονομικών, ακόμα και αν ο τελευταίος έσπευσε να παράσχει –σχεδόν- όρκους πίστης στην Ευρωζώνη.
Δεν κάνει κακό όμως να διαβάζουμε αναλύσεις και άλλου ύφους, όπως αυτή του Θέμη Τζήμα που αναδημοσιεύω στη συνέχεια.
Η πολιτειακή κρίση στην Ιταλία δεν αποτελεί μια επανάληψη απλά της κρίσης στην Ελλάδα αλλά μια ποιοτική αναβάθμισή της. Θυμίζει πώς ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός έχει «καταπιεί» τον πολιτικό φιλελευθερισμό, επιδεικνύοντας οριακά και όχι πάντα, ανοχή ακόμα και στις τυπικές εκδηλώσεις του τελευταίου. Καταδεικνύει μάλιστα, γιατί και πώς η Ευρωζώνη μετατρέπεται σε μεγεθυντικό φακό της παραπάνω συνθήκης, εντείνοντας εξαιτίας όχι των «αντί- συστημικών» αλλά των «συστημικών» της δυνάμεων τη δική της, υπαρξιακή κρίση.
Στην Ιταλία είχαμε δημοκρατικές εκλογές - με βάση τα δυτικά πρότυπα. Και πάλι με βάση τα δυτικά πρότυπα, μετά τις εκλογές είχαμε μια πρόταση κυβερνητικού συνασπισμού της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, το πρόγραμμα του οποίου για την οικονομία απείχε από τις θεωρούμενες ως ριζοσπαστικές υποσχέσεις των δύο κομμάτων αρκετά έως πολύ.
Υποσχέσεις που είχαν να κάνουν με μια μάλλον θολή Κεϋνσιανή πρόταση και οι οποίες μετεκλογικά μετετράπησαν σε ένα μείγμα οικονομικού φιλελευθερισμού, με «ολίγη» από κεϋνσιανή αναδιανομή εισοδημάτων και δειλές προσπάθειες ανάταξης της παραγωγικής δυναμικής της Ιταλίας. Στην πιο «ριζοσπαστική» του ανάγνωση και σε ό,τι αφορά την προτεινόμενη οικονομική πολιτική θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για ένα δεξιό, σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα.
Και όμως: σε μια πρωτοφανή του κίνηση, ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του τη βούληση της πλειοψηφίας, μη δεχόμενος ευρωσκεπτικιστή υπουργό οικονομικών, ακόμα και αν ο τελευταίος έσπευσε να παράσχει –σχεδόν- όρκους πίστης στην Ευρωζώνη.